ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1013/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μιχαήλ Εγγλεζάκη,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

2. Υπουργείου Υγείας,

Καθ' ων η αίτηση

________________

12 Ιουλίου, 2001.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ' ων η αίτηση: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

Για το Ε/Μ Αγ. Χριστοφίδη: Α. Ευσταθίου (κα.).

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής είναι Ιατρικός Λειτουργός 1ης τάξης (Γυναικολογίας) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας. Κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε στο Νοσοκομείο Λάρνακας. Με επιστολή του ημερ. 2.2.2000 (Ερ. 42 στο Φακ. Τεκ. 1) προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε σε πληροφορίες για μετάθεση άλλου Ιατρικού Λειτουργού, που υπηρετεί στη Λεμεσό, στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και σε προηγούμενη επιστολή του με ημερ. 22.11.99 με την οποία είχε υποβάλει ο ίδιος αίτημα για μετάθεση του στη Λευκωσία για σοβαρούς λόγους υγείας. Αφού εξειδίκευσε τους λόγους υγείας ζήτησε «όπως σταθμίσουν τα πιο πάνω πριν την οποιαδήποτε μετάθεση».

Η Ε.Δ.Υ. απάντησε με επιστολή της ημερ. 29.2.2000. Πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή ως εξής:

«2. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 48 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996, 'οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής δεόνως αιτιολογημένη'. Επίσης, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2) του Κανονισμού 20 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 1994, 'όταν υπάλληλος επιθυμεί να μετατεθεί για λόγους προσωπικούς ή για λόγους υγείας, υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή. Αν αυτή συμφωνεί, υποβάλλει πρόταση στην Επιτροπή .... Αν διαφωνεί πληροφορεί σχετικά τον υπάλληλο'.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μπορεί να εξετάσει θέμα μετάθεσης του πελάτη σας μόνο μετά από σχετική πρόταση της αρμόδιας αρχής.»

Ο δικηγόρος του αιτητή επανήλθε επί του θέματος. Με επιστολή του ημερ. 16.5.2000 πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. ότι η Αρμόδια Αρχή υπέβαλε πρόταση για μετάθεση άλλου Ιατρικού Λειτουργού παρά το αίτημα και τα προβλήματα υγείας του αιτητή. Για το λόγο αυτό ζήτησε από την Ε.Δ.Υ. «στα πλαίσια της δέουσας έρευνας να εξετάσει και την συγκεκριμένη προσωπική ανάγκη που ανεξήγητα αγνοεί η Αρμόδια Αρχή».

Η Ε.Δ.Υ. απάντησε με επιστολή της ημερ. 30.5.2001. Πληροφόρησε το δικηγόρο του αιτητή ότι ενώπιον της δεν εκκρεμεί η εξέταση οποιασδήποτε πρότασης της Αρμόδιας Αρχής για μετάθεση Ιατρικού Λειτουργού, 1ης τάξης, στην ειδικότητα της Γυναικολογίας. Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. επανέλαβε τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή της ημερ. 29.2.2000 σ' ότι αφορά τις νομοθετικές πρόνοιες που διέπουν τη διαδικασία μιας μετάθεσης και επεσήμανε ότι το θέμα της μετάθεσης του αιτητή θα εξεταστεί μόνο μετά από σχετική πρόταση της Αρμόδιας Αρχής.

Στις 14.4.2000 η Αρμόδια Αρχή υπέβαλε προς την Ε.Δ.Υ. πρόταση για την μετάθεση του Ιατρικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης (Γυναικολογίας) Αγαθοκλή Χριστοφίδη (το Ε.Μ.) από το Νοσοκομείο Λεμεσού στο Νοσοκομείο Αρχ. Μακάριος Γ' στη Λευκωσία.

Οι λόγοι για τους οποίους έγινε η πιο πάνω πρόταση έχουν ως εξής:

«Η προτεινόμενη αυτή μετάθεση εντάσσεται στα πλαίσια των από καιρού εις καιρόν διενεργούμενων μεταθέσεων των Λειτουργών μας τόσο για την αύξηση της παραγωγικότητας της υπηρεσίας όσο και για τη διεύρυνση των εμπειριών των λειτουργών μας. Στα πλαίσια των προνοιών του καταστατικού της Μεικτής Επιτροπής Προσωπικού για την παροχή διευκολύνσεων στα συνδικαλιστικά στελέχη. Είναι Πρόεδρος του Κλάδου Κυβερνητικών ιατρών της ΠΑΣΥΔΥ.»

Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε την πιο πάνω πρόταση κατά τη συνεδρία της με ημερ. 5.5.2000:

'Ελαβε υπόψη ότι το Ε.Μ. έχει ενημερωθεί για την προτεινόμενη μετάθεση του και την αποδέχεται. Περαιτέρω έλαβε υπόψη ότι, σύμφωνα με την πρόταση, το Ε.Μ. θα αντικατασταθεί από έκτακτο Ιατρικό Λειτουργό. Αποφάσισε να μεταθέσει το Ε.Μ. από τη Λεμεσό στο Νοσοκομείο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' Λευκωσία από 15.5.2000.

Στις 28.7.2000 ο αιτητής άσκησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία περιήλθε σε γνώση του αιτητή κατά ή περί την 5.6.2000 να μεταθέσουν τον Αγαθοκλή Χριστοφίδη ιατρό γυναικολόγο από το Νοσοκομείο Λεμεσού στο Νοσοκομείο Λευκωσίας αντί τον αιτητή που είχε υποβάλει αντίστοιχο αίτημα με λόγους υγείας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των καθ' ων η αίτηση 2 να υποβάλει πρόταση στην καθ' ου η αίτηση 1 ώστε να μεταθέσουν τον αιτητή παρά το από μακρού νόμιμο αίτημα του από το Νοσοκομείο της Λάρνακας στο Νοσοκομείο Λευκωσίας για λόγους υγείας, είναι άκυρη και παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε πρέπει να ενεργηθεί.»

Η προδικαστική ένσταση.

Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν προδικαστική ένσταση. Υπέβαλαν ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση.

'Ερεισμα της προδικαστικής ένστασης αποτέλεσαν τα νομολογηθέντα στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2980.

Στην υπόθεση εκείνη αντικείμενο της προσφυγής ήταν η άρνηση του Υπουργείου Υγείας να υποβάλει πρόταση στην Ε.Δ.Υ. για μετάθεση της αιτήτριας. Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή. 'Ηταν η θέση τους ότι το παράπονο της αιτήτριας συνίσταται ουσιαστικά στην παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο όμως ο νόμος δεν τους επιβάλλει, οπόταν η παράλειψη δεν είναι εκτελεστή. 'Ηταν, περαιτέρω, η θέση τους ότι το άρθρο 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90), το οποίο διέπει τις μεταθέσεις δημοσίων υπαλλήλων, θέτει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια μετάθεσης τη διαπίστωση της ανάγκης για μετάθεση από το αρμόδιο τμήμα και την υποβολή πρότασης για το σκοπό αυτό στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην οποία παρέχεται και η αρμοδιότητα για τη διενέργεια μεταθέσεων στη δημόσια υπηρεσία.

Ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - έθεσε το θέμα ως εξής στις σελ. 2985, 2986:

«Ο νόμος δεν κατοχυρώνει δικαίωμα μετάθεσης δημοσίου υπαλλήλου, τουναντίον, όπως διαφαίνεται από τις διατάξεις του άρθρου 39, η τοποθέτηση του αποτελεί στοιχείο που άπτεται της ένταξης του στη δημόσια υπηρεσία και οριοθετεί τις υποχρεώσεις του. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού για την πιθανή μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου επαφίεται αποκλειστικά στην αρμόδια αρχή, γεγονός που υπογραμμίζει και τον καθοριστικό της ρόλο στη συνεκτίμηση των αναγκών του δημοσίου και την ορθολογιστική αξιολόγησή τους.

.................................. .................................................. .....

Καταλήγω ότι το άρθρο 48(2) (του Ν 1/90) δεν επιβάλλει καθήκον στην αρμόδια αρχή να προωθήσει το αίτημα για τη μετάθεση υπαλλήλου ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, γεγονός που καθιστά την προσβαλλόμενη παράλειψη μη εκτελεστή. 'Εννομο συμφέρο για την αναθεώρηση απόφασης για μετάθεση υπαλλήλου αποκτάται μόνο μετά την υποβολή εισήγησης για τη μετάθεση του από την αρμόδια αρχή οπόταν γεννάται εύλογη προσδοκία για μετάθεση συνυφασμένη με τις ανάγκες του δημοσίου και αντίστοιχο δικαίωμα με πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την αναθεώρηση της.

Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης, διαπίστωση που εκθεμελιώνει το βάθρο της προσφυγής η οποία και απορρίπτεται ως στερούμενη αντικειμένου. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.»

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, δεν κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση στην Ιωσήφ (πιο πάνω). Υπέβαλε όμως ότι η απόφαση εκείνη αφορούσε προσφυγή του 1990 (672/90) στην οποία δεν έγινε αναφορά στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), οι οποίοι περιέχουν ειδική πρόβλεψη στον Καν. 20 για το θέμα μεταθέσεων και μετακινήσεων. Ο Καν. 20(2) - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - «αφορά το δικαίωμα του κάθε υπαλλήλου για υποβολή αίτησης για μετάθεση εάν το επιθυμεί. Αυτό το δικαίωμα το άσκησε ο αιτητής αλλά στο τέλος μετατέθηκε άλλος που επίσης άσκησε αυτό το δικαίωμα (αίτηση για μετάθεση)».

Το εδάφιο (1) του πιο πάνω Καν. 20 ρυθμίζει τη διαδικασία υποβολής πρότασης από την αρμόδια Αρχή για τη μετάθεση υπαλλήλου. Το εδάφιο (2) του ίδιου Κανονισμού προβλέπει:

«(2) 'Οταν υπάλληλος επιθυμεί να μετατεθεί για λόγους προσωπικούς ή για λόγους υγείας, υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή. Αν αυτή συμφωνεί, υποβάλλει πρόταση στην Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (1). Αν διαφωνεί, πληροφορεί σχετικά τον υπάλληλο.»

Σύμφωνα με το άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90 «οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής δεόντως αιτιολογημένη».

Θεωρώ ότι ο πιο πάνω Καν. 20(2) δεν έχει μεταβάλει την νομική θέση. 'Ενας υπάλληλος μπορούσε και πριν από τη θέσπιση του πιο πάνω Κανονισμού να υποβάλει αίτημα για μετάθεση του. Τέτοιο δικαίωμα διασφαλίζεται από το άρθρο 29.1 του Συντάγματος.

Κρίνω, επομένως, ότι οι πρόνοιες του άρθρου 48(2) του Ν 1/90 δεν έχουν επηρεασθεί από τις πρόνοιες του πιο πάνω Καν. 20. 'Επεται πως τα νομολογηθέντα στην Ιωσήφ (πιο πάνω), με τα οποία συμφωνώ, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Κατά συνέπεια το άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90 δεν επιβάλλει στην αρμόδια Αρχή να προωθήσει αίτημα για μετάθεση υπαλλήλου ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Περαιτέρω στην απουσία πρότασης από την αρμόδια Αρχή η Ε.Δ.Υ. δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί σε μετάθεση οποιουδήποτε υπαλλήλου.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση, αντικείμενο της θεραπείας Α, και η προσβαλλόμενη «άρνηση και/ή παράλειψη», αντικείμενο της θεραπείας Β, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης.

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως στερούμενη αντικειμένου. Ο αιτητής να πληρώσει τα έξοδα των καθ' ων η αίτηση και του Ε.Μ..

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο