ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 795/2000.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με τα άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Χρίστου Παπαμάρκου,
Αιτητή
και
Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,
Καθ' ης η αίτηση.
__________________
12 Ιουλίου, 2001
.Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Κ. Στιβαρού (κα.) για Γ. Κακογιάννη.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία στάληκε στον αιτητή, με επιστολή της καθ' ης ημερ. 27.3.2000 και με την οποίαν απέρριψε το αίτημα του για παραχώρηση τριών προσαυξήσεων αναδρομικά από 1.7.98 όπως προβλέπουν οι σχετικοί κανονισμοί λόγω απόκτησης πανεπιστημιακού διπλώματος στη Μηχανολογική Μηχανική είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»
Τα πραγματικά περιστατικά
.Ο αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή) στη θέση Χειριστή Μηχανών. Τοποθετήθηκε στην 9η βαθμίδα της κλίμακας Α2 λόγω του ότι είχε δίπλωμα Μηχανολογίας του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (το Α.Τ.Ι.). Η τοποθέτηση στην 9η βαθμίδα κατέστει δυνατή δυνάμει της Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Με απόφαση της Αρχής ημερ. 8.6.99 ο αιτητής διορίσθηκε στη θέση Τεχνικού Ηλεκτρολογίας από 1.7.1999. Με το διορισμό αυτό δεν επήλθε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη μισθοδοσία του. Την 1.7.1998 ο αιτητής απέκτησε πτυχίο Μηχανολογίας του Πανεπιστημίου Glamorgan. Με επιστολή του ημερ. 4.8.1999 προς τον Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής ανέφερε ότι το πιο πάνω πτυχίο του δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί «για να του παραχωρηθούν οι τρεις προσαυξήσεις σύμφωνα με τους υφιστάμενους κανονισμούς που απορρέουν από συλλογική σύμβαση». Ζήτησε όπως του παραχωρηθούν οι τρεις προσαυξήσεις το συντομότερο δυνατό με αναδρομική ισχύ από τον Ιούλιο του 1998.
Ο Διευθυντής Προσωπικού πληροφόρησε τον αιτητή ότι με βάση το Δίπλωμα του ΑΤΙ που κατέχει έχει ήδη τοποθετηθεί ταυτόχρονα με το διορισμό του στην Αρχή, στην 9η βαθμίδα της Κλίμακας Α2 και γι' αυτό δεν δικαιούται επιπρόσθετα άλλες προσαυξήσεις για το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα.
Ταυτόχρονα ο Διευθυντής Προσωπικού επεσύναψε αντίγραφο σχετικής εγκυκλίου της Υπηρεσίας Προσωπικού ημερ. 1.9.1999 στην οποία παρατίθενται οι σχετικές πληροφορίες (βλ. επιστολή του Διευθυντή Προσωπικού ημερ. 17.9.99).
Ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος με επιστολή του ημερ. 13.10.99 προς το Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής. Υπενθύμισε ότι το πτυχίο του δεν έχει αξιολογηθεί για να του παραχωρηθούν οι τρεις προσαυξήσεις. Ανέφερε επίσης ότι η πιο πάνω εγκύκλιος ημερ. 1.9.99 «καλύπτει πλήρως την περίπτωση του στο σημείο (στ) και στην τελευταία παράγραφο». Ζήτησε και πάλιν όπως του παραχωρηθούν οι τρεις προσαυξήσεις.
Η επιστολή του αιτητή με ημερ. 13.10.99 δεν έτυχε απάντησης. Ο αιτητής επανήλθε με επιστολή του προς το Διευθυντή Προσωπικού ημερ. 26.10.99. Σχολίασε την πιο πάνω επιστολή του τελευταίου ημερ. 17.9.99. Ανέφερε ότι το πτυχίο του στην Μηχανολογική Μηχανική αποκτήθηκε τον Ιούλιο του 1998, 14 μήνες πριν την έγκριση των σχετικών εισηγήσεων που γνωστοποιούνται με την πιο πάνω εγκύκλιο. Πρόσθεσε ότι σύμφωνα με την πιο πάνω εγκύκλιο δικαιούται σε επιπρόσθετες προσαυξήσεις «αν και έχει κερδίσει οποιεσδήποτε προσαυξήσεις λόγω των προσόντων που είχε κατά την πρόσληψη του». Σημείωσε ότι σε πολλούς συναδέλφους της ίδιας ημερομηνίας πρόσληψης με τον ίδιο, τους έχουν παραχωρηθεί 8 προσαυξήσεις για το γεγονός ότι ήταν διπλωματούχοι του ΑΤΙ, και με επιτυχία στις γραπτές εξετάσεις των City & Guilds τους παραχωρήθηκαν ακόμα τρεις.
Η επιστολή ημερ. 26.10.99 παρέμεινε χωρίς απάντηση και ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 17.1.2000 ζήτησε να του απαντήσουν το συντομότερο δυνατό. Η τελευταία επιστολή του αιτητή έτυχε απάντησης με επιστολή του Διευθυντή της Αρχής ημερ. 27.3.2000. Την παραθέτω:
«Σε απάντηση των επιστολών σας με ημερομηνία 26.10.1999 και 17.1.2000 επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με την πολιτική της Αρχής εάν κάτοχος Διπλώματος ΑΤΙ Ηλεκτρολογίας ή κάτοχος Διπλώματος Πανεπιστημίου Ηλεκτρολογίας διοριστεί σε θέση Τεχνικού, τότε τοποθετείται στην 9η βαθμίδα της Κλίμακα Α2. Ουδέποτε ίσχυε πολιτική όπως εάν κάποιος κατέχει και τα δύο Διπλώματα τύχει επιπρόσθετων προσαυξήσεων.
Ας σημειωθεί ότι κάτοχος των πιο πάνω Διπλωμάτων αλλά άλλης ειδικότητας με βάση την προηγούμενη πολιτική τοποθετείτο στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α2 ενώ με την τώρα ισχύουσα πολιτική των αναγνωρισμένων εξετάσεων τοποθετείται στην 4η βαθμίδα της Κλίμακας Α2.
Οι εξετάσεις City & Guilds που αναφέρονται στην επιστολή σας, αναγνωρίζονται για επιπρόσθετες προσαυξήσεις μόνο στους Χειριστές Μηχανών που ήταν στην Υπηρεσία την ημερομηνία έγκρισης της Εγκυκλίου και δικαιούντο μέχρι σήμερα τέτοιου προνομίου.»
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πιο πάνω απάντησης.
Οι προδικαστικές ενστάσεις
.Στην ένσταση της Αρχής έχουν εγερθεί οι πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:
«(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη ή παράλειψη σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και/ή αποτελεί πράξη βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης της Αρχής, αναφορικά με το θέμα των προσαυξήσεων του Αιτητή.
(β) Ως συνέπεια του υπό (α) πιο πάνω λόγου, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
(γ) Ο Αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος και/ή στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η αρχή EXCEPTIO DOLI PROCESSAUALIS ως ειδικώτερη εφαρμογή της αρχής VENIRE CONTRA FACTUM PROPRIUM.
Ενώ δηλαδή ο Αιτητής με τη συμπεριφορά του έδωσε την εντύπωση ότι είναι σύμφωνος προς συγκεκριμένη ενέργεια της Αρχής, δηλαδή το διορισμό του από 1.7.99 στη θέση του Τεχνικού (Ηλεκτρολογίας) στις συνδυασμένες κλίμακες Α2-Α5-Α7-Α8, χωρίς να επέρχεται καμιά διαφοροποίηση στη μισθοδοσία του, τον οποίο διορισμό αποδέκτηκε ανεπιφύλακτα, με το παρόν ένδικο μέσο ζητά θεραπεία ασυμβίβαστη και/ή αντίθετη με την πιο πάνω ενέργεια της Αρχής και/ή αμφισβητεί εκ των υστέρων και εκπρόθεσμα τη νομιμότητα της.»
Η κα. Στιβαρού, εκ μέρούς της Αρχής, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράξη καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα αφού παραπέμπει στις ισχύουσες επί του θέματος διατάξεις. Υπέβαλε περαιτέρω ότι είναι και επιβεβαιωτική γιατί με τις επιστολές του ημερ. 13.10.99, 26.10.99 και 21.12.2000 ο αιτητής δεν έθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για νέα έρευνα της υπόθεσης. Συνεπώς - κατέληξε η κα. Στιβαρού - η απόφαση που κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ.
27.3.2000, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη αλλά επιβεβαιωτική της απόφασης που του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 17.9.99.Από την άλλη ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι «το άρθρο 29 του Συντάγματος καθιέρωσε το δικαίωμα του πολίτη να απευθύνεται προς αρμόδιο όργανο και να υποβάλλει παραστάσεις και αιτήματα προς εξέταση». Το αίτημα του αιτητή «μπορούσε να ικανοποιηθεί ή να απορριφθεί αρμόδια μόνο με απόφαση της Αρχής, δηλαδή του Διοικητικού Συμβουλίου». Οι επιστολές ημερ. 17.9.99 και 27.3.2000 δεν περιέχουν απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής. Επομένως ο αιτητής ορθά ισχυρίζεται ότι απορρίφθηκε το αίτημα του από μη αρμόδιο όργανο, παρά το γεγονός ότι οι επιστολές του ημερ. 13.10.99 και 26.10.99 έθεσαν νέα θέματα προς εξέταση όπως είναι η εγκύκλιος της Αρχής ημερ. 1.9.99 και οι εξετάσεις των City & Guilds. Είναι «μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναφέρεται στην πρώτη επιστολή ημερ. 17.9.99 αλλά απαντά πλέον (αναρμόδια όμως
) στα νέα θέματα που έθεσε ο αιτητής με τις επιστολές του ημερ. 13.10.99 και 26.10.99».Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η απόφαση, αντικείμενο της προσφυγής, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ή κατά πόσο αποτελεί βεβαιωτική πράξη.
Στη Ζίττη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082/29.5.98 το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", 'Εκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C. L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας)
.................................. .................................................. .....
Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603/29.10.96)
.Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", 'Εκδοση Τέταρτη, σελ. 176
:'Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης
, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.'
(Βλ. και Varnava v. Republic (1968)
3 C.L.R. 566)Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:
'Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.
.................................. .................................................. ......
Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν
μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.'(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: "Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν").
Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε 'ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων' αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1529, 1532)
.»Στην κρινόμενη περίπτωση δεν υπάρχει νέα έρευνα. Τα όσα έχει περιγράψει ο κ. Αγγελίδης «ως νέα θέματα» δεν αποτελούν καθόλου νέα θέματα. 'Ηταν θέματα τα οποία ήταν γνωστά στη διοίκηση και τα οποία δεν επέβαλλαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας.
Με την επιστολή ημερ. 27.3.2000, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, βεβαιούται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφαση της η οποία περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της ημερ. 17.9.99. Η απόφαση, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερ. 27.3.2000, περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης. Δεν είναι επομένως εκτελεστή και δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. 'Επεται πως η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Λόγω αυτής της κατάληξης το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την παρούσα προσφυγή. Η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν παρέχει στο Δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να εξετάσει τον μοναδικό λόγο ακύρωσης ήτοι την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Αυτό βεβαιώνεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, 8, 9
2 στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:«... σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει πρώτα τη νομιμότητα σύνθεσης του οργάνου και στη συνέχεια την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Δεν διαφωνούμε ότι η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης εξ απόψεως αρμοδιότητος του οργάνου που την εξέδωσε, προέχει και ερευνάται αυτεπαγγέλτως. 'Ομως κάτι τέτοιο γίνεται μόνο αν το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του προς εξέταση διοικητική πράξη. Θα ήταν πρωθύστερο αν το Δικαστήριο εξέταζε τη νομιμότητα της σύνθεσης ή την αρμοδιότητα του οργάνου και στη συνέχεια κατέληγε ότι η υπό εξέταση πράξη δεν είναι διοικητική και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της. Αν όμως δεν είχε δικαιοδοσία πώς θα αποφάσιζε περί της νομιμότητας του διοικητικού οργάνου.»
(Βλ. και Καρατσής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1547/2000/15.3.2000 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας)).
Για τον πιο πάνω λόγο - έλλειψη εκτελεστότητας - η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.