ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 1174

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 426/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Κυριάκου Καραολή, εκ Βυζαντίου 14, Πάφος

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

13 Δεκεμβρίου, 2001

Για τον αιτητή : κ. Αρ. Γεωργίου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα

της Δημοκρατίας.

______________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής υπέβαλε στις 19.4.1995 αίτηση για σύνταξη ανικανότητας ισχυριζόμενος ότι υποφέρει από καρκίνωμα που τον επηρέαζε στην άσκηση του επαγγέλματός του. Η αίτησή του απορρίφθηκε, αλλά, ύστερα από σχετική ένσταση, ο αιτητής εξετάστηκε στις 15.9.1995 από αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν μερικώς ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματός του. Με βάση την ιατρική αυτή γνωμάτευση του χορηγήθηκε από 6.3.1995 σύνταξη ανικανότητας σε ποσοστό 75%.

Στις 12.7.1999 και μέσα στα πλαίσια περιοδικών επανεξετάσεων, ο Επιθεωρητής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων διεξήγαγε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο αιτητής εργαζόταν ή συνέβαλλε στη διεξαγωγή οποιασδήποτε εργασίας. Η έρευνα έδειξε ότι απασχολείτο ως εκπαιδευτής οδηγών και το Τμήμα Οδικών Μεταφορών θεώρησε ότι ήταν πλήρως απασχολούμενος. ΄Ετσι η σύνταξη ανικανότητάς του τερματίστηκε από 1.7.1999.

Στις 29.9.1999 ο αιτητής ζήτησε επανεξέταση της απόφασης, αλλά το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή του ημερ. 12.1.2000, τον πληροφόρησε ότι η απόφαση για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητάς του δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Πριν ασχοληθώ με την ουσία της υπόθεσης θα πρέπει να εξετάσω το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη είναι βεβαιωτική και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί. ΄Εχει επανειλημμένα αποφασιστεί ποιες πράξεις είναι βεβαιωτικές (βλέπε μεταξύ άλλων Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, 481. Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στις σελ. 240 και επ.).

Ο φάκελος της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι έγινε σειρά ερευνών. Χαρακτηριστικά μπορεί να γίνει αναφορά στον Κλάδο Εξεταστών Οδηγών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών και στις έρευνες των Επιθεωρητών του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων σχετικά με τον κύκλο εργασιών του αιτητή. Υπάρχει όμως κυρίως, μέσα στο φάκελο, η καταγγελία κάποιου Τρύφωνος, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής εργάζεται δώδεκα ώρες ημερησίως, η οποία διερευνήθηκε και η οποία, χωρίς αμφιβολία, χαρακτηρίζεται ως νέο στοιχείο που έχρηζε διερεύνησης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαιωτική και ο σχετικός ισχυρισμός των καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτεται.

Περαιτέρω οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, αφού δεν υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η σχετική νομοθεσία, η απόφαση τερματισμού παροχής σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή είχε καταστεί αμετάκλητη και συνεπώς η νομιμότητά της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Το άρθρο 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, Ν.41/80, προβλέπει την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής και τη διαδικασία που ακολουθείται:-

«78. -(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως του Διευθυντού ή του εξεταστού απαιτήσεων, εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός δεκαπέντε ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως, δι΄ εγγράφου αιτήσεως εις τον Υπουργόν εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα:

Νοείται ότι ο Υπουργός, πριν ή εκδώση την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους, εφ΄ ων στηρίζεται η προσφυγή:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού επί της προσφυγής.

(3) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν, ή εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρισιν προσφυγής, η απόφασις του Διευθυντού ή του εξεταστού απαιτήσεων δεν καθίσταται εκτελεστή.»

Η δυνατότητα υποβολής ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής που προβλέπεται από νόμο δεν εμποδίζει τον διοικούμενο να προσβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τη διοικητική απόφαση, αν επιλέξει να μην ασκήσει αυτό το δικαίωμα που του παρέχεται (Pelides v. Republic, 3 R.S.C.C. 13, 17, Petrolina Ltd v. The Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 420, 424 και Rotsides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2386, 2390). Διαφορετική είναι η κατάσταση όταν η υποβολή ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής θεωρείται από τον οικείο νόμο απαραίτητη για τη συμπλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, κάτι που βέβαια δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Μια τέτοια προϋπόθεση δεν επιβάλλεται από το Νόμο 41/80.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας. Η θέση του στηρίζεται στο ότι οι εκθέσεις του Τμήματος Οδικών Μεταφορών δεν διευκρινίζουν αν ο εκπαιδευτής οχημάτων που παρουσιάζεται στις εξετάσεις για απόκτηση άδειας οδηγού είναι ο ίδιος ή η σύζυγός του ή τρίτο πρόσωπο με το οποίο συνεργάζεται. Περαιτέρω γίνεται αναφορά σε συμφωνία που έγινε μεταξύ του και άλλου προσώπου για τη χρήση του εκπαιδευτικού λεωφορείου ιδιοκτησίας του και του τρόπου συμμετοχής στο εισόδημα που προκύπτει. Είναι η θέση του αιτητή ότι έγινε εσφαλμένη έρευνα, αφού δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν, ούτε η μείωση των εισοδημάτων που είχε τα τελευταία χρόνια, αλλά ούτε και το γεγονός ότι έπαψε να ασχολείται με δεύτερη εργασία σε εργοστάσιο πλαστικών, όπως έκανε στο παρελθόν.

Αντίθετα, οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι από έρευνα που έγινε από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών της επαρχίας Πάφου, προέκυψε ότι ο αιτητής απασχολείται ως εκπαιδευτής οδηγών και ότι ο όγκος της εργασίας του συγκρίνεται ευνοϊκά με τον όγκο της εργασίας άλλων εκπαιδευτών οδηγών σε σημείο που να θεωρείται ότι είναι πλήρως απασχολημένος στο επάγγελμα.

Σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, η διοίκηση άσκησε το δικαίωμά της να εξετάσει κατά πόσο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο αιτητής είχε εξασφαλίσει τη σχετική σύνταξη ανικανότητας εξακολουθούσαν να ισχύουν.

Βάσει του άρθρου 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, Ν.41/80, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 96/89, ανίκανος προς εργασία θεωρείται ασφαλισμένος ο οποίος λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπ΄ όψιν των δυνάμεων, δεξιοτήτων, μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν του ενός τρίτου του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές άτομο της ίδιας μόρφωσης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η έρευνα την οποία είχε δικαίωμα το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων να διενεργήσει θα έπρεπε να περιοριστεί στο κατά πόσο ο αιτητής συνέχιζε λόγω της ασθένειάς του να μπορεί να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμενόταν να εκτελεί, πάνω από το ένα τρίτο του ποσού που συνήθως κερδίζει υγιής εργαζόμενος. Ιατροσυμβούλιο έκρινε ότι ο αιτητής υπέφερε από κακόηθες λιποσάρκωμα δεξιού μηρού, για το οποίο του εγκρίθηκε 75% ανικανότητα. Η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιώθηκε, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός. Ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι κατέστη ικανότερος να κερδίζει μεγαλύτερο εισόδημα.

Θεωρώ ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι εντελώς άσχετο κατά πόσο ο αιτητής συνέχισε να απασχολείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και να κερδίζει κάποιο εισόδημα. Εξάλλου κρίθηκε μερικώς ανίκανος, άρα ικανός για εργασία σε κάποιο ποσοστό.

Εφ΄ όσον η κατάσταση της υγείας του δεν έχει αποδεδειγμένα βελτιωθεί, ούτως ώστε να είναι σε θέση να κερδίζει το ποσοστό που προβλέπεται στο σχετικό άρθρο του Νόμου, ο βαθμός απασχόλησής του δεν είναι θέμα που θα έπρεπε να απασχολήσει το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Οι περιοδικές επανεξετάσεις διενεργούνται είτε για να δειχθεί ότι η κατάσταση της υγείας του ατόμου στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη βελτιώθηκε σε σημείο που να μπορεί να κερδίζει πέραν του ενός τρίτου του εισοδήματος υγειούς ατόμου ή ότι, με παραπλανητικές παραστάσεις, είχε εξασφαλίσει τη σύνταξη ανικανότητας, ενώ ήταν ικανός για πλήρη απασχόληση. Στην παρούσα περίπτωση ούτε το ένα συμβαίνει, ούτε το άλλο. Από τη στιγμή που ο αιτητής είχε διαγνωσθεί ότι έπασχε από κακόηθες λιποσάρκωμα, το οποίο του προκαλούσε συγκεκριμένη ανικανότητα, μόνο ιατρική βεβαίωση βελτίωσης της υγείας του θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάσταση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 75 του Νόμου 41/80, ο Εξεταστής Απαιτήσεων μπορεί να αναθεωρήσει κάθε απόφαση που εκδόθηκε, αν ικανοποηθεί ότι η απόφαση έχει εκδοθεί υπό πλάνη ουσιώδους γεγονότος ή αν από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης επήλθε μεταβολή σχετική προς τις περιστάσεις της περίπτωσης και αναλόγως δικαιούται να εγκρίνει ή απορρίψει την απαίτηση. Πριν αποφασίσει μπορεί να παραπέμψει την απαίτηση στο Ιατρικό Συμβούλιο. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει μεταβολή των περιστάσεων, ούτε και υποβολή του αιτητή σε ιατρικές εξετάσεις.

Συνεπώς, κάτω από τις περιστάσεις, θεωρώ ότι η απόφαση του Διευθυντή έχει βασιστεί σε πλάνη και θα πρέπει να ακυρωθεί. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

&# 9;

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο