ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.23/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
Ιωάννη Ιωνά, από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
της Δημοκρατίας της Κύπρου διά του
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
30 Ιανουαρίου, 2001
Για τον αιτητή : κα Θ. Σπανού για κ.κ. Λεύκο Κληρίδη
και Υιούς.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ελ. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Εναντίον του αιτητή ασκήθηκε πειθαρχική έρευνα για απρεπή, σε δύο περιπτώσεις, συμπεριφορά έναντι του Διευθυντή του. Στις 26.4.1999, διορίστηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ερευνώσα λειτουργός, το πόρισμά της oποίας εκδόθηκε στις 13.9.1999. Στις 27.10.1999 εγκρίθηκε ο ορισμός του κ. Πουλλή, Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, για συνοπτική εκδίκαση του πειθαρχικού αδικήματος, σύμφωνα με το άρθρο 82 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990-1996.
Ο αιτητής με επιστολή ημερ. 1.11.1999, που του επιδόθηκε προσωπικά, κλήθηκε να παρουσιαστεί στο γραφείο του κ. Πουλλή στις 4.11.1999. Απάντησε μέσω του δικηγόρου του ότι η προθεσμία των τριών ημερών που του δόθηκε ήταν αντίθετη με την πρόνοια του άρθρου 82(2) του Νόμου 1/90 και ζήτησε την επαναορισμό της υπόθεσης με προθεσμία τουλάχιστον δεκαπέντε ημερών. Στην ίδια επιστολή γινόταν επίσης αναφορά στο δικαίωμα του αιτητή να εμφανιστεί με δικηγόρο.
Με επιστολή του κ. Πουλλή ημερ. 12.11.1999, ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι η υπόθεση εναντίον του ορίστηκε στις 29.11.1999, όμως το αίτημά του να παρουσιαστεί με δικηγόρο απορρίφθηκε.
Ο αιτητής με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 29.11.1999 πληροφόρησε ότι δεν θα παρουσιαζόταν κατά την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του γιατί του είχε στερηθεί το δικαίωμα εμφάνισής του με δικηγόρο, δικαίωμα το οποίο, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Την ίδια ημερομηνία ο κ. Πουλλής γνωστοποίησε στον αιτητή τη γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ημερ. 14.6.1999, σύμφωνα με την οποία δεν είχε δικαίωμα να εμφανιστεί με συνήγορο και τον κάλεσε εκ νέου να προσέλθει στο γραφείο του, αυτή τη φορά στις 9.12.1999, για εκδίκαση της υπόθεσης. Σε περίπτωση που παρέλειπε να συμμορφωθεί, η επιστολή προειδοποιούσε ότι η εκδίκαση θα προχωρούσε στην απουσία του.
Στις 8.12.1999 τόσο ο αιτητής, όσο και ο δικηγόρος του, με ξεχωριστές επιστολές ο καθένας, κατέστησαν γνωστό ότι ο αιτητής δεν θα παρουσιαζόταν κατά την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, εμμένοντας στην αξίωσή του να παρουσιαστεί με δικηγόρο.
Η εκδίκαση της υπόθεσης προχώρησε και στις 30.12.1999 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι στην απουσία του του επιβλήθηκε η ποινή της επίπληξης. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Βασικός ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, γιατί δεν του επιτράπηκε να παρουσιαστεί με δικηγόρο της εκλογής του, κατά παράβαση τόσο του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος, όσο και των άρθρων 83(7) και 82(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Διαιωμάτων.
Ίσχυρίζεται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Υποστήριξε ότι και κατά τη συνοπτική διαδικασία του άρθρου 82 είχε το δικαίωμα να ακουστεί και να αντιπροσωπευθεί με δικηγόρο της εκλογής του, όπως προβλέπεται και για τη διαδικασία του άρθρου 83(7).
Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Το άρθρο 82 προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που αναγράφονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα του Νόμου. Η απρεπής συμπεριφορά προς ανωτέρους, συναδέλφους και προς το κοινό, είναι ένα από αυτά.
Το άρθρο 82(3) προβλέπει το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου να ακουστεί, τόσο κατά την εκδίκαση, όσο και για επιμέτρηση της ποινής. Αντίθετα, το άρθρο 83(7) το οποίο προβλέπει την παραπομπή υπάλληλου από την αρμόδια αρχή στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για πειθαρχική δίωξη, προβλέπει ρητά ότι ο υπάλληλος μπορεί να αντιπροσωπεύεται με δικηγόρο της εκλογής του
.Η διαφορετική αντιμετώπιση των δύο άρθρων είναι σαφής. Είναι καθαρό ότι ο νομοθέτης πρόβλεψε ρητά ότι ο δημόσιος υπάλληλος στην πειθαρχική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας του άρθρου 83(7) μπορεί να αντιπροσωπεύεται με δικηγόρο της εκλογής του. Αντίθετα κατά τη συνοπτική διαδικασία του άρθρου 82 τέτοιο δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται.
Γι΄ αυτό ο εκδικάσας λειτουργός ορθά δεν δέκτηκε την αξίωση του αιτητή να εμφανιστεί με δικηγόρο, μια και τέτοια υποχρέωση δεν πηγάζει από το νόμο.Αλλά ούτε και το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος έχει παραβιαστεί. Το ΄Αρθρο 30 αναφέρεται στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και την εκδίκαση ποινικών κατηγοριών.
΄Εχει αποφασιστεί (
Lambrou v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 379) ότι η πειθαρχική διαδικασία δεν συνιστά ποινική δίωξη. Αποφασίστηκε ότι, παρά το ότι ο αιτητής είχε παρουσιαστεί χωρίς δικηγόρο, του είχε δοθεί πλήρης ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό του και συνεπώς οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης δεν παραβιάστηκαν. Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά τόσο στα ΄Αρθρα 30 και 12.5 του Συντάγματος, όσο και στο αντίστοιχο ΄Αρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.Η θέση ότι η απαγόρευση παράστασης δικηγόρου δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα, υιοθετήθηκε και από την ελληνική νομολογία (βλέπε ΣτΕ 3054/1970 και 160/1972
. Βλέπε επίσης Μ. Στασινόπουλου, Το Δικαίωμα της Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, ΄Εκδοση 1974, σελ. 216-218).Την ίδια γραμμή ακολούθησε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η νομολογία επί της εφαρμογής του ΄Αρθρου 6 της Σύμβασης αναφέρεται σε υποθέσεις που αφορούν ποινικές και αστικές υποθέσεις, άνκαι υπήρξαν περιπτώσεις διαδικασίας ενώπιον πειθαρχικών και διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και διοικητικών αποφάσεων που αφορούσαν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του συγκεκριμένου αιτητή. Οι υποθέσεις αυτές ήταν αποφάσεις που αφορούσαν τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχαν ληφθεί από την εκτελεστική εξουσία ή κάποιαν άλλη αρχή που δεν ήταν δικαστήριο μέσα στην έννοια του ΄Αρθρου 6 της Σύμβασης (βλέπε
Engel v. Netherlands A 22 (1976). Βλέπε επίσης Harris, Boyle and Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, ΄Εκδοση 1995, σελ. 167, 168 και 192).Πριν καταλήξω θα πρέπει να ασχοληθώ με κάτι που, άνκαι δεν ηγέρθη κατά τη διαδικασία, με απασχόλησε σε κάποια έκταση. Σύμφωνα με το άρθρο 82(3), πριν την επιβολή ποινής, η αρμόδια αρχή θα πρέπει προηγουμένως να ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο. Δηλαδή, ο υπάλληλος που αντιμετωπίζει πειθαρχική δίωξη θα πρέπει να ακουστεί δύο φορές, την πρώτη πριν αποφασιστεί η ενοχή του και στη συνέχεια πριν την επιβολή της ποινής.
Στην παρούσα περίπτωση κάτι τέτοιο δεν έγινε. Μετά την άρνηση του αιτητή να παρουσιαστεί κατά τη συνοπτική διαδικασία ο λειτουργός προχώρησε στην εκδίκαση και την επιβολή της ποινής, χωρίς να τον καλέσει προηγουμένως να ακουστεί επί της ποινής.
Με απασχόλησε κατά πόσο η παράλειψη αυτή δυνατόν να επηρέασε τα δικαιώματα του αιτητή. ΄Υστερα από πολλή σκέψη, κατέληξα στο αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί από τη μια ο εκδικάζων λειτουργός είχε καλέσει τον αιτητή να παρουσιαστεί στη διαδικασία και η άρνησή του ήταν δεδομένη, ενώ από την άλλη, και κυρίως
γι΄ αυτό, επιβλήθηκε η ποινή της επίπληξης, που είναι και η ελαφρότερη που θα μπορούσε να του επιβληθεί. Η παράλειψη να κληθεί ο αιτητής πριν την επιβολή της ποινής δεν έβλαψε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματά του. Εν όψει των πιο πάνω και εν όψει και του γεγονότος ότι το σημείο αυτό δεν έχει εγερθεί στην ενώπιόν μου διαδικασία, αποφάσισα να επικυρώσω την προσβαλλόμενη πράξη.Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Φρ. Νικολαΐδης,
Δ.
/ΜΔ