ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. : 166/2000, 362/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 166/2000
ΜΕΤΑΞΥ
:Ανδρέα Λοΐζου, Αργυρόκαστρου 7,
΄Εγκωμη 2409
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
__________
Υπόθεση Αρ. 362/2000
ΜΕΤΑΞΥ
:Ιωάννη Οικονομίδη, Γ. Παπανικολάου 4,
1082, Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
__________
31
Μαΐου, 2001Για τον αιτητή στην 166/2000 : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τον αιτητή στην 362/2000 : κα Α. Νικολετοπούλου για κ. Ε. Ευσταθίου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση : κ. Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
Για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη : κα Ν. Χρυσομηλά
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις παρούσες προσφυγές αξιώνεται ακύρωση του διορισμού τριών ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Μηχανολόγου Μηχανικού, 2ης τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών.
Η πλήρωση δύο κενών θέσεων ζητήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων με επιστολή του ημερ. 14.3.1997. Επειδή σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή"), αποφάσισε όπως η θέση δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δόθηκε δε προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων. Η θέση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 4.4.1997, υπ΄αρ. 3140, με τελευταία ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων την 29.4.1997. Σε ανταπόκριση της δημοσίευσης υποβλήθηκαν 139 συνολικά αιτήσεις. Στις 18.7.1997 έγινε αλλαγή των απαιτουμένων στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντων.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, με επιστολή του ημερ. 19.10.1998, διαβίβασε στην Επιτροπή την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την οποία συστήνονταν ως καταλληλότεροι οκτώ υποψήφιοι.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 20.11.1998 έχοντας υπ΄όψιν ότι το σχέδιο υπηρεσίας είχε αλλάξει, παρατήρησε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την ετοιμασία του προκαταρκτικού καταλόγου είχε λάβει υπ΄ όψιν και το πλεονέκτημα, το οποίο προβλεπόταν μόνο στο αρχικό σχέδιο υπηρεσίας. Ζητήθηκε από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας γνωμοδότηση κατά πόσο μπορεί νόμιμα να ληφθεί υπ΄ όψιν το πλεονέκτημα, τόσο από τη Συμβουλευτική
Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή κατά την τελική επιλογή ή αν θα έπρεπε το θέμα να σταλεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή για υποβολή από αυτή νέων συστάσεων, χωρίς αναφορά στο πλεονέκτημα.Η Επιτροπή αφού έλαβε τη γνωμοδότηση που ζήτησε, έστειλε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή καλώντας την να ασχοληθεί με το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που προβλέπεται στο νέο σχέδιο υπηρεσίας. Αποφασίστηκε επίσης όπως δοθεί ειδική αιτιολογία για τον Παύλο Λειβαδιώτη του οποίου η περίπτωση ενέπιπτε στις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκαταστάσεως των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 1997, Ν. 55(1)/97. Tέλος αποφασίστηκε όπως κληθεί η Συμβουλευτική Επιτροπή να σχολιάσει τις παραστάσεις των Χρίστου Σοφοκλέους και Φάνου Συρίμη για μη περίληψή τους στον προκαταρκτικό κατάλογο.
Η νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την οποία συστήνονταν ως καταλληλότεροι οκτώ υποψήφιοι, διαβιβάστηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών στην Επιτροπή στις 27.5.1999.
Στη συνεδρία της ημερ. 8.7.1999 ενώπιον της Επιτροπής τέθηκε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων, ημερ. 29.1.1998, με την οποία ζητούσε την πλήρωση ακόμα μιας κενής μόνιμης θέσης, η οποία είχε εξαιρεθεί από την αναστολή πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία.
Η Επιτροπή αποφάσισε όπως και η νέα κενή θέση πληρωθεί βάσει του άρθρου 33(9) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-1996 μέσα στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη.
Σε δύο συνεδριάσεις της ημερ. 16.11.1999 και 17.11.1999, η Επιτροπή δέκτηκε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους χωριστά. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και αποχώρησε. Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη ήταν οι καταλληλότεροι για διορισμό.
O αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 362/2000, προβάλλει μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι εφ΄ όσον η πρόταση για πλήρωση της τρίτης θέσης ελήφθη στις 29.1.1998, δηλαδή πριν την πρώτη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 20.11.1998, με την οποία η Επιτροπή ζητούσε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή νέα έκθεση, θα έπρεπε να ζητηθεί και η υποβολή συμπληρωματικού προκαταρκτικού κατάλογου, ούτως ώστε να υπάρξει συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του άρθρου 33(7) του Νόμου 1/90, που προβλέπει ότι ο αριθμός των υποψηφίων που περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος από τον αριθμό των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί, εφ΄ όσον βέβαια υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι. Δεν αμφισβητήθηκε ότι κατάλληλοι υποψήφιοι, με αξιόλογα προσόντα και με πολύ καλή επίδοση κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής προφορική συνέντευξη, υπήρχαν.
Με βάση το άρθρο 33(9), οι θέσεις που έχουν δημιουργηθεί ή κενωθεί μέχρι το τέλος του έτους, θα πρέπει να πληρούνται από τον τελικό κατάλογο που η Επιτροπή καταρτίζει και ο οποίος περιέχει τους πλέον κατάλληλους υποψήφιους που προκύπτουν μετά τον έλεγχο του προκαταρκτικού κατάλογου της Συμβουλευτικής. Είναι η θέση του αιτητή ότι
αφού η τρίτη θέση δεν προέκυψε μετά τον καταρτισμό του τελικού κατάλογου, αλλά πολύ πριν, έχει παρατηρηθεί ουσιώδης παράβαση του νόμου.Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 8.7.1999 προέβη στον καταρτισμό του τελικού κατάλογου, προσθέτοντας τρεις υποψήφιους στους οκτώ που είχε επιλέξει η Συμβουλευτική. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση παραδέχεται ότι οι τρεις επιπρόσθετοι υποψήφιοι δεν περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο εν όψει της τρίτης θέσης, αλλά βάσει του
δικαιώματος που παρέχεται στην Επιτροπή από το άρθρο 33(8) να καλεί και άλλους υποψήφιους που δεν συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική.΄Οπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Μαρούχου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 570/97, ημερ. 21.4.1999, η υποβολή σύστασης για τετραπλάσιο αριθμό κενών θέσεων που δημοσιεύονται, είναι υποχρεωτική βάσει του άρθρου 34 (7). Ούτε η δυνατότητα του άρθρου 34(14) για πλήρωση θέσης από την Επιτροπή χωρίς δημοσίευση, όταν αυτή κενούται κατά τη χρονική περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία για την πλήρωση άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο, δεν δικαιολογεί, ούτε εξουσιοδοτεί την παραβίαση του υποχρεωτικού της σύστασης από τη Συμβουλευτική τετραπλάσιου αριθμού των θέσεων υποψηφίων. Η Επιτροπή θεωρώντας ότι δεν ήταν απαραίτητο να παραπέμψει προς τη Συμβουλευτική την πρόταση για πλήρωση των επιπλέον θέσεων, τελούσε υπό ουσιώδη πλάνη (Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 304/97, ημερ. 29.1.1999
).Παρ΄ όλον ότι το συγκεκριμένο σημείο έχει εγερθεί μόνο από τον αιτητή στην υπόθεση υπ΄αρ. 362/2000, αφού η παράβαση του νόμου από την Επιτροπή άπτεται της νομιμότητας της πράξης, η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητά της και έναντι όλων των αιτητών (Μαραγκού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 182/96 κ.α., ημερ. 22.9.1998
).
Πέραν όμως των πιο πάνω θα εξετάσω και ένα άλλο σημείο το οποίο εγείρεται με την προσφυγή Αρ. 166/2000 και το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι γενικότερου ενδιαφέροντος.
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να δώσει ειδική αιτιολογία για την παράλειψή της να καλέσει ενώπιόν της τον αιτητή που διέθετε το πλεονέκτημα. Κι΄ αυτό υπό το φως του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιλέγηκαν δεν το διέθεταν. Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν τον ισχυρισμό ότι στην πρώτη έκθεση της Συμβουλευτικής αναγνωρίστηκε το πλεονέκτημα, τόσο στον αιτητή, όσο και στα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά μετά την αλλαγή του σχεδίου υπηρεσίας και την απόσυρση της πρόβλεψης του πλεονεκτήματος, η Συμβουλευτική κατάρτισε νέα έκθεση στην οποία το πλεονέκτημα δεν ελήφθη υπ΄ όψιν για κανένα υποψήφιο.
Το πρώτο θέμα το οποίο εγείρεται είναι το κατά πόσο μετά τη δημοσίευση συγκεκριμένης θέσης, το σχέδιο υπηρεσίας μπορεί να τροποποιείται και ο διορισμός ή η προαγωγή, να πραγματοποιείται με βάση το νέο.
Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Νόμου, κάθε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής που είναι κενή, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Στη δημοσίευση παρέχονται πλήρη στοιχεία του σχεδίου υπηρεσίας, καθορίζεται δε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων. Η διαδικασία αυτή τηρήθηκε και στην παρούσα υπόθεση.
Χαρακτηριστικά το άρθρο 34 (15) προβλέπει ότι κανένας δεν διορίζεται ή προάγεται σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, εκτός αν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση. Η διατύπωση αυτή δείχνει ότι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων είναι σημαντική ως προς την εξακρίβωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πρόταση της αρμόδιας αρχής για πλήρωση της θέσης δεν μπορεί να αποσυρθεί.
Αναμφίβολα η Διοίκηση δικαιούται να μεταβάλλει τα σχέδια υπηρεσίας, αλλά η εισαγωγή νέου σχέδιου δεν μπορεί να επηρεάσει διαδικασία που έχει ήδη αρχίσει και εκκρεμεί. Δηλαδή μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της προκήρυξης της θέσης και την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσής της, η όλη διαδικασία θα πρέπει να ολοκληρώνεται με βάση το σχέδιο υπηρεσίας που υπήρχε τότε.
Αν η Διοίκηση επιθυμεί την πλήρωση της θέσης με νέο σχέδιο υπηρεσίας, υπάρχει πάντα η δυνατότητα ανάκλησης της προηγούμενης προκήρυξης και δημοσίευσης νέας.
Θεωρώ ότι ο διορισμός ή προαγωγή υπαλλήλου με βάση σχέδιο υπηρεσίας που εισάγεται μετά τη δημοσίευση της θέσης, παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, δημιουργεί δε σωρεία προβλημάτων όταν τα προσόντα που απαιτούνται με το νέο σχέδιο υπηρεσίας διαφέρουν, όπως στην παρούσα περίπτωση, από αυτά της αρχικής προκήρυξης.
Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η μη λήψη υπ΄ όψιν του πλεονεκτήματος που διέθετε ο αιτητής, από τη Συμβουλευτική και το οποίο δεν προνοείτο από το δεύτερο σχέδιο υπηρεσίας, κατέστησε την απόφαση λανθασμένη και τείνει σε ακύρωσή της.
Οι παρούσες προσφυγές επιτυγχάνουν, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ