ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 976

23 Οκτωβρίου, 2001

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ,

Καθ΄ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 581/2000)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή πράξη σε αντιδιαστολή προς πράξη πληροφοριακού περιεχομένου ή βεβαιωτικού χαρακτήρα ― Περιστάσεις εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.

Χαρτόσημα ― Ο περί Χαρτοσήμων Νόμος αρ. 19/63 ― Άρθρα 4 και 19 του Νόμου ― Ερμηνεία και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Κρίθηκε πεπλανημένη ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της επιβολής σε βάρος της τέλους χαρτοσήμου (και σχετικού προστίμου) ως προς συμφωνία εξαγοράς ποσοστού 11,1% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Λαϊκής Τράπεζας Α.Ε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Με την επιστολή του της 12.11.1999 ο Έφορος δεν πληροφόρησε ή υπενθύμισε απλώς την Τράπεζα για τις νομοθετικές πρόνοιες που αφορούσαν το θέμα της ή για τη γνώμη του Εφόρου επ΄αυτού αλλά εμπεριείχε κρίση του Εφόρου επί της ισχύος των προνοιών του Νόμου στην προκειμένη περίπτωση και απόφαση του ότι η συγκεκριμένη συμφωνία υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου, καλούσε δε την Τράπεζα να καταβάλει τόσο το οφειλόμενο τέλος όσο και το ακόλουθο της καθυστέρησης καταβλητέο πρόστιμο, ποσά τα οποία μάλιστα η Τράπεζα κατέβαλε τελικά, με επιφύλαξη βέβαια των δικαιωμάτων της, και τα οποία ο Έφορος απεδέχθη.  Ούτε ήταν θέμα απλής και αυτόματης εφαρμογής του Νόμου, εφ΄όσον το κατά πόσο έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου εξυπακούει κρίση επί της ύπαρξης των προϋποθέσεων που τίθενται τόσο στο Άρθρο 19 όσο και στο Άρθρο 4 του περί Χαρτοσήμων Νόμου αρ. 19/63.

2.  Η επιστολή της 12.11.1999 αναφέρετο ρητά στη συμφωνία της Τράπεζας για αγορά του 11.1% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Λαϊκής Τράπεζας Α.Ε. και προσδιόριζε ότι η συμφωνία υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Νόμου, προσδιόριζε δε περαιτέρω - αν τούτο ήταν αναγκαίο - και το οφειλόμενο τέλος χαρτοσήμου ανερχόμενο σε £7,950.  Η δε τράπεζα γνώριζε πολύ καλά όλα σε όσα αναφέρετο η επιστολή του Εφόρου και αντελήφθη πλήρως την επιστολή του Εφόρου, όπως προκύπτει και από την ίδια την επιστολή της της 23.12.1999, η νομική επιχειρηματολογία της οποίας στην παράγραφο 3 αποκαλύπτει πλήρη αντίληψη του πράγματος.  Εξ άλλου, όπως παρατηρεί και ο Έφορος στην επιστολή του της 16.2.2000, είναι στις ίδιες τις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας που αναφέρονται τα στοιχεία της συμφωνίας.

3.  Το Άρθρο 19, στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση του Εφόρου, εφαρμόζεται, σύμφωνα με τους όρους του, σε έγγραφα υποκείμενα μεν σε τέλος χαρτοσήμου (και αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 4) αλλά συντασσόμενα στη Δημοκρατία. Το Άρθρο 19 προσδιορίζει δε απλώς το χρόνο κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το τέλος χαρτοσήμου, δηλαδή ως ο χρόνος πριν ή κατά την υπογραφή του εγγράφου.  Κατά πόσο το έγγραφο συντάσσεται ή όχι στη Δημοκρατία, αλλά και κατά πόσο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου, είναι λοιπόν σχετικό και μάλιστα κρίσιμο στοιχείο ως προς το κατά πόσο εφαρμόζεται το Άρθρο 19. Από το σύνολο των δεδομένων, προκύπτει ότι κατά τη λήψη της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 12.11.1999 ο Έφορος δεν είχε υπ΄όψη του ότι η εν λόγω συμφωνία έγινε όχι στην Κύπρο αλλά στην Ελλάδα και ότι αφορούσε μετοχές Ελληνικής εταιρείας.  Καθ΄όσον δε το στοιχείο τούτο περιήλθε σε γνώση του με την επιστολή της Τράπεζας της 23.12.1999 και ήταν σχετικό και ουσιαστικό ως προς την ισχύ του Άρθρου 19 στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφόρου που περιέχεται στην επιστολή της 16.2.2000 πρέπει να θεωρηθεί ως βασισθείσα σε νέα στοιχεία και νέα έρευνα.

4.  Το Άρθρο 19 εφαρμόζεται μόνον εφ΄όσον τηρούνται δύο προϋποθέσεις:

1.  ότι το έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου.

2.  ότι το έγγραφο συντάσσεται στη Δημοκρατία.

     Κατά πόσο το έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου ρυθμίζεται στο Άρθρο 4(1).

     Στην προκειμένη περίπτωση, το εν λόγω έγγραφο ούτε συντάχθηκε εντός της Κύπρου ούτε αφορούσε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο ή πράγματα που θα εγίνοντο στην Κύπρο.  Όπως προκύπτει και από τα ίδια τα συμφωνητικά έγγραφα, η συμφωνία έγινε στην Ελλάδα και αφορούσε μετοχές Ελληνικής εταιρείας, οι εργασίες της οποίας είναι στην Ελλάδα, που μεταβιβάσθηκαν και πληρώθησαν άμεσα στην  Ελλάδα.  Ουδεμία σχέση υπήρχε με την Κύπρο στα πλαίσια του Άρθρου 4.

     Το Άρθρο 19 λοιπόν ουδόλως εφαρμόζετο ώστε να ήταν πληρωτέο τέλος χαρτοσήμου πριν ή κατά την υπογραφή της συμφωνίας στην Κύπρο, κατά πόσο δε υπήρχε υποχρέωση χαρτοσήμανσης της δυνάμει οποιουδήποτε άλλου άρθρου δεν είναι το ζητούμενο.  Η περί του αντιθέτου απόφαση του Εφόρου ήταν πεπλανημένη νόμω και πράγματι και καθίσταται έτσι παράνομη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της νομιμότητας της απόφασης του Εφόρου Τελών Χαρτοσήμου να επιβάλει στην αιτήτρια Τράπεζα τέλος χαρτοσήμου για συμφωνία εξαγοράς ποσοστού 11.1% στο μετοχικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Λαϊκής Τράπεζας Α.Ε..

Μ. Αντωνίου για Τ. Παπαδόπουλο και Σία, για την Αιτήτρια.

Λ. Χριστοδουλίδου - Ζανέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η εναπομείνασα αιτούμενη θεραπεία στην προσφυγή αφορά τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου Τελών Χαρτοσήμου να επιβάλει στην Αιτήτρια Τράπεζα τέλος χαρτοσήμου για συμφωνία εξαγοράς ποσοστού 11.1% στο μετοχικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Λαϊκής Τράπεζας Α.Ε..

Ο Έφορος, με επιστολή του ημερομηνίας 12.11.1999, πληροφόρησε την Τράπεζα ότι η συμφωνία της υπόκειτο, κατά ή προ της υπογραφής της, σε τέλος χαρτοσήμου ανερχόμενο σε £1,950 σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Χαρτοσήμων Νόμου του 1963 (Ν.19/63), όπως τροποποιήθηκε, καθώς και σε πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 20 του εν λόγω Νόμου.  Στις 23.12.1999, η Τράπεζα απηύθυνε στον Έφορο επιστολή στην οποία ανάφερε ότι δεν διευκρινίζετο η δικαιοπραξία που θεωρείτο ως υποκείμενη σε χαρτοσήμανση ούτε το λογισθέν από τον Έφορο ποσό της δικαιοπραξίας και ο τρόπος υπολογισμού του απαιτούμενου ποσού, ζητώντας από τον Έφορο να προσδιορίσει τούτα.  Συγχρόνως ενίστατο στην απόφαση του Εφόρου να επιβάλει τέλος χαρτοσήμου καθ΄όσον η εν λόγω συναλλαγή δεν υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου.  Προχώρησε δε να αναφέρει ότι η Ευρωπαϊκή Λαϊκή Τράπεζα Α.Ε. "είναι εταιρική οντότητα και τράπεζα που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα, δεν είναι Κυπριακή Τράπεζα και δεν έχει δραστηριότητες στην Κύπρο ... Πρόκειται για συναλλαγή που έγινε στην Ελλάδα και αφορά αντικείμενο (μετοχές) Ελληνικής εταιρείας στη βάση τοπικής συμφωνίας (ίδε συνημμένο) γενομένης στην Ελλάδα κατά το Ελληνικό δίκαιο", προφανώς σε στήριξη της θέσης ότι η εν λόγω συμφωνία δεν υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου.  Ο Έφορος απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 16.2.2000, αναφέροντας ότι, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας για το 1998, η εξαγορά του 11.1% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Λαϊκής Τράπεζας Α.Ε. ανήλθε σε £4.000.000, με βάση το οποίο το πληρωτέο τέλος χαρτοσήμου ανήρχετο στο προαναφερθέν ποσό των £7.950, το δε πρόστιμο σε £1.626.  Ανάφερε επίσης ότι "με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 19 του Νόμου όλα τα έγγραφα που γίνονται στην Κύπρο, πλην των εξαιρέσεων, τυγχάνουν χαρτοσήμανσης προ ή κατά της υπογραφής τους" και ότι "έγγραφα συνταχθέντα στο εξωτερικό δε θα θεωρούνται ως έχοντα ισχύ στη Δημοκρατία μέχρι να χαρτοσημανθούν με το προσήκον τέλος χαρτοσήμου.  Ως ημερομηνία έκδοσης τους θα θεωρείται η ημερομηνία λήψεως τους στη Δημοκρατία."

Η Δημοκρατία εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Η πρώτη, ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση, φαίνεται να στηρίζεται σε παρανόηση αφού εν πάση περιπτώσει η προσφυγή καταχωρήθηκε (στις 26.4.2000) όχι πέραν των 75 ημερών από την προσβαλλόμενη απόφαση (που είναι η περιεχόμενη στην επιστολή της 16.2.2000).

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση είναι πιο ουσιαστική, έχει δε δύο κατευθύνσεις:  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (α) δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική προηγούμενης, εκείνης που περιέχεται στην επιστολή της 12.11.1999, και (β)  δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο πληροφοριακής φύσης.  Ως προς το πρώτο σκέλος της, η ένσταση αυτή εξυπακούει βέβαια και εισήγηση ότι η προσφυγή είναι και εκπρόθεσμη ως προς τη μόνη, κατά την εισήγηση, ενδεχόμενα εκτελεστή διοικητική πράξη.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγείται όμως περαιτέρω ότι και η πρώτη επιστολή της 12.11.1999 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο είναι πληροφοριακής φύσης. 

Αρχίζω από την τελευταία αυτή εισήγηση, αφού επηρεάζει τα λοιπά, για να πω ότι τη θεωρώ αβάσιμη.  Με την επιστολή του της 12.11.1999 ο Έφορος δεν πληροφόρησε ή υπενθύμισε απλώς την Τράπεζα για τις νομοθετικές πρόνοιες που αφορούσαν το θέμα της ή για τη γνώμη του Εφόρου επ΄αυτού αλλά εμπεριείχε κρίση του Εφόρου επί της ισχύος των προνοιών του Νόμου στην προκειμένη περίπτωση και απόφαση του ότι η συγκεκριμένη συμφωνία υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου, καλούσε δε την Τράπεζα να καταβάλει τόσο το οφειλόμενο τέλος όσο και το ακόλουθα της καθυστέρησης καταβλητέο πρόστιμο, ποσά τα οποία μάλιστα η Τράπεζα κατέβαλε τελικά, με επιφύλαξη βέβαια των δικαιωμάτων της, και τα οποία ο Έφορος απεδέχθη.  Ούτε ήταν θέμα απλής και αυτόματης εφαρμογής του Νόμου, εφ΄όσον το κατά πόσο έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου εξυπακούει κρίση επί της ύπαρξης των προϋποθέσεων που τίθενται τόσο στο άρθρο 19 όσο και στο άρθρο 4.

Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που πρέπει να εξετασθεί στο παρόν στάδιο.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Τράπεζα, ο οποίος δεν αμφισβητεί την εκτελεστότητα της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 12.11.1999 ως διοικητικής πράξης, εισηγείται ότι η επιστολή της 12.11.1999 δεν κοινοποίησε στην Τράπεζα με τη δέουσα επάρκεια την απόφαση του Εφόρου, εξ ου και η Τράπεζα ζήτησε διευκρινίσεις, ήταν δε με την επιστολή της 16.2.2000 που η Τράπεζα πληροφορήθηκε την απόφαση με τη δέουσα επάρκεια.  Και τούτο για να καταδειχθεί ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη.  Δεν μπορώ να δεχθώ τη θέση αυτή. Η επιστολή της 12.11.1999 αναφέρετο ρητά στη συμφωνία της Τράπεζας για αγορά του 11.1% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Λαϊκής Τράπεζας Α.Ε. και προσδιόριζε ότι η συμφωνία υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με το άρθρο 19 του Νόμου, προσδιόριζε δε περαιτέρω - αν τούτο ήταν αναγκαίο - και το οφειλόμενο τέλος χαρτοσήμου ανερχόμενο σε £7,950.  Η δε τράπεζα γνώριζε πολύ καλά όλα σε όσα αναφέρετο η επιστολή του Εφόρου και αντελήφθη πλήρως την επιστολή του Εφόρου, όπως προκύπτει και από την ίδια την επιστολή της της 23.12.1999, η νομική επιχειρηματολογία της οποίας στην παράγραφο 3 αποκαλύπτει πλήρη αντίληψη του πράγματος.  Εξ άλλου, όπως παρατηρεί και ο Έφορος στην επιστολή του της 16.2.2000, είναι στις ίδιες τις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας που αναφέρονται τα στοιχεία της συμφωνίας.

Στρέφομαι λοιπόν στην ουσία της προδικαστικής ένστασης, και πρώτα στο σκέλος της που αφορά το βεβαιωτικό της απόφασης.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Τράπεζα εισηγείται ότι, και αν ακόμα εκρίνετο δεόντως επαρκής η πληροφόρηση της απόφασης με την επιστολή της 12.11.1999, όπως έχει κριθεί, η απόφαση της 16.2.2000 ήταν νέα απόφαση.  Στηρίζεται η εισήγηση αυτή στο ότι η Τράπεζα, με την επιστολή της 23.12.1999, έφερε ένσταση στην επιβολή του τέλους και ζήτησε από τον Έφορο να ανακαλέσει την απόφαση του, όπως είχε δικαίωμα να πράξει βάσει των άρθρων 31, 32, 33 και 34 του Νόμου.  Τα εν λόγω άρθρα όμως είναι εντελώς άσχετα προς διαδικασία ενστάσεως, ούτε και έχουν εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσα υπόθεσης.  Το άρθρο 31 αφορά την περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο ζητά από τον Έφορο να αποφανθεί αν έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου ή ως προς το ύψος του τέλους.  Το άρθρο 32 αφορά στις ενέργειες του Εφόρου προκειμένου περί εφαρμογής του άρθρου 31, το δε άρθρο 33 προνοεί για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο από πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από τον προσδιορισμό του τέλους δυνάμει του άρθρου 31.  Και το άρθρο 34 αφορά χαρτοσήμανση από δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους τοπικών διοικήσεων ως προς το καθήκον τους να εξακριβώσουν ότι έγγραφα που τους παρουσιάζονται είναι δεόντως χαρτοσημασμένα.  Εν πάση περιπτώσει, ούτε το ότι η Τράπεζα έφερε ένσταση στην απόφαση του Εφόρου ούτε το ότι κάλεσε τον Έφορο να ανακαλέσει την απόφαση του καταδεικνύουν νέα έρευνα επί νέων στοιχείων.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Τράπεζα βασίζει όμως επίσης την εισήγηση του στο ότι με την επιστολή της 23.12.1999 η Τράπεζα έδωσε πλήρη στοιχεία αναφορικά με τη θέση της ότι η εν λόγω συμφωνία δεν υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου, για να καταδειχθεί ότι έγινε νέα έρευνα επί νέων στοιχείων. Τα νέα στοιχεία, όπως αναφέρεται, είναι το γεγονός ότι η συμφωνία έγινε όχι στην Κύπρο αλλά στην Ελλάδα και κατά το Ελληνικό δίκαιο, πράγμα που ο Έφορος δεν είχε υπ΄όψη του όταν έστειλε την επιστολή της 12.11.1999 και που συνιστούσε νέο δεδομένο ως προς το εφαρμοστέο του άρθρου 19 στην προκειμένη περίπτωση.

Το άρθρο 19, στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση του Εφόρου, εφαρμόζεται, σύμφωνα με τους όρους του, σε έγγραφα υποκείμενα μεν σε τέλος χαρτοσήμου (και αυτά καθορίζονται στο άρθρο 4) αλλά συντασσόμενα στη Δημοκρατία. Το άρθρο 19 προσδιορίζει δε απλώς το χρόνο κατά τον οποίο είναι καταβλητέο το τέλος χαρτοσήμου, δηλαδή ως ο χρόνος πριν ή κατά την υπογραφή του εγγράφου.  Κατά πόσο το έγγραφο συντάσσεται ή όχι στη Δημοκρατία, αλλά και κατά πόσο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου, είναι λοιπόν σχετικό και μάλιστα κρίσιμο στοιχείο ως προς το κατά πόσο εφαρμόζεται το άρθρο 19.  Από το σύνολο των δεδομένων, προκύπτει ότι κατά τη λήψη της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή της 12.11.1999 ο Έφορος δεν είχε υπ΄όψη του ότι η εν λόγω συμφωνία έγινε όχι στην Κύπρο αλλά στην Ελλάδα και ότι αφορούσε μετοχές Ελληνικής εταιρείας. Για αυτό συνηγορεί και η ίδια η απόφαση του που αναφέρετο στο άρθρο 19 ως προφανώς βασισθείσα στην αντίληψη ότι η συμφωνία έγινε στην Κύπρο και αφορούσε συμφωνία υποκείμενη σε τέλος χαρτοσήμου, και το ότι ο Έφορος δεν έχει δει τη συμφωνία αλλά (όπως λέγεται στην ίδια την ένσταση) πληροφορήθηκε τη συμφωνία μέσω του τύπου και τα στοιχεία στα οποία βάσισε την απόφαση του προέκυπταν από τις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας που και στις δυο περιπτώσεις δεν εγίνετο αναφορά στο πού υπεγράφη η συμφωνία και στο ότι αφορούσε μετοχές Ελληνικής Εταιρείας.  Αλλά και το ότι στην ίδια την επιστολή του της 16.2.2000 που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση κάνει για πρώτη φορά αναφορά (στην παράγραφο 3), προφανώς σε απάντηση της υπόδειξης ότι η συμφωνία δεν υπεγράφη στην Κύπρο, στο ότι έγγραφα συνταχθέντα εκτός Κύπρου δεν έχουν ισχύ στην Κύπρο εκτός αν χαρτοσημανθούν.  Όλα αυτά δείχνουν ότι το στοιχείο της υπογραφής της συμφωνίας εκτός Κύπρου και της αναφοράς της συμφωνίας σε μετοχές Ελληνικής εταιρείας δεν ήταν υπ΄όψη του Εφόρου όταν έστειλε την επιστολή της 12.11.1999, πράγμα εξ άλλου που δεν αρνείται η Δημοκρατία.  Καθ΄όσον δε, όπως ανέφερα, το στοιχείο τούτο περιήλθε σε γνώση του με την επιστολή της Τράπεζας της 23.12.1999 και ήταν σχετικό και ουσιαστικό ως προς την ισχύ του άρθρου 19 στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφόρου που περιέχεται στην επιστολή της 16.2.2000 πρέπει να θεωρηθεί ως βασισθείσα σε νέα στοιχεία και νέα έρευνα.  Το σκέλος της προδικαστικής ένστασης που εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βεβαιωτική εκείνης της 12.11.1999 λοιπόν απορρίπτεται.

Το άλλο σκέλος της ένστασης είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας και έτσι δεν συνιστά διοικητική πράξη που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής.  Και αυτή η εισήγηση όμως δεν είναι αποδεκτή.  Όπως και η ίδια η κα Χριστοδουλίδου-Ζανέτου λέγει, η επιστολή της 16.2.2000 επαναλαμβάνει και επιβεβαιώνει τη θέση του Εφόρου όπως διατυπώθηκε στην επιστολή της 12.11.1999.  Είναι γεγονός ότι ο Έφορος, όπως ανέφερα, στην παράγραφο 3 της επιστολής της 16.2.2000 κάνει γενική αναφορά στην υποχρέωση χαρτοσήμανσης εγγράφων που συντάσσονται εκτός Κύπρου όταν επιδιώκεται να έχουν ισχύ στην Κύπρο, πράγμα που θα έτεινε να ενισχύσει τη θέση ότι εξέφρασε απλώς τη γνώμη ή την αντίληψη του της νομοθεσίας.  Ο Έφορος όμως δεν περιορίσθηκε σε αυτό αλλά επέμεινε και στη θέση του ότι η Τράπεζα όφειλε να καταβάλει το ποσό των £7.950 ως οφειλόμενο τέλος αλλά και το ποσό των £1.626 ως οφειλόμενο πρόστιμο και κάλεσε την Τράπεζα να καταβάλει τα ποσά αυτά σε 15 μέρες προειδοποιώντας ότι αν δεν το έπραττε θα ελαμβάνοντο δικαστικά μέτρα εναντίον της προφανώς προς είσπραξη τους.  Αυτό σήμαινε ότι εξακολουθούσε να επιμένει στην απόφαση του να θεωρεί τη συμφωνία ως υποκείμενη σε τέλος χαρτοσήμου πριν ή κατά την υπογραφή της σύμφωνα με το άρθρο 19.  Και τούτο το σκέλος της ένστασης απορρίπτεται.

Επί της ουσίας λοιπόν της προσφυγής τώρα.  Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για την Τράπεζα είναι ότι ο Έφορος τελούσε υπό πλάνη ως προς το νόμο και τα πράγματα.  Τούτο είναι ορθό.  Όπως ανάφερα, το άρθρο 19 εφαρμόζεται μόνον εφ΄όσον τηρούνται δύο προϋποθέσεις:

1. ότι το έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου.

2. ότι το έγγραφο συντάσσεται στη Δημοκρατία.

Κατά πόσο το έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου ρυθμίζεται στο άρθρο 4(1) το οποίο προνοεί:

4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και τηρουμένων των εν τω παρόντι ή οιωδήποτε ετέρω εκάστοτε εν ισχύϊ Νόμω, ή εν τω Πρώτο Παραρτήματι εμπεριεχομένων, εξαιρέσεων, παν έγγραφον ειδικώς αναγραφόμενον εν τω Πρώτο Παραρτήματι θα υπόκειται εις τέλος αξίας ίσης προς το ποσόν όπερ ειδικώς καθορίζεται εν των ειρημένω Παραρτήματι ως το αντίστοιχον προσήκον τέλος, εάν,

(α)   συνετάχθη εν τη Δημοκρατία· ή

(β)   εάν συνταχθέν εκτός της Δημοκρατίας, αφορά, εις οιονδήποτε περιουσιακόν στοιχείον, κείμενον εν τη Δημοκρατία ή εις ζητήματα ή πράγματα άτινα θα εκτελεσθώσιν, ή θα γίνωσιν εν αυτή:

..........................................................................................................."

Στην προκειμένη περίπτωση, το εν λόγω έγγραφο ούτε συντάχθηκε εντός της Κύπρου ούτε αφορούσε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο ή πράγματα που θα εγίνοντο στην Κύπρο.  Όπως προκύπτει και από τα ίδια τα συμφωνητικά έγγραφα, η συμφωνία έγινε στην Ελλάδα και αφορούσε μετοχές Ελληνικής εταιρείας, οι εργασίες της οποίας είναι στην Ελλάδα, που μεταβιβάσθηκαν και πληρώθησαν άμεσα στην  Ελλάδα.  Ουδεμία σχέση υπήρχε με την Κύπρο στα πλαίσια του άρθρου 4. Η εισήγηση της κας Χριστοδουλίδου-Ζανέτου, ότι οι μετοχές αγοράσθησαν από Κυπριακή εταιρεία και έτσι αφορούσαν περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο καθ΄όσον η Τράπεζα, αυξάνοντας τις επενδύσεις της στο εξωτερικό αύξανε κατ΄επέκταση και τα περιουσιακά της στοιχεία στην Κύπρο, είναι όλως εξωπραγματική και εξωνομική.  Το αντικείμενο του άρθρου 4 είναι ευθέως το περιουσιακό στοιχείο που αφορά η συμφωνία και όχι οι συνέπειες της απόκτησης του στην περιουσία του αγοραστή.  Ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε πράγματα που θα εγίνοντο στην Κύπρο βάσει της συμφωνίας.

Πέραν τούτου, και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 19, ότι το έγγραφο, και αν ακόμα υπόκειτο σε τέλος χαρτοσήμου, συντάσσεται στην Κύπρο, δεν ικανοποιείται, αφού η συμφωνία υπογράφηκε στην Ελλάδα.

Το άρθρο 19 λοιπόν ουδόλως εφαρμόζετο ώστε να ήταν πληρωτέο τέλος χαρτοσήμου πριν ή κατά την υπογραφή της συμφωνίας στην Κύπρο, κατά πόσο δε υπήρχε υποχρέωση χαρτοσήμανσης της δυνάμει οποιουδήποτε άλλου άρθρου δεν είναι το ζητούμενο.  Η περί του αντιθέτου απόφαση του Εφόρου ήταν πεπλανημένη νόμω και πράγματι και καθίσταται έτσι παράνομη.  Η προσφυγή ακόλουθα επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο