ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 485

28 Ιουνίου, 2001

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 238/2000)

ΜΑΡΩ ΡΑΦΤΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 239/2000)

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΗΡΑ ΛΤΔ.,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Yποθέσεις Αρ. 238/2000, 239/2000)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλει τον καθορισμό πολεοδομικών ζωνών και την επιβολή πολεοδομικών περιορισμών από τοπικό σχέδιο ανάπτυξης ― Στοιχειοθετείτο και υπό τις ειδικές περιστάσεις της κριθείσας περίπτωσης, όπου προνοείτο ανταλλαγή τεμαχίων με κυβερνητικά ή/και απαλλοτρίωσή τους στο μέλλον.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Πολεοδομικοί περιορισμοί υπό το Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Δεν συνιστούσαν στέρηση ιδιοκτησίας στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Η αιτιολογία που αποτέλεσε το υπόβαθρο της επιβολής των περιορισμών κρίθηκε μη αντιφατική και νόμιμη.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Το ανέλεγκτο της ουσιαστικής και τεχνικής κρίσης της διοίκησης ― Η περίπτωση καθορισμού πολεοδομικών ζωνών διά τοπικού σχεδίου ανάπτυξης.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης ― Δεν αποτελεί κώλυμα στην αναμόρφωση του πολεοδομικού καθεστώτος μιας περιοχής ― Νομολογιακά πορίσματα.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Ισχυρισμός περί υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας ― Βάρος αποδείξεως ― Δεν απεσείσθη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το τεκμήριο υπέρ της ορθής διακρίβωσης των γεγονότων από τη διοίκηση ― Το βάρος αποδείξεως έστω και πιθανότητας πλάνης ― Δεν απεσείσθη στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτήτριες επεδίωξαν την ακύρωση της τροποποίησης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου που επηρέαζε τις ακίνητες ιδιοκτησίες τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Εξέταση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης, αποκαλύπτει ότι με αυτή είχαν τεθεί περιορισμοί ως προς την οικοδομική ανάπτυξη της επίδικης ιδιοκτησίας των αιτητριών.  Αποτελεί μέτρο το οποίο θίγει ευθέως τα συμφέροντα των αιτητριών γιατί λόγω των περιορισμών στην οικοδομική ανάπτυξη θα επηρεαστεί η οικονομική αξία των ιδιοκτησιών τους.  Σε τέτοια περίπτωση, καθώς έχει νομολογηθεί, οι αιτήτριες έχουν έννομο συμφέρον το οποίο θίγεται ευθέως από την απλή δημοσίευση της επίδικης απόφασης και νομιμοποιούνται οι αιτήτριες να προσβάλουν με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος την επίδικη απόφαση.  

    

2.  Αυτό που έχει συντελεσθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί περιορισμό στη χρήση της ιδιοκτησίας, δηλαδή περιορισμό της έκτασης της οικοδομικής ανάπτυξής της.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας οι επίδικες ιδιοκτησίες είχαν ενταχθεί σε γεωργική ζώνη, μπορούσαν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς. Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν προκύπτει οτιδήποτε που να τείνει να καταδείξει ότι σαν αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης οι επίδικες ιδιοκτησίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς.  Με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύτηκε η χρήση των ιδιοκτησιών για γεωργικούς σκοπούς.  Οι περιορισμοί στην οικοδομική ανάπτυξη των επιδίκων ιδιοκτησιών δεν τις καθιστά αδρανείς και δεν τις αποστερεί από τις αιτήτριες.  Πρόσθετα στις αιτήτριες παρέχεται η δυνατότητα να ανταλλάξουν την ιδιοκτησία τους με κρατική γη χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα για απαλλοτρίωσή της.  Μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν για οικοδομικούς σκοπούς αλλά με χαμηλό συντελεστή ανάπτυξης δηλαδή «με συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0,005:1, αριθμός ορόφων 1».   Υπό το φως των γεγονότων που συνθέτουν τη χρήση των επίδικων ιδιοκτησιών η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αφήσει άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας και έχει επιβάλει περιορισμό στη χρήση της ιδιοκτησίας, δηλαδή περιορισμό της έκτασης της οικοδομικής ανάπτυξής της.  Σε τέτοια περίπτωση δεν έχουμε στέρηση της ιδιοκτησίας, αλλά περιορισμό.

3.   Δεν υπάρχει τίποτε το αντιφατικό στη θέση που έχει υιοθετήσει η διοίκηση εν προκειμένω. Το δεσπόζον στοιχείο που πρέπει να διέπει τη θεώρηση μιας πολιτικής που στοχεύει στη διαφύλαξη του περιβάλλοντος είναι οι πρόνοιες της πολιτικής που σχετίζονται με την οικοδομική ανάπτυξη.  Όσο ψηλότερος είναι ο συντελεστής δόμησης τόσο μεγαλύτερη είναι και η επέμβαση στο περιβάλλον.  Στην παρούσα υπόθεση ο συντελεστής δόμησης είναι πολύ χαμηλός. Το γεγονός ότι για την επίτευξη της πολιτικής που προδιαγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση θα γίνει κάποια επέμβαση στο περιβάλλον δεν καθιστά αντιφατική και αλληλοαναιρόμενη την αιτιολογία της.

4.  Τα όσα έχουν υποστηρίξει κατά τα λοιπά οι αιτήτριες σχετίζονται με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.  Οι αιτήτριες στην ουσία διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη γιατί στην επίδικη ζώνη δεν έχει περιληφθεί η έκταση γης η οποία δόθηκε στον Οργανισμό Αναπτύξεως Γης και η υπό διαχωρισμό έκταση γης η οποία ανήκει σε ιδιώτη.

     Οι πιο πάνω εισηγήσεις άπτονται ευθέως του καθορισμού του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης.  Αυτός ο καθορισμός καθώς έχει νομολογηθεί ανάγεται στην εκτίμηση των αρμοδίων αρχών και δεν ελέγχεται δικαστικά. 

     Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την περιορισμένη χρήση του κτήματος της αιτήτριας στην Προσφυγή 239/2000 ο σχετικός περιορισμός ανάγεται και πάλιν στην κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου. Ο προσδιορισμός των περιορισμών, οι οποίοι επιβάλλονται χάριν της πολεοδομίας, συνιστά τεχνικό θέμα, αναγόμενο στην κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.  Η απόφαση των Αρχών στο θέμα αυτό είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτη, εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.

5.  Σε σχέση με την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης έχει νομολογηθεί ότι το επιχείρημα ότι οι αρχές του διοικητικού δικαίου, που επιβάλλουν την επίδειξη καλής πίστης εκ μέρους του Κράτους στις συναλλαγές του ή τη μεταχείριση των πολιτών, παρεμβάλλουν κώλυμα στην αναμόρφωση του πολεοδομικού καθεστώτος μιας περιοχής, παραγνωρίζει την κυριαρχία του Κράτους στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος και των συνθηκών ανάπτυξης κάθε περιοχής της Δημοκρατίας.  Η ανάγκη για την επιβολή περιορισμών συναρτάται με τα εκάστοτε δεδομένα, κοινωνικά και επιστημονικά, και τη συλλογική βούληση για τον πολεοδομικό σχεδιασμό.  Η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει κεκτημένο δικαίωμα στους ιδιοκτήτες για τη μεταβολή της.

     Το βάρος απόδειξης υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας το φέρουν οι αιτήτριες. 

     Με τα όσα έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οι αιτήτριες δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρουν.  Με την επίδικη πολεοδομική ζώνη οι αιτήτριες δεν έχουν αποστερηθεί του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Η επιβολή της επίδικης πολεοδομικής ζώνης έχει συντελεσθεί μέσα στα πλαίσια που παρέχονται στη Διοίκηση από το σχετικό νόμο και δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας ή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.  Οι αιτήτριες δεν έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να τείνει να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα του επίδικου Τοπικού Σχεδίου.

6.  Η επιλογή των περιοχών - και των κτημάτων - που θα ενταχθούν σε μια συγκεκριμένη πολεοδομική ζώνη, και η έκταση των περιορισμών συνιστούν τεχνικό θέμα αναγόμενο στην κρίση της διοίκησης, η απόφαση της οποίας είναι ουσιαστικά ανέλεγκτη εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.  Τέτοια κατάχρηση ή υπέρβαση δεν έχει διαπιστωθεί.  Έπεται πως ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' επίκληση της αρχής της ισότητας δεν είναι εφικτός.

7.  Σε σχέση με ισχυριζόμενη πλάνη αναφορικά με τα γεγονότα πρέπει να λεχθεί ότι λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της ορθής διακρίβωσης των γεγονότων από τη διοίκηση. Το τεκμήριο αυτό βέβαια κάμπτεται εφόσον ένας αιτητής αποδείξει τουλάχιστον την πιθανότητα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πλάνης.  Τέτοια πιθανότητα δεν έχει αποδειχθεί και επομένως το πιο πάνω τεκμήριο έχει παραμείνει άθικτο.

     Οι καθ' ων η αίτηση είχαν προβεί στην έρευνα η οποία επιβαλλόταν από τις περιστάσεις της υπόθεσης και είχαν διερευνήσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία.  Μάλιστα οι αιτήτριες είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν ένσταση - και να προβάλουν τις θέσεις τους - η οποία εξετάστηκε δεόντως.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

Francis a.o. v. Attorney-General a.o. (1971) 3 C.L.R. 134,

Charalambides a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1516,

Frangoullides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20,

Stylianides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 575,

Kyriakides v. Republic (1976) 3 C.L.R. 364,

Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1,

Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147,

Michanicos a.o. v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237,

HjiMichael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246.

Προσφυγές.

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 3.12.99 (Α.Δ.Π. 1448) και με την οποία τροποποιήθηκε το Τοπικό Σχέδιο Πάφου με αποτέλεσμα τα κτήματα των αιτητών στο χωριό Τρεμιθούσα Πάφου να ενταχθούν στην Πολεοδομική Ζώνη Δα 1.

Χρ. Γεωργιάδης, για τους Αιτητές.

Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί.  Στρέφονται κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 3.12.99 (Α.Δ.Π. 1448) και με την οποία τροποποιήθηκε το Τοπικό Σχέδιο Πάφου με αποτέλεσμα τα κτήματα των αιτητών στο χωριό Τρεμιθούσα Πάφου να ενταχθούν στην Πολεοδομική Ζώνη Δα 1.

Τα πραγματικά περιστατικά.

Η αιτήτρια στην Προσφυγή 238/2000 είναι ιδιοκτήτρια του Τεμαχίου με αρ. 495, η δε αιτήτρια στην Προσφυγή 239/2000  είναι ιδιοκτήτρια του Τεμ. 85.  Τα δύο τεμάχια (τα επίδικα τεμάχια) βρίσκονται στα διοικητικά όρια του Κοινοτικού Συμβουλίου Τρεμιθούσας.  Στις 31.8.79 δημοσιεύθηκαν Πολεοδομικές Ζώνες για τη διοικητική περιοχή Τρεμιθούσας, σύμφωνα με το άρ. 14 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 (βλ. Κ.Δ.Π. 199/79).  Τα επίδικα τεμάχια εντάχθηκαν στη Ζώνη Δ.1, όπου ήταν δυνατό να επιτραπούν οικοδομές πάσης φύσης, εκτός από αποθήκες, βιομηχανικές οικοδομές και υποστατικά για μαζική εκτροφή χοίρων και όπου ίσχυε συντελεστής δόμησης 0.08:1, αριθμός ορόφων 2 και ύψος 27 πόδια.

Την 1.12.90 δημοσιεύτηκε το Τοπικό Σχέδιο Πάφου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) (βλ. Α.Δ.Π. 1934-1938/90).   Στο Τοπικό Σχέδιο Πάφου εμπίπτει και η διοικητική περιοχή Τρεμιθούσας.  Με βάση το Τοπικό Σχέδιο Πάφου τα επίδικα τεμάχια εντάχθηκαν σε Γεωργική Ζώνη (Γα4), όπου ισχύει συντελεστής δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0,10:1, αριθμός ορόφων 2 και ύψος 7,00 μ.  Τα επίδικα τεμάχια των αιτητριών παρέμειναν στη Γεωργική Ζώνη Γα4 και μετά την εξέταση των ενστάσεων που είχαν υποβληθεί κατά των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου και την τροποποίηση (οριστικοποίηση) των Πολεοδομικών Ζωνών του.

Στις 4.10.1996 δημοσιεύθηκε μετά από αναθεώρηση η τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου (βλ. Α.Δ.Π. 1191/96).  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του αναθεωρημένου Σχεδίου, τα επίδικα τεμάχια εντάχθηκαν στη Ζώνη Προστασίας Δα1 (Ζώνη Πρασίνου για πάρκα και αθλοπαιδείες), όπου ισχύουν χαμηλοί συντελεστές ανάπτυξης με συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0.005:1, αριθμός ορόφων 1, με στόχο τη διαφύλαξη ενός περιβαλλοντικού στοιχείου ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας.  Σημειώνεται ότι στο Τοπικό Σχέδιο Πάφου, καθορίστηκε ειδική πολιτική για τη διαχείριση των ιδιωτικών τεμαχίων που εμπίπτουν στη Ζώνη Δα1, η οποία προβλέπει για την ανταλλαγή τους με γη κρατικής ιδιοκτησίας.  Σύμφωνα με την Πολιτική 12.4 του Τοπικού Σχεδίου Πάφου ο αναφερόμενος χώρος έχει επιλεγεί για τη δημιουργία οργανωμένων αθλητικών κέντρων που θα αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των σχετικών αναγκών του τωρινού και μελλοντικού πληθυσμού της περιοχής του Τοπικού Σχεδίου.

Οι αιτήτριες υπέβαλαν ένσταση εναντίον των προνοιών των Πολεοδομικών Ζωνών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου με αίτημα την ένταξη των επίδικων τεμαχίων στην Οικιστική Ζώνη Τρεμιθούσας όπου ισχύουν ψηλότεροι συντελεστές αναπτύξεως. Ωστόσο με την οριστικοποίηση των Πολεοδομικών Ζωνών, τα επίδικα τεμάχια παρέμειναν στη Ζώνη Προστασίας Δα1.  Κρίθηκε πως η επέκταση των Οικιστικών Ζωνών δεν θα ήταν αναγκαία ή δικαιολογημένη στη φάση της οριστικοποίησης του Σχεδίου.  Ταυτόχρονα θεωρήθηκε ως ορθή και έγκυρη η πολιτική για την προστασία της περιοχής των επιδίκων τεμαχίων ως περιβαλλοντικού στοιχείου ουσιώδους σημασίας στο οποίο είναι δυνατόν να χωροθετηθούν και διευκολύνσεις άθλησης για τον αστικό πληθυσμό της Πάφου.

Ακολούθησε η δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3370, ημερ. 3.12.99 (βλ. Α.Δ.Π. 1448, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, σελ. 1251-1252).

Η προδικαστική ένσταση.

Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση.   Έχουν με τη γραπτή τους αγόρευση ισχυριστεί ότι οι αιτήτριες «στερούνται άμεσου ενεστώτος εννόμου συμφέροντος στην καταχώριση των προσφυγών και στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας».

Έρεισμα της προδικαστικής ένστασης αποτέλεσαν ορισμένες πρόνοιες του επίδικου σχεδίου, σύμφωνα με τις οποίες καθορίστηκε ειδική πολιτική για τη διαχείριση των ιδιωτικών τεμαχίων που εμπίπτουν στην επίδικη ζώνη Δα1.  Η πολιτική αυτή προβλέπει για την ανταλλαγή των ιδιοκτησιών με κρατική γη ή απαλλοτρίωση τους. Για την υλοποίηση της πολιτικής αυτής απαιτείται όπως προηγηθεί πρωτοβουλία των ιδιοκτητών των επηρεαζομένων περιουσιών.  Η πρωτοβουλία αυτή θα ενεργοποιήσει την πρόνοια που καταγράφεται στην παραγ. 12.3.3 του Τοπικού Σχεδίου (βλ. συνημμένο 3, σελ. 116 στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση) η οποία προβλέπει ότι «όλα τα ιδιωτικά τεμάχια που εμπίπτουν στις περιοχές αυτές θα πρέπει σταδιακά και ανάλογα με τα δεδομένα να απαλλοτριωθούν/ανταλλαγούν με άλλα κρατικά τεμάχια ίσης αξίας, που βρίσκονται στην άμεση περιφέρεια ή μέσα στα όρια του Τοπικού Σχεδίου».

Από τα πιο πάνω - συνεχίζει η εισήγηση - είναι σαφές ότι οι αιτήτριες δεν έχουν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για ενεργοποίηση των πιο πάνω προνοιών της παραγ. 12.3.3 και - ιδιαίτερα - δεν έχουν δημιουργηθεί «τα δεδομένα» που αναφέρονται στην πιο πάνω παράγραφο.  Αυτά «τα δεδομένα», σύμφωνα με την εισήγηση, είναι η ύπαρξη πολεοδομικής απόφασης γιατί με βάση την Πολεοδομική Νομοθεσία (βλ. αρ. 20 και 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) «για να υπάρχει οποιαδήποτε αξιοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας απαιτείται προηγούμενη πολεοδομική απόφαση σε σχέση με αίτηση των ιδιοκτητών».  Στις παρούσες υποθέσεις - καταλήγει η εισήγηση - δεν υπάρχουν τα προαναφερθέντα «δεδομένα» δηλαδή δεν υπάρχει πολεοδομική απόφαση έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί το Τοπικό Σχέδιο Πάφου με την εφαρμογή των προνοιών του και την σκοπούμενη με αυτό ανάπτυξη. Επομένως οι προσφυγές είναι απαράδεκτες νομικά και πραγματικά ως πρόωρα καταχωρηθείσες διότι δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη που να επηρεάζει άμεσα ενεστώς έννομο συμφέρον των αιτητριών.

Εξέταση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης αποκαλύπτει ότι με αυτή είχαν τεθεί περιορισμοί ως προς την οικοδομική ανάπτυξη της επίδικης ιδιοκτησίας των αιτητριών.  Αποτελεί μέτρο το οποίο θίγει ευθέως τα συμφέροντα των αιτητριών γιατί λόγω των περιορισμών στην οικοδομική ανάπτυξη θα επηρεαστεί η οικονομική αξία των ιδιοκτησιών τους. Σε τέτοια περίπτωση, καθώς έχει νομολογηθεί, οι αιτήτριες έχουν έννομο συμφέρον το οποίο θίγεται ευθέως από την απλή δημοσίευση της επίδικης απόφασης και νομιμοποιούνται οι αιτήτριες να προσβάλουν με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος την επίδικη απόφαση (Βλ. Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, 98 (απόφαση της Ολομέλειας), Francis and Others v. Attorney-General and Another (1971) 3 C.L.R. 134, 136, Charalambides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1516 (απόφαση της Ολομέλειας)).  

Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.         

Η ουσία των προσφυγών - Οι λόγοι ακύρωσης.

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση έχει σαν αποτέλεσμα τη στέρηση της περιουσίας των αιτητριών κατά τρόπο αντίθετο με τις πρόνοιες του άρ. 23.2 και 4 του Συντάγματος.

Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 490-492) φαίνεται ότι αυτό που έχει συντελεσθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί περιορισμό στη χρήση της ιδιοκτησίας, δηλαδή περιορισμό της έκτασης της οικοδομικής ανάπτυξης της. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας οι επίδικες ιδιοκτησίες είχαν ενταχθεί σε γεωργική ζώνη, μπορούσαν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς.  Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν προκύπτει οτιδήποτε που να τείνει να καταδείξει ότι σαν αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης οι επίδικες ιδιοκτησίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς. Με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγορεύτηκε η χρήση των ιδιοκτησιών για γεωργικούς σκοπούς. Οι περιορισμοί στην οικοδομική ανάπτυξη των επιδίκων ιδιοκτησιών δεν τις καθιστά αδρανείς και δεν τις αποστερεί από τις αιτήτριες. Πρόσθετα, όπως αναφέρεται πιο πάνω (βλ. σελ.491-492) στις αιτήτριες παρέχεται η δυνατότητα να ανταλλάξουν την ιδιοκτησία τους με κρατική γη χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα για απαλλοτρίωση της. Μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν για οικοδομικούς σκοπούς αλλά με χαμηλό συντελεστή ανάπτυξης δηλαδή «με συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0,005:1, αριθμός ορόφων 1». Υπό το φως των γεγονότων που συνθέτουν τη χρήση των επίδικων ιδιοκτησιών διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αφήσει άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας και έχει - όπως έχω υποδείξει πιο πάνω - επιβάλει περιορισμό στη χρήση της ιδιοκτησίας, δηλαδή περιορισμό της έκτασης της οικοδομικής ανάπτυξης της.  Σε τέτοια περίπτωση δεν έχουμε στέρηση της ιδιοκτησίας, αλλά περιορισμό.  Η θέση αυτή έχει διατυπωθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Δημητριάδη (πιο πάνω) στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής, από τον Πική, Π., στις σελ. 102 και 103:

«Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.

Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή - (βλ. Κυριακόπουλου - «Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο», Τόμος Γ, σελ. 366 και 368, Π.Δ. Δαγτόγλου - «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Β», σελ. 907, 936, 937, 938, Lanitis E.C. Estates Ltd και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (1989) 3(E) Α.Α.Δ. 3252).

6.   Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.

Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους.

.......................................................................................................

7.  Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με ένταξή της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας - (βλ. Tryphonos and Others v. Nicosia Municipality (1988) 3 C.L.R. 901, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και Άλλου (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1544).

Οι πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης της περιοχής.  Δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, ή, γενικότερα, της χρήσης της για τους σκοπούς για τους οποίους την προοιωνίζει η φυσική της κατάσταση.

Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.

8.  Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου, προορίζεται.  Σ' εκείνη την περίπτωση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα χρήσης της γης για οποιοδήποτε γόνιμο σκοπό.

Η ιδιοκτησία γης συναρτάται με οικοδομικούς σκοπούς μόνο στην περίπτωση που το ακίνητο συνιστά οικόπεδο.  Η φύση του ακινήτου προοιωνίζει, σ' εκείνη την περίπτωση, τη χρήση του για οικοδομικούς σκοπούς.»

Εν όψει της πιο πάνω νομολογιακής θέσης ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή κάθε προπαρασκευαστική πράξη που προηγήθηκε δεν έφεραν αιτιολογία και/ή ορθή και νόμιμη αιτιολογία.

Ο κ. Γεωργιάδης, εκ μέρους των αιτητριών, αναφέρθηκε στους λόγους που δίνονται στην ένσταση των καθ'  ων η αίτηση για την ένταξη των επιδίκων ιδιοκτησιών στη ζώνη Δα1, οι οποίοι αναφέρονται στην «δημιουργία οργανωμένων αθλητικών κέντρων» και στη «διαφύλαξη ενός περιβαλλοντικού στοιχείου ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας».  Υπέβαλε ότι οι λόγοι αυτοί είναι αντιφατικοί και αλληλοαναιρούνται γιατί η δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων σημαίνει εκχερσώσεις, ισοπεδώσεις, επιχωματώσεις, χορτοτάπητες, αποδυτήρια κλπ. και όλα αυτά είναι ασυμβίβαστα με τη διασφάλιση του περιβάλλοντος γιατί συνεπάγονται οπωσδήποτε εκτεταμένες επεμβάσεις.

Ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε, επίσης,  ότι:

(α)   Δεν δίδεται η «παραμικρή εξήγηση γιατί το περιβάλλον των κτημάτων ενέχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία».

(β)   Η αιτιολογία «τηρεί σιγήν ιχθύος» όσον αφορά την παραχώρηση τεράστιων εκτάσεων γης στην περιοχή των κτημάτων από τη Δημοκρατία στον Οργανισμό Ανάπτυξης Γης με σκοπό τη δημιουργία οικοπέδων και ότι η οικοδομική ανάπτυξη είναι ασυμβίβαστη με τον ισχυρισμό ότι επιδιώκεται η «διαφύλαξη ενός περιβαλλοντικού στοιχείου ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας».

(γ)   Η αιτιολογία παρασιωπά ότι επιτράπηκε ο διαχωρισμός από ιδιώτη κτημάτων που εφάπτονται του κτήματος της αιτήτριας στην Προσφυγή 238/2000 και ότι το αποτέλεσμα του διαχωρισμού είναι η δημιουργία τεράστιου αριθμού οικοπέδων στα οποία επιτρέπεται η ανέγερση παραθεριστικών κατοικιών.

(δ)   Ότι «ουδεμία εξήγηση δόθηκε γιατί το κτήμα της αιτήτριας στην Προσφυγή 239/2000 επιλέγηκε για εφαρμογή ακόμα πιο περιορισμένης χρήσης δηλαδή μόνο μικρών  αθλητικών εγκαταστάσεων».

Αναφορικά με την πρώτη εισήγηση - για αντιφατικότητα και αλληλοαναίρεση - έχω την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε το αντιφατικό στη θέση που έχει υιοθετήσει η διοίκηση.

Το δεσπόζον στοιχείο που πρέπει να διέπει τη θεώρηση μιας πολιτικής που στοχεύει στη διαφύλαξη του περιβάλλοντος είναι οι πρόνοιες της πολιτικής που σχετίζονται με την οικοδομική ανάπτυξη.  Όσο ψηλότερος είναι ο συντελεστής δόμησης τόσο μεγαλύτερη είναι και η επέμβαση στο περιβάλλον.  Στην παρούσα υπόθεση ο συντελεστής δόμησης είναι πολύ χαμηλός.  Το γεγονός ότι για την επίτευξη της πολιτικής που προδιαγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση θα γίνει κάποια επέμβαση στο περιβάλλον δεν καθιστά αντιφατική και αλληλοαναιρόμενη την αιτιολογία της.

Αναφορικά με τις υπόλοιπες εισηγήσεις του κ. Γεωργιάδη (βλ. παραγ. (α), (β), (γ) και (δ), πιο πάνω, αυτές πρέπει να εξεταστούν σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων της διοίκησης για καθορισμό πολεοδομικών ζωνών. Το θέμα αυτό εξετάστηκε στην Δημητριάδη κ.ά. (πιο πάνω) στην οποία διατυπώθηκαν οι πιο κάτω αρχές (βλ. σελ. 104 και 105):

«Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή των περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτες. Όπως εξηγείται στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 739/62: 'Η κρίσις του αρμοδίου τεχνικού οργάνου ως προς την εκτίμησιν των αναγκών του κοινού, αίτινες εξυπηρετούνται διά της τροποποιήσεως του σχεδίου, και την συνδρομήν ή μη των λοιπών νομίμων όρων (...), είναι ανέλεγκτος'. (Βλ. επίσης Ευρετήριο Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1961-1970, τόμος 3ος, σελ. 306, παρ. 242).  Η ίδια θέση υιοθετείται στη Lanitis E.C. Estates Ltd και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (ανωτέρω), όπου αναφέρεται:-

'Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο πως η κρίση της Αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα ενός έργου για το δημόσιο συμφέρον ή ωφέλεια, δεν ελέγχεται από τα Διοικητικά Δικαστήρια.  Το ίδιο ισχύει όπου απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις για τη δημιουργία του.'

.............................................................................................................

Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή και το επιθυμητό των περιορισμών, καθώς και ο καθορισμός του περιεχομένου τους ανάγονται στην εκτίμηση των αρμοδίων αρχών.  Γνώμονας για τις πράξεις τους είναι το δημόσιο συμφέρον, ορώμενο από ευρεία οπτική γωνία. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνιστά πολύπλευρη και πολύπτυχη διαδικασία. Συναρτάται με τη γνώση και τα μέσα που είναι διαθέσιμα στις αρχές και την εκτίμηση των προοπτικών του μέλλοντος, θέματα που ανάγονται, κατ' εξοχήν, στην κρίση των αρμοδίων κρατικών αρχών, μη επιδεχόμενα δικαστικού ελέγχου εκτός όπου διαπιστώνεται κατάχρηση εξουσίας, δηλαδή χρήση της για αλλότριους σκοπούς.»

Τα όσα έχουν υποστηρίξει οι αιτήτριες με τις πιο πάνω εισηγήσεις του δικηγόρου τους σχετίζονται με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αιτήτριες στην ουσία διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη γιατί στην επίδικη ζώνη δεν έχει περιληφθεί η έκταση γης η οποία δόθηκε στον Οργανισμό Αναπτύξεως Γης και η υπό διαχωρισμό έκταση γης η οποία ανήκει σε ιδιώτη.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις άπτονται ευθέως του καθορισμού του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτός ο καθορισμός καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Δημητριάδη, πιο πάνω) ανάγεται στην εκτίμηση των αρμοδίων αρχών και δεν ελέγχεται δικαστικά. 

Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την περιορισμένη χρήση του κτήματος της αιτήτριας στην Προσφυγή 239/2000 ο σχετικός περιορισμός ανάγεται και πάλιν στην κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου (Βλ. Δημητριάδη, πιο πάνω, σελ. 111:  «Σύμφωνα με τις αρχές τις οποίες έχουμε εξηγήσει, ο προσδιορισμός των περιορισμών, οι οποίοι επιβάλλονται χάριν της πολεοδομίας, συνιστά τεχνικό θέμα, αναγόμενο στην κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.  Η απόφαση των Αρχών στο θέμα αυτό είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτη, εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας»).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας δεν ευσταθεί.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Ο κ. Γεωγιάδης υπέβαλε, περαιτέρω, ότι η αιτιολογία του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με το κτήμα της αιτήτριας στην Προσφυγή 238/2000 αναιρείται από την αιτιολογία που δόθηκε όταν απορρίπτετο η ένσταση της από το Επαρχιακό Κλιμάκιο.  Το τελευταίο απέρριψε την ένσταση της «γιατί το τεμάχιο αυτό έχει καθοριστεί με βάση το χάρτη Χρήσεως Γης ως Περιφερειακό Πάρκο και δεδομένου ότι οι υφιστάμενοι χώροι αστικού πρασίνου θεωρούνται ανεπαρκείς για το σημερινό μέγεθος πληθυσμού της πόλης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα». Σύμφωνα με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως αυτή καταγράφεται στην παραγ. 5 της ένστασης των καθ' ων η αίτηση στην παρούσα προσφυγή, το κτήμα της αιτήτριας στην Προσφυγή 238/2000 «εντάχθηκε στη Ζώνη Προστασίας Δα1 (Ζώνη Πρασίνου για πάρκο και αθλοπαιδείες)».

Με όλο το σεβασμό δεν βλέπω τίποτε το αντιφατικό στις δύο αιτιολογίες.   Η μεν αιτιολογία του Υπουργικού Συμβουλίου ομιλεί γενικά για δύο χρήσεις - «Πάρκο και Αθλοπαιδείες» - η δε αιτιολογία του Επαρχιακού Κλιμακίου εξειδικεύει περαιτέρω ότι το επίδικο κτήμα έχει καθοριστεί ως πάρκο η οποία είναι μια από τις δύο χρήσεις που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τρίτος λόγος ακύρωσης - Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και εκδόθηκε με υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

Ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε δυσμενείς συνέπειες για τις αιτήτριες γιατί τους στέρησε τη δυνατότητα χρήσης, αξιοποίησης και διάθεσης των κτημάτων τους.  Οι καθ'  ων η αίτηση - συνέχισε ο κ. Γεωργιάδης - παραγνώρισαν το μέγεθος των πιο πάνω συνεπειών και «μεταχειρίστηκαν των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο σαν όργανο για απόκτηση γης με σκοπό τη μελλοντική δημιουργία αθλητικών κέντρων, δηλαδή για σκοπό ξένο προς τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96». Έτσι, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο εφάρμοσε το Νόμο - κατέληξε ο κ. Γεωργιάδης - με τρόπο που συνεπάγεται δυσβάστακτη οικονομική επιβάρυνση για τις αιτήτριες και επεδίωξε ξένο σκοπό προς αυτό του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, καταχράστηκε την εξουσία του.

Σε σχέση με την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης έχει νομολογηθεί ότι «το επιχείρημα ότι οι αρχές του διοικητικού δικαίου, που επιβάλλουν την επίδειξη καλής πίστης εκ μέρους του Κράτους στις συναλλαγές του ή τη μεταχείριση των πολιτών, παρεμβάλλουν κώλυμα στην αναμόρφωση του πολεοδομικού καθεστώτος μιας περιοχής, παραγνωρίζει την κυριαρχία του Κράτους στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος και των συνθηκών ανάπτυξης κάθε περιοχής της Δημοκρατίας.  Η ανάγκη για την επιβολή περιορισμών συναρτάται με τα εκάστοτε δεδομένα, κοινωνικά και επιστημονικά, και τη συλλογική βούληση για τον πολεοδομικό σχεδιασμό.  Η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει κεκτημένο δικαίωμα στους ιδιοκτήτες για τη μεταβολή της» (Βλ. Δημητριάδη, πιο πάνω, σελ. 101).

Αναφορικά με το επιχείρημα για υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας αυτό έχει σαν βάθρο του την θέση των αιτητριών για στέρηση της δυνατότητας χρήσης, αξιοποίησης και διάθεσης των κτημάτων τους.  Έχει ήδη αποφασισθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά στέρηση ιδιοκτησίας. Κατά τα άλλα πρέπει να επισημανθεί ότι το βάρος απόδειξης υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας το φέρουν οι αιτήτριες (βλ. Frangoullides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20, Stylianides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 575 και Kyriakides v. Republic (1976) 3 C.L.R. 364). 

Με τα όσα έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οι αιτήτριες δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρουν.  Όπως έχει ήδη υποδειχθεί με την επίδικη πολεοδομική ζώνη οι αιτήτριες δεν έχουν αποστερηθεί του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται.  Η επιβολή της επίδικης πολεοδομικής ζώνης έχει συντελεσθεί μέσα στα πλαίσια που παρέχονται στη Διοίκηση από το σχετικό νόμο και δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας ή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Οι αιτήτριες δεν έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να τείνει να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα του επίδικου Τοπικού Σχεδίου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης έχει σαν έρεισμα την θέση ότι το κτήμα της αιτήτριας στην Προσφυγή 239/2000 έτυχε επιλεκτικής αντιμετώπισης δηλαδή απαγορεύτηκε οποιαδήποτε χρήση του «πλην μικρών αθλητικών εγκαταστάσεων» ενώ για τα άλλα κτήματα δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός.  Για τη διαφοροποίηση αυτή δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, η αρχή της ισότητας παραβιάζεται και λόγω της άδειας για διαχωρισμό τεράστιου αριθμού οικοπέδων και  λόγω της παραχώρησης γης στον Οργανισμό Αναπτύξεως Γης.  Αν - κατέληξε ο κ. Γεωργιάδης - «περιβαλλοντικοί λόγοι επιβάλλουν το συντελεστή 5/1000 στην περιοχή των κτημάτων τότε τις συνέπειες θα έπρεπε να επωμισθούν όχι μόνο οι αιτήτριες αλλά όλοι οι ιδιοκτήτες της περιοχής περιλαμβανομένων του Οργανισμού Ανάπτυξης Γης και  των ιδιωτών - ιδιοκτητών των κτημάτων των οποίων η γη τους είναι όμοια και απαράλλακτη με και περικυκλώνει αυτή των αιτητριών».

Η επιλογή των περιοχών - και των κτημάτων - που θα ενταχθούν σε μια συγκεκριμένη πολεοδομική ζώνη, και η έκταση των περιορισμών συνιστούν τεχνικό θέμα αναγόμενο στην κρίση της διοίκησης, η απόφαση της οποίας είναι ουσιαστικά ανέλεγκτη εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Τέτοια κατάχρηση ή υπέρβαση δεν έχει διαπιστωθεί.  Έπεται πως ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' επίκληση της αρχής της ισότητας δεν είναι εφικτός. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Πέμπτος λόγος ακύρωσης - Πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα.

Ο κ. Γεωργιάδης υπέβαλε ότι η άρνηση και/ή απόφαση των καθ'  ων η αίτηση είναι αποτέλεσμα πλάνης αναφορικά με τη νομική ερμηνεία των διατάξεων του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και ανάμεσα σε άλλα, των διατάξεων των άρθρων 18, 10 και 11 και/ή αντίθετη με τις εν λόγω διατάξεις.  Υπέβαλε περαιτέρω ότι οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης να προβούν στην αναγκαία για την παραγωγή της έρευνα. Τέλος υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης αναφορικά με τα σχετικά γεγονότα από μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου και/ή μεταξύ άλλων, οι καθ' ων η αίτηση κατά την παραγωγή της προσβαλλόμενης απόφασης βασίστηκαν σε λανθασμένες και/ή άσχετες πληροφορίες και γεγονότα και/ή σε πληροφορίες και γεγονότα που δεν είχαν τεθεί σωστά μπροστά τους και/ή παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους σχετικές πληροφορίες και γεγονότα.

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το βάρος απόδειξης των πιο πάνω ισχυρισμών το φέρουν οι αιτήτριες (Βλ. Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1 και Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147).  

Σχετικά με τον ισχυρισμό για πλάνη αναφορικά με την νομική ερμηνεία του πιο πάνω Νόμου και πλάνη αναφορικά με τα γεγονότα οι αιτήτριες δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει τις ισχυριζόμενες πλάνες. Πρόσθετα και σε σχέση με την ισχυριζόμενη πλάνη αναφορικά με τα γεγονότα πρέπει να λεχθεί ότι λειτουργεί τεκμήριο υπέρ της ορθής διακρίβωσης των γεγονότων από τη διοίκηση.   Το τεκμήριο αυτό βέβαια κάμπτεται εφόσον ένας αιτητής αποδείξει τουλάχιστον την πιθανότητα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πλάνης (βλ. Michanicos and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237 και HjiMichael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246).  Τέτοια πιθανότητα δεν έχει αποδειχθεί και επομένως το πιο πάνω τεκμήριο έχει παραμείνει άθικτο.

Αφού εξέτασα τα ενώπιον μου στοιχεία του φακέλου κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν προβεί στην έρευνα η οποία επιβαλλόταν από τις περιστάσεις της υπόθεσης και είχαν διερευνήσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία.  Μάλιστα οι αιτήτριες είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν ένσταση - και να προβάλουν τις θέσεις τους - η οποία εξετάστηκε δεόντως.  Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο