ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 762/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κωνσταντίνου Μεσαρίτη
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας διά του
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
23 Απριλίου 2001
Για τον Αιτητή: κ. Π. Μεσαρίτης.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα Λ. Χριστοδουλίδου-Ζανέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή έχει ως υπόβαθρο την επιβολή επτά φορολογιών κεφαλαιουχικών κερδών αφορώντων την πώληση αντίστοιχων οικοπέδων που πωλήθησαν από 13.1.1989 μέχρι 20.10.1990. Τα οικόπεδα προήλθαν από διαχωρισμό κτήματος του οποίου ο Αιτητής ήταν συνιδιοκτήτης κατά το ένα τρίτο, αφορούν δε τη διάθεση του ενός έκτου μεριδίου του Αιτητή στο ένα οικόπεδο και του ενός τρίτου μεριδίου του στα άλλα οικόπεδα. Το κτήμα είχε διαχωρισθεί κατά τα έτη 1983-1984 σε είκοσι τρία οικόπεδα. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο τρόπος υπολογισμού της φορολογίας ήταν αυθαίρετος και παράνομος, αναφερόμενος ειδικά στο άρθρο 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80) όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 135/90.
Το βάρος της ένστασης της Δημοκρατίας όπως και της αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία έγκειται στις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρονται. Παρατηρείται συγκεκριμένα ότι οι εν λόγω φορολογίες επιβλήθησαν στις 25.2.1993 και ο Αιτητής όχι μόνο δεν υπέβαλε ένσταση ούτε καταχώρησε προσφυγή κατ΄αυτών αλλά και έχει πληρώσει ανεπιφύλακτα τον επιβληθέντα φόρο. Δεν ήταν παρά μόνο στις 9.3.2000 που υπέβαλε ένσταση κατά των φορολογιών, το δε παράπονο που διατυπώνει στην προσφυγή στρέφεται κατά της παράλειψης του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων να ικανοποιήσει την ένσταση του και να ανακαλέσει και αναθεωρήσει τις φορολογίες. Ως εκ τούτου, λέγει η κα Χριστοδουλίδου, δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη που να μπορεί να προσβληθεί με την προσφυγή, ούτε έχει πλέον ο Αιτητής ενεστώς έννομο συμφέρον να προσβάλει τις φορολογίες.
Συμφωνώ. Κατ΄αρχή, δεν υπεβλήθη εμπρόθεσμη ένσταση κατά των φορολογιών σύμφωνα με τα άρθρα 20(1) και 21(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (όπως τροποποιήθηκε), που συνιστά προϋπόθεση για την καταχώριση προσφυγής, σύμφωνα και με τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η κα Χριστοδουλίδου. Ύστερα βέβαια, και η ίδια η προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει εκπρόθεσμη, αφού τα έννομα αποτελέσματα συντελέσθησαν προ ετών με τις φορολογίες του 1993. Η εισήγηση του Αιτητή ότι πρόκειται περί παράνομων φορολογιών που ο Διευθυντής έχει έτσι υποχρέωση να ανακαλέσει και ότι η παράλειψη του Διευθυντή να πράξει τούτο είναι αντικείμενο της προσφυγής εκλαμβάνει το ζητούμενο ως δεδομένο και παρακάμπτει τη λογική των πραγμάτων. Και τέλος, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να δείχνει ότι η πληρωμή των φορολογιών ήταν καθ΄οιονδήποτε τρόπο με επιφύλαξη δικαιωμάτων
, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να μην διατηρεί πλέον το έννομο συμφέρον του, σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία στην οποία επίσης παραπέμπει η κα Χριστοδουλίδου. Ο ισχυρισμός του Αιτητή στην απαντητική αγόρευση του ότι η ανεπιφύλακτη καταβολή των φορολογιών ήταν υπό το κράτος του επείγοντος της μεταβίβασης των οικοπέδων ως εκ των συμβατικών υποχρεώσεων του ουδόλως τον βοηθά, όπως δεν τον βοηθά η επιστολή που επισυνάπτει στην απαντητική αγόρευση του (και που βέβαια δεν είναι καν μαρτυρία) και που αναφέρεται σε πληρωμή υπό επιφύλαξη αναφορικά με φορολογίες άλλες των επιδίκων. Εντελώς ατεκμηρίωτες παραμένουν βέβαια και οι αναφορές του Αιτητή σε υποσχέσεις του Διευθυντή για αναθεώρηση των φορολογιών και εξαναγκασμό του σε πληρωμή υπό την απειλή άρνησης παραχώρησης άδειας για τη μεταβίβαση άλλου κτήματος του Αιτητή.Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του Αιτητή.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π