ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚ. ΥΠΟΘ. ΑΡ. 141/98, 242/98, 244/98.
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 141/98
Μεταξύ:
Ιάκωβου Ρουβή, από τη Λάρνακα,
Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 242/98
Μεταξύ:
Ιωάννη Μεταξά, από τη Λάρνακα,
Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 244/98
Μεταξύ:
Πολύβιου Πρωτοπαπά, από τη Λάρνακα,
Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
24 Απριλίου, 2001
Για τον αιτητή στην 141/98: κ. Δ. Παπαδόπουλος.
Για τους αιτητές στις 242/98 και 244/98: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.
Για τoυς καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Ζαχαριάδου.
Για το ενδ. μέρος Α. Κούμας: κ. Α. Κωνσταντίνου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές, οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στο εξής ("η Επιτροπή") ημερ. 11.12.97, με την οποία η Επιτροπή, επέλεξε τον κ. Αναστάσιο Κούμα αντί των αιτητών για προαγωγή στην κενή μόνιμη θέση του Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού από 1.1.98. Η προαγωγή του κ. Κούμα δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 23.1.98 με αριθμό γνωστοποίησης 293.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, ζήτησε την πλήρωση της θέσης. Επειδή ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού κωλυόταν να παραστεί στη συνεδρία της Επιτροπής που θα γινόταν στις 26.11.97, λόγω συγγένειας του με ένα από τους υποψήφιους, προσήλθε η κα Κουτουρούση, Διευθύντρια Διοίκησης Γενικό Διοικητικό Προσωπικό. Η εμπλοκή της κας Κουτουρούση στη διαδικασία έγινε ύστερα από σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών. Η Επιτροπή έκρινε ότι η ανάθεση στην κα Κουτουρούση της εξουσίας να υποβάλει συστάσεις δεν προβλεπόταν ούτε και συνήδε με τη σχετική νομοθεσία και δεδομένου του κωλύματος του Διευθυντή, ενδεικνυόταν να προσέλθει ενώπιόν της ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Οικονομικών.
Κατόπιν των ανωτέρω, προσήλθε στη συνεδρία της Επτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 11.12.97, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ο οποίος αφού σύστησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Αναστάσιο Κούμα, αποχώρησε. Στη συνέχεια η Επιτροπή προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Εξέτασε προς τούτο τα ουσιώδη στοιχεία του φακέλου πλήρωσης της θέσης καθώς και των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Η Επιτροπή, αφού έλαβε επίσης υπόψη τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια αξία - προσόντα - αρχαιότητα τον κ. Αναστάσιο Κούμα ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η σύσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 35 του Νόμου και που κατά τη νομολογία αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως, δεν έγινε από τον αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, είναι ο Προϊστάμενος του Τμήματος, αλλά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Λέγουν επίσης ότι το κώλυμα του Προϊσταμένου του Τμήματος ήτοι η συγγένεια με ένα από τους υποψηφίους, δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του κανόνα περί εκχώρησης της εκ του νόμου εξουσίας που τέθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κα (1996) 3 ΑΑΔ 274 και ως εκ τούτου, έπρεπε ο ίδιος ο Προϊστάμενος να προβεί στις συστάσεις. Υποστηρίζουν τέλος ότι σε περίπτωση που το κώλυμα εμπίπτει στις εξαιρέσεις, τότε ο ίδιος ο Προϊστάμενος έπρεπε να διορίσει αντιπρόσωπό του στον οποίο να εκχωρήσει τις εξουσίες του.
Ο πιο πάνω προτεινόμενος λόγος ακύρωσης, όπως ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δεν αναφέρεται στα νομικά σημεία που απαριθμούνται στις αιτήσεις ακυρώσεως με αποτέλεσμα την έλλειψη συμμόρφωσης προς τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου
* και τις κατευθύνσεις της νομολογίας.Οι αιτητές ουσιαστικά αμφισβητούν την αρμοδιότητα του οργάνου που έδωσε τη σύσταση επί της οποίας έδρασε η Επιτροπή για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αμφισβήτηση, αποτελεί λόγο ο οποίος μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο . Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598.
Το ότι ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης εκωλύετο να παραστεί λόγω συγγένειας με ένα από τους υποψήφιους είναι γεγονός αναντίλεκτο. Το άρθρο 60(2)(β) του Νόμου 1/90 απαγορεύει ρητά τη συμμετοχή οποιουδήποτε υπαλλήλου σε διαδικασία "αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο είχε ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλο συμφέρον". Είναι επίσης εμπεδωμένη η νομολογιακή αρχή ότι η στενή συγγένεια, συνιστά κώλυμα συμμετοχής στην παραγωγή μιας διοικητικής πράξης. Στην προκείμενη περίπτωση όντως υπήρξε σοβαρό κώλυμα να παραστεί ο Προϊστάμενος του Τμήματος και εκ των πραγμάτων προέκυψε η ανάγκη για υποκατάστατη λύση. Και εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού είναι Τμήμα, το οποίο ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών. Βλ. Περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1991 (ΚΔΠ 98/91).
Ο Γενικός Διευθυντής, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου (1/90), υπέχει θέση Προϊσταμένου Τμήματος "αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου". Στη Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη κα (1996) 3 ΑΑΔ 274, αποφασίστηκε ότι όταν ο Νόμος εναποθέτει την άσκηση εξουσίας σε καθοριζόμενο αξιωματούχο, η εκχώρηση της δεν επιτρέπεται εκτός και αν ο ίδιος ο νόμος ρητά το επιτρέπει και ότι η μοναδική περίπτωση που μπορεί να γίνουν συστάσεις από άλλο λειτουργό, εκτός από τον Προϊστάμενο του Τμήματος, είναι όταν η θέση του Προϊσταμένου χηρεύει ή ο ίδιος απουσιάζει από τα καθήκοντά του λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος. Στην προκείμενη περίπτωση το ανυπέρβλητο αντικειμενικό κώλυμα του Προϊσταμένου του Τμήματος να παραστεί στην προαγωγική διαδικασία για να δώσει συστάσεις εντοπίσθηκε από
την Επιτροπή η οποία έδωσε την ορθή λύση, την εγγύτερη προς το πνεύμα της νομοθεσίας, εφόσον, ο Γενικός Διευθυντής ήταν ο κατ΄ εξοχήν αρμοδιότερος να εκφέρει άποψη για τη στελέχωση Τμήματος το οποίο, όπως έχει προαναφερθεί, ανήκει στο Υπουργείο του. Στην Ιάκωβος Ρουβής κα ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. 838/97, 968/97 και 987/97 ημερ. 20.9.2000, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού κωλυόταν να παραστεί ενώπιον της Επιτροπής για να δώσει συστάσεις λόγω συγγένειας του με ένα από τους υποψηφίους. Ο Υπουργός Οικονομικών, στο Υπουργείο του οποίου υπάγονταν οι θέσεις που επρόκειτο να πληρωθούν, έδωσε οδηγίες να εμφανιστεί ενώπιον της Επιτροπής για συστάσεις ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου του. Κρίθηκε ότι η ανάμιξη του Υπουργού χωρίς να είχε προηγηθεί οποιαδήποτε ενέργεια της ΕΔΥ για διαπίστωση του κωλύματος και αναζήτηση υποκατάστατης λύσης επιδρούσε καταλυτικά επί του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. Η διάκριση της παρούσας υπόθεσης από την Ιάκωβος Ρουβής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) είναι εμφανής και δεν χρειάζεται οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.
Επικεντρώνεται μετά η επιχειρηματολογία των αιτητών στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή με την εισήγηση ότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι αναιτιολόγητη.
Δεν θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού αυτού. Αποδέχομαι την προδικαστική ένσταση του ενδιαφερόμενου προσώπου ότι στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 242/98 και 244/98 δεν έχει εγερθεί στα νομικά σημεία το θέμα ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει γιατί συγκρούεται με τις ετήσιες εκθέσεις και τους φακέλους ενώ στην προσφυγή αρ. 141/98 δεν γίνεται καμιά αναφορά σε σύσταση του Προϊσταμένου.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων, οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι ζήτημα προπαρασκευαστικό της επίδικης πράξης και ότι ο ισχυρισμός τους περί ακυρότητας αυτού του προπαρασκευαστικού ζητήματος καλύπτεται από τα νομικά σημεία 4 και 15 που παρατίθενται στις προσφυγές 242/98 και 244/98.
Η σύσταση του Διευθυντή, εφόσον αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του Νόμου ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως, και το θέμα υπήρξε αντικείμενο συζήτησης από τη νομολογία, έχω τη γνώμη πως τούτο έπρεπε να περιληφθεί με καθαρή αναφορά στα νομικά σημεία που παρατίθενται στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές ως αυτοτελές νομικό σημείο προς συζήτηση
.
Οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
FONT>Α. Κραμβής,
Δ.
ΣΦ.