ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 985
24 Οκτωβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΠΙΔΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΟΛΙΑΝΤΡΗΣ,
3. ΣΩΤΟΣ ΜΑΠΠΟΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1032/1999)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Διορισμοί βάσει του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου αρ. 107(Ι)/95 και της διάδοχης ρύθμισης του ομότιτλου Νόμου αρ. 6(Ι)/98 ― Μεταβατικές διατάξεις ― Ερμηνεία ― Υιοθέτηση των πορισμάτων των Υποθ. Αρ. 1031/99 κ.ά., Ελπίς Χατζηγεωργίου κ.ά. v. Ε.Δ.Υ., ημερ. 31/10/99.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Τα επιχειρήματα στις Υποθ. Αρ. 1031/99 κ.ά., Ελπίς Χατζηγεωργίου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., ημερ. 31/10/99 - και των δύο πλευρών - ήταν πανομοιότυπα. Οι ίδιοι αιτητές είχαν προσβάλει τους άλλους διορισμούς.
Ο Χ"Χαμπής Δ., στις παραπάνω υποθέσεις, απέρριψε τα επιχειρήματα και τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας, που επαναλαμβάνονται στην περίπτωση αυτή. Και ακύρωσε τους διορισμούς. Κρίθηκε ότι οι μεταβατικές διατάξεις αποσκοπούσαν μόνο στην περίσωση ήδη αρξαμένων διαδικασιών πλήρωσης θέσεων, που εκκρεμούσαν όταν ψηφίστηκε ο Ν. 6(Ι)/98. Δεν ήταν πρόθεση του νομοθέτη - θα ήταν άλλωστε αντινομικό στη μεταβατική φύση των διατάξεων - να καλύψει άλλες θέσεις που δεν είχαν δημοσιευθεί για να υπάρχει η ευχέρεια υποβολής νέων υποψηφιοτήτων.
Υιοθετούνται όλες οι αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω απόφασης καθώς και τα σχόλια του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Χατζηγεωργίου κ.ά. v. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθ. Αρ. 1031/99 κ.ά., ημερ. 31.10.1999.
Προσφυγή.
Προσφυγή των αιτητών κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων.
Ι. Νικολάου, για τους Αιτητές.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ής η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (καθής η αίτηση) ημερ. 20/5/99, με την οποία διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Νάνσυ Βραχίμη Κοντού (στο εξής το ε.μ.) στη θέση του Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων. Πρόκειται για οργανική θέση στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας. Η απόφαση, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της 25/6/99, τέθηκε σε ισχύ από 15/6/99.
Είναι απαραίτητο το ιστορικό προκήρυξης των θέσεων και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Είναι συνυφασμένη με τις εισηγήσεις των μερών. Κενώθηκαν πρώτα 8 τέτοιες θέσεις. Ζητήθηκε η πλήρωση τους στις 24/9/97. Η καθής η αίτηση (ή Επιτροπή) αποφάσισε, στο πλαίσιο των εξουσιών που της παρείχε ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος αρ. 107(Ι)/95 (τροποποιήθηκε με το Ν.39(Ι)/97), να διενεργήσει γραπτή και προφορική εξέταση των 517 προσώπων, που υπέβαλαν αίτηση. Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τις υποψηφιότητες δημοσίευσε κατάλογο των αποταθέντων, που έκρινε πως κατείχαν τα προσόντα για κατάληψη των θέσεων.
Μπορεί εδώ να αποσαφηνιστεί ότι ο παραπάνω νόμος καταργήθηκε (από 30/1/98). Αντικαταστάθηκε από τον ομότιτλο νόμο αρ. 6(Ι)/98, όπως τον τροποποίησε ο Ν. 73(Ι)/98. Σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 8 του νεώτερου νόμου, διαδικασία πλήρωσης θέσεων που ξεκίνησε με βάση την προϊσχύσασα νομοθεσία, αλλά δεν περατώθηκε, συνεχίζεται, αν δεν είχε διεξαχθεί η γραπτή εξέταση για την οποία έκαμε πρόβλεψη η προγενέστερη νομοθεσία, και ολοκληρώνεται κατά τις διατάξεις του νέου νόμου. Άλλη προϋπόθεση που θέτει η επιφύλαξη πληρούται επίσης στην προκείμενη περίπτωση. Η επίδικη θέση περιλαμβάνεται στον κατάλογο θέσεων για τις οποίες διεξάγεται γραπτή εξέταση, κατά τις διατάξεις της νεώτερης νομοθεσίας.
Στη γραπτή εξέταση, της 31/6/98, πέτυχαν 79. Γιαυτό και κλήθηκε σε προφορική εξέταση τετραπλάσιος αριθμός επιτυχόντων σε σχέση με τον αριθμό κενών θέσεων, όπως προβλέπει το άρθρο 6(3) του Ν. 6(Ι)/98. Ας σημειωθεί ότι πήραν πρόσκληση 33 διότι ο 33ος στη σειρά ισοψήφισε με τον προηγούμενο. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά δύο, που έτυχαν του ευεργετήματος που παρέχουν οι περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων Νόμοι 1997-1998. Οι αιτητές αποκλείστηκαν λόγω της κατάταξης τους στον κατάλογο επιτυχόντων. Η αιτήτρια 1 ήταν 39η και οι αιτητές 2 και 3 κατέλαβαν την 53η και 46η θέση αντίστοιχα.
Στο μεταξύ έλαβε χώραν το γεγονός, που αποτελεί το υπόβαθρο των λόγων που ανέπτυξε ο δικηγόρος των αιτητών για ακύρωση της πράξης. Άνοιξαν τρεις ακόμη θέσεις. Η Επιτροπή αποφάσισε, την 1/3/99, την πλήρωση τους στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας χωρίς να τις προκηρύξει. Αγνόησε δε γραπτή εισήγηση της αιτήτριας, της ίδιας ημερομηνίας, να καλέσει για συνέντευξη, σύμφωνα με τη σειρά επιτυχίας της γραπτής εξέτασης, τον αριθμό υποψηφίων που αντιστοιχούσε στις τρεις αυτές θέσεις.
Η διαδικασία διορισμού τερματίστηκε στις 9/3/99 με την επιλογή και διορισμό ενός από τους υποψηφίους που είχε πλεονέκτημα με βάση τις διατάξεις του Ν. 55(Ι)/98 και 10 άλλων υποψηφίων, τα ονόματα των οποίων αναγράφονται στο πρακτικό που τηρήθηκε (παράρτημα 12 στην Ένσταση). Το ε.μ. δεν ήταν μεταξύ των τελευταίων. Ο διορισμός της κατέστη εφικτός διότι υποψήφιος που επιλέγηκε δεν αποδέχθηκε την προσφορά διορισμού του. Και η ίδια είχε σειρά σύμφωνα με τον πίνακα διοριστέων που είχε καταρτιστεί. Η απόφαση αυτή λήφθηκε στις 20/5/99.
Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η διαδικασία αναφορικά με τις 8 θέσεις μπορούσε να προχωρήσει με βάση τις διατάξεις του Ν. 6(Ι)/98, αφού δεν είχε ακόμη διεξαχθεί γραπτή εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας που άρχισε με τον καταργηθέντα νόμο. Το άρθρο 8, στο οποίο είναι ανάγκη να αναφερθούμε, αποτελεί μεταβατική διάταξη:
"Διαδικασία πλήρωσης θέσεων που έχει αρχίσει με την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή εξέταση πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1995 και 1997, συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με βάση τον ίδιο Νόμο:
Νοείται ότι διαδικασίες για πλήρωση θέσεων οι οποίες έχουν αρχίσει πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και για τις οποίες δεν έχει διεξαχθεί γραπτή εξέταση με βάση τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη ΔημόσιαΥπηρεσία Νόμων του 1995 και 1997 ή του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ολοκληρώνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφόσον οι θέσεις τις οποίες αφορούν περιλαμβάνονται στο σχετικό κατάλογο των θέσεων για τις οποίες διεξάγεται γραπτή εξέταση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου."
Ομολογουμένως, η Επιτροπή ενήργησε σύννομα σε σχέση με τις 8 θέσεις. Το θέμα όμως έχει ανακύψει αναφορικά με τις 3 νέες, που φαίνεται πως κενώθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 6(Ι)/98. Ο κ. Νικολάου λέγει ότι από το συνδυασμό των άρθρων 5(3) και 7(2) του νόμου αυτού, συνάγεται ότι οι τελευταίες 3 θέσεις έπρεπε να δημοσιευθούν και να υποβληθούν αιτήσεις. Η παράλειψη αυτή και η ευκαιριακή σύμπτυξη της διαδικασίας για να τις περιλάβει ήταν μοιραία για την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης. Η ρύθμιση του άρθρου 8 περιόριζε το πεδίο δράσης της Επιτροπής στις θέσεις που είχαν ήδη προκηρυχθεί και δημοσιευθεί και όχι στις άλλες για τις οποίες δεν βρισκόταν καμιά διαδικασία σε εκκρεμότητα.
Ωστόσο, αυτή είναι η θέση της άλλης πλευράς: ότι η ενιαία διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν μέσα στο γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 8. Η κα Καρακάννα επικαλέστηκε, με κάποια άλλα δευτερεύοντα επιχειρήματα, τις διατάξεις του άρθρου 6(6)(α) για να υποστηρίξει τη θέση της ότι ήταν σωστή η γραμμή που χαράχθηκε και δε χρειαζόταν δημοσίευση και υποβολή απαιτήσεων.
Θεωρώ σκόπιμο να συμπληρώσω εδώ το νομοθετικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο οι αιτητές προώθησαν τα σημεία της τοποθέτησης τους. Παραθέτω το άρθρο 5(3):
"Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση για θέσεις στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996 μπορούν να υποβάλουν αίτηση για οποιαδήποτε από τις θέσεις για τις οποίες έχει διεξαχθεί η γραπτή εξέταση, όταν δημοσιευτούν κενές θέσεις στο έτος που έπεται της ημερομηνίας διεξαγωγής της εξέτασης ......."
Και το άρθρο 7(2):
"Για την πλήρωση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (αρ. 2) του 1996 οι οποίες είναι κενές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως προς την υποβολή αιτήσεων από τους επιτυχόντες για τις θέσεις για τις οποίες διεξάγεται η γραπτή εξέταση, οι ενδιαφερόμενοι που θα πετύχουν σε αυτή μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τις κενές θέσεις που θα έχουν δημοσιευτεί μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα."
Πρέπει να λεχθεί ότι τα επιχειρήματα στις Υποθ. Αρ. 1031/99 κ.ά., Ελπίς Χατζηγεωργίου κ.ά. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 31/10/99 - και των δύο πλευρών - ήταν πανομοιότυπα. Οι ίδιοι αιτητές είχαν προσβάλει τους άλλους διορισμούς.
Ο Χ"Χαμπής Δ., στις παραπάνω υποθέσεις, απέρριψε τα επιχειρήματα και τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας, που επαναλαμβάνονται στην περίπτωση αυτή. Και ακύρωσε τους διορισμούς. Κρίθηκε ότι οι μεταβατικές διατάξεις αποσκοπούσαν μόνο στην περίσωση ήδη αρξαμένων διαδικασιών πλήρωσης θέσεων, που εκκρεμούσαν όταν ψηφίστηκε ο Ν.6(Ι)/98. Δεν ήταν πρόθεση του νομοθέτη - θα ήταν άλλωστε αντινομικό στη μεταβατική φύση των διατάξεων - να καλύψει άλλες θέσεις που δεν είχαν δημοσιευθεί για να υπάρχει η ευχέρεια υποβολής νέων υποψηφιοτήτων.
Για ενίσχυση της γνώμης του αναφέρθηκε στα άρθρα 5(3) και 7(2) και τα σχολίασε ως εξής:
"Το άρθρο 5(3) λοιπόν ρητά αναφέρεται σε υποβολή αιτήσεων για θέσεις που δημοσιεύονται. Η παραπομπή του στις διατάξεις του άρθρου 7(2), στο οποίο επίσης βασίζεται ο κ. Νικολάου και το οποίο συζητά και η κα Καρακάννα σε άλλο μέρος της αγόρευσης της, ενισχύει και ουδόλως αναιρεί τη βασική αυτή προϋπόθεση .......................................................................................
..............................................................................................................
Το άρθρο 7(2) δίδει μεν λοιπόν τη δυνατότητα στους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση να υποβάλουν αίτηση όχι μόνο για τις θέσεις για τις οποίες διεξήχθη η γραπτή εξέταση όταν αυτές δημοσιευθούν αλλά και για άλλες θέσεις που κενώνονται και δημοσιεύονται μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα και εφ' όσον ήσαν κενές κατά την έναρξη της ισχύος του νέου Νόμου. Το άρθρο 7(2) επομένως διατηρεί την προϋπόθεση δημοσίευσης όσον αφορά τις θέσεις για τις οποίες παρέχει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης, παράλληλα δε θέτει και την προϋπόθεση υποβολής αίτησης για τις θέσεις αυτές."
Το άρθρο 6(6)(α) του Ν. 6(Ι)/98 ορίζει ότι ο Πίνακας Διοριστέων χρησμοποιείται για την πλήρωση:
"(i) Θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του.
(ii) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, θέσεων που κενώνονται μετά την ημερομηνία καταρτισμού του και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους:
Νοείται ότι ο Πίνακας που θα καταρτιστεί για την πρώτη πλήρωση θέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, θα χρησιμοποιηθεί για την πλήρωση θέσεων που θα είναι κενές κατά την ημερομηνία του καταρτισμού του και θέσεων που θα κενωθούν μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα."
Οι διατάξεις όμως αυτές δεν αναιρούν τις διατάξεις που έχουν προβλέψει για δημοσίευση. Όπως παρατήρησε το δικαστήριο:
"Πρόδηλο είναι ότι το άρθρο 6(6)(α) ουδόλως επηρεάζει τα άρθρα 5(3), 7(2) και 6(1) ως προς το συζητούμενο θέμα της δημοσίευσης και υποβολής αιτήσεων, παρά μόνο αφορά το εύρος των θέσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται ο Πίνακας. Το άρθρο 6(6)(α)(ιι) μάλιστα κάνει ρητή αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 7(2).
Καταλήγω λοιπόν ότι οι τρεις επιπρόσθετες κενές θέσεις δεν μπορούσαν να πληρωθούν, είτε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων, είτε άλλως πως αφού δεν είχαν δημοσιευθεί και υποβληθεί αιτήσεις γι' αυτές."
Συμφωνώ με όλες τις αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω απόφασης καθώς και τα σχόλια και δεν έχω οτιδήποτε ουσιαστικό να προσθέσω.
Η κα Καρακάννα έθιξε (στο τέλος της αγόρευσης της) και ζήτημα έννομου συμφέροντος των αιτητών να προσβάλουν την απόφαση, τουλάχιστο των αιτητών 2 και 3, κυρίως, λόγω της σειράς που είχαν στον κατάλογο. Εξειδικεύοντας είπε: (α) ότι δεν μπορούσαν να προσβάλουν τον διορισμό στις 8 θέσεις των προσώπων που διορίστηκαν με βάση τη σειρά επιτυχίας, αφού αμφισβητήθηκε η νομιμότητα πλήρωσης μόνο των πρόσθετων θέσεων· και (β) στην περίπτωση ακόμη δημοσίευσης τους, η σειρά των αιτητών τους απέκλειε από περαιτέρω συμμετοχή.
Ως προς το (α) κρίθηκε στην προηγούμενη υπόθεση ότι:
"Η ΕΔΥ όμως δεν διαφοροποίησε μεταξύ των οκτώ θέσεων και των άλλων τριών τις οποίες πλήρωσε αντικανονικά στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων και δεν είναι δυνατό η απόφαση της να διαχωρισθεί έτσι, προκειμένου περί αντικανονικότητας της ενιαίας διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε, ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη η επιλογή και η σειρά κατάταξης αν μόνο οι οκτώ θέσεις είχαν πληρωθεί."
Και το δεύτερο επιχείρημα απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι:
Δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, ο Νόμος προϋποθέτει δημοσίευση και υποβολή αιτήσεων, οι Αιτητές, έχοντας τα προσόντα να είναι υποψήφιοι καθ' όσον είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση, εδικαιούντο και να υποβάλουν αίτηση όταν οι θέσεις θα εδημοσιεύοντο, και τότε μόνο θα έπαυαν να έχουν έννομο συμφέρον αν οι αιτήσεις τους αποκλείοντο περαιτέρω εξέτασης στη βάση ότι δεν μπορούσαν να είναι μεταξύ των υποψηφίων που θα εκαλούντο σε προφορική εξέταση ως μη περιλαμβανόμενοι στον αριθμό που, βάσει του Νόμου, απεφασίσθη να εκαλείτο σε προφορική εξέταση. Και δεν είναι δυνατό να γίνει εικασία, διότι περί εικασίας θα επρόκειτο, ως προς το πόσοι και ποίοι από τους περιληφθέντες στον κατάλογο ως επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα είχαν υποβάλει αίτηση αν δημοσιεύοντο οι θέσεις, ώστε να μην μπορεί να λεχθεί εκ των προτέρων κατά πόσο οι Αιτητές θα ήσαν μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να κληθούν. Με τον αποκλεισμό των Αιτητών από την πλήρωση των τριών θέσεων πριν από τη δημοσίευση τους και την υποβολή αιτήσεων εθίγη το έννομο συμφέρον τους να διαγωνισθούν για αυτές, που συνιστούσε και παραβίαση του κανόνα της χρηστής διοίκησης. Σχετικά ανάλογο είναι και το σκεπτικό του αδελφού μου Καλλή, Δ., στις υποθέσεις Κουπεπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4(Β) Α.Α.Δ. 1205 και Κουπεπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 279/97 κ.ά., ημερ. 22/12/98."
Συμφωνώντας με την παραπάνω αιτιολογία, απορρίπτω την ένσταση για έλλειψη έννομου συμφέροντος. Και ακυρώνω την επίδικη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας.
Η�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.