ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1006/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Κυριακούς Ανδρέου Αδάμου

ή Κυριακούς Νικόλα Χριστοφόρου ή

Κυριακούς Νικόλα Κουρτελλίδη δια του

πληρεξούσιου αντιπροσώπου της

Νίκου Ανδρέου Αδάμου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργικού Συμβουλίου,

2. Υπουργού Εσωτερικών,

Καθ'ων η αίτηση

------------------------

3 Αυγούστου 2001

 

Για την Αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(α) Τα γεγονότα

Η Δήλωση Πολιτικής που ετοιμάστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34Α του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποτελεί το σχέδιο ανάπτυξης της υπαίθρου. Εφαρμόζεται σε όλες τις αγροτικές περιοχές εκτός των περιοχών των Δήμων και ο Υπουργός Εσωτερικών ενεργεί ως Πολεοδομική Αρχή. Η Δήλωση Πολιτικής διαγράφει τη γενική πολιτική για την προαγωγή και έλεγχο της ανάπτυξης πάνω σε περιφερειακή βάση, προβλέπει δε για την κατανομή των αγροτικών περιοχών για χρήση για κατοικίες, για γεωργικούς, βιομηχανικούς, εμπορικούς ή άλλους σκοπούς ενώ καθορίζει και τις περιοχές διατήρησης της φύσης, των χωρίων και της φυσικής καλλονής (άρθρο 34Α(3) του βασικού Νόμου).

Η πρώτη Δήλωση Πολιτικής δημοσιεύθηκε την 1/12/90. Μετά την εξέταση των σχετικών ενστάσεων και τις τροποποιήσεις που επακολούθησαν, η Δήλωση Πολιτικής εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και δημοσιεύθηκε στις 14/10/1994. Τα Σχέδια των Πολεοδομικών Ζωνών του χωρίου Πολύστυπος τροποποιήθηκαν μετά την υποβολή των ενστάσεων το 1992. Η ακίνητη περιουσία της αιτήτριας βρισκόταν μέσα στις Ζώνες Ανάπτυξης της κοινότητας Πολύστυπου σε Ζώνη Γ3 (που επιτρέπει συντελεστή δόμησης 0,10:1, ποσοστό κάλυψης 0,10:1 και ανώτατο αριθμό ορόφων 2).

Μετά τη δημοσίευση γνωστοποίησης στις 22/3/96 για την αναθεώρηση και τροποποίηση της Δήλωσης Πολιτικής και των Πολεοδομικών Ζωνών αριθμού κοινοτήτων, μεταξύ των οποίων και του Πολύστυπου, και τις σχετικές ενστάσεις που υποβλήθηκαν, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε σχετική τροποποίηση στις 28/5/99 (την εγκυρότητα της οποίας προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια). Με τη δημοσίευση της αναθεώρησης/τροποποίησης των Πολεοδομικών Ζωνών της κοινότητας Πολύστυπου, μέρος της ακίνητης περιουσίας της αιτήτριας (και πιο συγκεκριμένα τα τεμάχια 2437, 2447, 851, 2113 και 1806) παρέμειναν στη Ζώνη Γ3 ενώ άλλη ακίνητη περιουσία της (και πιο συγκεκριμένα τα τεμάχια 1505, 1519 και 1522) εντάχθηκαν στη νέα Οικιστική Ζώνη Η4.

Η ένσταση που υποβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας για τον πιο πάνω διαχωρισμό απορρίφθηκε.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 28/5/99 είναι άκυρη και παράνομη. Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι τα τεμάχια της 2437, 2447, 851, 2113 και 1806 θα έπρεπε να ενταχθούν στις Οικιστικές Ζώνες Η1 και Η2 αφού αυτά βρίσκονται πολύ κοντά στην κατοικημένη και δομημένη περιοχή και ότι τα τεμάχια 1505, 1519 και 1522 θα έπρεπε να ενταχθούν στις Ζώνες Η1 ή Η2 αντί στη Ζώνη Η4.

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής

Προς υποστήριξη της θέσης της ότι η επίδικη απόφαση της 28/5/99 είναι παράνομη η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι,

(i) Η ένσταση της δεν εξετάστηκε ως ξεχωριστή περίπτωση και δεν υπάρχει προς τούτο σχετική απόφαση,

(ii) Η εξέταση των ενστάσεων έγινε από το ίδιο όργανο που εξέδωσε την απόφαση χωρίς να υπάρχει ανεξάρτητη γνώμη,

(iii) Τα όργανα που αναμίχθηκαν στη διαδικασία της εξέτασης των ενστάσεων είναι άγνωστα στο Νόμο,

(iv) Υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της αφού τα τεμάχια της ακίνητης περιουσίας της είχαν όλες τις προϋποθέσεις να ενταχθούν σε οικιστική ζώνη,

(v) Υπήρξε έλλειψη αιτιολογίας.

 

(i) Η ένσταση δεν εξετάστηκε ως ξεχωριστή περίπτωση και δεν υπάρχει σχετική απόφαση

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι άνκαι όλα τα τεμάχια της πληρούσαν τους όρους για να ενταχθούν στην Οικιστική Ζώνη Η2 ή Η1, οι καθ'ων η αίτηση χωρίς καμιά έρευνα απέρριψαν την ένσταση της.

Η έκθεση της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία περιλαμβάνει την εισήγηση της για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο Τ2. Η Επιτροπή αυτή μελέτησε τις ενστάσεις σε επαρχιακό επίπεδο και ακολούθως υπέβαλε την εισήγηση της στο Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο. Δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που υποστηρίζει τον ισχυρισμό της αιτήτριας για έλλειψη δέουσας έρευνας. Εχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι οι ενστάσεις έτυχαν "ισοπεδωτικής και ομαδοποιημένης αντιμετώπισης" τόσο από την Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο. Ο ισχυρισμός αναφορικά με την Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η έκθεση της Επιτροπής στο διοικητικό φάκελο αποδεικνύει το αντίθετο. Η περίπτωση της αιτήτριας μελετήθηκε σε επαρχιακό επίπεδο και υπήρξαν συγκεκριμένες εισηγήσεις. Οσον αφορά το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο φαίνεται από την έκθεση του πιο πάνω Κλιμακίου (Τ3 στο διοικητικό φάκελο) ότι οι ενστάσεις της κοινότητας Πολύστυπου εξετάστηκαν και το Κλιμάκιο κατέληξε σε συγκεκριμένες εισηγήσεις. Το ότι οι ενστάσεις αναφέρθηκαν με κοινή εισήγηση δεν ενισχύει την άποψη της αιτήτριας ότι δεν προηγήθηκε έρευνα για κάθε περίπτωση ξεχωριστά.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε επίσης ότι λείπουν τα πρακτικά και δεν μπορεί να ελεγχθεί τι λήφθηκε υπόψη στην έρευνα τους, με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να μην είναι εφικτός. Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η κρίση της διοίκησης εκεί που απαιτούνται τεχνικές γνώσεις είναι ανέλεγκτη. Αυτό εξυπακούει ότι και τα πρακτικά λήψης της απόφασης να υπήρχαν δεν θα οδηγούσαν σε δικαστικό έλεγχο. Οπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 85, 104, 105:

"Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή των περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτες. Οπως εξηγείται στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 739/62: "Η κρίσις του αρμοδίου τεχνικού οργάνου ως προς την εκτίμησιν των αναγκών του κοινού, αίτινες εξυπηρετούνται διά της τροποποιήσεως του σχεδίου, και την συνδρομήν ή μη των λοιπών νομίμων όρων (...), είναι ανέλεγκτος." (Βλ., επίσης Ευρετήριο Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1961-1970, τόμος 3ος, σελ. 306, παρ. 242). Η ίδια θέση υιοθετείται στη Lanitis E.C. Estates Ltd. και Αλλοι ν. Δημοκρατίας και Αλλου (ανωτέρω), όπου αναφέρεται:-

"Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο πως η κρίση της Αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα ενός έργου για το δημόσιο συμφέρον ή ωφέλεια, δεν ελέγχεται από τα Διοικητικά Δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει όπου απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις για τη δημιουργία του."

.................................. .................................................. .......

Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή και το επιθυμητό των περιορισμών, καθώς και ο καθορισμός του περιεχομένου τους ανάγονται στην εκτίμηση των αρμοδίων αρχών. Γνώμονας για τις πράξεις τους είναι το δημόσιο συμφέρον, ορώμενο από ευρεία οπτική γωνία. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνιστά πολύπλευρη και πολύπτυχη διαδικασία. Συναρτάται με τη γνώση και τα μέσα που είναι διαθέσιμα στις αρχές και την εκτίμηση των προοπτικών του μέλλοντος, θέματα που ανάγονται, κατ' εξοχήν, στην κρίση των αρμοδίων κρατικών αρχών, μη επιδεχόμενα δικαστικού ελέγχουΧ εκτός όπου διαπιστώνεται κατάχρηση εξουσίας, δηλαδή χρήση της για αλλότριους σκοπούς."

 

(ii) Η ένσταση εξετάστηκε από το ίδιο όργανο που εξέδωσε την απόφαση χωρίς να υπάρχει ανεξάρτητη γνώμη

Η αιτήτρια υποβάλλει ότι "οι ίδιοι υπηρεσιακοί που καθορίζουν ή μελετούν την αρχική περιβαλλοντική πολιτική γίνονται εκ νέου κριτές και/ή συμβουλεύουν επί των ενστάσεων. Είναι κριτές της δικής τους μελέτης/απόφασης. Ετσι έχουμε παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης γιατί γίνονται "δικαστές" της "αυτών πράξης"".

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι ενστάσεις που αποστέλλονται στο Υπουργείο Εσωτερικών παραπέμπονται αρχικά προς εξέταση από την Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή (ΕΣΕ) που αποτελείται από τον

(i) Επαρχο ή εκπρόσωπο του,

(ii) Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως

(ΕΛΤΠΟ) ή εκπρόσωπο του,

(iii) Εκπρόσωπο της οικείας Τοπικής Αρχής.

Οι δύο πιο πάνω είναι μόνιμα μέλη της Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει δικαίωμα, εφόσον το κρίνει αναγκαίο να καλέσει στις συνεδρίες της, όταν κρίνει μια τέτοια ενέργεια αναγκαία και σκόπιμη, και Εκπροσώπους άλλων Τμημάτων και Υπηρεσιών (όπως π.χ. του Κτηματολογίου, Ανάπτυξης Υδάτων, Υπηρεσίας Μεταλλείων και άλλων) για να διατυπώσουν τις απόψεις τους πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Η Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή ετοιμάζει την έκθεση της την οποία αποστέλλει στο Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο (ΚΣΚ). Το πιο πάνω Κλιμάκιο, που απαρτίζεται από το Διευθυντή και τους Λειτουργούς του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (ΤΠΟ) και του Υπουργείου Εσωτερικών, εξετάζει τις ενστάσεις, τις εκθέσεις της Επαρχιακής Συμβουλευτικής Επιτροπής και διαμορφώνει τις απόψεις του τις οποίες υποβάλλει στο Πολεοδομικό Συμβούλιο.

Από την πιο πάνω περιγραφή της διάρθρωσης των δύο αρμοδίων οργάνων φαίνεται ότι η εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η διαφοροποίηση που μπορεί να επέλθει στη σύνθεση του Κεντρικού Συντονιστικού Κλιμακίου αποσκοπεί στη μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία στην εξέταση των διαφόρων ενστάσεων, με την αποφυγή συμμετοχής σε αυτή Λειτουργού ο οποίος πιθανό να είχε συμβάλει άμεσα στη διαμόρφωση της τροποποίησης του 1996. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι αποφασίστηκε να ακολουθείται η διαδικασία αυτή για την εξέταση των ενστάσεων και ζητήθηκαν οι εισηγήσεις των αναφερθέντων οργάνων, δεν επηρεάζει την τελική απόφαση, αφού το Υπουργικό Συμβούλιο, που έχει την ευθύνη της λήψης της τελικής απόφασης, κατέληξε στην απόφαση του λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις οργάνων που λόγω της αρμοδιότητας τους μπορούσαν να εκφέρουν απόψεις πάνω στα θέματα που εγέρθηκαν στις ενστάσεις.

Δεν έχει υποβληθεί συγκεκριμένος ισχυρισμός για τη συμμετοχή συγκεκριμένου προσώπου που θα μπορούσε να θεωρηθεί κριτής των δικών του πράξεων. Ο ισχυρισμός που υποβλήθηκε ήταν γενικής μορφής και μέσα στα πιο πάνω επεξηγηματικά πλαίσια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

(iii) Τα όργανα που αναμίχθηκαν στη διαδικασία της εξέτασης των ενστάσεων είναι άγνωστα στο Νόμο

Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι "προκύπτει ότι όλα αυτά τα όργανα που φαίνονται να αναμείχθηκαν στην εξέταση των ενστάσεων είναι άγνωστα στο Νόμο και δεν φαίνεται να μπορούσαν να δημιουργηθούν, ούτε διότι κάποιος το επιθυμούσε τούτο αλλά και γιατί δεν προβλέφθηκε Νομοθετική εκχώρηση εξουσιών". Σύμφωνα με την αιτήτρια έπρεπε να αποκαλυφθεί πώς και πότε διορίστηκαν, ποιοί ήταν παρόντες στις συνεδρίες και τι έλαβαν υπόψη στην έρευνα τους για να προβούν στις τελικές τους εισηγήσεις.

Σε αυτό το στάδιο κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η εισήγηση αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά στη γραπτή απάντηση της αιτήτριας. Το θέμα δεν προβλήθηκε και δεν αναπτύχθηκε στη γραπτή αγόρευση παρά μόνο στα τελικά στάδια της διαδικασίας και πιο συγκεκριμένα εκείνο της γραπτής απάντησης. Η τακτική αυτή είναι ανορθόδοξη και καταδικαστέα. Η γραπτή απάντηση πρέπει απαραίτητα να περιορίζεται στα θέματα που εγείρονται με τη γραπτή αγόρευση των καθ'ων και όχι να προβάλλει νέους λόγους, σε βαθμό που να πλήττεται η τελεσιδικία της δικαστικής διαδικασίας. Από την άλλη δεν μπορώ παρά να προβώ και σε δυσμενείς παρατηρήσεις για το συνοπτικό τρόπο αντιμετώπισης των ισχυρισμών της αιτήτριας από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ'ων η αίτηση. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω ολόκληρο το κείμενο της γραπτής αγόρευσης των καθ'ων η αίτηση:

"Οι αιτιάσεις κατά της επίδικης πράξης που αφορούν τη μη λήψη υπόψη ανεξάρτητης γνώμης καθώς και την ανάμειξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ως δεν έπρεπε κατά τους αιτητές διότι ήταν πολιτικό όργανο) είτε παρεξηγούν την αρχή της προηγούμενης ακροάσεως είτε δεν αποδέχονται το περιεχόμενο του νόμου που διέπει την επίδικη διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει είναι πρωτόγνωρες, αστήρικτες και συνοπτικώς απορριπτέες.

Το κύριο έρεισμα της προσφυγής συνίσταται στην ισχυριζόμενη ανυπαρξία συγκεκριμένης απόφασης επί της ενστάσεως των αιτητών. Τέτοια απόφαση όμως ευχερώς ανευρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου οπότε και η προσφυγή θα πρέπει να αποσυρθεί. Και τούτο διότι δεν περιγράφεται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών άλλη ουσιώδης βολή κατά του τεκμηρίου νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης με αποτέλεσμα αυτό να παραμένει ανέπαφο.

Κατά συνέπεια, εάν η προσφυγή δεν αποσυρθεί μετά την ικανοποίηση των αιτητών περί αποφάσεως και της δικής τους ένστασης, τότε θα πρέπει αυτή να απορριφθεί υπό του Σεβαστού Δικαστηρίου και αυτή είναι η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση συναφώς."

 

Ανκαι η αιτήτρια πρόβαλε τέσσερις συγκεκριμένους λόγους οι οποίοι έχρηζαν απάντησης, ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση απέφυγε να τους απαντήσει, έστω και συνοπτικά, χαρακτηρίζοντας τις απλά ως "πρωτόγνωρες, αστήρικτες και συνοπτικώς απορριπτέες". Είναι δε χαρακτηριστική η προς το Δικαστήριο προσέγγιση του, όταν αναφερόμενος στον ισχυρισμό της αιτήτριας για ανυπαρξία συγκεκριμένης απόφασης ανέφερε ότι τέτοια απόφαση "ευχερώς ανευρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου". Αντί δηλαδή ο δικηγόρος να αντικρούσει τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς της αιτήτριας παραπέμπει το Δικαστήριο να διεξέλθει το διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί ως τεκμήριο για να εντοπίσει ποιά είναι η απόφαση που ενισχύει τις απόψεις των καθ'ων η αίτηση. Η τακτική αυτή της συνοπτικής απάντησης στους ισχυρισμούς της αιτήτριας είναι το ολιγώτερο που μπορεί να λεχθεί απαράδεκτη. Ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση έχει υποχρέωση όπως, αφού καθορίσει τους συγκεκριμένους λόγους προσφυγής, να παραθέσει τους δικούς του ισχυρισμούς για να αντικρούσει τους λόγους που προβάλλει ένας αιτητής για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης. Η συνοπτική και λακωνική απόρριψη των διαφόρων ισχυρισμών που προβάλλονται αποτελεί παραβίαση της υποχρέωσης του δικηγόρου να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα στοιχεία που θα βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει σε μια ορθή απόφαση. Πρέπει όμως να αναφέρω ότι οι πιο πάνω ελλείψεις, μετά από σχετική παρατήρηση του Δικαστηρίου, συμπληρώθηκαν με την καταχώριση εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση γραπτού υπομνήματος κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.

Ανκαι ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν προωθήθηκε με τη γραπτή αγόρευση της παρά μόνο στο στάδιο της γραπτής απάντησης της, εντούτοις θα θεωρήσω ότι εμπίπτει μέσα στο γενικό ισχυρισμό περί "ανάμειξης αγνώστων προς το Νόμο οργάνων" και θα προχωρήσω στην εξέταση του. Το ερώτημα ποιά όργανα αναμείχθηκαν στη διαδικασία της εξέτασης των ενστάσεων έχει ήδη απαντηθεί προηγουμένως. Εχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ότι παρατηρείται παραβίαση του Κανονισμού 7(5), εννοώντας προφανώς τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμούς του 1990 (ΚΔΠ 55/90) και ως επακόλουθα η όλη διαδικασία πάσχει.

Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονισθεί ότι ο Κανονισμός 7 αναφέρεται σε ιεραρχικές προσφυγές που υποβάλλονται στο Υπουργικό Συμβούλιο κατά πολεοδομικών αποφάσεων, σε αντίθεση με ενστάσεις που υποβάλλονται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34Α του βασικού Νόμου, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 7/90, εναντίον της Δήλωσης Πολιτικής.

Ο Κανονισμός 7 των αναφερθέντων Κανονισμών προνοεί τα ακόλουθα:

"7.-(1) Η ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο κατά πολεοδομικής απόφασης, εναντίον της οποίας επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πολεοδομικής απόφασης στον αιτητή.

.................................. .................................................. ...........

(3) Η ιεραρχική προσφυγή ασκείται με την εμπρόθεσμη κατάθεση στον Υπουργό Εσωτερικών εγγράφου που περιέχει τους προς υποστήριξη της προσφυγής λόγους και με την ταυτόχρονη κοινοποίηση αντιγράφου του εγγράφου της προσφυγής στην Πολεοδομική Αρχή.

(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα και κοινοποιεί το ταχύτερο την απόφασή του στο πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή, αφού προηγουμένως, αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή.

(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμά τους, πριν εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή."

 

Το άρθρο 34Α του βασικού Νόμου όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 6 του Νόμου 7/90 προνοεί τα ακόλουθα:

"(8) Η Δήλωση Πολιτικής στην οποία αφορά γνωστοποίηση που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις του εδαφίου (6), τίθεται σε ισχύ την ημέρα που η γνωστοποίηση αυτή θα δημοσιευτεί στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και θα τηρηθούν οι λοιπές προϋποθέσεις των εδαφίων (6) και (7).

(9) Μέσα σε προθεσμία οκτώ μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας μπορούν να υποβληθούν γραπτώς στον Υπουργό αιτιολογημένες ενστάσεις βασιζόμενες σε συγκεκριμένους λόγους.

(10) Μετά την πάροδο της οριζόμενης στο εδάφιο (9) προθεσμίας, ο Υπουργός εξετάζει το ταχύτερο τις ενστάσεις και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη Δήλωση Πολιτικής και τις ενστάσεις αυτές μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις."

 

Οι προεκτάσεις του άρθρου 7(5) εξετάστηκαν στην υπόθεση Στρούθου ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 2687 της 5/2/2001) όπου σε εξέταση ιεραρχικής προσφυγής που κατεχώρησε ο εφεσείων στο Υπουργικό Συμβούλιο (γιατί το Υπουργείο Εσωτερικών παράνομα και χωρίς να του ζητηθεί έθεσε ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές του απόψεις που αφορούσαν την υπόθεση), το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών θέτοντας ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής όλα τα στοιχεία που σχετίζονταν με την υπόθεση.

Μια προσεκτική εξέταση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών δείχνει ότι δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός 7(5) αλλά τα εδάφια 9 και 10 του άρθρου 34Α του βασικού Νόμου.

Η εισήγηση απορρίπτεται.

 

(iv) Υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της αιτήτριας αφού η ακίνητη περιουσία της είχε όλες τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στην οικιστική ζώνη

Ανκαι ο λόγος αυτός εμφανίστηκε για πρώτη φορά με κάποια σχετική αιτιολογία στο περιεχόμενο της γραπτής απάντησης της αιτήτριας, εντούτοις θα προχωρήσω στην εξέταση του κρίνοντας ότι μπορεί να συμπεριληφθεί στο γενικό λόγο περί "ισοπεδωτικής" εξέτασης/ αντιμετώπισης του θέματος από το Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο.

Προς ενίσχυση του ισχυρισμού της ότι η σχετική απόφαση αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος της, η αιτήτρια πρόβαλε αόριστα ότι άλλα πρόσωπα κατέχουν ακίνητα "σε δύσβατες και απομακρυσμένες περιοχές, με δικαίωμα όμως ανάπτυξης ως οικιστική ζώνη". Λέχθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ράφτη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (Προσφυγές αρ. 238/00 και 239/00 της 28/6/2001) ότι η επιλογή των περιοχών και των κτημάτων που θα ενταχθούν σε μια συγκεκριμένη πολεοδομική ζώνη και η έκταση των περιορισμών συνιστούν τεχνικό θέμα αναγόμενο στην κρίση της διοίκησης. Η απόφαση της Διοίκησης είναι ανέλεγκτη εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν έχει διαπιστωθεί κάτι τέτοιο. Συνεπώς ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τον ισχυρισμό της αρχής της ισότητας δεν είναι εφικτός.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(v) Ελλειψη αιτιολογίας

Υποβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας ότι η σχετική απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Η εισήγηση απορρίπτεται. Η υιοθέτηση των απόψεων των διαφόρων οργάνων από το Υπουργικό Συμβούλιο δε σημαίνει ότι η ίδια η επίδικη απόφαση πάσχει. Η σχετική αιτιολογία περιέχεται στις σχετικές εισηγήσεις των διαφόρων οργάνων που είχαν προβεί στην εξέταση των ενστάσεων, όπως επίσης και στα έγγραφα που έχουν κατατεθεί.

Από τη μελέτη των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν σε έρευνα για την εξέταση των ενστάσεων που υποβλήθηκαν κατά των προνοιών των Σχεδίων Πολεοδομικών Ζωνών των επηρεαζόμενων κοινοτήτων. Η ένσταση της αιτήτριας εξετάστηκε δεόντως. Το δεύτερο αίτημα της για άρνηση ή παράλειψη των καθ'ων η αίτηση να εξετάσουν ή να ικανοποιήσουν την ένσταση της απορρίπτεται. Οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν εκ του Νόμου υποχρέωση για κάποια συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να υπάρχει παράλειψη ενέργειας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο