ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 131/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Χρίστου Ιωνά από τη Λευκωσία
Αιτητή
και
Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Καθ΄ων η αίτηση
---------------------
2 Φεβρουαρίου 2001.
Για τον αιτητή: Ι. Νικολάου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Κ. Χ"Ιωάννου.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σ. Χριστοδούλου: Μ. Κυπριανού.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αυτή είναι η τέταρτη προσφυγή που ασκείται από τον αιτητή σε σχέση με την πλήρωση θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β, Τεχνικού Προσωπικού, στην ΑΤΗΚ. Στρέφεται κατά της προαγωγής των Ρ. Λοϊζίδη και Σ. Χριστοδούλου που αποφασίστηκε στις 19.11.98, στο πλαίσιο τρίτης επανεξέτασης, μετά από τις διαδοχικές ακυρωτικές αποφάσεις στις προσφυγές Χρίστου Ιωνά κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Υπ. αρ. 242/92 κ.α. ημερομηνίας 17.1.94, Χρίστου Ιωνά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Υπ. αρ. 593/94 ημερομηνίας 16.1.96 και Χρίστου Ιωνά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Υπ. Αρ. 835/96 ημερομηνίας 8.9.98. Στην πρώτη προσφυγή ο Αρτέμης Δ. έκρινε πως η βάση στην οποία στηρίκτηκε η επιλογή ήταν ανύπαρκτη. Το Συμβούλιο Προσωπικού, ο Γενικός Διευθυντής και τελικά το Διοικητικό Συμβούλιο την αιτιολόγησαν με αναφορά στην απόδοση, επίδοση και ικανότητα των ενδιαφερομένων προσώπων. ΄Οπως ανέφεραν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερείχαν σε αυτές αλλά, σύμφωνα με την ακυρωτική από-φαση, στην πραγματικότητα δεν υπερείχαν.
Στη δεύτερη προσφυγή τέθηκε ζήτημα παράβασης του δεδικασμένου και αυτός ήταν ο ένας από τους λόγους της ακυρώσεως. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε σημειώσει αυτή τη φορά, την ελαφρά όπως τη χαρακτήρισε, υπεροχή του αιτητή στις βαθμολογίες, αλλά έκρινε και πάλιν πως προέκυπτε ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπερείχαν σε επίδοση και απόδοση. Τους θεώρησε καταλληλότερους με γενική αναφορά στην αξία, την πείρα και τη γενική υπηρεσιακή εικόνα. Αυτές
οι κρίσεις, όμως, βασίστηκαν στα στοιχεία με βάση τα οποία το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει πως δεν είχαν υπεροχή. Η νέα απόφαση δεν διέφερε ουσιαστικά από την πρώτη και επιπλέον δεν περιείχαν επαρκή αιτιολογία. Δεν είχαν αποκαλυφθεί τα συγκεκριμένα στοιχεία που συνέθεταν την υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων.Παράβαση του δεδικασμένου διαπιστώθηκε και στην τρίτη προσφυγή αφού και πάλιν η προαγωγή στηρίχθηκε στην υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων, με γνώμονα τα ίδια ακριβώς δεδομένα. ΄Οπως έκρινα, δεν υπήρχε δικαιοδοτική δυνατότητα επανεξέτασης των ίδιων στοιχείων προς εκ νέου κρίση ως προς το αν αναδεικνύονταν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως υπερέχοντα. Διαπίστωσα και πρόσθετο λόγο ακυρότητας σε σχέση με το Σ. Χριστοδούλου αλλά δεν είναι ανάγκη να επεκταθώ περισσότερο.
Ο αιτητής προβάλλει και τώρα τη διαπιστωθείσα υπεροχή του και, πάντως, θέτει για μια ακόμη φορά θέμα για παράβαση του δεδικασμένου. Οι καθ΄ων η αίτηση κατανοούν τελικά πως δεν είναι δυνατό να επικαλούνται "υπεροχή" των ενδιαφερομένων προσώπων. Δηλώνουν σεβασμό προς το δεδικασμένο αλλά επιμένουν πως παρεχόταν περιθώριο άσκησης διακριτικής εξουσίας στη θέση της οποίας δεν δικαιολογείται να υποκαταστήσει τη δική του το Δικαστήριο. Και αυτό, παρά το ότι αυτή τη φορά, χωρίς περιστροφές, καταγράφηκε και η υπεροχή των αιτητών στα προσόντα. Λέγουν σε σχέση με το δεδικασμένο:
"Είναι φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώθηκε υπεροχή των ΕΜ έναντι του αιτητή σε επίδοση και απόδοση. Το αντίθετο είναι που συμβαίνει. Διαπιστώθηκε υπεροχή του αιτητή έναντι των ΕΜ στις βαθμολογίες (Βλ. Σελ. 17 τελευταία παράγραφος του παραρτήματος 2). Συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου αλλά συμμόρφωση προς αυτό. Ακόμη στη σελ. 18 του Παρ. 2 παράγραφος (δ) διαπιστώνει την υπεροχή του αιτητή έναντι των ΕΜ σε προσόντα."
Εξηγούν στην αγόρευσή τους την τωρινή τους θέση ως εξής: Παρά τη διαπιστωθείσα υπεροχή του αιτητή σε επίδοση και απόδοση, εύλογα κρίθηκαν ουσιαστικά καταλληλότερα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ενόψει της ικανότητας εποπτείας και της πείρας τους στην εποπτεία, στοιχείο σημαντικό για τις απαιτήσεις της νέας θέσης. Σ΄αυτά, όπως διαπίστωσε το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Γενικός Διευθυντής, είχαν "συνολική υπεροχή" και παρεχόταν η δυνατότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο "να παραβλέψει την ελαφρά υπεροχή του αιτητή στη συνολική βαθμολογία".
Αποτέλεσε σημείο κοινής αναφοράς η βαθμολογία για τα χρόνια 1985 - 1990 και νομίζω πως είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη τη συνολική εικόνα της βαθμολογίας. Σε λεπτομέρειες, ιδιαίτερα σε σχέση με τα επιμέρους στοιχεία που επικαλούνται οι καθ΄ων η αίτηση, θα αναφερθούμε μετά. Δεν νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός της υπεροχής του αιτητή ως ελαφράς πρέπει να μας αφήσει να απομακρυνθούμε από την πραγματικότητα. Ο Ρ. Λοϊζίδης εξασφάλισε 41 φορές το βαθμό 9 και μόνο 13 τον ανώτατο βαθμό 10. Ο Σ. Χριστοδούλου μια φορά το βαθμό 7, 40 φορές το βαθμό 9 και μόνο 13 φορές το βαθμό 10. Ο αιτητής στη χειροτέρα περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν υπολογίσουμε τις κρίσεις του γνωματεύοντος ως τις καθοριστικές, εξασφάλισε πέντε φορές 8, 21 φορές 9 και 28 φορές 10. Να παραθέσουμε τώρα το σκεπτικό του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή που σύστησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και του Διοικητικού Συμβουλίου που πήρε την τελική απόφαση και να το αντιστοιχίσουμε προς τα προηγηθέντα αλλά και προς τα επιχειρήματα των καθ΄ων η αίτηση, όπως τα συνόψισα.
Το Συμβούλιο Προσωπικού
Το Συμβούλιο Προσωπικού κάλεσε τους προϊσταμένους των ενδιαφερομένων προσώπων και του αιτητή. Τους εξήγησε πως ήθελε πληροφόρηση για τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους και γενικά τις γνώσεις, την πείρα, τις ιδιότητες και τις ικανότητες που επέδειξαν κατά τον κρίσιμο χρόνο μέχρι το 1991. Για όσα ζήτησε να πληροφορηθεί, υπήρχε αναφορά στους φακέλους. Ο τρόπος εκτέλεσης της εργασίας τους, και οι ιδιότητες και οι ικανότητες στις οποίες αναφέρθηκαν, βαθμολογούνταν ετησίως. Αιωρείται λοιπόν ερώτημα αναφορικά με το τί θα ήταν λογικό να αναμένεται ότι θα πρόσθετε η πληροφόρηση από τους προϊσταμένους, μάλιστα περίπου επτά χρόνια μετά το τέλος της κρίσιμης περιόδου. Εν πάση περιπτώσει, οι προστάμενοι ανταποκρίθηκαν. Εξήραν ιδιότητες, ικανότητες και πείρα των ενδιαφερομένων προσώπων και ουσιαστικά υποβάθμισαν τον αιτητή.
Ας πάρουμε εκείνα στα οποία προσδόθηκε ιδιαίτερη σημασία, πέραν δηλαδή της αναφοράς στην πείρα, σε σχέση με την οποία απάντησε ο καθένας ανάλογα με τα καθήκοντα που ανατίθενταν στους υποψηφίους. Ο Σ. Χριστοδούλου, κατά τον προϊστάμενο, επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες διοίκησης και εποπτείας. Η συνεργασία του με όλους ήταν εξαιρετική. Το ίδιο και η συμπεριφορά του. Ουδέποτε δημιούργησε προστριβές και τυγχάνει γενικού σεβασμού. Ανέπτυσσε πρωτοβουλίες, οργάνωνε και σχεδίαζε την εργασία του με άριστο τρόπο και επέλυε γρήγορα και με τον πρέποντα τρόπο τα προβλήματα. Τελικά, διέθετε αίσθημα ευθύνης σε μεγάλο βαθμό.
Ο Ρ. Λοϊζίδης ήταν άριστος υπάλληλος με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες. Διακρινόταν για την άρτια οργάνωση, σχεδιασμό και εκτέλεση των έργων που του ανατίθενταν. Οι γνώσεις του σε τομέα που εξειδικεύθηκε ήταν εξαιρετικές. Η συνεργασία και οι σχέσεις του ήταν άριστες. Τύγχανε σεβασμού και εκτίμησης από όλους για την άψογη διαγωγή και συμπεριφορά του και η συχνή επικοινωνία και οι άριστες σχέσεις με τους προϊσταμένους του, του παρείχαν τη δυνατότητα να επιλύει τα προβλήματα. Τα πιο πάνω κατά σύνοψη. Τα λεχθέντα για τον αιτητή ήταν λίγα και μπορούν να παρατεθούν ευχερώς, με τον τρόπο που λέχθηκαν: "Οι τεχνικές γνώσεις του κ. Ιωνά, λόγω και της μακρόχρονης πείρας του στο ίδιο αντικείμενο ήταν πάρα πολύ καλές. Η κρίση του και η συνεργασία του με τους συναδέλφους ήταν σε πολύ καλά επίπεδα. Οι ικανότητες του σε θέματα διοίκησης και εποπτείας προσωπικού καθώς και στην επικοινωνία βρίσκονταν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Η συνολική προσφορά του στην υπηρεσία ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική."
Το Συμβούλιο Προσωπικού τα έλαβε αυτά υπόψη και εξειδίκευσε την κατά τη γνώμη του υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων σε ικανότητες πρωτοβουλίας, σχεδιασμού, διοίκησης και εποπτείας αλλά, όπως προκύπτει από την ειδική αναφορά στον αιτητή και επικοινωνίας. Επίσης, την υπεροχή τους σε πείρα. Διερωτάται κανείς πως αυτά τα πράγματα και αυτές οι διαφορές δεν εντοπίστηκαν πιο πριν αφού τα δεδομένα ήταν τα ίδια αλλά ας δούμε και τις ετήσιες βαθμολογίες. Στην "επίδοση/απόδοση" ουδέποτε υστέρησε ο αιτητής. Αντίθετα, σε ορισμένα χρόνια, αντίθετα, υπερείχε. Στη "διαγωγή/συμπεριφορά" ο αιτητής βαθμολογείτο σταθερά με 10 για όλα τα χρόνια όπως και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Για τη "συνεργασία" ο αιτητής βαθμολογήθηκε σταθερά με 10 για όλα τα χρόνια όπως και ο Λοϊζίδης. Ο Χριστοδούλου, με 9. Στην ικανότητα εποπτείας των ενδιαφερομένων προσώπων, την οποία τόσο πολύ εξήραν, ουδέποτε βαθμολογήθηκαν με 10. Ο αιτητής, με βαθμό 8, είχε υστερήσει το 1985 - 1986 και 1987 όμως ανήλθε στα ίδια επίπεδα με τους αιτητές στα τρία επόμενα χρόνια και η επισήμανση αυτής της διαφοράς τώρα φαντάζει τεχνητή. Οι ικανότητες εποπτείας ήταν στοιχείο με σημασία για τη ψηλότερη θέση αλλά δεν νομίζω πως δικαιολογούνταν τονισμοί, με τόση έμφαση μάλιστα, ενόψει της βαθμολογίας των ενδιαφερομένων προσώπων και εκείνης του αιτητή κατά τα τελευταία τρία χρόνια. Στο "αίσθημα ευθύνης" ο αιτητής είχε βαθμολογηθεί με 10 για όλα τα χρόνια από τον κρίνοντα. Ο γνωματεύων πάντα συμφωνούσε αλλά το 1986 το βαθμολόγησε με 9. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν κατώτερη βαθμολογία σ΄αυτό το στοιχείο. Ο Ρ. Λοϊζίδης
εξασφάλιζε 9 για όλα τα χρόνια και ο Σ. Χριστοδούλου το ίδιο, με την εξαίρεση του τελευταίου, του 1990 δηλαδή, στο οποίο πήρε 10. Στις "πρωτοβουλίες" είχε καλύτερη βαθμολογία από τον αιτητή ο Σ. Χριστοδούλου μόνο. Αλλά και πάλιν δεν έχει εξηγηθεί η συγκριστική σπουδαιότητα αυτού του στοιχείου, όταν μάλιστα και η σταθερή βαθμολογία του αιτητή (9) ήταν ψηλή. Ο δε αιτητής υπερέχει σε άλλα στοιχεία, όπως η εργατικότητα, η γνώση της εργασίας, η επίδοση/ απόδοση, η επιμέλεια/τακτικότητα και το αίσθημα ευθύνης. Περαιτέρω, ως προς την "πείρα" αυτή συναρτήθηκε αποκλειστικά προς το χρόνο υπηρεσίας τους στην Αρχή ή στον προηγούμενο βαθμό και πρέπει να υπενθυμίσω εδώ την απόφανση του Δικαστηρίου στην πρώτη ακυρωτική απόφαση αναφορικά με το γεγονός ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αυτοτελές κριτήριο για τις προαγωγές στην Αρχή.Η βαθμολογία συνδεόταν από επεξηγηματικές κρίσεις. Δεν θα τις αναπαράξω. Αναφέρθηκα σ΄αυτές και στην απόφαση μου στην Προσφυγή 835/96. Εκείνο που τώρα χρειάζεται να επισημανθεί είναι η απουσία από αυτές οποιωνδήποτε παρατηρήσεων για οποιονδήποτε χρόνο που να έχουν οποιαδήποτε σχέση με όσα τώρα εμφανίστηκαν ότι ξεχώριζαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Ο Γενικός Διευθυντής
Ο Γενικός Διευθυντής δεν επεκτάθηκε σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Μελέτησε, όπως αναφέρει, όλα τα δεδομένα και συμφώνησε με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. ΄Οπως κατέληξε, "οι πιο πάνω υπάλληλοι υπερέχουν των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή". Αντίθετα, επομένως, προς το δεδικασμένο αλλά και την άποψη που προώθησαν ενώπιόν μου οι καθ΄ων η αίτηση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην επίδοση και απόδοση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο
Το Διοικητικό Συμβούλιο, με βάση το σύνολο των στοιχείων, μεταξύ των οποίων και η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και η γνωμάτευση του Γενικού Διευθυντή, συνόψισε όσα κατά την κρίση του, χαρακτήριζαν τους υποψηφίους. Και εδώ ήταν σαφής η υποβάθμιση του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων. Μεταφέρω αυτούσιες τις εκτιμήσεις του.
Για το Ρ. Λοϊζίδη
:"
Κρίνεται ως άριστος υπαλληλος με εξαιρετικές διοικητικές και εποπτικές ικανότητες, ευρεία πείρα, άριστη συνεργασία με προϊσταμένους και υφισταμένους καθώς και ικανότητες πρωτοβουλίας και σχεδιασμού".Για το Σ. Χριστοδούλου:
"Κρίνεται ως άριστος υπάλληλος με ευρεία πείρα, εξαιρετικές ικανότητες διοίκησης και εποπτείας, με εξαιρετική συνεργασία και με άριστη επικοινωνία και συμπεριφορά".
Για τον αιτητή:
"Κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος, με ικανότητες διοίκησης, εποπτείας και επικοινωνίας σε ικανοποιητικά επίπεδα".
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια απαράδεκτη αλλοίωση της εικόνας που αναδύεται από τα τόσο λεπτομερή Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής που οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση υιοθέτησαν ως το δείκτη. (Βλ. Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2374 ημερομηνίας 15.9.99, Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2037 ημερομηνίας 20.11.98, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 ΑΑΔ 249, Republic v. Koufettas (1985) 3 CLR 1950).
H δε υποτιθέμενη συμμόρφωση προς το δεδικασμένο είναι επιφανειακή αφού, στο τέλος, η συνολική κρίση για τον κάθε ένα που δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από τα βαθμολογημένα στοιχεία, ανεβάζει τα ενδια-φερόμενα πρόσωπα στο επίπεδο του άριστου υπαλλήλου ενώ τον αιτητή μόνο στο επίπεδο του πολύ καλού. Ενώ ο αιτητής υπερέχει στη συνολική βαθμολογία και κάθε άλλο παρά υστερούσε σε σχέση με τις πλείστες ιδιότητες/ικανότητες που αποδόθηκαν, σε υπέρτερο βαθμό, στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Και αυτά, όταν οι συνολικές κρίσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τον καθένα όπως τις κατέγραψε στην απόφασή του που ακυρώθηκε στην προσφυγή 835/96, ήταν σαφώς διαφορετικές. ΄Οπως σημείωσα τότε στην απόφασή μου, το Διοικητικό Συμβούλιο χαρακτήρισε το Ρ. Λοϊζίδη ως καλό και εργατικό υπάλληλο που εκτελεί τα καθήκοντά του με επιτυχία, το Σ. Χριστοδούλου ως καλό και εργατικό υπάλληλο και τον αιτητή ως πολύ καλό υπάλληλο.
Καταλήγω ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο κατά τον τρόπο που υπέδειξα και πως, εν πάση περιπτώσει, πάσχουν οι αιτιολογήσεις όλων των εμπλακέντων, δεν συνάδουν προς τα στοιχεία των φακέλων, είναι αντιφατικές και καθιστούν την απόφαση άκυρη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.