ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 394
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 353/2000
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Μιχαήλ Σάουρου από Λύμπια
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 22.5.2001Για τον αιτητή: κ. A. Ευτυχίου.
Για την καθ΄ης η αίτηση: κα Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 2.4.1999 προκηρύχθηκαν 71 θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Υποβλήθηκαν 226 αιτήσεις. Μία από αυτές ήταν εκείνη του αιτητή. Αφού ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 35(Β)(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως (αρ. 4) του 1999, (ο Νόμος) η αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού μελέτησε τις αιτήσεις και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των αιτητών, ετοίμασε την έκθεσή της, καθώς και κατάλογο 213 υποψηφίων που πρότεινε για προαγωγή στις 71 θέσεις. Στον κατάλογο δεν συμπεριλαμβανόταν ο αιτητής. Μετά την ανάρτηση της έκθεσης και του καταλόγου στην πινακίδα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού την 21.12.1999, ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 27.12.1999, υπέβαλε ένσταση προς την καθ΄ης η αίτηση αναφορικά με τα χρόνια υπηρεσίας που του αναγνώρισε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η καθ΄ης η αίτηση, κατά τη συνεδρία της 2.2.2000, αφού μελέτησε την ένσταση, την απέρριψε με αποτέλεσμα να μη συμπεριλάβει τον αιτητή στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.
Η απορριπτική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, με το αιτιολογικό της, κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την ακόλουθη επιστολή του Προέδρου της, ημερομηνίας 3.2.2000:
«Θέμα: Διαδικασία πλήρωσης 71 θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης
Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερ. 27/12/99, με την οποία υποβάλλετε ένσταση για την έκθεση και τον κατάλογο των υποψηφίων που κατάρτισε η Συμβουλευτική Επιτροπή σε σχέση με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τα όσα επικαλείσθε, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και όλα τα ενώπιον της έγγραφα και στοιχεία, αποφάσισε να σας πληροφορήσει τα ακόλουθα:
2. Η ένστασή σας δεν γίνεται δεκτή γιατί το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφαση του με αριθμό 18769 ημερ. 31.8.80, αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών σας για το δημόσιο συμφέρον από 1.2.1980. Παρόλον ότι η Απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου έχει ανακληθεί με την Απόφαση του με αριθμό 39204 ημερ. 22.4.1993, σύμφωνα με το άρθρο 14(η) του Περί Συντάξεων Νόμου του 1977 (Ν97(1)/97), σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασης) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης.»
Η πιο πάνω απόφαση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Η προδικαστική ένσταση.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή αλλά προπαρασκευαστική και, επομένως, δεν μπορεί να προσβληθεί παραδεκτά με προσφυγή. Επικαλέσθηκε σχετικά το άρθρο 35(Β)(8) του Νόμου το οποίο έχει ως εξής:
«(8) Η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.»
Σύμφωνα με την εισήγηση της δικηγόρου «η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρήγαγε άμεσα έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή αφού η Επιτροπή είναι αυτή που καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και δεν δεσμεύεται σε καμία περίπτωση από τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής».
Η ένσταση δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Νόμο η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των υποψηφίων που προτείνει για προαγωγή και τον διαβιβάζει, μαζί με την έκθεσή της, στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Ο κατάλογος αναρτάται και, μέσα σε δέκα μέρες, ο κάθε υποψήφιος μπορεί να υποβάλει ένσταση ζητώντας την αναθεώρησή του. Ακολούθως, με βάση το άρθρο 35(Β)(8) του Νόμου, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Ταυτόχρονα, ενημερώνει όσους υπέβαλαν ένσταση για την απόφασή της επί της ένστασης. Στην προκείμενη περίπτωση, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε τον αιτητή στον κατάλογο των 213 υποψηφίων που πρότεινε για προαγωγή στις 71 θέσεις. Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση προς την καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Η ένσταση απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, και αφού εξέτασε τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν είχαν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, η καθ΄ης η αίτηση κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων χωρίς να συμπεριλάβει τον αιτητή ως αποτέλεσμα της απόρριψης της ένστασής του. Η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση να απορρίψει την ένσταση του αιτητή, με αποτέλεσμα τη μη συμπερίληψή του στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, παρήγαγε άμεσο έννομο αποτέλεσμα υπό την έννοια ότι, εφόσον αποκλείσθηκε από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, δεν υπήρχε περίπτωση να επιλεγεί για προαγωγή δεδομένου ότι, μετά την κατάρτιση του τελικού καταλόγου, η καθ΄ης η αίτηση δεσμευόταν να προχωρήσει σε επιλογή μόνο μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονταν σ΄ αυτόν. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Πική, (όπως ήταν τότε), στην Papadopoulos v. Republic (1983) 3 CLR 1423, at p. 1425-6, άπτεται άμεσα του θέματος:
«Originally, counsel for the respondents objected to the justiciability of the act complained of on the ground that it was not executory. The objection was subsequently waived upon acknowledgment that the act is executory and amenable to judicial review. As I commented then, and I repeat now, this acknowledgment was soundly made in view of the nature of the act and its repercussions upon the position of the applicant.
An act that forms a distinct part of a composite administrative process may be executory depending on its repercussions and the manner and degree to which it affects the position of the applicant in the service. That it is part of a composite process is not in itself decisive. Here, as with respect to every administrative act, the test is whether the decision is productive of legal consequences that in turn falls to be determined by reference to the implications of the decision upon the position of the party affected thereby. An executory act in this sense is often contrasted with a preparatory act, limited in purport to elucidating the background to an executory decision. If a act in the process of a composite act is severable from the rest and in itself productive of legal consequences, it is actionable by way of judicial review. Undoubtedly the recommendations of the Advisory Committee were, having regard to the status of the post of a District Officer as a specialised position, a prerequisite to a valid appointment by the Public Service Commission and in effect directly relevant to the prospects of promotion of the candidates. The negative decision of the Advisory Commission amounted in effect to a rejection of the applicant as a candidate for promotion to the post of District Officer.
The decisions of the Supreme Court in Michaeloudes & Another v. The Republic, (1979) 3 C.L.R. 36, and Ioannou v. Electricity Authority, (1981) 3 C.L.R. 280, are directly on the point and establish that acts predetermining eligibility to promotion are in themselves executory and, therefore, justiciable in themselves. (For a review of the attributes of an administrative act see Chryssafinis v. The Republic, (1982) 3 C.L.R. 320).»
Η ουσία της προσφυγής.
Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 18769, ημερομηνίας 31.8.1980, οι υπηρεσίες του αιτητή τερματίστηκαν για λόγους δημοσίου συμφέροντος από 1.2.1980. Εφαρμόστηκε σχετικά ο περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασης) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμος του 1978 (Νόμος 57/1978). Μετά δεκατρία περίπου χρόνια, με νεότερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με αριθμό 39204, ημερομηνίας 22.4.1993, ο τερματισμός των υπηρεσιών του αιτητή ανακλήθηκε για το μέλλον (ex nunc). (Βλ., μεταξύ άλλων, Μ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2647, ημερομηνίας 5.2.2001). Η καθ΄ης η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη τη νομοθεσία στη βάση της οποίας τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του αιτητή, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι επαναπροσλήφθηκε με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 39204 της 22.4.1993, απορρίπτοντας την ένσταση, εφάρμοσε το άρθρο 14(η) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Νόμος 97(Ι)/97) το οποίο έχει ως εξής:
«(η) ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασης) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης.».
Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι εσφαλμένα η καθ΄ης η αίτηση, κατά την εξέταση της ένστασης, βασίστηκε στο πιο πάνω άρθρο 14(η) του Νόμου 97(Ι)/97. Σύμφωνα με την εισήγησή του, στην περίπτωση του αιτητή είχε εφαρμογή ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 1969, όπως τροποποιήθηκε, και, ιδιαίτερα, ο Κανονισμός 12(2)(γ) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (ΚΔΠ 382/97) ο οποίος, Κανονισμός, αναφέρεται γενικά στις περιπτώσεις μη συνεχούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας προσώπου που διορίζεται εκπαιδευτικός λειτουργός μετά την 15.6.1990, και όχι το άρθρο 14(η) του Νόμου 97(1)/97. Εάν, σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο του αιτητή, η διακοπή της υπηρεσίας του αιτητή (από 1.2.1980 μέχρι 22.4.1993) υπολογίζετο κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 12(2)(γ), επιπρόσθετα της υπηρεσίας του για την περίοδο που υπηρέτησε (από 10.9.1969 μέχρι 1.2.1980 και από 22.4.1993, που επαναπροσλήφθηκε, μέχρι την ημερομηνία που λήφθηκε η πρόταση για πλήρωση των 71 θέσεων ή την τελευταία ημερομηνία που καθορίστηκε για υποβολή αιτήσεων για προαγωγή στις εν λόγω θέσεις, ήτοι στις 8.11.1999 ή 26.11.1999, αντίστοιχα), τότε η συνολική βαθμολογία του θα ήταν ψηλότερη από εκείνη πολλών υποψηφίων που συμπεριλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο που κατάρτισε η καθ΄ης η αίτηση.
Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Στην ειδική περίπτωση του αιτητή, οι υπηρεσίες του οποίου τερματίστηκαν με βάση το Νόμο 57/1978, δεν τυγχάνει εφαρμογής η ΚΔΠ 382/97. Εφαρμογής τυγχάνει η ειδική πρόνοια (lex specialis) του άρθρου 14(η) του Νόμου 97(Ι)/97 σύμφωνα με την οποία η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο που απολύθηκε δυνάμει του Νόμου 57/1978 διατελούσε εκτός υπηρεσίας «δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης.».
Η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ