ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1220
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 668/99 και 821/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Αρ. Υπόθεσης: 668/99
ΜΕΤΑΞΥ
:Μύρνας Κλεόπα εκ Λευκωσίας νυν εις Ρώμη
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
__________
Αρ. Υπόθεσης: 821/99
ΜΕΤΑΞΥ
:Αλέξανδρου Ν. Βίκη, τώρα στο εξωτερικό
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_________
21 Δεκεμβρίου, 2001
Για την αιτήτρια στην 668/99 : κα Δ. Βασιλειάδου για κ.κ. ΄Αντη
Τριανταφυλλίδη και Υιούς.
Για τον αιτητή στην 821/99 : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κα Στυλιανού για κ. Π. Πολυβίου.
(και στις δύο υποθέσεις)
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Μαυρογιάννης, στη μόνιμη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 1.4.1999, απόφαση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της
Δημοκρατίας στις 30.4.1999. Η πλήρωση τριών θέσεων Πρέσβη ζητήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με επιστολή του ημερ. 14.9.1998. Δύο θέσεις ήταν κενές, ενώ η τρίτη αναμενόταν να κενωθεί λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της, από 1.1.1999.Επειδή σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, η Επιτροπή αποφάσισε να τις δημοσιεύσει και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την οποία η Συμβουλευτική σύστησε προς επιλογή δώδεκα υποψήφιους, μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος και οι αιτητές.
Οι υποψήφιοι που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική κλήθηκαν σε ατομική προφορική εξέταση από την Επιτροπή. Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 18.3.1999, ο Γενικός Διευθυντής εξέφρασε τις κρίσεις του αναφορικά με την απόδοση όλων των υποψήφιων και προτού αποχωρήσει σύστησε για προαγωγή τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 821/99 Αλέξανδρο Βίκη, καθώς και τους Ανδρέα Γεωργιάδη και Χριστόφορο Γιάγκου.
Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στους Χριστόφορο Γιάγκου, Ανδρέα Γεωργιάδη και Ανδρέα Μαυρογιάννη.
Η αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 668/99 προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εφόσον μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα στις 11.11.1999, ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στην προηγούμενη θέση του Πληρεξούσιου Υπουργού ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Σκαρπάρης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 294/96 κ.α., ημερ. 11.11.1999 και αφού το ακυρωτικό αποτέλεσμα ισχύει ex tunc (εξ υπαρχής), η προαγωγή του θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού ουσιαστικά κατά το χρόνο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν κατείχε την αμέσως προηγούμενη θέση και επομένως δεν δικαιούται να προαχθεί.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 18.3.1999, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε νόμιμα τη θέση του Πληρεξούσιου Υπουργού. Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς δεν συμπαρασύρεται σε ακυρότητα από την ακύρωση της αμέσως προηγούμενης θέσης. Αυτό θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση που η θέση ήταν μόνο προαγωγής, οπότε λόγω άρρηκτου νομικού δεσμού με την ακυρωθείσα θέση και η προσβαλλόμενη απόφαση θα συμπαρασυρόταν και αυτή σε ακυρότητα, αφού για θέσεις προαγωγής απαιτείται κατοχή της αμέσως κατώτερης θέσης.
Το θέμα έχει απασχολήσει την Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου στη μελέτη Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως (Κατόπιν Ασκήσεως Αιτήσεως Ακυρώσεως), (Ανατύπωση 1988), στις σελ. 124-155. Το δικαστήριο απαγγέλλει πολλές φορές την ακύρωση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, χωρίς να ερευνήσει ιδιαίτερα τη νομιμότητά τους, ως συνέπεια προηγούμενης ακύρωσης, εφ΄ όσον οι πράξεις αυτές λήφθηκαν με βάση την ακυρωθείσα, ή εκδόθηκαν κατά συνέπεια της ακυρωθείσας πράξης. Κι΄ αυτό γιατί η ακυρωθείσα πράξη θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα και κατ΄ ακολουθίαν, όλες οι πράξεις που την έχουν ως βάση θα πρέπει να εξαφανιστούν. Ακριβώς στο σημείο αυτό γεννάται και η ανάλογη υποχρέωση της διοίκησης, όπως εν συνεχεία μιας ακύρωσης, ακυρώσει ή ανακαλέσει άλλες πράξεις που στηρίκτηκαν σ΄ αυτή. Στη σελ. 156 της ίδιας μελέτης επιβεβαιώνεται ότι η ακύρωση μεταγενέστερων πράξεων της ακυρωθείσας που έχουν στενό σύνδεσμο δικαίου προς την ακυρωθείσα, επέρχεται χωρίς έρευνα της νομιμότητάς τους, και αν ακόμη αυτοτελώς κρινόμενες οι ίδιες είναι εκ πρώτης όψεως νόμιμες, για το λόγο ότι εξέλιπε η νόμιμή τους προϋπόθεση, δηλαδή η πράξη που ακυρώθηκε.
Ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλει η αιτήτρια στην προσφυγή υπ΄ αρ. 668/99, αφορά την αμφισβήτηση της κατοχής, εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, του προσόντος της άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Σημειώνει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέλαβε την προσβαλλόμενη θέση με προαγωγή.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή σε έκθεσή της την οποία απέστειλε στην Επιτροπή, αναφέρει τα εξής:
«Σε ότι αφορά την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για άπταιστη γνώση της Ελληνικής και άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, η Επιτροπή έκρινε ότι όλοι οι υποψήφιοι που υπηρετούν στο Υπουργείο Εξωτερικών κατέχουν κατά τεκμήριο το απαιτούμενο επίπεδο επειδή στα Σχέδια Υπηρεσίας τόσο της θέσης την οποία κατέχουν ως Πληρεξούσιοι Υπουργοί όσο και της θέσης την οποίαν κατείχαν ως Ακόλουθοι απαιτούσαν τα ίδια επίπεδα γνώσης των γλωσσών αυτών. Συγκεκριμένα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Πληρεξούσιου Υπουργού θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής (ΚΔΠ 151/80) απαιτείται η άριστη γνώση της Αγγλικής και στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ακόλουθου θέση Πρώτου Διορισμού (ΚΔΠ 151/80) απαιτείται η άριστη γνώση της Ελληνικής. Η Εγκύκλιος του Γραμματέα της ΕΔΥ αρ. 122 ημερ. 10.9.98 είναι σχετική. Σημειώνεται ότι όλοι οι υποψήφιοι που υπηρετούν στο Υπουργείο Εξωτερικών διορίστηκαν στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες πριν αυτή καταστεί θέση προαγωγής (ΚΔΠ 144/98).»
Η έκθεση της Συμβουλευτικής και βέβαια οι πιο πάνω θέσεις υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 9.3.1999. Κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή έλαβε ως δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού. Στις 11.11.1999 όμως, όπως είδαμε, ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση αυτή ακυρώθηκε, γιατί κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της αγγλικής, όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας εκείνης της θέσης. Στην υπόθεση Σκαρπάρη ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Πληρεξούσιου Υπουργού, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι δεν μπορεί να συναχθεί κατά τεκμήριο η άριστη γνώση μιας γλώσσας.
Τη θέση του Πληρεξούσιου Υπουργού, η οποία είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, το ενδιαφερόμενο μέρος κατέλαβε με πρώτο διορισμό. Η θέση του Πρέσβη είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς η υπηρεσία στην αμέσως κατώτερη θέση, δηλαδή αυτή του Πληρεξούσιου Υπουργού, δεν αποτελεί προϋπόθεση για επιλογή κάποιου υποψήφιου. ΄Ομως τη θέση του Πρέσβη το ενδιαφερόμενο μέρος κατέλαβε με προαγωγή
.Η κα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου στη σελ. 134 είναι σαφής:
«Η δυσχέρεια καθορισμού της εκτάσεως της επιδράσεως της ακυρώσεως της ατομικής πράξεως, οφείλεται εις το ότι, εν αντιθέσει προς τας πράξεις που είναι συνέπεια της κανονιστικής και έχουν φανερόν σύνδεσμον μεταξύ των, χαρακτηριστικόν σύνηθες των ατομικών πράξεων είναι ότι εξωτερικώς παρουσιάζεται η μία ανεξάρτητος της άλλης. Πολλάκις δε η ανεξαρτησία αυτή είναι υπό την έννοιαν ότι η ύπαρξις της αρχικής πράξεως δεν συνεπάγεται υποχρεωτικώς και την ύπαρξιν της δευτέρας πράξεως. Π.χ. ο διορισμός ενός υπαλλήλου δεν σημαίνει οπωσδήποτε και την προαγωγήν τούτου. Αλλ΄ όμως, η ακύρωσις του διορισμού του ακυροί και την προαγωγήν του.»
Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι ακυρουμένης της προηγούμενης θέσης που κατέχει υπάλληλος, αναπόφευκτα ακυρώνεται και η προαγωγή του στην ανώτερη.
Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους θα πρέπει να ακυρωθεί. Εν όψει τούτου δεν καθίσταται αναγκαίο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι της προσφυγής υπ΄ αρ. 668/99, αλλά ούτε και οι λόγοι που εγείρονται με την προσφυγή υπ΄ αρ. 821/99.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ