ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1160
11 Δεκεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΑ Η ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ.
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1649/1999)
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλει την απόρριψη καταγγελιών του προς το Ε.Τ.Ε.Κ. ως προς ισχυριζόμενη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέλη του.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου με την οποία απορρίφθηκαν καταγγελίες του εναντίον μελών του Ε.Τ.Ε.Κ. για πειθαρχικά παραπτώματα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το έννομο συμφέρον προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και οριοθετεί τον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται να την ασκήσουν προς το σκοπό της εξασφάλισης δικαστικής προστασίας των συμφερόντων τους έναντι της διοίκησης. Ορίζεται ρητά στο Σύνταγμα ότι νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής πρόσωπο του οποίου προσβλήθηκε ευθέως από τη διοικητική απόφαση ίδιον, και ενεστώς έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον ουσιαστικά συνίσταται σε βελτίωση ή ωφέλεια η οποία θα προκύψει για τον αιτητή στην εκάστοτε περίπτωση από την ακύρωση της πράξης. Τίθεται συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση το ερώτημα εάν η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μη προσαφθεί οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον μελών του ΕΤΕΚ και να απορριφθούν οι σχετικές καταγγελίες επηρεάζει άμεσα οποιοδήποτε συμφέρον του αιτητή. Όπως ορθά επισημάνθηκε από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, το συμφέρον του αιτητή στην παρούσα, δεν είναι προσωπικό ούτε άμεσο. Λείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης και της ζημιάς υλικής ή ηθικής που επικαλείται ο αιτητής. Δεν έχει αποδείξει ο αιτητής ειδική και συγκεκριμένη βλάβη που επέρχεται ευθέως και αμέσως από την απόφαση του Συμβουλίου. Με την απόφαση που εδώ προσβάλλεται, είχαν απορριφθεί καταγγελίες εναντίον μελών του ΕΤΕΚ τα οποία μάλιστα δεν προσδιορίζονταν σε αυτές. Δεν στοιχειοθετείται συνεπώς, ιδιαίτερος δεσμός του αιτητή με την επίδικη απόφαση. Ούτε θίγεται με αυτήν η θέση και τα δικαιώματά του. Όποιος αιτείται την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης πρέπει να υφίσταται βλάβη από αυτήν, στο πλαίσιο μιας ειδικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με την πράξη. Εάν αρκούσε η ύπαρξη βλάβης, έστω και ηθικής, όπως ισχυρίζεται εδώ ο αιτητής, αδιαφόρως του ειδικού δεσμού που πρέπει να συνδέει τον αιτητή με την πράξη, τότε θα οδηγούμαστε στην αποδοχή της λαϊκής αγωγής.
Ο αιτητής δεν έχει προσδιορίσει ποια ειδικότερη βλάβη υφίσταται από την απόφαση της οποίας επιδιώκει την ακύρωση.
Είναι μεν ο αιτητής αποδέκτης της επίδικης πράξης υπό την έννοια ότι κοινοποιήθηκε προς αυτόν μετά τις καταγγελίες του, πλην όμως η απόφαση που περιέχεται σε αυτήν δεν προκάλεσε βλαπτική επενέργεια στα έννομα συμφέροντά του. Η προδικαστική ένσταση για τη μη ύπαρξη έννομου συμφέροντος γίνεται δεκτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ κ.ά. v. Ψαλτά (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 834.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόρριψης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των καταγγελιών του εναντίον μελών του ΕΤΕΚ για πειθαρχικά παραπτώματα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Αντωνίου για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί την εγκυρότητα της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου (στο εξής "το Συμβούλιο") του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (στο εξής "το ΕΤΕΚ") με την οποία απορρίφθηκαν οι καταγγελίες του εναντίον μελών του ΕΤΕΚ για πειθαρχικά παραπτώματα. Με την απόφαση που εκδόθηκε στις 8.10.99 και περιήλθε σε γνώση του αιτητή στις 18.10.99 το Συμβούλιο πληροφορούσε, διά του προέδρου του, τον αιτητή ότι μετά από διεξαγωγή σχετικής έρευνας διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε μέλους του ΕΤΕΚ και δεν ήταν ως εκ τούτου δυνατό να προσαφθεί οποιαδήποτε κατηγορία δυνάμει των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (περί Δεοντολογίας των Μελών) Κανονισμών του 1996 (ΚΔΠ 327/96).
Το ζήτημα ουσιαστικά προέκυψε κατόπιν καταγγελιών του αιτητή οι οποίες υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο στις 3.6.99 και 9.6.99. Στρέφονταν γενικώς εναντίον μελών του ΕΤΕΚ και περιείχαν τον ισχυρισμό ότι τα πρόσωπα αυτά, τα οποία δεν προσδιορίζονταν, ενεργώντας αναρμόδια και αντίθετα προς τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, προμήθευσαν έγγραφα που αφορούσαν τα προσόντα του αιτητή σε τρίτο πρόσωπο χωρίς την έγκρισή του. Προηγήθηκε η εκ μέρους του αιτητή υποβολή παραπόνου στην Επίτροπο Διοικήσεως η έκθεση της οποίας κοινοποιήθηκε στον ίδιο και στο ΕΤΕΚ. Στηριζόμενος στο περιεχόμενό της, ο αιτητής ζήτησε με επιστολή του ημερ. 3.5.99 προς τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου όπως "ερευνηθεί ως πειθαρχικό παράπτωμα η στάση, συμπεριφορά και μεταχείριση", την οποία, όπως ισχυρίστηκε, έτυχε από μέλη του ΕΤΕΚ. Το Συμβούλιο ανταποκρινόμενο, αποτάθηκε στους δικηγόρους του ΕΤΕΚ ζητώντας σχετική γνωμάτευση και κάλεσε παράλληλα με επιστολή ημερ. 21.5.99, τον αιτητή να συμπληρώσει και επιστρέψει σχετικό επισυναπτόμενο έντυπο προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της σχετικής έρευνας. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, ο αιτητής συμπλήρωσε και απέστειλε δύο ξεχωριστά έντυπα καταγγελίας τα οποία αντιστοίχως υποβλήθηκαν στις 6 και 9.6.99. Ζητούσε βασικά σε αυτά να διερευνηθεί ως πειθαρχικό παράπτωμα το γεγονός ότι μέλη του ΕΤΕΚ είχαν, χωρίς τη συγκατάθεσή του, όπως ισχυρίστηκε, παραχωρήσει έγγραφα που αφορούσαν τα ακαδημαϊκά του προσόντα και την εγγραφή του ως Πολιτικού Μηχανικού σε κάποιο Γεώργιο Ιορδάνου, αντίδικό του, όπως ανέφερε, σε αναθεωρητική διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο εντύπων καταγγελίας που υποβλήθηκαν από τον αιτητή, ήταν η ανυπαρξία προσδιορισμού οποιουδήποτε καταγγελλομένου προσώπου. Οπως ανέφερε στη συνοδευτική επιστολή του δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ποίοι είχαν προμηθεύσει τα έγγραφα στον Γ. Ιορδάνου και υποδείκνυε ότι ήταν αρμοδιότητα του Συμβουλίου η εξακρίβωση των γεγονότων και η "άμεση εκδίκαση της καταγγελίας του". Το Συμβούλιο αποτάθηκε με επιστολή ημερομ. 2.7.99 στον Διευθυντή του ΕΤΕΚ ζητώντας, με βάση τις καταγγελίες του αιτητή, ενημέρωση ως προς το γεγονός που καταγγέλθηκε. Με την απαντητική του επιστολή ημερομ. 28.7.99, ο Διευθυντής πληροφορούσε το Συμβούλιο ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν είχαν δοθεί από το ΕΤΕΚ. Ακολούθησε η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης του Συμβουλίου (ημερ. 8.10.99) με την οποία, όπως ήδη σημειώθηκε, απορρίπτονταν οι σχετικές καταγγελίες.
Ο αιτητής ανέπτυξε τρεις λόγους ακυρώσεως. Εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Παρέλειψαν, κατά την άποψή του, οι καθ' ων να αξιολογήσουν σωστά την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως και να διορίσουν ερευνώντα λειτουργό για το σκοπό της εξακρίβωσης των προσώπων που ενδεχομένως να διέπραξαν στην προκείμενη περίπτωση πειθαρχικά παραπτώματα. Αυτό που βασικά υποστηρίχθηκε από τον αιτητή ήταν ότι, με βάση τις καταγγελίες και τα σχετικά έγγραφα που προσκόμισε, σε συνάρτηση και με το πόρισμα της Επιτρόπου Διοικήσεως, όφειλαν οι καθ΄ ων η αίτηση να διερευνήσουν το θέμα κατά τρόπο με τον οποίο θα κατέληγαν οι ίδιοι στην αποκάλυψη των προσώπων τα οποία θα εβαρύνοντο με πειθαρχική ευθύνη, έστω και αν αυτά δεν κατονομάσθηκαν στο έντυπο καταγγελίας, εφόσον δεν ήταν γνωστά στον ίδιο κατά το δεδομένο χρονικό σημείο. Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ο αιτητής, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Δεν αναφέρεται σε αυτήν, όπως τονίζει, το πώς διαπιστώθηκε και από ποιούς, ότι το έγγραφο δεν διέρρευσε σε τρίτο πρόσωπο κατόπιν παρέμβασης του ΕΤΕΚ ή κάποιου μέλους του. Προβλήθηκε τέλος το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει στο φάκελο το πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου στην οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός που, όπως εισηγήθηκε, μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωσή της αφού δεν επιτρέπει τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου της νόμιμης σύνθεσης και λειτουργίας του.
Ο δικηγόρος του ΕΤΕΚ υπέβαλε τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Ισχυρίσθηκε ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, ότι ο αιτητής εστερείτο στην προκείμενη περίπτωση του αναγκαίου έννομου συμφέροντος για να προσβάλει την επίδικη απόφαση και ότι η προσφυγή είναι τυπικά απαράδεκτη, αφού με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται, όπως ανέφερε, δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες πράξεις.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, η θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε νομότυπα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις οικείες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Απορρίπτοντας τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εκ μέρους του αιτητή, ο δικηγόρος του ΕΤΕΚ υπέδειξε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη συνεδρίαση στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση ήταν καθόλα νόμιμη και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου (Ν. 224/90). Ανταπαντώντας στον ισχυρισμό περί ελλιπούς αιτιολογίας, παραπέμπει στο διοικητικό φάκελο και το περιεχόμενό του.
Η προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο της προσφυγής εγκαταλείφθηκε στην πορεία της διαδικασίας. Κρίσιμη παραμένει η απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσο συντρέχει εδώ έννομο συμφέρον του αιτητή για την προσβολή της επίδικης απόφασης. Στο κείμενο της σχετικής επιστολής (βλ. παράρτημα 12 στην ένσταση) γινόταν αναφορά στις σχετικές καταγγελίες και το Συμβούλιο πληροφορούσε τον αιτητή για τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε μετά τη διεξαγωγή έρευνας. Υποδεικνυόταν προς αυτόν η γενικότητα των καταγγελιών του, το γεγονός ότι δεν στρέφονταν αυτές εναντίον συγκεκριμένου προσώπου, υπαλλήλου ή μέλους του ΕΤΕΚ και πληροφορείτο ο αιτητής ότι ως αποτέλεσμα της διεξαχθείσας έρευνας διαπιστώθηκε ότι το έγγραφο που είχε διαρρεύσει, δεν περιήλθε στην κατοχή τρίτου προσώπου μέσω του ΕΤΕΚ. Η επίδικη απόφαση κατέληγε ως εξής:
" ..........................................................................................................
Σύμφωνα με τα πιο πάνω το Π.Σ. κρίνει ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε μέλους του Επιμελητηρίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσαφθεί οποιαδήποτε κατηγορία με βάση τους περί Δεοντολογίας Κανονισμούς των Μελών του ΕΤΕΚ. Επομένως το Π.Σ. απορρίπτει και τις δύο καταγγελίες."
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η προδικαστική ένσταση η σχετική με την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος είναι αβάσιμη, γιατί, όπως υποστήριξε, υπέστη, ως αποτέλεσμα της αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς την οποία κατήγγειλε, ηθική βλάβη η οποία του παρείχε προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον να προσφύγει στο Δικαστήριο ζητώντας τον αναθεωρητικό έλεγχο της απόφασης για την απόρριψη των καταγγελιών του.
Δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη. Το έννομο συμφέρον προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και οριοθετεί τον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται να την ασκήσουν προς το σκοπό της εξασφάλισης δικαστικής προστασίας των συμφερόντων τους έναντι της διοίκησης. Ορίζεται ρητά στο Σύνταγμα ότι νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής πρόσωπο του οποίου προσβλήθηκε ευθέως από τη διοικητική απόφαση ίδιον, και ενεστώς έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον ουσιαστικά συνίσταται σε βελτίωση ή ωφέλεια η οποία θα προκύψει για τον αιτητή στην εκάστοτε περίπτωση από την ακύρωση της πράξης. Τίθεται συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση το ερώτημα εάν η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μη προσαφθεί οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον μελών του ΕΤΕΚ και να απορριφθούν οι σχετικές καταγγελίες επηρεάζει άμεσα οποιοδήποτε συμφέρον του αιτητή. Όπως ορθά επισημάνθηκε από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, το συμφέρον του αιτητή στην παρούσα, δεν είναι προσωπικό ούτε άμεσο. Λείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης και της ζημιάς υλικής ή ηθικής που επικαλείται ο αιτητής. Δεν έχει αποδείξει ο αιτητής ειδική και συγκεκριμένη βλάβη που επέρχεται ευθέως και αμέσως από την απόφαση του Συμβουλίου. Με την απόφαση που εδώ προσβάλλεται, είχαν απορριφθεί καταγγελίες εναντίον μελών του ΕΤΕΚ τα οποία μάλιστα δεν προσδιορίζονταν σε αυτές. Δεν στοιχειοθετείται συνεπώς, ιδιαίτερος δεσμός του αιτητή με την επίδικη απόφαση. Ούτε θίγεται με αυτήν η θέση και τα δικαιώματά του. Όποιος αιτείται την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης πρέπει να υφίσταται βλάβη από αυτήν, στο πλαίσιο μιας ειδικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με την πράξη. (Βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδ. 1997, σελ. 467-468). Εάν αρκούσε η ύπαρξη βλάβης, έστω και ηθικής, όπως ισχυρίζεται εδώ ο αιτητής, αδιαφόρως του ειδικού δεσμού που πρέπει να συνδέει τον αιτητή με την πράξη, τότε θα οδηγούμαστε στην αποδοχή της λαϊκής αγωγής.
Ο αιτητής δεν έχει προσδιορίσει ποια ειδικότερη βλάβη υφίσταται από την απόφαση της οποίας επιδιώκει την ακύρωση.
Το θέμα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος κάτω από παρόμοιες συνθήκες εξετάστηκε στα πλαίσια της εκδίκασης της υπόθεσης Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ κ.ά. ν. Ψαλτά (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 834 (σελ. 837-838) όπου το Δικαστήριο υιοθέτησε την ακόλουθη θεωρητική προσέγγιση:
"Για να θεμελιώσει την άποψη του για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος, ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε και στον καθηγητή Π.Δ.Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", 2η έκδοση, παραγ. 551. Η ουσία του σχετικού αποσπάσματος είναι ότι ο αποδέκτης διοικητικής απόφασης, όπως ήταν εδώ ο εφεσίβλητος, έχει αυτομάτως, λόγω της ιδιότητας του αυτής, πιθανολογήσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρο γιατί η πράξη τον "αφορά". Επισημαίνουμε εν τούτοις ότι διευκρινίζεται στο ίδιο απόσπασμα ότι ο κανόνας δεν ισχύει "αν προκύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήρης έλλειψη έννομου συμφέροντος".
Το θέμα εξετάζει η Γλυκερία Π. Σιούτη στο βιβλίο της "Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως " (1998) στις σελ. 55, 56:
"Από τη διατύπωση της ανωτέρω νομοθετικής διάταξης, μπορεί να ανακύψει το ζήτημα αν το νόημα της είναι ότι ο αποδέκτης της πράξης μπορεί πάντοτε να την προσβάλλει παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης, ασχέτως αν συντρέχουν στο πρόσωπο του και οι δύο προϋποθέσεις συνδρομής του εννόμου συμφέροντος, δηλ. χωρίς να απαιτείται να υφίσταται αυτός βλάβη.
Την άποψη ότι ο αποδέκτης μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης χωρίς να θίγονται από την ατομική πράξη έννομα συμφέροντα του, είχε δεχθεί η παλαιότερη νομολογία .....
Η άποψη αυτή βεβαίως δεν επικράτησε τελικώς και εγκαταλείφθηκε. Δεν είναι δυνατόν ο νόμος να θέλησε να επιτρέψει μια άσκοπη δίκη κατά μιας πράξης, η οποία δεν βλάπτει τον αιτούντα κατ' ουδένα τρόπο έστω και αν τον αφορά."
Έτσι και στην παρούσα είναι μεν ο αιτητής αποδέκτης της επίδικης πράξης υπό την έννοια ότι κοινοποιήθηκε προς αυτόν μετά τις καταγγελίες του, πλην όμως η απόφαση που περιέχεται σε αυτήν δεν προκάλεσε βλαπτική επενέργεια στα έννομα συμφέροντά του. Η προδικαστική ένσταση για τη μη ύπαρξη έννομου συμφέροντος γίνεται δεκτή. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τις άλλες προδικαστικές ενστάσεις ή την ουσία της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.