ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 628/2000.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χρύσως Βορκά,
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ' ων η αίτηση.
_________________
31 Ιανουαρίου, 2002
.Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γ-Ε.
Για τα Ε/Μ αρ. 1, 3, 5, 7, 9 και 11: Μ. Τριανταφυλλίδης.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.2.2000 και με την οποίαν προήγαγεν ύστερα από επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τους 1. Αντρούλα Παπαδοπούλου, 2. Ζηνοβία Βοσκαρίδου, 3. Ανδρέα Τήλλυρο, 4. Χριστόδουλο Τσαγγαρίδη, 5. Παναγιώτα Σεντονάρη, 6. Γεώργιο Ευθυμίου, 7. Ιωάννη Κωνσταντινίδη, 8. Αντρούλλα Παπαντωνίου, 9. Στυλιανό Μυλωνά, 10. Σταύρο Χριστοδουλίδη, 11. 'Αλκηστη Πίστου και 12. Χαράλαμπο Ιωαννίδη στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης αναδρομικά από τις 7.1.98 αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Στη διάρκεια της διαδικασίας η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή εναντίον των Ε/Μ 4, 6, και 8 και η προσφυγή εναντίον της προαγωγής τους απορρίφθηκε (βλ. Πρακτικά ημερ. 24.10.2000 και 7.9.2001).
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.
Με απόφαση της ημερ. 13.2.98 (η πρώτη απόφαση) η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Ε.Ε.Υ.) προήγαγε τα Ε.Μ. που αναφέρονται στην προσφυγή και αριθμό άλλων υποψηφίων στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (η επίδικη θέση). Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 20.4.90 η οποία εκδόθηκε στις προσφυγές 328/9
8 και 374/98 (η ακυρωτική απόφαση - Βλ. Κοιλαρά κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 328/98 και 374/98/20.4.99). Ο λόγος ακύρωσης της πρώτης απόφασης ήταν η έλλειψη αιτιολογίας για τον αριθμό των μονάδων που παραχωρήθηκαν στον κάθε υποψήφιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.Μετά την ακυρωτική απόφαση η Ε.Ε.Υ. με απόφαση της ημερ. 30.4.99 ακύρωσε την από 7.1.98 προαγωγή των Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Αποφάσισε, επίσης, να ζητήσει από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να επανεξετάσει το όλο θέμα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία λήψης από την Ε.Ε.Υ. της ακυρωθείσας απόφασης και να αναρτίσει νέα έκθεση.
Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η «Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης από την Ε.Ε.Υ. (07/01/98) και με βάση το Νόμο του 1995 (78(Ι)/95) (Προσωρινές Διατάξεις), προχώρησε στον καθορισμό κοινών κριτηρίων με στοιχεία που υπήρχαν σε όλους τους φακέλους και με τα οποία θα αποτιμούσε την αξία του κάθε υποψηφίου. Τα στοιχεία θα τα αντλούσε από το περιεχόμενο των Συνήθων Εκθέσεων, των Εκθέσεων Διευθυντών Σχολείων και των Ατομικών Πληροφοριακών Δελτίων που περιέχονται στους φακέλους των υποψηφίων για την περίοδο των τελευταίων δέκα ετών, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις εκθέσεις και τα δελτία των τελευταίων δύο ετών. Τα κριτήρια και οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα ακόλουθα:
Σύνολο μονάδων
Με βάση τα κριτήρια, που αναφέρονται πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε μονάδες αξίας στον κάθε υποψήφιο αθροίζοντας τις επιμέρους μονάδες στον κάθε τομέα της αξιολόγησης.
Επίσης η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε σειρά προτεραιότητας μετά την αριθμητική αποτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας όλων των υποψηφίων σε μονάδες «όπως προβλέπεται από τον περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις
) Νόμο του 1995 (78(Ι)/95)». Υπέβαλε κατάλογο «88 προτεινόμενων κατά σειρά προτεραιότητας για την πλήρωση 28 συνολικά θέσεων». Ο κατάλογος περιλάμβανε την αιτήτρια και τα Ε/Μ. Το σύνολο των μονάδων αξίας, προσόντων και αρχαιότητας που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην αιτήτρια και στα Ε/Μ έχει ως εξής:
Αξίας Προσόντων Αρχαιό-
9;
τηταςΑιτήτρια 94 0.00 6.08 100.08
Ε/Μ 1 Παπαδοπούλου Αντρούλλα 93 0.00 9.08 102.08
Ε/Μ 2 Βοσκαρίδου Ζηνοβία 94 0.00 7.08 101.08
Ε/Μ 3 Τύλληρος Ανδρέας 94 0.00 7.08 101.08
Ε/Μ 5 Σεντονάρη Παναγιώτα 93 3.00 4.58 100.58
Ε/Μ 7 Κωνσταντινίδης Ιωάννης 94 2.00 4.08 100.08
Ε/Μ 9 Μυλωνά Στυλιανός 94 0.00 5.42 99.42
Ε/Μ 10 Χριστοδουλίδης Σταύρος 92 0.00 7.0
8 99.08Ε/Μ 11 Πίστου 'Αλκηστις 94 0.00 6.17 100.17
Ε/Μ 12 Ιωαννίδης Χαράλαμπος 94 0.00 5.42 99.42
Ο κατάλογος των προτεινόμενων υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αναρτήθηκε την 6.7.99. Υποβλήθηκαν ενστάσεις από 5 υποψηφίους. 'Ενσταση υποβλήθηκε και από την αιτήτρια η οποία θεωρήθηκε εκπρόθεσμη. Οι ενστάσεις, περιλαμβανομένης και εκείνης της αιτήτριας αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και την αποτίμηση της αξίας των ενισταμένων σε μονάδες.
'Ολες οι ενστάσεις πλην μιας απορρίφθηκαν από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Οι ενστάσεις εξετάστηκαν από την Ε.Ε.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 15.11.99. Η τελευταία υιοθέτησε την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Στην ίδια συνεδρία η Ε.Ε.Υ. κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων «σύμφωνα με το εδάφιο 9 του άρ. 5 του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (7(Ι)/97). Η Ε.Ε.Υ. αφαίρεσε από τον κατάλογο 16 υποψηφίους οι οποίοι προήχθησαν στην επίδικη θέση στις 23.12.97 με ισχύ από 7.1.98 και των οποίων η προαγωγή δεν ακυρώθηκε και 15 υποψήφιους οι οποίοι δεν προσήλθαν σε προσωπική συνέντευξη κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε «να χρησιμοποιήσει τις 0-5 μονάδες που έχει στη διάθεσή της για το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και το περιεχόμενο του φακέλου των υπηρεσιακών εκθέσεων. 'Ηταν η θέση της «ότι το εύρος της διακριτικής της ευχέρειας πρέπει να διατηρηθεί, για να έχει τη δυνατότητα επιλογής του καταλληλότερου για προαγωγή υποψηφίου, δεδομένου μάλιστα ότι δε δύναται
να λάβει υπόψη της την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις του ουσιώδους χρόνου». Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης τις 0-5 μονάδες της διακριτικής της ευχέρειας να κατανείμει ως εξής:«Μηδέν ως τρεις (0-3) μονάδες για το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων. Στοιχεία των φακέλων τα οποία θα αποτιμώνται αριθμητικά είναι: πιστοποιητικό παρακολούθησης προγραμμάτων επιμόρφωσης, πιστοποιητικά παρακολούθησης σεμιναρίων ή συμμετοχής σε επιστημονικά συνέδρια, συγγραφικό έργο ή/και δημοσιεύματα, σημειώματα, εύφημος μνεία και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του φακ. υπηρεσιακών εκθέσεων που τυχόν βρίσκεται καταχωρισμένο στον προσωπικό φάκελο.
Μηδέν ως δύο (0-2) μονάδες για το περιεχόμενο των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Στοιχεία των φακέλων και των εκθέσεων που θα αποτιμώνται αριθμητικά είναι: δραστηριότητες: ενδοσχολικές και εξωσχολικές (κοινωνικές, φιλανθρωπικές, θρησκευτικές, αθλητικές, πολιτιστικές) και οποιοδήποτε άλλο του προσωπικού φακέλου που τυχόν βρίσκεται καταχωρισμένο στο φάκελο υπηρεσιακών εκθέσεων.»
Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό ο λόγος για τον οποίο η Ε.Ε.Υ. «κατανέμει περισσότερες μονάδες (0-3) στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων από ό,τι στο περιεχόμενο του φακέλου των υπηρεσιακών εκθέσεων (0-2) είναι γιατί οι προσωπικοί φάκελοι περιέχουν περισσότερα στοιχεία τα οποία δεν έχουν αποτιμηθεί αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή».
Αφού μελέτησε το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και το περιεχόμενο των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων η Ε.Ε.Υ. παραχώρησε πρόσθετες μονάδες στους υποψηφίους.
Ως αποτέλεσμα της παραχώρησης των πρόσθετων μονάδων το σύνολο των μονάδων της αιτήτριας και των Ε.Μ. έχει διαμορφωθεί ως εξής:
Σύνολο μονάδων.
Αιτήτρια 102.83
Ε/Μ 1 Παπαδοπούλου Αντρούλλα 104.08
Ε/Μ 2 Βοσκαρίδου Ζηνοβία 104.08
Ε/Μ 3 Τύλληρος Ανδρέας 104.08
Ε/Μ 5 Σεντονάρη Παναγιώτα 103.58
Ε/Μ 7 Κωνσταντινίδης Ιωάννης 103.58
Ε/Μ 9 Μυλωνά Στυλιανός 103.42
Ε/Μ 10 Χριστοδουλίδης Σταύρος 103.33
Ε/Μ 11 Πίστου 'Αλκηστις 103.17
Ε/Μ 12 Ιωαννίδης Χαράλαμπος 103.17
Με βάση τις πιο πάνω μονάδες η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε την προαγωγή των Ε.Μ. στην επίδικη θέση αναδρομικά από την 7.1.98.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Πρώτος λόγος ακύρωσης - Ο περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1997 (Ν 7(Ι)/97) είναι αντισυνταγματικός
.Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι ο Νόμος 7(Ι)/97 είναι αντισυνταγματικός «γιατί παραβιάζει τη διάκριση των εξουσιών και την ισότητα μεταξύ ανίσων».
Το θέμα της συνταγματικότητας έχει κριθεί στη Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2681/27.2.2001 η οποία αφορούσε τη συνταγματικότητα του άρ. 5 του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 (Ν 78(Ι)/95). Κρίθηκε ότι το άρ. 5 του Νόμου δεν είναι αντισυνταγματικό. Το άρ. 5 του υπό κρίση Νόμου 7(Ι)/97 είναι ταυτόσημο με το άρ. 5 του Νόμου 78(Ι)/95. 'Επεται πως ο λόγος (ratio) της απόφασης στη Δημητριάδης (πιο πάνω) τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα έφεση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται (βλ. και Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 414/97/31.8.99 (απόφαση Νικολάου, Δ.. Βλ. και τη δική μου απόφαση στην Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 465/98/8.3.2000
).
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Η Ε.Ε.Υ. δεν συμμορφώθηκε ολοκληρωτικά με το δεδικασμένο που ήταν erga omnes
.Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Ε.Ε.Υ. είχε υποχρέωση να επαναφέρει στις θέσεις τους όχι μόνο τους ακυρωθέντες αλλά όλους τους τότε προαχθέντες. Χάριν της νομιμότητας - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - αλλά και της ίσης μεταχείρισης η διοίκηση είχε υποχρέωση να επανεξετάσει «τη νομιμότητα της πλήρωσης και για όλες τις αρχικά κενές θέσεις επιτείνοντας το ακυρωτικό αποτέλεσμα».
Από την άλλη η κα. Παπαέτη, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι αποτελεί καθιερωμένη αρχή διοικητικού δικαίου ότι πράξη προαγωγής ή διορισμού ακυρώνεται μόνο αναφορικά με τα πρόσωπα τα ονόματα των οποίων αναγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως τα ούτω καλούμενα ενδιαφερόμενα μέρη, και όχι για όλους τους προαχθέντες ή διορισθέντες με την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
Θεωρώ ότι η θέση που έχει προβάλει η κα. Παπαέτη αποτελεί τη θέση της νομολογίας. Το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης σε προσφυγή που στρέφεται κατά πράξης προαγωγών ή διορισμών επηρεάζει μόνο τους υποψήφιους τους οποίους ο αιτητής έχει καταστήσει ενδιαφερόμενα μέρη. Στην παρούσα υπόθεση τα Ε
/Μ ήταν 12 αλλά στη συνέχεια η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή εναντίον των Ε.Μ. 4, 6, 8. Επιτυχία της προσφυγής αφήνει άθικτη την προαγωγή των Ε.Μ. 4, 6, 8. Κατά την επανεξέταση η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να αξιώνει όπως ανακληθεί η προαγωγή των Ε.Μ. 4, 6 και 8. Αυτό τούτο το ακυρωτικό δεδικασμένο αναφέρεται ονομαστικά στα Ε.Μ. των οποίων η προαγωγή ή ο διορισμός ακυρώνεται.Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει «μόνο τα κριθέντα σημεία δικαίου υπό του δικαστού. Ήτοι, τον λόγον δια τον οποίον ηκυρώθη η πράξις και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβη η διοίκησις κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως» (βλ. Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», 1988, σελ. 83
).Στις περιπτώσεις προσφυγών που στρέφονται κατά προαγωγών ή διορισμών ο όρος «πράξη» περιορίζεται στην πράξη προαγωγής ή διορισμού των υποψηφίων οι οποίοι είχαν καταστεί Ε.Μ. από τον αιτητή. Υιοθέτηση της πορείας που εισηγείται ο κ. Αγγελίδης θα παραβίαζε βασικές αρχές δικαίου ήτοι την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Θα ισοδυναμούσε με ακύρωση προαγωγής ή διορισμού υποψηφίου ο οποίος δεν είχε ακουστεί στην ακυρωτική διαδικασία. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Δεν μπορούσε τώρα στην επανεξέταση να θεωρηθούν ως μη υπάρχουσες οι υπηρεσιακές αξιολογήσεις που έγιναν με βάση την Κ.Δ.Π. 223/76 η οποία ουδέποτε ακυρώθηκε
.Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η επίδικη προσέγγιση έγινε «κατ' άνιση μεταχείριση που πηγάζει από το Νόμο 7(Ι)/97» και αποτελεί επέμβαση στη διαδικασία στελέχωσης της διοικητικής υπηρεσίας αντίθετη προς το Σύνταγμα και τη Νομολογία.
Η επίδικη προσέγγιση έχει σαν νομικό έρεισμα το εδάφιο 3 του άρ. 5 του πιο πάνω Νόμου 7(Ι)/97 σύμφωνα με το οποίο «η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω υπηρεσιακές εκθέσεις». Ο Νόμος 7(Ι)/97 έχει κριθεί συνταγματικός και επομένως η εισήγηση περί προσέγγισης αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με την αρχή της ιεραρχείας των νομοθετικών διατάξεων (
Arsalis v. Republic (1976) 3 C.L.R. 255) o Νόμος 7(Ι)/97 υπερισχύει της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 223/76. Μπορούσε επομένως νόμιμα να ληφθούν υπόψη οι σχετικές διατάξεις του. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Η αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή της αξίας πάσχει
.Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η αποτίμηση των μονάδων αξίας των υποψηφίων έγινε με μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου «επανεξέταση, έμπνευση και μέθοδο αυθαίρετη και έξω από το Νόμο». Περιέχει «προκατασκευή κατηγοριών, κριτηρίων και δεικτών που δεν προβλέπονται από Νομοθεσία και η οποία οδήγησε σε πίνακες όπου δίπλα από το όνομα εκάστου υποψηφίου έχουμε κάποιους αριθμούς, χωρίς καμιά περί
τούτου αιτιολογία (βλ. Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743/20.7.99).Το άρ. 5(7) του Νόμου 7(Ι)/97 έχει θεσπίσει δικαίωμα κάθε επηρεαζόμενου εκπαιδευτικού λειτουργού να ζητήσει αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένσταση του. 'Εχει δε νομολογηθεί ότι στην απουσία ένστασης, σε σχέση με το κριτήριο της αξίας, ένας υποψήφιος δεν μπορεί να παραπονείται για τον τρόπο αποτίμησης της (Βλ. τις υποθέσεις Πρωτοπαπά και Κωνσταντινίδου (πιο πάνω) και Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2701/27.2.2001
).Εφόσο στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση η οποία θεωρήθηκε εκπρόθεσμη αυτό ισοδυναμεί με απουσία ένστασης. Δεν μπορεί, επομένως, να παραπονείται για τον τρόπο αποτίμησης της αξίας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Πέμπτος λόγος ακύρωσης - Η κατανομή πρόσθετων μονάδων σε σχέση με τα δύο από τα τρια κριτήρια που προβλέπει το άρ. 35(Β) (10) (β) του Νόμου 10/69 ήταν παράνομη
.Ο κ. Αγγελίδης, υπέβαλε ότι το άρ. 35Β (10) (β) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 (Ν 10/69 όπως έχει τροποποιηθεί) παρέχει δικαίωμα στην Ε.Ε.Υ. να αυξήσει μέχρι 5 τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος «με αιτιολογημένη απόφαση της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων
και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων». Ο Νόμος - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - έδωσε εξουσία στην Ε.Ε.Υ. να χρησιμοποιήσει αυτές τις μονάδες για ότι αφορά και τα τρία κριτήρια που ορίζει, συμπεριλαμβανομένου και των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις. Εφόσον η Ε.Ε.Υ. δεν μπορούσε να δώσει μονάδες στις συνεντεύξεις (λόγω αλλαγής της σύνθεσης της) τούτο δεν τις έδιδε δικαίωμα και/ή εξουσία κατά το Νόμο να χρησιμοποιεί όλες τις μονάδες για τα υπόλοιπα κριτήρια. Κυρίως δεν μπορούσε η Ε.Ε.Υ., επιλεκτικά, άνισα και χωρίς να έχει εξουσία από το Νόμο να δώσει 3 μονάδες για το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και 2 μονάδες για το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων.Στη Δημοκρατία ν. Λοϊζου, Α.Ε. 2511/16.5.2000 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του άρ. 35Β (10) (β) του Νόμου 10/69 δεν επιτρέπουν αύξηση των μονάδων με βάση την εντύπωση μόνο από τις συνεντεύξεις κατ' απομόνωση από το περιεχόμενο των φακέλων γιατί το άρ. 35Β (10) (β) επιτρέπει την παραχώρηση μέχρι 5 μονάδων για τους φακέλους και την απόδοση στη συνέντευξη. 'Εθεσε το θέμα ως εξής:
«'Ενα συναφές ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 35Β (10) (β) η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου με βάση μόνο την εντύπωση που απεκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και να αγνοήσει το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Κατά την κρίση μου η σχετική εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από την στιγμή που αποφασίζει να υιοθετήσει το μέτρο της αυξήσεως η αύξηση πρέπει να αναφέρεται και στους δύο τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 35Β (10) (β), δηλαδή:
(ι) την εντύπωση από τις προσωπικές συνεντεύξεις, και
(ιι) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου 35Β (10) (β) δεν επιτρέπει διάσπαση των δύο τομέων. Δεν επιτρέπει αξιολόγηση και αύξηση των μονάδων με βάση την εντύπωση μόνο από τις προσωπικές συνεντεύξεις κατά απομόνωση από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Ο σύνδεσμος 'και' στο πιο πάνω άρθρο 35Β (10) (β) είναι συνδετικός ('conjunctive') (Βλ. Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 232-233). Αν η πορεία που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή κρινόταν ως ορθή μια τέτοια κρίση θα επέτρεπε στην Επιτροπή να αυξήσει τις μονάδες ενός υποψηφίου μέχρι 5 με βάση μόνο την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Μια τέτοια πορεία είναι πρόδηλα αντίθετη με το λεκτικό του άρθρου 35Β (10) (β) και καταστρατηγεί κατάφωρα τις πρόνοιες και τους σκοπούς του. Οι πρόνοιες είναι σαφείς. Επιτρέπουν αύξηση των μονάδων μέχρι 5 με αιτιολογημένη απόφαση η οποία θα στηρίζεται στους δύο τομείς που
Η Ολομέλεια επικύρωσε την πιο πάνω προσέγγιση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ.:
«'Εχουμε την άποψη ότι η ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 35Β (10) (β) από τον πρωτόδικο Δικαστή είναι και η ορθότερη. 'Οπως εύστοχα παρατήρησε, η εξουσία της Επιτροπής είναι διακριτική. Μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ή να μην τις αυξήσει. Από τη στιγμή που αποφασίζει να τις αυξήσει, η αύξηση πρέπει να στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των φακέλων. Το λεκτικό του άρθρου 35Β (10) (β) είναι, πράγματι, σαφές. Αύξηση των μονάδων από την Επιτροπή επιτρέπεται μόνο όταν αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, σωρευτικά, από την προσωπική συνέντευξη σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των φακέλων.»
Υιοθετώ την ερμηνεία που έχει δοθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Λοϊζου (πιο πάνω). Κρίνω σαν θέμα ερμηνείας του άρ. 35(Β) (10) (β) ότι η Ε.Ε.Υ. δεν μπορούσε νόμιμα να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων κατά 5 με βάση μόνο τα δύο από τα τρία κριτήρια που προβλέπονται από το Νόμο. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει όχι μόνο λόγω της ερμηνείας του άρ. 35(Β) (10) (β) του Νόμου 10/69 αλλά και κατ' εφαρμογή σχετικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Ε.Υ. να αυξήσει τις μονάδες πρέπει να ασκείται με βάση τα τρια κριτήρια ή συντελεστές κρίσεως που προβλέπονται από το Νόμο. Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Ε.Υ. έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με βάση μόνο δύο από τα τρία κριτήρια ή συντελεστές κρίσεως. Ακολουθεί πως η Ε.Ε.Υ. έχει βασισθεί σε συντελεστές κρίσεως διαφορετικούς από εκείνους στους οποίους κατά την αληθή βούληση του Νομοθέτη όφειλε να στηριχθεί. Σε τέτοια περίπτωση η ενέργεια της "χωρεί κατά παράβαση των κανόνων νομιμότητας του διοικητικού δικαίου" και συνιστά νομικώς ελαττωματική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και ενέργεια αντίθετη προς το Νόμο εντός της έννοιας του άρθρου 146.
1 του Συντάγματος (Βλ. "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου" του Γ. Μ. Παπαχατζή, Τόμος Πρώτος, ΄Εκτη έκδοση, σελ. 730, 734: "Νομικώς ελαττωματική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας: Αν η διοικητική αρχή, τη στιγμή που ασκεί την ανατιθέμενην σ΄ αυτήν διακριτική ευχέρεια, βασισθεί σε συντελεστές κρίσεως διαφορετικούς από εκείνους στους οποίους κατά την αληθή του νομοθέτη βούληση όφειλε να στηριχθεί ... η πράξη της ή εν γένει η ενέργεια της χωρεί κατά παράβαση των κανόνων νομιμότητος του διοικητικού δικαίου ...") .Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μου δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που σχετίζεται με τη μη αιτιολόγηση της κατανομής των πρόσθετων μονάδων.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση, στο βαθμό που αφορά τα Ε.Μ. 1, 2, 3, 5, 7, 9, 10, 11 και 12, ακυρώνεται με έξοδα. Καμιά διαταγή για τα έξοδα των ενδιαφερομένων μερών.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.