ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 674
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 213/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
ΜΕΤΑΞΥ
:Ερατώς Ζυμπουλάκη, από τη Λεμεσό,
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ'ων η αίτηση
----------------------------
1 Αυγούστου 2001
Για την Αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(α) Τα γεγονότα
Η αιτήτρια φοίτησε από το 1985-1992 στο σχολείο "The Grammar School" από το οποίο πήρε σχετικό απολυτήριο. Ακολούθως φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Essex του Ηνωμένου Βασιλείου, από όπου πήρε πτυχίο Μαθηματικών. Το 1995 υπέβαλε αίτηση στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (που πιο κάτω θα αποκαλείται η ΕΕΥ) για να εγγραφεί στους Πίνακες Διοριστέων Καθηγητών Μαθηματικών.
Σύμφωνα με το άρθρο 28 των Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969-1996, για να διοριστεί ένας ως εκπαιδευτικός λειτουργός θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται από το Νόμο και το σχέδιο υπηρεσίας.
Το σχέδιο υπηρεσίας στην παράγραφο 2 των απαιτούμενων προσόντων απαιτεί όπως ο υποψήφιος κατέχει:
"(2) Γνώση της Ελληνικής γλώσσας σε επίπεδο Γ΄ Τάξης Λυκείου / Στ΄ Τάξης δημόσιου σχολείου μέσης εκπαίδευσης της Κύπρου που να μπορεί να αποδειχθεί:
(α) με απολυτήριο Γ΄ Τάξης Λυκείου ή Στ΄ Τάξης εξατάξιου αναγνωρισμένου ελληνικού σχολείου μέσης εκπαίδευσης,
ή
(β) με επιτυχία σε εξέταση στα Νέα Ελληνικά σε επίπεδο Γ΄ Τάξης Λυκείου που διεξάγεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού."
Η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε γιατί σύμφωνα με την ΕΕΥ αυτή δεν κατείχε την απαιτούμενη γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Ως αποτέλεσμα καταχώρισης της υπ' αρ. 350/96 προσφυγής, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πιο πάνω απόφαση γιατί οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν προβεί στην δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο η αιτήτρια κατείχε το προσόν της Ελληνικής γλώσσας.
Η ΕΕΥ επανεξέτασε το θέμα και στις 19/3/98 απέρριψε ξανά το αίτημα. Η αιτήτρια κατεχώρισε τότε την υπ' αρ. 508/98 προσφυγή την οποία όμως απέσυρε μετά από δήλωση του δικηγόρου της ΕΕΥ ότι η προσβληθείσα απόφαση θα ανακαλείτο. Κατόπιν τούτου η ΕΕΥ επανεξέτασε το θέμα και στις 24/11/99 αποφάσισε να απορρίψει ξανά το αίτημα της αιτήτριας.
Η αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης και ισχυρίζεται ότι είναι παράνομη και άκυρη γιατί,
(i) Πάσχει λόγω παραβίασης του κανόνα του Δεδικασμένου,
(ii) Στηρίχθηκε σε καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) σχέδιο υπηρεσίας που συγκρούεται με τα άρθρα 20 και 28 του Συντάγματος και γιατί
(iii) Πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.
(i)
Η παραβίαση του κανόνα του ΔεδικασμένουΟι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου όπως αυτές εφαρμόζονται στην Κύπρο κωδικοποιήθηκαν πρόσφατα με την έγκριση του "Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (αρ. 158(Ι)/99), όπου για τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τον κανόνα του Δεδικασμένου προνοούνται τα ακόλουθα:
"ΜΕΡΟΣ ΧΙ - ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΙ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
57. Επειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.
58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
59.-(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης."
Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή του κανόνα του Δεδικασμένου στο αστικό δίκαιο δεν διαφέρουν από εκείνες που τυγχάνουν εφαρμογής στο Διοικητικό Δίκαιο. (Ιδε
Pieris v. Republic [1983] 3 CLR 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας [1995] 3 ΑΑΔ 349). Οι δεσμεύσεις που μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή του κανόνα εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 515/93 της 19/1/98, όπου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δικαστής Πικής είχε τονίσει ότι,"Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος. Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευσηΧ υπέχει όμως υποχρέωση και σ' εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση."
Η εξέταση του ισχυρισμού ότι παρατηρείται παραβίαση του Δεδικασμένου εξυπακούει την παράθεση των ενεργειών στις οποίες έχει προβεί η ΕΕΥ που απετέλεσαν το αντικείμενο της πρώτης προσφυγής (350/96). Προς τούτο κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:
".......... Eχω την άποψη ότι το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η ΕΕΥ έχει προβεί στη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστώσει αν η αιτήτρια με βάση το απολυτήριό της και χωρίς οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέχει το προσόν της γνώσης της ελληνικής γλώσσας που απαιτεί το
Δεν προκύπτει από τα πρακτικά ή το διοικητικό φάκελο ή και από την ίδια την απόφαση ότι η ΕΕΥ προέβη στις πιο πάνω διεργασίες. Ούτε επίσης προκύπτει κατά πόσο η ΕΕΥ προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα για να συγκεντρώσει κάποια χρήσιμα στοιχεία και πληροφορίες για να κρίνει κατά πόσο το σχολείο της αιτήτριας είναι αναγνωρισμένο ελληνικό σχολείο σύμφωνα με την ερμηνεία που αυτή είχε υπόψη της να προσδώσει στον όρο. Τέτοια στοιχεία είναι για παράδειγμα η γλώσσα διδασκαλίας των μαθημάτων που διδάσκονται στο σχολείο, το κατά πόσο διδάσκεται το μάθημα των νέων ελληνικών και το επίπεδο διδασκαλίας, οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος κλπ. Οι πιο πάνω παραλείψεις ταυτίζονται με παράλειψη της ΕΕΥ να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας που κατά την κρίση μου συνιστά πλημμέλεια η οποία ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας. Βλ.
Sophocleous (No.1) v. Republic (1972) 3 CLR 56. Αλλά και η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας συνιστά από μόνη της λόγο ακυρώσεως. Κατά την κρίση μου η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της ΕΕΥ. Βλ. HadjiPaschali v. Republic (1980) 3 ΑΑΔ 101."
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η ΕΕΥ παραγνώρισε τον κανόνα του Δεδικασμένου και δεν προέβηκε σε έρευνα σε βάθος σύμφωνα με τις πιο πάνω παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με την αιτήτρια, η ΕΕΥ θα έπρεπε μεταξύ άλλων να εξετάσει τα στοιχεία που είχε ενώπιον της κατά πόσο το σχολείο της αιτήτριας μέσα στα πλαίσια της ερμηνείας του όρου "Αναγνωρισμένο Ελληνικό Σχολείο Μέσης
Εκπαίδευσης" ήταν ένα αναγνωρισμένο Ελληνικό Σχολείο. Τα στοιχεία αυτά συμπεριλάμβαναν τη γλώσσα διδασκαλίας των μαθημάτων που διδάσκονται στο σχολείο, αν το μάθημα των Νέων Ελληνικών διδασκόταν στο σχολείο, όπως επίσης τις ώρες και το επίπεδο διδασκαλίας του πιο πάνω μαθήματος.Η ΕΕΥ ισχυρίζεται ότι είχε προβεί στις αναγκαίες ενέργειες και συμμορφώθηκε πλήρως προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 350/96. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποδείχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ'ων η αίτηση,
(1) Ζήτησε και πληροφορήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού κατά πόσο το σχολείο της αιτήτριας μπορούσε να θεωρηθεί ως "Αναγνωρισμένο Ελληνικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης" και
(2) Ζήτησε και πληροφορήθηκε από το Διευθυντή του Grammar School ποιά ήταν τα διδασκόμενα μαθήματα και σε ποιά γλώσσα διδάσκονταν.
Αναφορικά με το πρώτο διάβημα στο οποίο προέβηκε η ΕΕΥ, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε την ΕΕΥ ότι "Αναγνωρισμένο Ελληνικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης" θεωρείται το σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης που
"1.(α) Είναι εγγεγραμμένο στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και
(β) Σ' αυτό ισχύουν το αναλυτικό και το ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας που ισχύουν στα δημόσια σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Ελληνικής κοινότητας της Κύπρου, επιτρεπομένης της διδασκαλίας των άλλων μαθημάτων μετά από έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού."
Σχετικά με το δεύτερο διάβημα της ΕΕΥ κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την απαντητική επιστολή του Grammar School, που μιλά από μόνη της.
"Κύριε Θεοφιλίδη,
Θέμα: Ερατώ Ζυμπουλάκη - Απόφοιτος Grammar School
1. Σε απάντηση της επιστολής σας, ημερομηνίας 14 Οκτωβρίου, 1999 θα θέλαμε να σας αναφέρουμε ότι η κα Ερατώ Ζυμπουλάκη έχει επιτύχει στην εξέταση των Νέων Ελληνικών σε επίπεδο Γ΄ Τάξης Λυκείου που διεξάγεται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.
2. Τα μαθήματα που διδάσκονταν κατά τα έτη 1985-1992 ήταν τα ακόλουθα:
1. Αγγλικά 9. Πολιτικές Επιστήμες
2. Μαθηματικά 10. Γεωγραφία
3. Νέα Ελληνικά 11. Εμπορικά
4. Ελληνική Ιστορία 12. Γυμναστική
5. Θρησκευτικά 13. Φυσική
6. Ιστορία 14. Χημεία
7. Γαλλικά 15. Βιολογία
8. Λογιστική 16. Οικονομικά
Τα πιο πάνω μαθήματα διδάσκονταν στην Αγγλική πλην των Ελληνικών, των Θρησκευτικών και της Ελληνικής Ιστορίας.
Με εκτίμηση,
Ν. Γρηγορίου,
Γενικός Διευθυντής"
Η σχολή "The Grammar School, Limassol" είναι επτατάξιο ιδιωτικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης εγγεγραμμένο στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σύμφωνα με τις πρόνοιες των Περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων Νόμων του 1971-1999. Η λειτουργία του διέπεται από τις πρόνοιες των πιο πάνω Νόμων. Η βασική γλώσσα της διδασκαλίας του είναι η Αγγλική. Δεν είναι αναγνωρισμένο Ελληνικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης όπου τα μαθήματα διδάσκονται στην Ελληνική γλώσσα. Εξυπακούεται ότι η απλή κατοχή απολυτηρίου της πιο πάνω σχολής δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο ότι ο κάτοχος του απολυτηρίου κατέχει γνώση της Ελληνικής γλώσσας σε επίπεδο Γ΄ Τάξης Λυκείου /Στ΄ Τάξης Δημόσιου Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης της Κύπρου.
Από την παράθεση των πιο πάνω στοιχείων φαίνεται ότι η ΕΕΥ έχει προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα εύλογο συμπέρασμα αναφορικά με το επίπεδο της Ελληνικής γλώσσας της αιτήτριας. Το γεγονός ότι 16 από τα μαθήματα που παρακολούθησε η αιτήτρια στο Grammar School, τα 13 διδάχθηκαν στην Αγγλική γλώσσα και μόνο τα μαθήματα των Ελληνικών, Θρησκευτικών και Ελληνικής Ιστορίας διδάχθηκαν στην Ελληνική γλώσσα, δίνει μια εικόνα του επιπέδου της Ελληνικής γλώσσας που μπορούσε να κατέχει η αιτήτρια. Εχω την άποψη ότι η ΕΕΥ έχει προβεί στη διεξαγωγή έρευνας που κάτω από τις περιστάσεις συμπεριλαμβάνει τα ορθά διαβήματα που έπρεπε να υιοθετηθούν για τη διερεύνηση του επιπέδου της Ελληνικής γλώσσας που κατείχε η αιτήτρια. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνω ότι η απόφαση που κατέληξε η ΕΕΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή.
(ii)
Το σχέδιο υπηρεσίας παραβιάζει τα άρθρα 20 και 28 του ΣυντάγματοςΗ αιτήτρια έχει επίσης υποβάλει ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη γιατί στηρίχθηκε πάνω σε ένα σχέδιο υπηρεσίας που είναι αντισυνταγματικό και καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) σε σχέση με τις πρόνοιες του Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 10/69). Πιο συγκεκριμένα η αιτήτρια εισηγείται ότι η παράγραφος 2 του σχεδίου υπηρεσίας παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος γιατί είναι προφανής η άνιση μεταχείριση χωρίς λογική σε βάρος των ιδιωτικών σχολείων. Επιπρόσθετα προβλήθηκε η εισήγηση ότι επειδή ο Νόμος 10/69 περιέχει την ερμηνεία του "δημόσιου σχολείου", όχι όμως και την ερμηνεία του "Ελληνικού σχολείου", καθιερώθηκε ένα εξωνομικό και αντισυνταγματικό κριτήριο διορισμού σε βάρος των ιδιωτικών σχολείων μέσης εκπαίδευσης που συγκρούεται με τις πρόνοιες των άρθρων 20 και 28 του Συντάγματος και καθιστά το σχέδιο υπηρεσίας καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) των προνοιών του Νόμου 10/69. Το θέμα της αντισυνταγματικότητας εξετάστηκε και κρίθηκε στην προσφυγή 350/96 μεταξύ των ιδίων διαδίκων, όπου στη σχετική απόφαση αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Το σχέδιο υπηρεσίας καθορίζει συγκεκριμένα κριτήρια απόδειξης του προσόντος γνώση της ελληνικής γλώσσας. Το εν λόγω προσόν αποτελεί προϋπόθεση λογικά απαραίτητη για κάθε καθηγητή που πρόκειται να διοριστεί για να διδάξει ελληνόφωνους μαθητές δημόσιου σχολείου μέσης εκπαίδευσης. Θα ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ότι ο οποιοσδήποτε απόφοιτος αναγνωρισμένου ιδιωτικού σχολείου μέσης εκπαίδευσης εγγεγραμμένου στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου αυτοδίκαια κατέχει και το προσόν της γνώσης της ελληνικής γλώσσας χωρίς η ύπαρξη αυτού του προσόντος να μπορεί να αποδεικνύεται θετικά με βάση καθορισμένα εκ των προτέρων κριτήρια.
Η γλώσσα διδασκαλίας των μαθημάτων που διδάσκονται σ' αυτά τα σχολεία δεν είναι πάντα η ελληνική και ακριβώς είναι γι' αυτές τις περιπτώσεις που ορθά το σχέδιο υπηρεσίας καθιερώνει κριτήρια απόδειξης ότι ο απόφοιτος ενός τέτοιου σχολείου όντως κατέχει το προσόν της γνώσης της ελληνικής γλώσσας στο καθορισμένο επίπεδο."
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του Δικαστηρίου δημιουργούν τα πλαίσια της εφαρμογής του κανόνα του Δεδικασμένου, που σφραγίζουν και την τύχη της εισήγησης της αιτήτριας.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω απορριπτική μου κατάληξη θα ήθελα να αναφέρω ότι η αιτήτρια είχε το βάρος να αποδείξει ότι στην περίπτωση της παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας. Η αιτήτρια απέτυχε να παρουσιάσει εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς της. Οι ισχυρισμοί για παραβάσεις των άρθρων 20 και 28 παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι το σχέδιο υπηρεσίας έχει εγκριθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας.
(iii)
Ελλειψη αιτιολογίαςΗ εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας που δεν έχει προωθηθεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η ίδια η επίδικη απόφαση περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου από το Δικαστήριο. Επιπρόσθετα μπορεί να λεχθεί ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα υπόλοιπα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί μαζί με τη σχετική δικογραφία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.