ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 828/2000

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

FEO QUARRIES LTD, Λατσιά

Αιτήτριας< /P>

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

      1. Υπουργικού Συμβουλίου
      2. Υπουργείου Εσωτερικών

Κα θ΄ ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 18.7.2001

Για την αιτήτρια: κ. Χρ. Χριστοφίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ευγ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 13.5.1999 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για λατομείο πεντονίτη στο κρατικό τεμάχιο αρ. 480 Φ/Σχ. ΧΧΙΧ/35 και 43 στην Κάτω Μονή. Το τεμάχιο βρίσκεται σε περιοχή που ισχύει η Δήλωση Πολιτικής, εκτός του καθορισμένου Ορίου Ανάπτυξης και των καθορισμένων Λατομικών Ζωνών. Εμπίπτει στην Κτηνοτροφική Ζώνη Δ.1 όπου επιτρέπεται η ανέγερση υποστατικών για μαζική εκτροφή ζώων και πτηνών, εξαιρουμένων των χοίρων.

Η Πολεοδομική Αρχή αρνήθηκε να χορηγήσει την αιτηθείσα πολεοδομική άδεια για τους ακόλουθους λόγους:

«α) Το τεμάχιο στο οποίο προτείνεται η λατόμευση βρίσκεται στη Κτηνοτροφική Ζώνη Δ.1 και εφάπτεται της Ζώνης Δ.2 του χωριού, κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 3 της Πολιτικής 9(Δ) της Δήλωσης Πολιτικής. Συγκεκριμένα μέσα σε Κτηνοτροφική Ζώνη ή περιοχή καμιά άλλη ανάπτυξη δεν επιτρέπεται εκτός από τη Κτηνοτροφική.

β) Το τεμάχιο εφάπτεται μονοπατιού το οποίο δεν θεωρείται ικανοποιητική δημόσια προσπέλαση για την προτεινόμενη ανάπτυξη (λατομείο Α΄ Κατηγορίας) κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 1(γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής και των προνοιών της παραγράφου 2.8 της Εντολής με αρ. 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών.

γ) Η ανάπτυξη συγκρούεται με τις πρόνοιες της παραγράφου 1(ε) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής γιατί θα επηρεάσει τις ανέσεις της πρωτεύουσας χρήσης στην περιοχή (Κτηνοτροφική Ζώνη).

Η αιτήτρια υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της άρνησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας επικαλούμενη τα ακόλουθα:

α) Η εταιρεία κατείχε προνόμιο Λατομείου και ερευνητική άδεια από το 1989. Επίσης εξασφάλισε την υπ΄αρ. ΛΕΥ/10372/94 πολεοδομική άδεια και προνόμιο λατομείου.

β) Η Εταιρεία εκπόνησε πλήρεις και δαπανηρές περιβαλλοντικές μελέτες.

γ) Η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής εκθέτει την εταιρεία ενώπιον των πελατών της.

δ) Η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής προκαλεί ζημιά τόσο στην Εταιρεία όσο και στην ευρύτερη Κυπριακή Οικονομία.»

 

Η ιεραρχική προσφυγή εξετάστηκε από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή (στην οποία εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου, βάσει του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου) η οποία, αφού έλαβε υπόψη τις θέσεις της αιτήτριας, όπως και τις εισηγήσεις των εμπλεκόμενων Υπηρεσιών, αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή «θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής».

Η απορριπτική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής, που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 29.3.2000, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι, όπως είναι διατυπωμένα τα άρθρα 20 και 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Νόμος 90/72, όπως τροποποιήθηκε - ο Νόμος), δεν απαιτείται οποιαδήποτε Πολεοδομική Άδεια για λατομεία. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, Πολεοδομική Άδεια απαιτείται, στα πλαίσια του Νόμου, αναφορικά με «ανάπτυξη». Ο όρος δε «ανάπτυξη», όπως ερμηνεύεται από το άρθρο 20(1) του Νόμου, σημαίνει, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση «μεταλλευτικών», όχι όμως και «λατομικών» εργασιών. Επίσης, το άρθρο 21(1) του Νόμου, παρόλο που χρησιμοποιεί τη λέξη «μεταλλείο», δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «λατομείο». Τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής πλευράς, το «μεταλλείο» είναι κάτι διαφορετικό από το «λατομείο», διαφοροποίηση που γίνεται με απόλυτη σαφήνεια, τόσο από το άρθρο 3 (περί Ερμηνείας) του περί Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου, Κεφ. 270, όσο και από τα Μέρη IV και V, αντίστοιχα, του ίδιου Νόμου, και που αποδεικνύει ότι οι δύο δραστηριότητες δεν ανήκουν στο ίδιο γένος (genus) ώστε ο όρος «μεταλλείο» να εμπερικλείει το «λατομείο» ή αντίστροφα. Επομένως, πάντοτε κατά το δικηγόρο της αιτήτριας, η Δήλωση Πολιτικής (Αναθεώρηση 1996), η οποία κάμνει μνεία ή πρόβλεψη που υπονοεί ότι απαιτείται Πολεοδομική Άδεια για τα «λατομεία», είναι ultra vires, διότι το «λατομείο» δεν είναι και δεν εμπίπτει στον όρο «ανάπτυξη», όπως αυτός ερμηνεύεται από το άρθρο 20(1) του Νόμου. Εκείνο που απαιτείται για λατομικές εργασίες είναι άδεια ή προνόμιο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 270. Αρμόδια για χορήγηση τέτοιας άδειας ή προνομίου είναι άλλη Αρχή και όχι η Πολεοδομική Αρχή ή το Υπουργικό Συμβούλιο.

Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το άρθρο 20(1) του Νόμου έχει ως εξής:

«20.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτει εκ του κειμένου, «ανάπτυξις» σημαίνει, τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, την εκτέλεσιν, οικοδομικών, μηχανικών μεταλλευτικών ή άλλων εργασιών εντός, επί, ύπερθεν ή κάτωθεν ακινήτου ιδιοκτησίας ή την εκτέλεσιν οιασδήποτε ουσιώδους μεταβολής εν τη χρήσει οιασδήποτε οικοδομής ή άλλης ακινήτου ιδιοκτησίας.»

Ο όρος «ανάπτυξη», όπως ερμηνεύεται στο πιο πάνω άρθρο, περιλαμβάνει την εκτέλεση, μεταξύ άλλων, και «ή άλλων εργασιών εντός, επί ύπερθεν ή κάτωθεν ακινήτου ιδιοκτησίας». Σε τέτοιου είδους «εργασίες» ασφαλώς περιλαμβάνονται και οι λατομικές εργασίες εφόσον, και αυτές, εκτελούνται εντός, επί ή κάτωθεν ακίνητης ιδιοκτησίας, ανάλογα με το είδος του λατομικού υλικού που εξορύσσεται. Πέραν τούτου, ο ίδιος όρος, και πάλι όπως ερμηνεύεται στο ίδιο πιο πάνω άρθρο, σημαίνει «ή την εκτέλεσιν οιασδήποτε ουσιώδους μεταβολής εν τη χρήσει οιασδήποτε οικοδομής ή άλλης ακινήτου ιδιοκτησίας». Στην περίπτωση της αιτήτριας, με την προτιθέμενη ανάπτυξη, προτεινόταν να εκτελεστεί ουσιώδης μεταβολή, από κτηνοτροφική σε λατομική, στην καθορισθείσα χρήση της ακινήτου ιδιοκτησίας. Ακολουθεί ότι η Δήλωση Πολιτικής είναι intra vires του Νόμου και σύννομα απαιτεί την εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας για την εκτέλεση λατομικών εργασιών επί ακινήτου ιδιοκτησίας.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε πλήρη έρευνα της υπόθεσης διότι, μεταξύ άλλων, αντί να επιληφθεί της αίτησης εξ αρχής και αποφανθεί αφού προβεί η ίδια σε εκτίμηση των εκατέρωθεν θέσεων, όπως προκύπτει από την επιστολή της 29.3.2000, περιορίστηκε στην έρευνα κατά πόσο «η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής». Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, αυτός ο τρόπος ενέργειας της Υπουργικής Επιτροπής καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωτέα για το λόγο ότι υποδηλώνει ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν ενήργησε και δεν άσκησε τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 31(2) του Νόμου, δηλαδή δεν επιλήφθηκε της αίτησης «ως εάν αυτή είχε το πρώτον υποβληθή εις τούτο», αλλά έκρινε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας ως εφετείο.

Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Σύμφωνα με το άρθρο 31(2) του Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο ή η Υπουργική Επιτροπή «δύναται δε να επιληφθή της αιτήσεως ως εάν αύτη είχε το πρώτον υποβληθή εις τούτο». Από την πρόνοια αυτή προκύπτει, με σαφήνεια, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο εκδοχέας της εξουσίας του, ήτοι η Υπουργική Επιτροπή, όταν εξετάζει ιεραρχική προσφυγή εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, δεν ενεργεί ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο (εφετείο), περιοριζόμενο στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά υφιστάμενου οργάνου, αλλά ενεργεί ως πρωτοβάθμιο διοικητικό όργανο με εξουσία, αλλά και υποχρέωση, να επιληφθεί και αποφανθεί επί της αίτησης εξετάζοντάς την εξ αρχής. Στη προκείμενη περίπτωση, όπως είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της επιστολής της 29.3.2000, η Υπουργική Επιτροπή, αφού εσφαλμένα εξομοίωσε την ιεραρχική προσφυγή με έφεση, περιορίστηκε στην έρευνα κατά πόσο «η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής», χωρίς να επιληφθεί και αποφανθεί, η ίδια, εξετάζοντας την αίτηση εξ αρχής. (Βλέπε σχετικά Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΧΕΠΑ) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ2412, 15.12.1999, Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ν. Κίμωνα Ευριπίδη κ.α., ΑΕ2504, 18.5.2000 και Mantovanis Umber Industries Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1233/99, 30.4.2001).

Οι άλλοι δύο, και τελευταίοι, λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 25 του Συντάγματος διότι αποστερεί την αιτήτρια από το δικαίωμα άσκησης των εργασιών της, όπως, επίσης, και το Άρθρο 28 του Συντάγματος, διότι συνιστά άνιση μεταχείριση της αιτήριας έναντι άλλων στους οποίους χορηγήθηκαν άδειες λατομείου στην ίδια περιοχή.

Οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν. Το δικαίωμα εργασίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, δύναται να υπαχθεί «εις τους υπό του νόμου τιθέμενους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις». Τέτοιους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις θέτει και η περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νομοθεσία. Όσον αφορά τον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση της αιτήτριας, σημειώνω ότι, όπως φαίνεται από το Παράρτημα 10 στην αγόρευση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση, μετά την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, δε χορηγήθηκε νέα Πολεοδομική Άδεια σε άλλα λατομεία που λειτουργούν στην ίδια περιοχή. Όπως ρητά αναφέρεται στην ίδια αγόρευση, «για τα εν λόγω λατομεία έχουν λήξει τόσο οι σχετικές Πολεοδομικές Άδειες όσο και τα Προνόμια Λατομείων, ενώ σχετικές αιτήσεις για τη συνέχιση των λατομικών τους δραστηριοτήτων έχουν απορριφθεί ή εκκρεμούν στην Πολεοδομική Αρχή.».

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £400 έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος λόγω μη δέουσας έρευνας ως αποτέλεσμα μη ορθής εφαρμογής του άρθρου 31(2) του Νόμου.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

&# 9;Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο