ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 847/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Αουρέλιας (Aurelia) Χαριλάου
Αι τήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Λειτουργού Μεταναστεύσεως
Καθ'ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 31 Οκτωβρίου, 2001.ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 16.10.2001.
Για την αιτήτρια: Ν. Παπαγεωργίου.
Για τον καθ΄ου η αίτηση: Α. Μαππουρίδης.
- - - - - -
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με αίτηση ακύρωσης που καταχωρήθηκε στις 16.10.2001 η αιτήτρια αξιώνει "Δήλωση Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ΄ου η αίτηση, ημερομηνίας 15.10.2001 με την οποία αρνήθηκε να αναγνωρίσει εις την αιτήτρια την ιδιότητα ημεδαπής Κυπρίας με δικαίωμα παραμονής της στην Κύπρο και με την οποία εξέδωσε Διάταγμα Απέλασης της αιτήτριας από την Κύπρο είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα". Και με μονομερή αίτηση της ίδιας ημερομηνίας επιδιώκεται η έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Έδωσα οδηγίες όπως ειδοποιηθούν οι καθ΄ων η αίτηση, πράγμα που έγινε και εμφανίσθηκε στη διαδικασία ο κ. Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος και αγόρευσε.
Τα γεγονότα που συνθέτουν το πραγματικό βάθρο της υπόθεσης μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:-
Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή υπήκοος της Δημοκρατίας της Ρουμανίας. Στις 24.11.95 νυμφεύθηκε με πολιτικό γάμο που έγινε στη Ρουμανία τον Κύπριο υπήκοο Κωνσταντίνο Χαριλάου. Το σχετικό πιστοποιητικό κατατέθηκε ως Τεκμήριο και δεν αμφισβητήθηκε. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι για περίοδο τριών ετών (1995-1998) η αιτήτρια ζούσε αρμονικά με το σύζυγό της. Το φθινόπωρο του 1998 ο σύζυγος της αιτήτριας καταδικάσθηκε από δικαστήριο της Ρουμανίας σε πολυετή φυλάκιση και εκτίει έκτοτε την επιβληθείσα ποινή σε φυλακές της Ρουμανίας. Παρόλο τούτο, οι σχέσεις της αιτήτριας μετά του φυλακισμένου συζύγου της εξακολουθούν να είναι αρμονικές. Τούτο επιβεβαιώνεται και από επιστολή του Προξένου της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Ρουμανία (Τεκμήριο 5 το οποίο κατέθεσε η αιτήτρια).
Η αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1998 μετά τη φυλάκιση του συζύγου της. Έκτοτε της παραχωρείτο άδεια παραμονής και εργασίας η οποία ανανεώνετο περιοδικά. Η τελευταία ανανέωση έληξε στις 20.6.2001.
Η αιτήτρια έκτοτε αποτάθηκε, πρώτα, για ανανέωση της άδειας παραμονής που απορρίφθηκε από το Λειτουργό Μετανάστευσης και ακολούθως ζήτησε να της αναγνωρισθεί καθεστώς (status) ημεδαπής σύμφωνα με τα άρθρα 2(α)(β) και 8(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 2/72. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης αρνήθηκε την τέτοια αναγνώριση, υπενθυμίζοντας ότι "ο Κύπριος σύζυγός της εκτίει ποινή πολυετούς φυλάκισης στη Ρουμανία." Με την ίδια δε επιστολή ημερ. 11.10.2001 εκφράστηκε πρόθεση "λήψης μέτρων για εκδίωξη της αιτήτριας από την Κύπρο γιατί η άδεια παραμονής της έληξε από τις 20.6.2001 και έκτοτε βρίσκεται παράνομα στην Κύπρο."
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης εξέδωσε στις 5.10.2001 διατάγματα απέλασης και κράτησης της αιτήτριας. Αντίγραφα των διαταγμάτων (Τεκμ. 4 και 4Α) τα κατέθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση. Τα διατάγματα αυτά δεν έχουν κοινοποιηθεί ακόμα στην αιτήτρια γιατί, κατά το δικηγόρο των καθ΄ων, η τελευταία δεν έχει ανευρεθεί λόγω της αλλαγής της διεύθυνσης διαμονής της χωρίς να το γνωστοποιήσει στο Λειτουργό Μετανάστευσης.
Η αιτήτρια προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη και ότι, εν πάση περιπτώσει, επάγεται ανεπανόρθωτη ζημιά. Είναι πάγια η νομολογία μας πως η έκδοση τέτοιου διατάγματος αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και πως είναι με μέγιστη προσοχή που πρέπει να ασκείται τέτοια δικαστική παρέμβαση και μόνο εφόσον συντρέχουν αυστηρά οριοθετημένες προϋποθέσεις. Αυτές είναι, πράγματι, η έκδηλη παρανομία ή η ανεπανόρθωτη βλάβη. Αξίζει να σημειωθεί πως αρκεί η διαπίστωση της μιας από τις δύο προϋποθέσεις, σύμφωνα και με τη νομολογία.
Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα είναι η θέση της αιτήτριας ότι το διάταγμα απέλασης αντίκειται εξώφθαλμα στο άρθρο 8(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, καθότι η αιτήτρια δικαιούται καθεστώτος ημεδαπής ως αλλοδαπή σύζυγος Κυπρίου υπηκόου και έχει δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις.
Ο ορισμός του όρου "ημεδαπός Κύπριος" στο άρθρο 2 του Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 2/72 έχει ως ακολούθως:-
"2. Ο εν τω εδαφίω (1) του άρθρου 2 του βασικού νόμου ορισμός του "ημεδαπός Κύπριος" ("native of the Colony") αντικαθίσταται διά του ακολούθου:
"'ημεδαπός Κύπριος' σημαίνει-
(α) πολίτην της Δημοκρατίας.
(β) αλλοδαπήν σύζυγον πολίτου της Δημοκρατίας, μη τελούσαν εν χωρισμώ από του συζύγου της δυνάμει αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου και διαμένουσαν μετ΄ αυτού διά χρονικόν διάστημα ουχί μικρότερον του ενός έτους
. νοείται ότι θα θεωρήται ως "ημεδαπός Κύπριος" και πάσα αλλοδαπή σύζυγος πολίτου της Δημοκρατίας ήτις συνέζησε μετ΄ αυτού διά περίοδον μικροτέραν του ενός έτους, εάν ο Ανώτερος Λειτουργός Μεταναστεύσεως ήθελεν, υπό τας ειδικάς συνθήκας οιασδήποτε συγκεκριμένης περιπτώσεως, κρίνει τούτο εύλογον.".Οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εξηγούνται, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, στην απόφαση της Ολομέλειας στην Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εσωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233. Όπως αναφέρεται στις σελίδες 246-7:-
"Σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε η νομολογία μας - βλ. ενδεικτικά την απόφαση της Ολομέλειας στην
(α) Όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία
. ή(β) Όπου καταφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημίας εφόσον σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη Διοίκηση οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία."
Η έκδηλη παρανομία συνοψίστηκε (στη σελ. 249) ως
"........ εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.""
Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2(α)(β) του Νόμου. Η αιτήτρια είναι νόμιμος σύζυγος Κυπρίου υπηκόου από το 1995. Συνέζησαν για περίοδο τριών χρόνων μέχρι το 1998 οπότε ο σύζυγος της ευρισκόμενος στο εξωτερικό καταδικάσθηκε από αλλοδαπό δικαστήριο σε φυλάκιση και εκτίει την ποινή του στο εξωτερικό. Ο γάμος εξακολουθεί να ισχύει, οι δε σχέσεις της αιτήτριας με τον φυλακισμένο σύζυγό της είναι αρμονικές. Η εξ ανάγκης διακοπή της συγκατοίκησης της αιτήτριας με τον Κύπριο σύζυγό της δεν επιφέρει καμιά νομική συνέπεια στα εκ του νόμου δικαιώματά της.
Είναι φανερό ότι τα εκδοθέντα διατάγματα απέλασης έρχονται σε σύγκρουση με τα άρθρα 2(α)(β) και 8(α) του σχετικού Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε). Θεωρώ ότι, στην παρούσα υπόθεση απεδείχη έκδηλη παρανομία και είναι ορθό και δίκαιο όπως εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Δεν θα ασχοληθώ με το δεύτερο θέμα της ανεπανόρθωτης βλάβης αφού έχω ήδη δεχθεί ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία η οποία είναι αρκετή για την επιτυχία της αίτησης.
Η αίτηση γίνεται δεκτή και εκδίδεται προσωρινό διάταγμα ως η αίτηση.
Τα έξοδα της ενδιάμεσης αίτησης επιφυλάσσονται στο τέλος της διαδικασίας της προσφυγής.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/Επσ