ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1079/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ
.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Nίκου Ρούσου, από την Πάφο
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
16 Ιουλίου, 2001
Για τον αιτητή : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Κυρ. Σταυρινός, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή») που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 23.5.2000. Η Επιτροπή είχε, ύστερα από επανεξέταση, κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 3.6.1999, αποφασίσει τη μη πλήρωση της θέσης Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού (Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας). Ο
αιτητής αξιώνει ωσαύτως όπως ό,τι παραλείφθηκε, διαταχθεί να γίνει.Μέσα στα πλαίσια της επανεξέτασης η Επιτροπή με επιστολή της ημερ. 5.8.1999, διαβίβασε το θέμα στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών για σύσταση νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία θα υπέβαλλε έκθεση για όλους τους υποψήφιους. Η σύσταση νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής (στο εξής «η Συμβουλευτική») κρίθηκε αναγκαία, γιατί η επανεξέταση του θέματος θα έπρεπε να επαναρχίσει, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από το στάδιο αυτό.
Στις 17.4.2000 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής που συστήθηκε. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 9.5.2000 ανέβαλε την εξέταση του θέματος, χωρίς να καταγραφεί όμως ο λόγος αναβολής, ενώ εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής στη συνεδρία της ημερ. 10.5.2000.
Η Επιτροπή υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής σ΄ ό,τι αφορά την κατοχή των προσόντων από τους υποψήφιους, με εξαίρεση το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας το οποίο έκρινε ότι κανένας από τους υποψήφιους δεν κατείχε.
Η Επιτροπή, αντίθετα με το πόρισμα της Συμβουλευτικής που ήταν της γνώμης ότι ο αιτητής είχε άριστη γνώση της ελληνικής, έκρινε ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, τόσο για τον αιτητή, όσο και για άλλο υποψήφιο, δεν αποτελούσαν επαρκή τεκμήρια που να αποδεικνύουν την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας γνώση. Παρατήρησε ότι τα στοιχεία αυτά (εκθέσεις, μελέτες, διαλέξεις κλπ), είτε είχαν συνταχθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων των θέσεων που αυτοί κατείχαν πριν τον ουσιώδη χρόνο, θέσεις που δεν προέβλεπαν άριστη γνώση της γλώσσας, είτε κατά τη διάρκεια των σπουδών τους σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στο ίδιο πρακτικό η Επιτροπή δεν παραλείπει να σημειώσει ότι ο αιτητής πέτυχε στην εξέταση για διαπίστωση της άριστης γνώσης της ελληνικής που η Επιτροπή σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού διοργάνωσε στις 13.4.2000, άνκαι σημείωσε ότι τούτο αναφέρεται σε μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου ημερομηνία. ΄Ετσι η Επιτροπή δεν προχώρησε στην πλήρωση της θέσης και αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν στην ένστασή τους δύο προδικαστικές ενστάσεις. Ισχυρίστηκαν ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και ότι ο αιτητής δεν κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Καμιά αναφορά στις πιο πάνω ενστάσεις δεν έγινε στις γραπτές αγορεύσεις. ΄Ανκαι εκ των πραγμάτων θεωρώ ότι και οι δύο ενστάσεις έχουν εγκαταλειφθεί, επειδή άπτονται θεμάτων που εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αισθάνομαι ότι οφείλω να ασχοληθώ μαζί τους.
Και οι δύο ενστάσεις είναι αβάσιμες και ορθά δεν υποστηρίκτηκαν. Ως προς το κατ΄ ισχυρισμόν εκπρόθεσμο της προσφυγής, αρκεί να λεχθεί ότι η επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία γνωστοποιείτο η απόφαση, εστάλη μεν στις 23.5.2000, ελήφθη όμως στις 30.5.2000. Αφού η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 9.8.2000, η καταχώρηση είναι εμπρόθεσμη.
΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και συνεπώς στερείται εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με πάγια νομολογία, πρόσωπο που στερείται προσόντων διορισμού, δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής πράξης διορισμού, εκτός αν, όπως στην παρούσα περίπτωση, αμφισβητεί την προπαρασκευαστική απόφαση ότι δεν είχε τα προσόντα, οπότε η αίτηση ακύρωσης προχωρεί (Ιωνά κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1775
).
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αιτιολογήσει ειδικά την απόκλισή της από τη γνώμη της Συμβουλευτικής, ενώ θα έπρεπε να ερευνήσει η ίδια κατά πόσο κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής πέτυχε σε σχετική εξέταση στην οποία κλήθηκε στις 13.4.2000, η επιτυχία του όμως δεν ελήφθη υπ΄ όψιν γιατί, όπως καταγράφει η Επιτροπή στο σχετικό πρακτικό, αναφέρεται σε μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου ημερομηνία.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατέδειξε την κατοχή του προσόντος παρουσιάζοντας μελέτες και δημοσιεύσεις στις οποίες προέβη σε διάφορες εποχές πριν ή κατά την περίοδο της προαγωγής του. Επισημαίνει ακόμα ότι η Επιτροπή αγνόησε ότι τον είχε επιλέξει στη διαδικασία που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για τη θέση, στην οποία και υπηρέτησε για δύο χρόνια χωρίς να τεθεί θέμα έλλειψης προσόντων.
΄Οταν ο νόμος απαιτεί απλή γνώμη, το αποφασίζον όργανο οφείλει μεν να προκαλέσει και ακούσει τη γνώμη, δεν οφείλει όμως να συμμορφωθεί προς αυτήν. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικώς την απόκλισή του (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 193
).Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή όφειλε να αιτιολογήσει ειδικά την απόκλισή της από τη γνώμη της Συμβουλευτικής, η οποία, όπως είδαμε, είχε καταλήξει ότι ο αιτητής είχε το συγκεκριμένο προσόν. Περαιτέρω η Επιτροπή όφειλε να προβεί και η ίδια σε δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει αν ο αιτητής κατείχε το προσόν.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διαπίστωση των προσόντων των υποψήφιων για την πλήρωση της θέσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και αποτελεί πτυχή της διοικητικής λειτουργίας (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 4
29, 441). Το Δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο η Επιτροπή με βάση το ενώπιόν της υλικό μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε συγκεκριμένο συμπέρασμα (Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60, 63).Η αναγκαιότητα για έρευνα από την ίδια την Επιτροπή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα εκείνα ενδεικτικά που καταδεικνύουν την επάρκεια γνώσης μιας γλώσσας, έχει τονιστεί επανειλημμένα (Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317
, Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 973/93, ημερ. 2.10.1996).Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και λόγω της παράλειψης της Επιτροπής να προβεί στη δέουσα έρευνα, για διαπίστωση από την ίδια, κατά πόσο ο αιτητής κατείχε το συγκεκριμένο προσόν στο βαθμό που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Η Επιτροπή δεν μπορούσε να απεκδυθεί της ευθύνης της για ολοκληρωμένη έρευνα.
Περαιτέρω όμως, η αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής είναι παράλογη και εντελώς αυθαίρετη. Δεν αντιλαμβάνομαι πως ένα κείμενο, που κατά τα άλλα δυνατόν να αποδεικνύει άριστη γνώση μιας γλώσσας, θεωρείται ότι δεν είναι αρκετό για να αποδείξει τη γνώση αυτή, απλώς και μόνο γιατί συντάχθηκε κατά το χρόνο που ο συντάξας κατείχε θέση που απαιτούσε χαμηλότερο επίπεδο γνώσης, ή κατά το χρόνο φοίτησης σε αγγλόφωνο εκπαιδευτικό ίδρυμα. ΄Αξιον επίσης απορίας είναι και το γεγονός ότι ο αιτητής κλήθηκε σε εξέταση, ενώ η Επιτροπή δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα. Διερωτάται ακόμα κανένας γιατί η εξέταση δεν πραγματοποιήθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Εν όψει όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η Επιτροπή άσκησε πλημμελώς τη διακριτική της ευχέρεια και στην απουσία δέουσας έρευνας η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Η αξίωση του αιτητή για έκδοση διατάγματος που να διατάζει όπως ό,τι παραλείφθηκε να γίνει, απορρίπτεται γιατί δεν έχουμε παράλειψη της
διοίκησης, αλλά πράξη η οποία κρίθηκε πλημμελής. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαίδης
Δ.
/ΜΔ