ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 1057

9 Νοεμβρίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΙΑΚΑΛΛΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1599/2000)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πληροφοριακή πράξη ― Περιστάσεις του μη εκτελεστού χαρακτήρα της επίδικης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Σύνθετη διοικητική ενέργεια ― Απώλεια της τυχόν εκτελεστότητας των ενδιάμεσων αποφάσεων,  μετά την ολοκλήρωση της σύνθετης πράξης.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της γνωστοποίησης σε αυτόν του ότι θα έπρεπε να παρακαθήσει σε συγκεκριμένες εξετάσεις εάν επιθυμούσε να θεωρηθεί προσοντούχος για προαγωγή σε ανώτερο βαθμό από αυτόν που κατείχε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι οι καθ'  ων η αίτηση δεν έχουν λάβει οποιαδήποτε απόφαση. Έχουν απλώς δώσει κάποιες πληροφορίες στον αιτητή σε σχέση με το ποιά είναι η κρατούσα νομική θέση επί του θέματος της ανέλιξης του.  Το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής αποτελεί μια προκαταρκτική ανακοίνωση των απόψεων της διοίκησης προς τον αιτητή «προς γνώσιν και συμμόρφωση του τελευταίου».  Σε τέτοια περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστού χαρακτήρος μη δυνάμενη να δημιουργήσει ίδιον έννομο αποτέλεσμα.

2.  Ακόμη και αν ήθελε κριθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη ήταν εκτελεστή αυτή αποτελεί μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία έχει καταλήξει στην προαγωγή αντικείμενο της προσφυγής του αιτητή με αρ. 288/2001.  Μετά τη διενέργεια των προαγωγών, αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 288/2001, η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει απωλέσει την εκτελεστή φύση της και επομένως η παρούσα προσφυγή η οποία έχει καταχωρηθεί προ της διενέργειας των προαγωγών, αντικείμενο της Προσφυγής 288/2001, δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί έχει στερηθεί αντικειμένου το οποίο μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή.  

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,

Republic v. Demetriou a.o. (1972) 3 C.L.R. 219,

Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198,

Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328,

Κεφάλα v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 133,

Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 219,

Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002,

Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354,

Argyrou a.o. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474,

Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1451,

Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας,

Vassiliou a.o. v. Republic (1969) 3 C.L.R. 417,

Christodoulou v. CY.T.A. (1978) 3 C.L.R. 61,

Michaeloudes a.o. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 56,

Angelidou a.o. v. Republic (1975) 3 C.L.R. 404,

HadjiGeorghiou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 436,

Καμένος v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που γνωστοποιήθηκε σ' αυτόν με την επιστολή τους ημερομηνίας 9.10.2000, και με την οποία κρίθηκε ότι για να θεωρείται προσοντούχος σε Ανώτερο Βαθμό θα πρέπει να παρακαθήσει στις εξετάσεις προαγωγής (Επαγγελματικό Μέρος) στο βαθμό του Υπαστυνόμου, είναι άκυρη.

Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή τους ημερομηνίας 9.10.2000, και με την οποία κρίθηκε ότι για να θεωρείται προσοντούχος σε Ανώτερο Βαθμό θα πρέπει να παρακαθήσει στις εξετάσεις προαγωγής (Επαγγελματικό Μέρος) στο βαθμό του Υπαστυνόμου, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.

Ο αιτητής υπηρετεί στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου από τις 17.1.68. Την 1.1.1973 διορίστηκε σε Αναπληρωτή Λοχία.

Στις 15.10.84 προήχθη σε Λοχία αφού πέτυχε τόσο στο Μορφωτικό Μέρος σε Λοχία στις 11.5.84 όσο και στο Επαγγελματικό Μέρος σε Λοχία στις 19.10.72.

Στις 15.8.90 προήχθη σε Υπαστυνόμο επ' ανδραγαθία σύμφωνα με τον Καν. 9(α) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89).

Την 1.1.96 προήχθη σε Ανώτερο Υπαστυνόμο αφού είχε ήδη επιτύχει στο Μορφωτικό Μέρος σε Υπαστυνόμο στις 20.4.90.  Στις 16.12.93 επειδή υπηρετούσε στον Κλάδο Πυροτεχνουργών οι εξετάσεις του για το Επαγγελματικό Μέρος σε Υπαστυνόμο υποκαταστάθηκαν με εξετάσεις σε Τεχνικά  Θέματα (Καν. 12.2 (β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89).

Στις 7.1.2000 αφού διορίστηκε σε Αναπληρωτή Αστυνόμο Β' μετατέθηκε από τον Κλάδο Πυροτεχνουργών στην Αεροπορική Πτέρυγα Αστυνομίας ως Υπεύθυνος.

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία που σχετίζονται με την σταδιοδρομία του αιτητή ο Αρχηγός της Αστυνομίας ζήτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «κατά πόσο ο κ. Σιακαλλής θα πρέπει να παρακαθίσει σε εξετάσεις (Επαγγελματικό Μέρος) στο βαθμό του Υπαστυνόμου αφού έχει μετατεθεί σε συνήθη αστυνομικά καθήκοντα, προκειμένου να δικαιούται προαγωγής σε Ανώτερο Βαθμό λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Καν. 12 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) (Βλ. επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 22.8.2000 - Παράρτημα Α στην ένσταση).

Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ήταν καταφατική.  Μεταφέρω το σχετικό μέρος της:

«Ο πιο πάνω Αξιωματικός, αφού μετά την προαγωγή του στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου δυνάμει τεχνικής μόνο εξέτασης, έχει μετατεθεί από 7.12.2000 σε συνήθη αστυνομικά καθήκοντα, έχω τη γνώμη ότι για να δικαιούται προαγωγής σε ανώτερο βαθμό θα πρέπει να πετύχει στο Επαγγελματικό Μέρος των εξετάσεων του βαθμού του, όπως ειδικά προβλέπεται στην τελευταία πιο πάνω δεύτερη επιφύλαξη του Καν. 11(2) (β) που αποτελεί νομοθετική ρύθμιση ειδικότερη εκείνης των διατάξεων του Καν. 11.»

(Βλ. επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 28.9.2000 - Παράρτημα Β στην ένσταση).

Την πιο πάνω γνωμάτευση ακολούθησε επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας προς τον αιτητή ημερ. 9.10.2000 - Παράρτημα Γ - με την οποία τον πληροφόρησε ότι για να θεωρείται προσοντούχος σε Ανώτερο Βαθμό θα πρέπει να παρακαθήσει στις εξετάσεις προαγωγής (Επαγγελματικό Μέρος) στο βαθμό του Υπαστυνόμου, σύμφωνα με τον Καν. 12(2)(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89).

Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής αποτελεί το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Αρχηγού της Αστυνομίας - ημερ. 9.10.2000.

Η προδικαστική ένσταση.

Οι καθ' ων η αίτηση έχουν προβάλει προδικαστική ένσταση.  Ισχυρίστηκαν ότι η «προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη μέσα στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος».

Ο κ. Φλωρέντζος, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι από το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 9.10.2000 -  η οποία αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής - «η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί γνώμη-άποψη της διοίκησης ή και πληροφοριακού χαρακτήρα πράξη, γιατί πληροφορεί απλά τον αιτητή πως, σύμφωνα με γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για να μπορεί να θεωρηθεί υποψήφιος για προαγωγή σε Ανώτερο Βαθμό, θα πρέπει να επιτύχει σε εξετάσεις προαγωγής, στο επαγγελματικό μέρος, για το βαθμό του Υπαστυνόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 12(2) (β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89)».  Η εν λόγω πράξη - συνεχίζει η εισήγηση - «δεν παράγει από μόνη της έννομα αποτελέσματα, ως απλή γνώμη-άποψη της διοίκησης ή που πληροφορεί απλά τον αιτητή για την ύπαρξη σχετικής γνωμοδότησης».  Τα έννομα αποτελέσματα θα επέλθουν όταν διενεργηθούν οι προαγωγές ή τουλάχιστον, όταν ο αιτητής αποκλεισθεί από τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση.

Τέτοιες πράξεις ή αποφάσεις δεν προσβάλλονται στην παρούσα προσφυγή.  Ο κ. Φλωρέντζος τόνισε ότι ο αιτητής «έχει καταχωρίσει χωριστή προσφυγή - με αρ. 288/2001 - με την οποία προσβάλλει το κύρος των προαγωγών που διενεργήθηκαν, στις οποίες ο ίδιος ο αιτητής δεν θεωρήθηκε υποψήφιος και δεν προήχθηκε».

Τέλος ο κ. Φλωρέντζος υπέβαλε ότι «ακόμη και αν κριθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη-επιστολή παράγει έννομα αποτελέσματα και αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη τότε η προσβαλλόμενη πράξη-επιστολή είναι στενά συνδεδεμένη και αποτελεί μέρος της όλης σύνθετης διοικητικής ενέργειας για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Β'. «Σε τέτοια περίπτωση και πάλι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί, σύμφωνα με τη νομολογία μας, μετά την έκδοση της τελικής διοικητικής πράξης στη σύνθετη διοικητική ενέργεια (της προαγωγής στο βαθμό του Αστυνόμου Β'), οι προηγούμενες ή/και ενδιάμεσες εκτελεστές διοικητικές πράξεις της σύνθετης διοικητικής ενέργειας χάνουν την εκτελεστότητα και την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής.  Πολύ περισσότερο, μάλιστα, στην παρούσα υπόθεση, που ο αιτητής έχει καταχωρίσει την Προσφυγή 288/2001 για τη μη προαγωγή του  ή και για την προαγωγή άλλων υποψηφίων.  Τυχόν επιμονή για εκδίκαση και των δύο προσφυγών θα αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου».           

Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους». 

Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.  

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εις προσβολήν δι'  αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκο- πούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού.  Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."

Στο 'Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων' του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1982, σελ. 125, οι πιο κάτω πράξεις περιλαμβάνονται εις την κατηγορία των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων:

'Αι τείνουσαι εις την εκτέλεσιν της εκτελεστής, ως είναι αι διαβιβάσεις, αι ανακοινώσεις προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των διοικουμένων, εις ους αφορά η ανακοινουμένη εκτελεστή πράξις, αι οχλήσεις και προειδοποιήσεις προς τους μη συμμορφουμένους περί των απειλουμένων κυρώσεων κατά των μη εκτελούντων την πράξιν, αι γενικαί κοινοποιήσεις ατομικών ή κανονιστικών πράξεων προς ωρισμένον κύκλον ενδιαφερομένων προσώπων, λαμβάνουσαι και πάλιν την μορφήν της εγκυκλίου, το πρωτόκολλον δι' ου βεβαιούται η λαβούσα χώραν εκτέλεσις, ως π.χ. το κλείσιμον φαρμακείου λόγω ποινής, η προς μετατεθέντα υπάλληλον απευθυνομένη διαταγή, όπως μεταβή εις την νέαν του θέσιν, η υπό τύπον 'ημερησίας διαταγής' γνωστοποίησις εκτελεστών πράξεων εις το προσωπικόν μιας στρατιωτικής ή άλλης υπηρεσίας κλπ."

Στο "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών" του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, έκδοση τετάρτη, σελ.173, το θέμα τίθεται ως εξής:

"3. Άλλαι πράξεις, χαρακτηριζόμεναι ως προπαρασκευαστικαί, ήτοι ως τείνουσαι εις την προπαρασκευήν της μελλούσης να εκδοθή εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Τοιαύται είναι αι πληρούσαι συνήθως διαδικαστικούς τύπους, καθοριζομένους υπό του νόμου, ως:

α) .......................................................................................................

β) αι προκαταρκτικαί προσκλήσεις προς παροχήν πληροφοριών και αι συναφείς προκαταρκτικαί ανακοινώσεις προς τους ενδιαφερομένους."

(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: 'Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως".)

Η δική μας νομολογία έχει θέσει το θέμα της πληροφοριακής πράξης ως εξής:

Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Kεφάλα ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 133, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1451). Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται «ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ'  όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα».

Εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν λάβει οποιαδήποτε απόφαση. Έχουν απλώς δώσει κάποιες πληροφορίες στον αιτητή σε σχέση με το ποιά είναι η κρατούσα νομική θέση επί του θέματος της ανέλιξης του.  Το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής αποτελεί μια προκαταρκτική ανακοίνωση των απόψεων της διοίκησης προς τον αιτητή «προς γνώσιν και συμμόρφωση του τελευταίου».  Σε τέτοια περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστού χαρακτήρος μη δυνάμενη να δημιουργήσει ίδιον έννομο αποτέλεσμα.  Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Η προσφυγή απορρίπτεται λόγω έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

Ακόμη και αν ήθελε κριθεί πως η προσβαλλόμενη πράξη ήταν εκτελεστή αυτή αποτελεί μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία έχει καταλήξει στην προαγωγή αντικείμενο της πιο πάνω προσφυγής του αιτητή με αρ. 288/2001.  Θεωρώ ότι μετά τη διενέργεια των προαγωγών, αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 288/2001, η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει απωλέσει την εκτελεστή φύση της και επομένως η παρούσα προσφυγή η οποία έχει καταχωρηθεί προ της διενέργειας των προαγωγών, αντικείμενο της Προσφυγής 288/2001, δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί έχει στερηθεί αντικειμένου το οποίο μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή. Η θέση αυτή έχει βεβαιωθεί στην Vassiliou and Others v. Republic (1969) 3 C.L.R. 417, 425.  Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-59), σελ. 244:  «Μετά την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως της αποτελούσης το τέρμα της όλης συνθέτου διοικητικής ενεργείας, αύτη αποτελεί έκτοτε ενιαίαν πράξιν, πλήρως συντελεσθείσαν, και συνεπώς εφεξής προσβλητή είναι μόνον η τελευταία πράξις, ουχί δε αυτοτελώς μεμονωμένη και ενδιάμεσος πράξις, ήτις απώλεσε την ίδιαν αυτής αυτοτέλειαν συγχωνευθείσα εις την τελικήν.  Προσβαλλομένης όμως της τελικής πράξεως παραδεκτώς προσβάλλονται και λόγοι αναγόμενοι εις τας μερικωτέρας και συγχωνευθείσας πράξεις, η διαπίστωσις δε της ακυρότητος τινός εξ αυτών, επιφέρει την ακυρότητα των ακολουθησασών μερικωτέρων πράξεων, δια την έκδοσιν των οποίων η κριθείσα ως παράνομος αποτελεί νόμιμον προϋπόθεσιν». Βλ., επίσης, Christodoulou v. CY.T.A. (1978) 3 C.L.R. 61, Michaeloudes and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 56, Angelidou and Others v. Republic (1975) 3 C.L.R. 404, HjiGeorghiou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 436 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25.  

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο