ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 708/1999

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Γεώργιου Παπαναστασίου, από τη Λευκωσία

&# 9;Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10 Σεπτεμβρίου, 2001.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: Τζ. Καρακάννα (κα).

Για το ενδιαφερόμενο μέρος 6: Α. Κωνσταντίνου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή αυτή ζητείται από τον αιτητή η ακόλουθη θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στις 19.3.99 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγε τους 1. Κλεάνθη Κυπρή, 2. Κατίνα Αντωνίου, 3. Μαρία Α. Αγαθαγγέλου, 4. Όλγα Φ. Μιχαηλίδου, 5. Μαίρη Λαμπριανίδου, 6. Δήμο Π. Πετρόπουλο, 7. Μιχαήλ Τ. Μιχαήλ, 8. Ελένη Π. Κοκκίνου και 9. Ορθοδοξία Κ. Μακρίδου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) από την 15.2.99 αντί και/ή στη θέση του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.".

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 19.1.99 ζήτησε την πλήρωση επτά μονίμων θέσεων Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού.

Επειδή, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, η θέση είναι θέση προαγωγής, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στη συνεδρία της στις 26.1.99 απεφάσισε να επιληφθεί του θέματος σε μεταγενέστερη συνεδρία στην οποία να παραστεί ο Διευθυντής Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.

Στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 10.2.99 ο Διευθυντής σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη για προαγωγή και αποχώρησε. Ακολούθως η ΕΔΥ αφού προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών.

Ο αιτητής, ο οποίος ήταν υποψήφιος για μια από τις επίδικες θέσεις καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με το αιτητικό όπως αναφέρεται πιο πάνω.

Επισημαίνω ότι ο αιτητής απέσυρε την προσφυγή του εναντίον τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών, με αριθμούς 3, 5, 8 και 9.

Ο αιτητής, με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, προβάλλει δύο λόγους ακυρότητας. Πρώτα και κύρια προσβάλλεται ως αναιτιολόγητη η σύσταση του Διευθυντή και δεύτερο ότι η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ είναι επίσης αναιτιολόγητη γιατί δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα.

Η σύσταση του Διευθυντή καταλαμβάνει περίπου επτά δακτυλογραφημένες σελίδες. Αναφέρω πιο κάτω αποσπάσματα από τη σύσταση:-

"Κατά τον ουσιώδη χρόνο (21.1.99) οι προάξιμοι υποψήφιοι που φαίνονται στο σχετικό κατάλογο, πλην της υποψήφιας Μπίσσα Παναγιώτας (Α/Α 8), για την οποία θα κάμω σχετική αναφορά αργότερα, κατείχαν όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Ειδικά για το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης των κανονισμών και διαδικασιών λειτουργίας αρχείου και διεκπεραίωσης της γραφειακής εργασίας αναφέρω ότι, με βάση τις πληροφορίες που έχω συγκεντρώσει από τους οικείους προϊσταμένους και τη μελέτη των φακέλων όλων των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι, πλην της Μπίσσα Παναγιώτας (Α/Α 8), διαθέτουν πολύχρονη πείρα σε θέματα αρχείου, έχω ικανοποιηθεί ότι όλοι οι υποψήφιοι, πλην της Μπίσσα, πληρούν την εν λόγω πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Έχω μελετήσει και αξιολογήσει το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων, όπως αυτά φαίνονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους και στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Όσον αφορά τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις, σημειώνω ότι έλαβα υπόψη τη γενική εικόνα των υποψηφίων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.

Έχω, επίσης, συλλέξει πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων ως προς τις προσωπικές ιδιότητές τους, τις εμπειρίες και ικανότητες που διαθέτουν και την εν γένει προσφορά τους και έχω προβεί σε μια γενική συνεκτίμηση όλων των στοιχείων για την εξασφάλιση ενιαίου μέτρου κρίσης και σύγκρισης, δεδομένου ότι τα μέλη του Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού είναι διασκορπισμένα σε πολλές Υπηρεσίες και αξιολογούνται από διάφορους προϊσταμένους. Σχετικά σημειώνω ότι οι πληφορορίες και τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην υπό αναφορά περίπτωση, ενόψει της πληθώρας των ομάδων αξιολόγησης, έχω διαπιστώσει δε ότι ο βαθμός αυστηρότητας στη βαθμολογία των στοιχείων αξιολόγησης διαφέρει ανάμεσα στις ομάδες αξιολόγησης που λειτουργούν στα διάφορα τμήματα της δημόσιας υπηρεσίας, πράγμα που δυνατόν να μη διασφαλίζει απόλυτα την ύπαρξη ενιαίου μέτρου κρίσης.

Επειδή η αξία των υποψηφίων, όπως την αντικατοπτρίζουν οι Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αναφέρεται στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης Γραμματειακού Λειτουργού, που κατέχουν σήμερα, καθώς και της προηγούμενης θέσης Γραφέα, έλαβα υπόψη μου τις δυνατότητές τους να αναλάβουν ψηλότερου επιπέδου ευθύνες και να εκτελέσουν με επάρκεια τα καθήκοντα της θέσης Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού. Αναφέρω σχετικά ότι σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας από τους κατόχους της θέσης αυτής απαιτείται να αναλαμβάνουν ευθύνη για την οργάνωση, συντονισμό, διεύθυνση, εποπτεία και αποτελεσματική λειτουργία των γραμματειακών υπηρεσιών, κυρίως, σε Υπουργεία ή μεγάλα Τμήματα/Υπηρεσίες/Γραφεία, καθώς επίσης και την εκτέλεση άλλων διοικητικών καθηκόντων.

Συνεκτιμώντας τα στοιχεία και σταθμίζοντας τους παράγοντες που ανέφερα προηγουμένως, συστήνω τους υποψηφίους που ακολουθούν ως τους καταλληλότερους: Αντωνίου Κατίνα (Α/Α 15), Μιχαηλίδου Όλγα (Α/Α 16), Αγαθαγγέλου Μαρία (Α/Α 17), Κυπρή Κλεάνθη (Α/Α 18), Λαμπριανίδου Μαίρη (Α/Α 20), Μιχαήλ Μιχαήλ (Α/Α 21) και Πετρόπουλο Δήμο (Α/Α 22).

.............................. .................................................. .............................

.............................. .................................................. .............................

Είναι σε γνώση μου ότι οι υποψήφιοι Παπαναστασίου Γεώργιος (Α/Α 3) και Μπίσσα Παναγιώτα (Α/Α 8), που δε συστήνω, έχουν υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι των υποψηφίων που συστήνω και η Ευριπίδου Μαρία (Α/Α 19), που επίσης δε συστήνω, έχει υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι μερικών εκ των υποψηφίων που συστήνω.

.............................. .................................................. .............................

.............................. .................................................. .............................

Ο Παπαναστασίου (Α/Α 3), όμως, υστερεί σε αξία των συστηνομένων τόσο στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις όσο και μετά από σύγκριση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και των πληροφοριών και εκτιμήσεων από τους οικείους προϊσταμένους. Δεν μου διαφεύγει ότι ο εν λόγω μη συστηνόμενος υποψήφιος έχει σημειώσει βελτίωση τα τελευταία χρόνια, η οποία αντικατοπτρίζεται στη βαθμολογία του. Παρά ταύτα, μετά από συγκριτική στάθμιση τόσο της βαθμολογίας των Εμπιστευτικών/Υπηρεσιακών Εκθέσεων όσο και των πληροφοριών και εκτιμήσεων των οικείων προϊσταμένων, τις οποίες σε μια συνεκτίμηση όλων των δεδομένων υιοθετώ, κρίνω ότι ο Παπαναστασίου υστερεί έναντι των συστηνομένων σε ενεργητικότητα, θετικότητα και συνολική παραγωγή ουσιαστικού έργου.".

Είναι ο βασικός ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι από τις πιο πάνω περικοπές από τη σύσταση του Διευθυντή εξάγεται το συμπέρασμα ότι ρητά δεν αποδέχεται τις υπηρεσιακές εκθέσεις και ότι επιζητά, μέσω των πληροφοριών που έλαβε από τους κατά τόπο προϊσταμένους των υποψηφίων, δικό του ενιαίο μέτρο κρίσης, έξω από τα καθιερωμένα και με προσπάθεια ανάπλασης και αναδιαμόρφωσης στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων.

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση της αιτήτριας. Ο Διευθυντής ρητά αναφέρει ότι μελέτησε τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων τις οποίες λαμβάνει πλήρως υπόψη του. Αναφερόμενος στο ενιαίο μέτρο κρίσης ο Διευθυντής δεν εννοεί τις υπηρεσιακές εκθέσεις αλλά τις πληροφορίες και διαπιστώσεις που έλαβε από τους πολλούς προϊσταμένους των διαφόρων τμημάτων. Γι΄ αυτές τις πληροφορίες από τους προϊσταμένοους αναφέρεται στο ενιαίο μέτρο κρίσης και όχι για να αναπλάσει ή να αναδιαμορφώσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Είναι εξάλλου, βασική αρχή της νομολογίας ότι η σύσταση πάσχει όταν εκφεύγει ή δεν συμφωνεί με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, χωρίς να δίδεται αιτιολογία. (Βλέπε: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λάζαρου Σαββίδη (1995) 3 ΑΑΔ 69).

Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται επίσης ότι πάσχει η σύσταση γιατί ο Διευθυντής δεν κατονομάζει τους προϊσταμένους ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο των πληροφοριών που έλαβε από αυτούς.

Ούτε η θέση αυτή είναι ορθή. Ο Διευθυντής δεν έχει υποχρέωση να κατονομάσει τους προϊσταμένους ούτε να αποκαλύψει το περιεχόμενο των πληροφοριών του γιατί δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν δικαστικά. (Βλέπε: Πέτρος Μεστάνας ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2582, ημερ. 15.3.2001, Κώστας Θεοδώρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1305/99, ημερ. 15.3.2001 και Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερ. 12.7.90).

Τέθηκε, περαιτέρω, από το δικηγόρο του αιτητή, ότι ο Διευθυντής προσήλθε στη συνεδρία για να προβεί στη σύσταση με διαμορφωμένη γνώμη προτού του δοθούν οι φάκελοι και προτού μάθει από την ΕΔΥ ποιοί κρίθηκαν ότι είναι προσοντούχοι.

Δεν θα συμφωνούσα με την πιο πάνω εισήγηση. Το θέμα τέθηκε επανειλημμένα ενώπιον του Δικαστηρίου και έχει ήδη απαντηθεί. Ο Διευθυντής γνώριζε εκ των προτέρων τον κατάλογο των υποψηφίων και μπορούσε να διαβουλευθεί με τους προϊσταμένους των υποψηφίων. Οι φάκελοι ήσαν επίσης στη διάθεσή του. Δεν μπορεί να ευσταθήσει χωρίς πραγματική βάση, η θεωρία ότι η μελέτη των φακέλων ήταν πρόχειρη και στιγμιαία. Λειτουργεί, στην περίπτωση αυτή, το τεκμήριο της κανονικότητας της σχετικής πράξης, το οποίο δεν έχει ανατραπεί. Τεκμαίρεται, επομένως, ότι ο Διευθυντής έχει εξετάσει δεόντως τους φακέλους (Βλέπε: Kousoulides v. Republic (1967) 3 CLR 438 και Kolokotronis v. Republic (1980) 3 CLR 419).

Kύριος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η σύσταση δεν είναι αιτιολογημένη, όπως ο νόμος επιτάσσει. Ισχυρίζεται ότι η σύσταση έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων και ότι ο Διευθυντής, με το πρόσχημα των πληροφοριών που πήρε από τους προϊσταμένους των υποψηφίων, προέβη σε ανάπλαση των ατομικών εκθέσεων των υποψηφίων και ως εκ τούτου η σύσταση είναι αυθαίρετη.

Έχω εξετάσει με προσοχή και συνέκρινα τις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων τόσο του αιτητή όσο και των ενδιαφερομένων μερών. Από την έρευνα προκύπτει σαφώς ότι ο αιτητής υστερεί σε αξία των ενδιαφερομένων μερών. Συγκεκριμένα ο αιτητής έχει 25 εξαίρετα, 14 πολύ ικανοποιητικά και 1 ικανοποιητικά. Ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 2, 3 και 7 έχουν σε όλα τα στοιχεία (για τα 5 χρόνια) εξαίρετα (40 εξαίρετα) και τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 1 και 6 έχουν 38 εξαίρετα και 2 πολύ ικανοποητικά και 37 εξαίρετα και 3 πολύ ικανοποιητικά αντίστοιχα. Κατά συνέπεια τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν σαφώς καλύτερο δείκτη υπηρεσιακής αξίας ο οποίος τους παρείχε, εξ αντικειμένου, υπέρτερες διεκδικήσεις για προαγωγή. Θεωρώ, επομένως, ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Προκύπτει από τη σύσταση ότι ο Διευθυντής πέραν των πιο πάνω δεδομένων που προκύπτουν από τις υπηρεσιακές εκθέσεις έλαβε υπόψη πέραν των προσωπικών γνώσεων του για τους υποψηφίους και τις πληροφορίες που έλαβε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων, για να διαμορφώσει την τελική του κρίση. Αυτό εξάγεται από τη συνολική εικόνα της σύστασης και την αναφορά του σε κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο Διευθυντής αναφέρει ότι έλαβε υπόψη την αρχαιότητα του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών η οποία όμως δε θεωρήθηκε ικανή για να ανατρέψει την υπεροχή σε αξία που είχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Είναι νομολογημένο ότι η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο αλλά συσταθμίζεται με την αξία και τα προσόντα. Υπερισχύει μόνο αν τα άλλα κριτήρια είναι ίσα. (Βλέπε: Κουμή Λουκά ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. αρ. 488/92, ημερ. 25.4.96 και ΕΔΥ ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56). Στην παρούσα υπόθεση, ως ανέφερα προηγουμένως, τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν εμφανώς σε αξία.

Ο Διευθυντής, στη σύστασή του, αιτιολογεί για το κάθε ένα ενδιαφερόμενο πρόσωπο την προτίμησή του. Δεν μου διαφεύγει της προσοχής ότι οι περισσότερες ιδιότητες και ικανότητες που τους αποδίδει βαθμολογούνται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. Δεν έρχονται, όμως, σε αντίθεση με αυτές. Αποδίδει, όμως, στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και άλλες δεξιότητες και ιδιότητες. Πέραν τούτου ο Διευθυντής είναι σε θέση να γνωρίζει, συλλέγοντας και πληροφορίες από τους προϊσταμένους των υποψηφίων, ποίοι από αυτούς είναι οι ικανότεροι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της θέσης. Ο Διευθυντής έλαβε υπόψη και τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τις πληροφορίες που συνέλεξε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων. Έδωσε δε επαρκή αιτιολογία για την προτίμησή του προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Όπως έχει αναφερθεί στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Θ. Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Α. Ε. 2733, ημερ. 7.5.2001:-

"Η αιτιολόγηση της σύστασης περιλαμβάνει κάθε δεδομένο που τείνει να την υποστηρίζει. Συναρτάται με την αποτίμηση της υπηρεσίας του υπό προαγωγή υποψηφίου και με τη διαφαινόμενη προοπτική αυτός να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης.":

Καταλήγω κατά συνέπεια, ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς να διεξαγάγει ίδια έρευνα δεχόμενη παθητικά τη σύσταση του Διευθυντή.

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Είμαι της άποψης ότι η τελική επίδικη απόφαση δεν στερείται δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας. Στο κείμενο της επίδικης απόφασης φαίνονται όλα τα στοιχεία και κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη και εξετάστηκαν από την ΕΔΥ. Δόθηκε δε επαρκώς αιτιολογία για την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων. Η αιτιολογία δε αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία των φακέλων. Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση τυγχάνουν τα όσα έχουν λεχθεί στην απόφαση Αλέξανδρος Α. Κυπριανίδης ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2808, ημερ. 21.6.01:-

"Εξίσου ανεδαφικός είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή χωρίς να προβεί η ίδια στη δική της έρευνα. Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων. Με βάση τη σύσταση του Διευθυντή ορθά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε στην επιλογή και προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει όχι μόνο απλή υπεροχή αλλά έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Όμως ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορούσε να στεφθεί με επιτυχία. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και συνάδει με τις πρόσφατες αποφάσεις Μεστάνα ν. Δημοκρατίας (Α.Ε: 2582 της 15/3/2001) και Δημοκρατία ν. Ιακωβίδη και Χριστοδουλίδη (Α.Ε. 2587 της 15.3.2001) στις οποίες εξετάζονται προεκτάσεις της σύστασης του Διευθυντή.".

Επίσης στην απόφαση Σάββας Βαλανίδης ν. ΕΔΥ, Α.Ε. 2817, ημερ. 29.6.2001 αναφέρονται τα εξής:-

"Έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη ότι η ύπαρξη αιτιολογίας εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της επίδικης διοικητικής πράξης. (Pissas v. Republic [1974] 3 ΑΑΔ 476). Στην κρινόμενη περίπτωση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και τα ουσιώδη στοιχεία όπως αυτά προκύπτουν από τους φακέλους.

Οι αποφάσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας τόσο για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Κωνσταντινίδη όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους Νικολαΐδη είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένες και συμπληρώνονται από τα στοιχεία των φακέλων σε βαθμό που καθιστούν το δικαστικό έλεγχο εφικτό. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή."

Καταλήγω ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης αποτυγχάνοντας να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή ή οποιαδήποτε υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο