ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 412/2000

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 28 του Συντάγματος.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Μιχάλης Τορναρίτης,

Αιτητή ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - -

HMEΡΟΜΗΝΙΑ: 10.10.01

Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Λοϊζίδου

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") η οποία κοινοποιήθηκε σ΄αυτόν με επιστολή ημερομηνίας 14.4.2000 και με την οποίαν απορρίφθηκε εκ νέου το αίτημά του για αναγνώριση της υπηρεσίας του από το Σεπτέμβριο του 1995 μέχρι το Φεβρουάριο του 2000 ως επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος "Υγεία του Παιδιού" και της υπηρεσίας του από το Σεπτέμβριο 1982 ως τον Αύγουστο 1989 στο Michigan State University των Η.Π.Α., για σκοπούς προϋπηρεσίας. Η προσφυγή περιέχει σαν δεύτερο σκέλος θεραπείας, αίτημα για την εξασφάλιση δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία θα διατάσσεται η καθ΄ης η αίτηση να πράξει ότι αδικαιολόγητα παρέλειψε.

Ο αιτητής είναι καθηγητής χημείας και διορίστηκε πάνω σε έκτακτη βάση τον Αύγουστο του 1999. Με επιστολή του ημερομηνίας 30.8.1999 προς την Επιτροπή, ζήτησε να του αναγνωρισθεί για σκοπούς προϋπηρεσίας, η υπηρεσία του από το έτος 1982 και μεταγενέστερα, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες βεβαιώσεις. Το αίτημά του αφορούσε υπηρεσία του στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Michigan, στο κολλέγιο Frederick Institute of Technology και συμμετοχή του ως επιστημονικού υπεύθυνου του προγράμματος "Υγεία του Παιδιού". Η Επιτροπή φαίνεται να επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία της κατά την οποία αποφάσισε να αναγνωρίσει την υπηρεσία του αιτητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πληροφορώντας τον παράλληλα με επιστολή της προς αυτόν ημερομηνίας 26.10.99 ότι για διάφορους λόγους οι οποίοι ρητά αναφέρονταν, (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Β και Γ στην Ένσταση) η υπηρεσία του στο κολλέγιο Frederick, όπως και αυτή στο Πανεπιστήμιο Michigan, καθώς και η ενασχόληση του με το πρόγραμμα "Υγεία του Παιδιού" δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί. Ο αιτητής επανήλθε, υποβάλλοντας με επιστολή του ημερομηνίας 10.12.1999, "διευκρινιστικά", όπως το χαρακτήρισε, στοιχεία και πιστοποιητικά ζητώντας βασικά την εκ μέρους της Επιτροπής επανεξέταση του θέματος της υπηρεσίας του στο Πανεπιστήμιο του Michigan και της συμμετοχής του στο πρόγραμμα "Υγεία του Παιδιού". Το θέμα απασχόλησε εκ νέου την Επιτροπή στη συνεδρίασή της, της 7.2.2000, όπου αποφασίστηκε ότι, παρά την εκ μέρους του αιτητή υποβολή επιπρόσθετων εγγράφων, το αίτημα του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί για τους λόγους που είχαν καταγραφεί στα πρακτικά της συνεδρίασης και οι οποίοι επαναλαμβάνονταν στην επιστολή με την οποία πληροφορήθηκε τη σχετική απόφαση της Επιτροπής ο αιτητής. Η τελευταία αυτή επιστολή, ημερομηνίας 14.2.2000 αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Ως εκ τούτου θα ήταν χρήσιμη η παράθεση του περιεχομένου της αυτούσιου:

"Αναφέρομαι στα επιπρόσθετα στοιχεία που προσκομίσατε στο Γραφείο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 13.12.99 σχετικά με το θέμα αναγνώρισης της υπηρεσίας σας ως επιστημονικού υπεύθυνου του προγράμματος "Υγεία του Παιδιού" και, συνέχεια της προς εσάς επιστολής μας με τον ίδιο πιο πάνω αριθμό και ημερ. 26.10.99, σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

2. Η υπηρεσία σας από το Σεπτέμβριο 1995 μέχρι σήμερα ως επιστημονικού υπεύθυνου του προγράμματος "Υγεία του Παιδιού" δεν μπορεί να αναγνωριστεί για τους πιο κάτω λόγους:

(i) To Eκπαιδευτικό και Ερευνητικό Πρόγραμμα Υγεία του Παιδιού Λτδ", το οποίο είναι εγγεγραμμένο σύμφωνα με τον Περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.13 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φιλανθρωπικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις των Περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών - Κ.Δ.Π. 382/97 γιατί δεν είναι εγγεγραμμένο ως φιλανθρωπικό ίδρυμα ούτε έχει ως κύριο έργο του την παροχή ειδικής εκπαίδευσης.

(ii) Η πιο πάνω εταιρεία δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως Κρατικό Ερευνητικό Κέντρο σύμφωνα με τους πιο πάνω αναφερόμενους κανονισμούς γιατί δεν διαθέτει προγράμματα ερευνητικού ή/και εκπαιδευτικού περιεχομένου που να παρέχουν διδασκαλία ή/και καθοδήγηση πτυχιακών ή μεταπτυχιακών φοιτητών στους τομείς αυτούς.

3. Η υπηρεσία σας από το Σεπτέμβριο 1982 εως τον Αύγουστο 1989 στο Michigan State University U.S.A. δεν μπορεί να αναγνωριστεί για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στην προς εσάς επιστολή μας ημερ. 26.10.99 και επιπρόσθετα επειδή το έργο που επιτελέσατε στο Πανεπιστήμιο αυτό ως εργαστηριακός βοηθός δεν θεωρείται αυτόνομο διδακτικό έργο."

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 35Β(4) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 10/69 (όπως τροποποιήθηκε) και των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 382/97). Εισηγείται ότι η Επιτροπή κατέληξε στην επίδικη απόφασή της ενεργώντας υπό το καθεστώς πλάνης και αναιτιολόγητα παρέκαμψε τα προβλεπόμενα στις πιο πάνω διατάξεις αποφασίζοντας να μην αναγνωρίσει ως προϋπηρεσία την υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο του Michigan και τη συμμετοχή του στο "Ίδρυμα" όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει, "Υγεία του Παιδιού".

Παραβιάστηκε κατά τον αιτητή στην προκείμενη περίπτωση η καθιερωμένη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος), η οποία επέβαλλε, όπως ισχυρίζεται, στην Επιτροπή να ενεργήσει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς.

Το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης αμφισβητείται και από τη σκοπιά της έλλειψης δέουσας έρευνας και απουσίας αιτιολογίας. Παρέλειψε, κατά τον αιτητή, η Επιτροπή να προβεί στις ενέργειες εκείνες που θα της επέτρεπαν να αξιολογήσει τα στοιχεία που είχε ενώπιον της ούτως ώστε να καταλήξει σε εύλογα επιτρεπτά συμπεράσματα ως προς την ακριβή φύση της εργασίας που επιτελούσε ο αιτητής στο Πανεπιστήμιο του Michigan. Επιπλέον, δεν αιτιολόγησε δεόντως τη δυσμενή για τον αιτητή απόφασή της.

Η καθ΄ης η αίτηση απορρίπτει τις πιο πάνω εισηγήσεις και προβάλλει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι η απόφαση που προσβάλλεται είναι βεβαιωτική προγενέστερης, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του αιτητή. Υποδεικνύεται ως εκτελεστή η απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 26.10.99, την οποίαν παρέλειψε να προσβάλει ο αιτητής. Εφόσον, κατά την άποψη της καθ΄ης η αίτηση, δεν προσκομίστηκαν νέα στοιχεία, η προσφυγή απαράδεκτα προσβάλλει την απόφαση της 14.2.2000 η οποία είναι βεβαιωτική της απορριπτικής απόφασης που προαναφέρθηκε.

Προβάλλεται περαιτέρω ο ισχυρισμός εκ μέρους της καθ΄ης η αίτηση ότι, εν πάση περιπτώσει, η εργασία του αιτητή στο πανεπιστήμιο του Michigan δεν αποτελούσε διδακτική υπηρεσία αλλά ερευνητικό έργο στα πλαίσια της μεταπτυχιακής του φοίτησης. Απορρίπτεται παράλληλα ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση του αιτητή ενώ σε ότι αφορά το θέμα της αιτιολογίας η καθ΄ης η αίτηση παραπέμπει στα σχετικά παραρτήματα, στα οποία παρέχεται κατά την άποψη της, πλήρης αιτιολογία.

Το θέμα της εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης της Επιτροπής αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης και συνακόλουθα το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την αληθινή φύση της απόφασης που προσβλήθηκε αυτεπάγγελτα, προς το σκοπό της διαπίστωσης του παραδεκτού της προσφυγής. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακολουθώντας τα βήματα της Ελληνικής νομολογίας, έχει προσδιορίσει σε σωρεία υποθέσεων την έννοια της "εκτελεστής" διοικητικής απόφασης και την διάκριση μεταξύ εκτελεστών και βεβαιωτικών αποφάσεων. Στην Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπω Γρηγορίου, (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, η Ολομέλεια εξετάζοντας θέμα εκτελεστότητας της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, ανέτρεψε την πρωτόδικη κατάληξη επισημαίνοντας τα ακόλουθα (σελ. 197-198):

"Εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεσή της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις. (Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως είναι ότι με τη δήλωση βουλήσεως που περιέχει, καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη), είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη). (βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ.170).

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 240, οι βεβαιωτικές πράξεις, δηλαδή οι πράξεις που έχουν το αυτό περιεχόμενο "προς προεκδοθείσαν εκτελεστήν, επιβεβαιούσαι ταύτην", ανεξαρτήτως του αν εκδίδονται αυταπάγγελτα ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου "απαραδέκτως προσβάλλονται" με αίτηση ακυρώσεως επειδή στερούνται εκτελεστού χαρακτήρος. Έτσι είναι βεβαιωτική η πράξη η οποία συνιστά απλή επανάληψη προγενέστερης ή στηρίζεται πάνω στην ίδια πραγματική και νομική βάση. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοικήσεως εις προηγούμενη πράξη "έστω και μη επαναλαμβάνουσα το περιεχόμενο ταύτης", αποτελεί επίσης βεβαιωτική πράξη, "ως λ.χ. η εμμονή εις προγενεστέραν άρνησιν".

Η ανάλυση του Ηλία Κυριακόπουλου στο σύγγραμμά του Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 96, ακολουθεί τις ίδιες γραμμές για να προσθέσει:

"Αι βεβαιωτικαί πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρος, διότι εξεδόθησαν άνευ νέας, μετά την έκδοσιν της αρχικής πράξεως, πραγματικής ερεύνης και δεν παράγουσι διά τούτο νέα έννομα αποτελέσματα. Νεωτέρα διοικητική πραξις, ίνα είναι βεβαιωτική προγενεστέρας, απαιτείται: Ταυτότης της τε εκδούσης εκατέραν των πράξεων αρχής και του προσώπου ή των προσώπων, προς α απευθύνονται αύται. επίσης δε, ταυτότης της πραγματικής αιτιολογίας αμφοτέρων των πράξεων και ταυτότης διατακτικού."

Στην παρούσα υπόθεση το αίτημα του αιτητή για την αναγνώριση προϋπηρεσίας στο πανεπιστήμιο του Michigan και στο πρόγραμμα "Υγεία του Παιδιού" είχε εξετασθεί και απορριφθεί από την Επιτροπή με την επιστολή της 26.10.99. Αυτή είχε το εξής περιεχόμενο:

"Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 30.8.99 με την οποία ζητείτε να αναγνωριστεί η προϋπηρεσία σας από το 1982 μέχρι σήμερα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα.

2. Σύμφωνα με τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 Κ.Δ.Π. 382/97, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αποφάσισε τα ακόλουθα:

α. Η υπηρεσία σας από 15.2.90 - 30.8.95 (5 χρόνια - 6 μήνες και 14 μέρες στο Πανεπιστήμιο Κρήτης αναγνωρίζεται.

β. Η υπηρεσία σας στο Frederick Institute of Technology από τον Οκτώβριο 1989 μέχρι τον Ιανουάριο 1990 δεν μπορεί να αναγνωριστεί γιατί το Κολλέγιο αυτό δεν ήταν εγγεγραμμένο στο Μητρώο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η εγγραφή του έγινε 15.10.1991.

γ. Η υπηρεσία σας από το Σεπτέμβριο 1982 έως τον Αύγουστο 1989 στο Michigan State University U.S.A. δεν μπορεί να αναγνωριστεί γιατί κατά την εν λόγω περίοδο παρακολουθούσατε μεταπτυχιακά μαθήματα και η υπηρεσία την οποία επικαλείσθε ήταν προσφορά έργου έναντι υποτροφίας (teaching assistanship) την οποία σας πρόσφερε το Πανεπιστήμιο.

δ. Η υπηρεσία σας από το Σεπτέμβριο 1995 μέχρι σήμερα ως επιστημονικού υπεύθυνου του προγράμματος "Υγεία του Παιδιού" δεν μπορεί να αναγνωριστεί γιατί η ενασχόληση σας με το πρόγραμμα αυτό δεν συνιστά διδακτικό έργο ούτε και απασχόληση σε ερευνητικό έργο όπως προνοούν οι Κανονισμοί."

Η πιο πάνω απόφαση ήταν καθοριστική για τα δικαίωματά του. Πληροφορείτο ο αιτητής ότι δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί η υπηρεσία του στο πανεπιστήμιο του Michigan και στο πρόγραμμα "Υγεία του Παιδιού". Δίνονται επίσης με σαφήνεια οι λόγοι της απορριπτικής απόφασης. Αυτή την απόφαση, φαίνεται να αποδέκτηκε ο αιτητής, αφού λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου της παρέλειψε να την προσβάλει με προσφυγή. Επανήλθε βέβαια στη συνέχεια, ζητώντας επανεξέταση του αιτήματος, με την επιστολή του της 10.12.99 υποβάλλοντας πρόσθετα πιστοποιητικά. (Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ στην ένσταση). Όπως ορθά εισηγήθηκε η δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση στην γραπτή αγόρευσή της τα έγγραφα που προσήχθησαν ενώπιον της Επιτροπής, δεν αφορούσαν οποιοδήποτε νέο στοιχείο το οποίο θα οδηγούσε σε νέα έρευνα. Επρόκειτο βασικά για βεβαίωση Διοικητικού λειτουργού του πανεπιστημίου του Michigan ότι ο αιτητής φοιτούσε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο τμήμα Χημείας έχοντας παράλληλα καθήκοντα εργαστηριακού βοηθού. Αυτά τα πραγματικά γεγονότα βρίσκονταν ήδη σε γνώση της Επιτροπής κατά τη λήψη της απόφασης που προαναφέρθηκε και δεν είχε τότε εμπρόθεσμα προβληθεί. Σε ότι αφορούσε το πρόγραμμα "Υγεία του Παιδιού" τα νέα στοιχεία που υποβλήθηκαν αφορούσαν σε χορηγεία του Υπουργείου Παιδείας και ένα πιστοποιητικό σύστασης της εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ & ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ". Ούτε και στην περίπτωση αυτή, μπορούσαν τα έγγραφα που προσκομίστηκαν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα και λήψη νέας επί του θέματος αυτοτελούς εκτελεστής απόφασης εφόσον είχε ήδη γνωστοποιηθεί στον αιτητή με την απόφαση της 26.10.99 ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε η ενασχόλησή του με το πιο πάνω πρόγραμμα να θεωρηθεί ως διδακτικό έργο και συνακόλουθα να αναγνωρισθεί ως προϋπηρεσίας. Η απορριπτική απάντηση της Επιτροπής επιβεβαιώνεται στην μεταγενέστερη επιστολή της, της 14.2.2000. Είναι νομολογιακά και θεωρητικά αποδεκτό ότι διοικητική απόφαση η οποία επιβεβαιώνει άλλη απόφαση προγενέστερη, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει το στοιχείο της εκτελεστότητας εαν εκδόθηκε μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης.

Σύμφωνα με τις νομικές αυθεντίες που διέπουν το ζήτημα, νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπω Γρηγορίου (βλ. ανωτέρω, σελ. 199):

"Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν πριν την έκδοση της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνει χώραν εξέταση στοιχείων κρίσεως "νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται διά πρώτην φοράν προσθέτως υπόψιν". (Βλ. Στασινόπουλος, πιο πάνω, σελ. 176, Βαρνάβα ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 566, Κέλπης ν. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 196 και Πιερής ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1054)."

Είναι φανερό από τα όσα προαναφέρθηκαν ότι στην προκείμενη περίπτωση τα πρόσθετα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε νέα έρευνα του αιτήματος, αφού ούτε άγνωστα ήταν ούτε θα λαμβάνονταν για πρώτη φορά υπόψη από την Επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση, θα δινόταν στον αιτητή, ο οποίος είχε προφανώς παραλείψει να προσβάλει την προγενέστερη εκτελεστή απόφαση της 26.10.99, η ευκαιρία καταστρατήγησης της προθεσμίας των 75 ημερών που καθορίζει το Σύνταγμα για την προσβολή μιας εκτελεστής διοικητικής απόφασης.

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων καταλήγω ότι η νεώτερη απόφαση της Επιτροπής (ημερ. 14.2.2000) έχει όλα τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης. Κατά την επανεξέταση του θέματος είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν ενώπιον της Επιτροπής νέα, ανεξάρτητα και ουσιαστικά στοιχεία, ή στοιχεία τα οποία ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Τα όσα επιπρόσθετα υποβλήθηκαν από τον αιτητή, ήταν δεδομένα και εξαρχής γνωστά σε αυτήν. Ως εκ τούτου η νεώτερη απόφαση δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορούσε να προσβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο