ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 670/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με τα άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Χριστάκη Ευθυμίου,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ων η αίτηση.

_________________

22 Οκτωβρίου, 2001.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ' ων η αίτηση: Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισ.

Για το Ε/Μ: Α. Ευσταθίου (κα.).

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 24.3.2000 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγεν εκ νέου μετά από επανεξέταση την 'Αννα Πέτσα (Τορνάρη) στη μόνιμη θέση Επιμελητή (Παιδιατρικής) (Τακτικός Προϋπολογισμός), Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας αναδρομικά από την 15.2.97 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Τα πραγματικά περιστατικά.

Με απόφαση ημερ. 12.11.98 (η ακυρωτική απόφαση) το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) με ημερ. 24.1.97 σ' ότι αφορά την από 15.2.97 προαγωγή της 'Αννας Πέτσα-Τορνάρη (το Ε.Μ.) στη μόνιμη θέση Επιμελητή Παιδιατρικής, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (η επίδικη θέση) (βλ. Χριστάκης Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 435/97/12.11.98).

Ο λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η προαγωγή ήταν η απουσία έγκυρης αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση.

Η Ε.Δ.Υ. άσκησε έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης η οποία απορρίφθηκε (βλ. Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, Α.Ε. 2743/20.7.99).

Μετά την απόρριψη της έφεσης η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

'Ελαβε υπόψη ότι η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε γιατί η γενική εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφηκε σε στήλες, πρακτική που, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 34(10) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων. Αποφάσισε ότι δεν μπορεί, για τους σκοπούς της επανεξέτασης, να λάβει υπόψη της την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της υπό άλλη σύνθεση προφορική εξέταση. Επίσης, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι δεν μπορεί να λάβει υπόψη την τότε σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Υγείας, για το λόγο ότι αυτή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, και στα αποτελέσματα της εν λόγω προφορικής εξέτασης, τα οποία θα αγνοηθούν για τους σκοπούς της επανεξέτασης.

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. κάλεσε ενώπιον της το Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, κ. Κωνσταντίνο Μαλλή. Ο τελευταίος, αφού ενημερώθηκε για τα πιο πάνω και στη διάθεση του τέθηκαν οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όσων υποψηφίων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, για σκοπούς της μεταξύ τους σύγκρισης, προέβη σε σύσταση με βάση τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. Σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση το Ε.Μ. και αποχώρησε από τη συνεδρία.

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

'Ελάβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή. 'Ελαβε, επίσης, υπόψη την πείρα και την εν γένει σταδιοδρομία όλων των υποψηφίων. Με βάση τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, προέβη σε μια συνεκτίμηση των καθιερωμένων κριτηρίων αξιολόγησης. Αφού απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σύσταση που υπέβαλε ο Διευθυντής, υπό το φως και των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, αποφάσισε να υιοθετήσει τη σύστασή του και επέλεξε ως την πιο κατάλληλη για τη θέση την Πέτσα-Τορνάρη 'Αννα (Ε.Μ.), η οποία αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και έχει περίπου τα ίδια προσόντα με τους άλλους υποψηφίους.

Συγκρίνοντας το Ε.Μ. με τον αιτητή, που επίσης είναι δημόσιος υπάλληλος, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι αυτή δεν υστερεί έναντι του όσον αφορά τα προσόντα και την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία, προ του ουσιώδους χρόνου, έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. 'Εχοντας δε υπόψη ότι η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, με ψηλή μισθοδοτική κλίμακα (Α 14), η Επιτροπή δεν απέδωσε βαρύτητα στην πολύ οριακή υπεροχή σε αρχαιότητα του αιτητή, ο οποίος προηγείται με βάση την ημερομηνία γέννησης. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε ότι τόσο το Ε.Μ. όσο και ο αιτητής αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, επιπλέον όμως η Πέτσα-Τορνάρη (Ε.Μ.) έχει υπέρ της και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσθέτει στην αξία της.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η Ε.Δ.Υ. έχει «παραβιάσει αλαζονικά το δεδικασμένο» γιατί κάλεσε το Διευθυντή να προβεί σε νέες συστάσεις.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τη νέα σύσταση έχουν ως εξής:

Κατά την προηγούμενη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ.. Κατά την ακρόαση της προσφυγής 435/97 ο αιτητής υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι «ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας δεν μπορούσε να παραστεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και να προβεί σε συστάσεις ως Προϊστάμενος στην έννοια του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90».

Το Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω θέση. 'Εκρινε ότι υπό τις περιστάσεις ο Γενικός Διευθυντής νόμιμα μπορούσε να προβεί στις συστάσεις δυνάμει του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90. Ο αιτητής δεν πρόσβαλε με αντέφεση την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου.

Κατά την επανεξέταση του θέματος, μετά την ακυρωτική απόφαση, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι δεν «μπορεί να λάβει υπόψη την τότε σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Υγείας, για το λόγο ότι αυτή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, και στα αποτελέσματα της εν λόγω προφορικής εξέτασης τα οποία θα αγνοηθούν για τους σκοπούς της επανεξέτασης».

Για τον πιο πάνω λόγο η Ε.Δ.Υ. κάλεσε ενώπιον της τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ο οποίος με βάση τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ..

Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι εφόσον το κριθέν ζήτημα της σύστασης δεν προσβλήθηκε από τον αιτητή με αντέφεση παρέμεινε ισχυρό δεδικασμένο και δεσμευτικό. Επομένως - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - «δεν ετίθετο θέμα στην επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. να θέλει να εισάξει νέα σύσταση και μάλιστα από νέο τώρα πρόσφατα διορισθέντα Διευθυντή που δεν έχει άποψη, αφού δεν ήταν παρών, για τις τότε συνεντεύξεις». Αυθαίρετα και υπό πλάνη - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - η Ε.Δ.Υ. «εισάγει εξωγενές στοιχείο κρίσης, νέο Διευθυντή και νέα μάλιστα σύσταση».

Η σύσταση του Διευθυντή προβλέπεται από το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90). Αποτελεί νομοθετικό τύπο της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης. Παρατηρώ: Τόσο με την προηγούμενη όσο και με την επίδικη σύσταση ο υποψήφιος που είχε συστηθεί ήταν το Ε.Μ.. Η προηγούμενη σύσταση είχε κριθεί δικαστικά. Η κρίση δεν προσβλήθηκε με αντέφεση και έχει επομένως δημιουργηθεί δεσμευτικό δεδικασμένο υπέρ του Ε.Μ.. Σημειώνω ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα να προσβάλει με αντέφεση τη σχετική πρωτόδικη κρίση ακριβώς γιατί είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο εναντίον του (Βλ. Θεοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2776-2778/20.9.2001).

Από το ενώπιον μου υλικό (βλ. σελ. 6 της απόφασης στην Προσφυγή 435/97) διαπιστώνω ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας είχε προβεί στη σύσταση του υπέρ του Ε.Μ. μετά τη δική του αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Η αξιολόγηση εκείνη κρίθηκε έγκυρη από το Δικαστήριο (βλ. σελ. 10 της απόφασης στην Προσφυγή 435/97). Η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ. η οποία οδήγησε και στην ακύρωση της πρώτης απόφασης έλαβε χώραν μετά τη σύσταση του Διευθυντή. Προκύπτει ότι η ακυρωτική απόφαση δεν είχε θίξει με οποιοδήποτε τρόπο την εγκυρότητα της σύστασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας υπέρ του Ε.Μ.. 'Επεται πως εσφαλμένα κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ότι η προηγούμενη σύσταση δεν ήταν έγκυρη και ότι έπρεπε να κληθεί ο Διευθυντής να προβεί σε νέα σύσταση.

'Οπως έχει ήδη υποδειχθεί η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί νομοθετικό τύπο της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης. Με το να καλέσει - εσφαλμένα - το Διευθυντή να προβεί σε νέα σύσταση η Ε.Δ.Υ. έχει παραβιάσει τον σχετικό νομοθετικό τύπο. Αυτό που πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια είναι κατά πόσο η παράβαση του πιο πάνω τύπου επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.

Στην Λουκάς κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908/ ο Γαβριηλίδης, Δ. έχει προβεί σε επισκόπιση των σχετικών με την παράβαση τύπου αρχών του διοικητικού δικαίου. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ' όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.

'Οπως παρατηρεί ο Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του «Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων» (1970), στη σελίδα 82:-

'Εφ' όσον ούτως ή άλλως η πράξις της διοικήσεως και αν ετηρούντο οι τύποι θα είχε το αυτό περιεχόμενον,

διότι η παράλειψις ουδεμίαν επ' αυτού επίδρασιν έσχε, δεν παρίσταται ως ουσιώδης ο μη τηρηθείς τύπος.'»

 

(Βλ. και Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», 3η έκδοση (1971), στη σελίδα 228, Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Β έκδοση (1994), παραγ. 585 και 586 και Η. Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Τόμος Β , σελ. 380: «Ουσιώδης είναι ο τύπος εφ' όσον η τήρησις αυτού, ενδεχομένως, ασκή επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως, ή η μη τήρησις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφιβόλου περιεχομένου» - Βλ., επίσης, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2271/29.1.99, Lumiere Television Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2032/27.2.98, Ηλιάδης κ.α. ν. Χριστοφή (1993) 3 Α.Α.Δ. 25, Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233).

Στην παρούσα υπόθεση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί και οι δύο συστάσεις ήταν του αυτού περιεχομένου, ήταν υπέρ του Ε.Μ.. Επομένως δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι η δεύτερη σύσταση άσκησε οποιαδήποτε επίδραση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. 'Επεται πως ο μη τηρηθείς τύπος δεν ήταν ουσιώδης και η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση παρά την παράβαση. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται. Πρέπει ωστόσο να διευκρινισθεί ότι η εισαγωγή νέας σύστασης ουδόλως αποτελεί «αλαζονική παραβίαση του δεδικασμένου» όπως ήταν η εισήγηση του κ. Αγγελίδη. Η Ε.Δ.Υ. έχει απλώς προβεί σε λανθασμένη ερμηνεία της ακυρωτικής απόφασης. Πρόσθετα η επίδικη ενέργεια της Ε.Δ.Υ. δυνατό να ευνοούσε τον αιτητή γιατί ήταν άγνωστο ποιά θα ήταν η σύσταση του Διευθυντή.

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η Ε.Δ.Υ. «παρασιώπησε εντελώς και δεν ανέφερε καθόλου την αξία που προκύπτει και από την ευρύτατη πείρα του αιτητή». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, ο αιτητής υπερέχει κατά 7 χρόνια σε πείρα του Ε.Μ. στην Παιδιατρική. Ο αιτητής - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - ξεκίνησε να εργάζεται σε αμιγώς παιδιατρικά καθήκοντα από το 1979 ενώ το Ε.Μ. από το 1986 όταν μετατέθηκε στη Λάρνακα. Το Ε.Μ. εκτελούσε χρέη Γενικής Ιατρικής στην Πάφο από το 1982-1986 ενώ λανθασμένα υπό πλάνη αναφέρεται και στα έγγραφα ότι υπηρέτησε στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο Πάφου. Ενώ - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - υπάρχει υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και πείρα κατά Νόμο, που έπρεπε να τους δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα αφού είναι ισάξιοι με ισοδύναμα προσόντα με το Ε.Μ. η Ε.Δ.Υ. επιλέγει άλλο απλώς επικαλούμενη δική της κρίση.

Από τους φακέλους των δύο υποψηφίων που έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια προκύπτει ότι και οι δύο έχουν διορισθεί στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης από την 8.11.1985. Επομένως η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι η αρχαιότητα του αιτητή ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης του υποστηρίζεται πλήρως από το ενώπιον μου υλικό.

Η προηγούμενη ενασχόληση των δύο υποψηφίων καταγράφεται στην αίτηση τους για διορισμό τους στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης τάξης και έχει ως εξής:

«Αιτητής:

Ιατρικός Λειτουργός Β τάξης (GP) 1.2.1978 1.4.1979

Ιατρικός Λειτουργός Α τάξης 1.4.1979 1.8.1979

Παιδιάτρος Νοσ. Λευκωσίας,

Εξάσκηση σε θέματα Μεσογειακής

Αναιμίας

Ιατρικός Λειτουργός Α τάξης 1.8.79 Δεκέμβρης

Παιδιάτρος Νοσ. Πάφου £633 1985»

«Ε.Μ.:

Γ. Παθολογική Κλινική Νοεμβ. 1976 Μάιος 1978

Γεν. Κρατ. Αθηνών

Νοσοκ. «Αλεξάνδρα» Οκτ. 1978 Απριλ. 1979

Τμήμα Νεογέννητων

Α Παιδιατρική Κλινική Ιουν. 1979 Ιουλ. 1981

Νοσοκ. Παίδων Αθηνών

Νοσοκομείο Πάφου Απριλ. 1982»

'Εχει νομολογηθεί ότι ο όρος πείρα εμπεριέχει την έννοια γνώσεων που αποκτά ένας μέσα από την ενασχόληση υπό ορισμένη ιδιότητα (Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61). Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δοσμένο τομέα εργασίας και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι και πιο σημαντικοί δείκτες πείρας (Βλ. Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 79, Ιωάννου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2063/15.9.98 και Παντζιαρής ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 744/98/26.5.99 - Βλ. και Γεωργίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2405/30.9.99).

'Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα πρέπει να είχε αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα (Βλ. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1861/16.2.98, Ακκελίδου ν. Μιχαήλ κ.α., Α.Ε. 2458-2459/16.5.2000).

Στην παρούσα υπόθεση η ισχυριζόμενη πείρα του αιτητή δεν έχει αποκτηθεί λόγω υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη - της επίδικης - θέση. Δεν είναι, επομένως, αποφασιστικής βαρύτητας. Πρόσθετα στους υπηρεσιακούς φακέλους που έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου δεν υπάρχει οποιαδήποτε αξιολόγηση της εργασίας της προ του 1985 υπηρεσίας του αιτητή. Επομένως τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι άγνωστα. Εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία τα αποτελέσματα της εργασίας αποτελούν σημαντικό δείκτη της πείρας και εφόσον τα αποτελέσματα αυτά είναι άγνωστα δεν υπήρχαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. - και του δικαστηρίου - τα στοιχεία εκείνα τα οποία είναι απαραίτητα για αξιολόγηση της πείρας του αιτητή. Τονίζεται ότι το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής. 'Επεται πως ο αιτητής δεν μπορεί να οικοδομήσει υπεροχή πάνω στο στοιχείο της πείρας.

Για να πετύχει στην προσφυγή του ο αιτητής έπρεπε να είχε αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. (Georgiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85). Tο βάρος απόδειξης της έκδηλης υπεροχής το φέρει ο αιτητής (Αλεξάνδρου ν. Κ.Ο.Τ. (1980) 3 Α.Α.Δ. 360). 'Οπως έχει νομολογηθεί η φράση "έκδηλη υπεροχή" σημαίνει την υπεροχή ενός μέρους. Για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός η υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. HadjiSavva, πιο πάνω, σελ. 78 και Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134/25.9.98).

Η υπεροχή τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522/30.5.89, Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Α.Ε. 2146/4.9.98, Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 734 και Γρηγορίου, πιο πάνω).

Η Ε.Δ.Υ. είχε να επιλέξει μεταξύ δύο εξαίρετων υποψηφίων με ισοδύναμα προσόντα. Το μεν Ε.Μ. είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή ο δε αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα με αναφορά στην ημερομηνία γέννησης. Πρόκειται για ψηλόβαθμη θέση και η αρχαιότητα γενικά δεν είναι ουσιαστικής σημασίας (Βλ. Πούρος ν. Χ'' Στεφάνου κ.α., Α.Ε. 2847, 2857, 2858/30.4.2001). Εδώ επρόκειτο για αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης. Πρόσθετα η αρχαιότητα προσλαμβάνει σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.α., Α.Ε. 2536 και 2542/26.11.98). Στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν ίσοι γιατί το Ε.Μ. είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.

'Εχοντας υπόψη τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας σε σχέση με την αρχαιότητα και τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων κρίνω ότι ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή.

Στην απουσία έκδηλης υπεροχής η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου αποτελεί ευθύνη της Ε.Δ.Υ.. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι η ληφθείσα απόφαση δεν ήταν λογικά εφικτή (Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου, Α.Ε. 2294/30.9.97). Με βάση το ενώπιον μου υλικό κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν λογικά εφικτή και επομένως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Ο αιτητής να πληρώσει τα έξοδα των καθ' ων η αίτηση και του Ε.Μ. όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο