ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 451/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Νίνας Χ"Ρούσου από τη Λευκωσία
Aιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
------------------------
Ημερομηνία:
25 Ιανουαρίου, 2001Για την αιτήτρια: Ε. Μαρκίδου (κα)
Για την καθής η αίτηση: Γ. Φράγκου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια επιδιώκει, με την προσφυγή της, ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερ. 29/1/97, με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Κουδουνά Αφροδίτη στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, από 1/3/97. Διευκρινίζεται ότι ύστερα από αίτηση της καθής, που είχα εγκρίνει, η προσφυγή αυτή συνενώθηκε με τρεις άλλες (453, 454 και 465/97) με σκοπό τη συνεκδίκαση τους. Διαπιστώνω όμως ότι αυτό δεν είναι δυνατό γιατί, παρά τα κοινά στοιχεία, δεν προσβάλλονται οι ίδιες πράξεις. Επιβάλλεται να συνεκδικάζονται μόνο οι προσφυγές που στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης: Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, 1325. Γιαυτό και διαχωρίζω την παρούσα από τις προσφ. 453/97 και 454/97 για να εκδώσω ξεχωριστή απόφαση. Ας σημειωθεί ότι η προσφ. αρ. 465/97 αποσύρθηκε. Γιαυτό και διατάσσω την αποσύνδεση και απόρριψη της.
Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν κενές δυο τέτοιες θέσεις. Δημιουργήθηκε μεγάλο ενδιαφέρον. Οι διεκδικητές ήταν πολλοί. Παρών κατά την κρίσιμη συνεδρίαση ήταν ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (στο εξής ο Διευθυντής), ο οποίος σύστησε για προαγωγή την ενδιαφερόμενη και άλλη μια υποψήφια για τους λόγους που εξειδίκευσε στη σύσταση του. Ο Διευθυντής μελέτησε, όπως ανέφερε, το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων, όπως αυτά φαίνονται στους φακέλους τους και στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις. Πήρε επίσης πληροφορίες για τους υποψηφίους από τους προϊσταμένους τους και προσπάθησε, όπως πάλιν ο ίδιος αναφέρει στη σύσταση του, να εφαρμόσει ενιαίο μέτρο κρισης "δεδομένου ότι τα μέλη του Γενικού Γραμματειακού Προσωπικού είναι διασκορπισμένα σε πολλές Υπηρεσίες και αξιολογούνται από διάφορους προϊσταμένους." Συμπλήρωσε δε προσθέτοντας ότι "οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην περίπτωση αυτή ενόψει της πληθώρας των ομάδων αξιολόγησης οι οποίες εφαρμόζουν διαφορετικά μέτρα κρίσης".
Η Ε.Δ.Υ., στην τελευταία φάση της διαδικασίας, αφού προέβη σε συγκρίσεις και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και τα στοιχεία που αναφέρει στο πρακτικό της επίδικης απόφασης, έκαμε την αμφισβητούμενη τώρα επιλογή της, κρίνοντας ότι η ενδιαφερόμενη και η δεύτερη προαχθείσα υπερείχαν των άλλων.
Ο βασικός ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή δε συνάδει με τα υπηρεσιακά στοιχεία των φακέλων και είναι αναιτιολόγητη. Ισχυρίστηκε, αναλυτικότερα, ότι από την ίδια τη σύσταση προκύπτει ότι: (1) συνέλεξε πληροφορίες από προϊσταμένους υποψηφίων για τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες τους, (2) απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σ' αυτές, (3) οι πληροφορίες δεν καταγράφηκαν για να ελεχθεί η ορθότητα τους κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο, και (4) με τη δικαιολογία της ύπαρξης πολλών ομάδων αξιολόγησης υπερκεράσθηκε η αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων. Περαιτέρω, η δικηγόρος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η σύσταση μειονεκτεί γιατί, όπως ο Διευθυντής δέχεται, δεν γνώριζε προσωπικά τους κρινόμενους. Τέλος, τονίστηκε ότι τα εγκωμιαστικά σχόλια του Διευθυντή για την ενδιαφερόμενη είναι επανάληψη των στοιχείων που περιέχουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις.
Αντικρούοντας τα επιχειρήματα της αιτήτριας, η δικηγόρος της καθής υπέβαλε ότι η ενδιαφερόμενη αξιολογήθηκε για τουλάχιστο τα τελευταία 12 χρόνια ως εξαίρετη (εκτός από το 1991 που μειώθηκε από την Ε.Δ.Υ για έλλειψη αιτιολόγησης σε πολύ ικανοποιητική). ενώ η αιτήτρια είχε εξαίρετη βαθμολογία μόνο για μερικά χρόνια. Ως προς τις πληροφορίες που συγκέντρωσε ο Διευθυντής, η απάντηση είναι ότι δεν υφίσταται υποχρέωση καταγραφής τους, αφού δεν ελέγχονται δικαστικά.
Μου φαίνεται ότι η λήψη τέτοιων πληροφοριών, ενόψει και του μεγάλου αριθμού υποψηφίων, που υπηρετούσαν μάλιστα σε διαφορετικά τμήματα, ήταν επιβεβλημένο μέτρο για πληρέστερη αξιολόγηση. Αποτελεί δε πρακτική που κάθε άλλο παρά αξιόμεμπτη είναι. Δεν απαιτείται η καταγραφή αυτού του τύπου των πληροφοριών ούτε υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Από καιρού η νομολογία έχει δώσει ξεκάθαρη κατεύθυνση στο θέμα αυτό. Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση στην Α.Ε. 817 Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 12/7/90:
"Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον προϊστάμενο του τμήματος, ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τις υποψήφιες. Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά."
Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι οι διάδικοι έχουν την ίδια αρχαιότητα τόσο στην προηγούμενη θέση (γραφέας 1ης τάξης από 1/11/85) όσο και στην αμέσως προηγούμενη (γραφέας 2ης τάξης από 1/5/72). Μπορεί να λεχθεί ότι η ισοτιμία εκτείνεται και στα προσόντα. Ας σημειωθεί ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν περιέχει πρόβλεψη για πλεονέκτημα λόγω πρόσθετων προσόντων πέραν των προβλεπομένων. Εν πάση περιπτώσει το στοιχείο αυτό λήφθηκε υπόψη στη συνολική εκτίμηση της υπηρεσιακής εικόνας των διαδίκων.
Είναι όμως αξιοσημείωτη η υπεροχή της ενδιαφερόμενης σε αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, η οποία εκτείνεται σε ένα πολύ μεγάλο διάστημα από το 1984-1995. Δε θεμελιώνεται επομένως ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Αναφορικά με την αιτιολόγηση της σύστασης δεν περιορίζεται αυστηρά στα στοιχεία αξιολόγησης των εκθέσεων. Εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη ήταν καλύτερη για τόσα πολλά χρόνια από την αιτήτρια στα στοιχεία αυτά ενισχύει τα ερείσματα της σύστασης.
Η ίδια η απόφαση της Ε.Δ.Υ. βάλλεται διότι: (α) στηρίχθηκε σε παράνομη σύσταση (το θέμα μας απασχόλησε ήδη), (β) είναι αναιτιολόγητη, και (γ) πάσχει από έλλειψη έρευνας. Προκύπτει ωστόσο, από το κείμενο της επίδικης απόφασης, ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη στη δική της έρευνα προτού επιλέξει την ενδιαφερόμενη και εκδόσει την επίδικη απόφαση, την οποία και αιτιολογεί, αναφέροντας κάθε σχετικό παράγοντα που έλαβε υπόψη.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Σ. Νικήτας, Δ.