ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 1100

31 Οκτωβρίου, 2000

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Yπόθεση Αρ. 1031/1999)

1. ΕΛΠΙΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΟΛΙΑΝΤΡΗΣ,

3. ΣΩΤΟΣ ΜΑΠΠΟΥΡΙΔΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1033/1999)

1. ΕΛΠΙΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΟΛΙΑΝΤΡΗΣ,

3. ΣΩΤΟΣ ΜΑΠΠΟΥΡΙΔΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Yποθέσεις Αρ. 1031/1999, 1033/1999)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998 (Ν.6(Ι)/98) ως τροποποιήθηκε διά του Ν.73(Ι)/98 ― Κατά πόσο παρεχόταν η δυνατότητα πλήρωσης επιπρόσθετων τριών θέσεων στην κριθείσα περίπτωση στα πλαίσια υφιστάμενης διαδικασίας πλήρωσης άλλων παρόμοιων θέσεων χωρίς όμως οι επιπλέον 3 θέσεις να δημοσιευθούν ― Περιεχόμενο ρύθμισης του Νόμου και ερμηνεία του εν όψει ιδίως των μεταβατικών του διατάξεων σε σχέση με την κατάργηση του προϊσχύσαντος Ν.107(Ι)/95 ― Περιστάσεις παραβίασης του Νόμου στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές προσέβαλαν τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, στη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Αρχικά ζητήθηκε η πλήρωση οκτώ θέσεων Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, οι οποίες και δημοσιεύθησαν στην Επίσημη Εφημερίδα στις 31.10.1997. Στη συνέχεια η ΕΔΥ, διαπιστώνοντας ότι προέκυψαν ακόμα τρεις κενές θέσεις Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, αποφάσισε να τις πληρώσει στα πλαίσια της ήδη τροχιοδρομηθείσας διαδικασίας, χωρίς όμως να τις προκηρύξει και χωρίς να καλέσει σε προφορική εξέταση περισσότερους των ήδη κληθέντων υποψηφίων, παρά το ότι οι προς πλήρωση θέσεις είχαν τώρα αυξηθεί και η ίδια η Αιτήτρια κα Χατζηγεωργίου είχε με επιστολή της ημερομηνίας 1.3.1999 ζητήσει, ως εκ τούτου, αύξηση του αριθμού των υποψηφίων που θα εκαλούντο σε προφορική εξέταση στο τετραπλάσιο των ένδεκα τώρα θέσεων.

    Η βασική εισήγηση των Αιτητών είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη καθ' όσον δεν υπήρξε δημοσίευση των τριών επιπρόσθετων θέσεων.

2. Ως θέμα γενικής αρχής, αλλά και ως θέμα των ίδιων των προνοιών του Νόμου περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία του 1998 (Ν.6(Ι)/98) όπως προκύπτει από το Άρθρο 8 αυτού, η διαδικασία που ολοκληρώνεται με βάση το νέο Νόμο είναι η βάσει του παλαιού Νόμου περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία του 1995 (Ν.107(Ι)/95) ήδη αρξαμένη διαδικασία της πλήρωσης των θέσεων που είχαν προκηρυχθεί και δημοσιευθεί και για τις οποίες υπεβλήθησαν αιτήσεις, και όχι οποιαδήποτε άλλη διαδικασία πλήρωσης θέσεων η οποία δεν είχε αρχίσει. Μάλιστα δεν θα είχε νόημα μεταβατικές πρόνοιες, που επιδιώκουν να περισώσουν μια διαδικασία που ήδη άρχισε, να προτίθενται να έχουν εφαρμογή σε θέσεις η διαδικασία για την πλήρωση των οποίων δεν είχε αρχίσει.

3. Στο ερώτημα κατά πόσο, μαζί με την ολοκλήρωση δυνάμει του νέου Νόμου της διαδικασίας πλήρωσης θέσεων που είχε αρχίσει δυνάμει του παλαιού Νόμου, μπορεί να γίνει και πλήρωση άλλων θέσεων οι οποίες δεν εδημοσιεύθησαν και για τις οποίες δεν υπεβλήθησαν αιτήσεις, η απάντηση είναι σαφώς όχι, όπως προκύπτει από την ανασκόπηση του Νόμου. Η βασική ιδέα του νέου Νόμου, όπως εκφράζεται στο Άρθρο 3(1), είναι ότι ο διορισμός στη Δημόσια Υπηρεσία γίνεται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης (όπου αυτή διενεργείται), τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων, η βαρύτητα εκάστου των οποίων κριτηρίων αποτιμάται σε μονάδες όπως προνοείται στο Άρθρο 3(1). Σύμφωνα με το Άρθρο 5(1), μετά τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης καταρτίζεται κατάλογος επιτυχόντων σε αυτή με τη βαθμολογία εκάστου ο οποίος και δημοσιεύεται. Τότε, σύμφωνα με το Άρθρο 5(3), υποβάλλονται αιτήσεις για θέσεις που δημοσιεύονται. Η παραπομπή του Άρθρου 5(3) στις διατάξεις του άρθρου 7(2) ενισχύει και ουδόλως αναιρεί τη βασική αυτή προϋπόθεση.

    Το Άρθρο 7(2) δίδει τη δυνατότητα στους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση να υποβάλουν αίτηση όχι μόνο για τις θέσεις για τις οποίες διεξήχθη η γραπτή εξέταση όταν αυτές δημοσιευθούν αλλά και για άλλες θέσεις που κενώνονται και δημοσιεύονται μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα και εφ' όσον ήσαν κενές κατά την έναρξη της ισχύος του νέου Νόμου. Το Άρθρο 7(2) επομένως διατηρεί την προϋπόθεση δημοσίευσης όσον αφορά τις θέσεις για τις οποίες παρέχει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης, παράλληλα δε θέτει και την προϋπόθεση υποβολής αίτησης για τις θέσεις αυτές.

4. Οι προϋποθέσεις αυτές ουδόλως αναιρούνται αλλά ενισχύονται από τις άλλες πρόνοιες του Νόμου. Η διαδικασία που ορίζεται στο Άρθρο 6, δηλαδή η ετοιμασία του καταλόγου των προσοντούχων υποψηφίων κατά σειρά επιτυχίας στη γραπτή εξέταση, η διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης και η απονομή των μονάδων σύμφωνα με το Άρθρο 3(1), αποσκοπεί στον καταρτισμό του Πίνακα που προνοείται στο Άρθρο 6(5) και που περιλαμβάνει τους επιτυχόντες υποψηφίους κατά σειρά συνολικών μονάδων. Ο καταρτισμός του Πίνακα όμως, σύμφωνα με το Άρθρο 6(1), γίνεται αφού η ΕΔΥ "λάβει τις αιτήσεις από τους υποψηφίους για τη θέση που δημοσιεύτηκε".

    Το Άρθρο 6(6)(α) ουδόλως επηρεάζει τα Άρθρα 5(3), 7(2) και 6(1) ως προς το συζητούμενο θέμα της δημοσίευσης και υποβολής αιτήσεων, παρά μόνο αφορά το εύρος των θέσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται ο Πίνακας. Το Άρθρο 6(6)(α)(ii) μάλιστα κάνει ρητή αναφορά στις διατάξεις του Άρθρου 7(2).

    Κατά συνέπεια οι τρεις επιπρόσθετες κενές θέσεις δεν μπορούσαν να πληρωθούν, είτε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων, είτε άλλως πως αφού δεν είχαν δημοσιευθεί και υποβληθεί αιτήσεις γι΄αυτές.

        Εν πάση περιπτώσει οι εν λόγω τρεις θέσεις δεν φαίνεται να ήσαν κενές κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νέου Νόμου (30.1.1998) όπως αναφέρεται επιπρόσθετα στο Άρθρο 7(2).

5. Περαιτέρω, υπάρχει αντινομία στην απόφαση της ΕΔΥ να αποφασίσει την πλήρωση και των νέων τριών θέσεων στην ίδια διαδικασία αλλά να καλέσει σε προφορική εξέταση τον τετραπλάσιο αριθμό μόνο των οκτώ θέσεων και όχι των έντεκα. Η πλήρωση θέσεων δυνάμει του Άρθρου 8 περιορίζεται στις δημοσιευθείσες για τις οποίες υπεβλήθησαν αιτήσεις και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε άλλες. Αν βέβαια, από την άλλη, η ΕΔΥ είχε δικαίωμα να πληρώσει και τις άλλες τρεις θέσεις, η απόφαση της να καλέσει μόνο 32 υποψηφίους θα ήταν τρωτή αφού δεν απευθύνθηκε καθόλου στο κατά πόσο θα καλούσε τον τετραπλάσιο των έντεκα θέσεων αριθμό υποψηφίων.

6. Η ΕΔΥ δεν διαφοροποίησε μεταξύ των οκτώ θέσεων και των άλλων τριών τις οποίες πλήρωσε αντικανονικά στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων και δεν είναι δυνατό η απόφαση της να διαχωρισθεί αφού πρόκειται περί αντικανονικότητας της ενιαίας διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε, ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη η επιλογή και η σειρά κατάταξης αν μόνο οι οκτώ θέσεις είχαν πληρωθεί.

7. Δεδομένου ότι ο Νόμος προϋποθέτει δημοσίευση και υποβολή αιτήσεων, οι Αιτητές, έχοντας τα προσόντα να είναι υποψήφιοι καθ' όσον είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση, εδικαιούντο και να υποβάλουν αίτηση όταν οι θέσεις θα εδημοσιεύοντο, και τότε μόνο θα έπαυαν να έχουν έννομο συμφέρον αν οι αιτήσεις τους αποκλείοντο περαιτέρω εξέτασης στη βάση ότι δεν μπορούσαν να είναι μεταξύ των υποψηφίων που θα εκαλούντο σε προφορική εξέταση ως μη περιλαμβανόμενοι στον αριθμό που, βάσει του Νόμου, απεφασίσθη να εκαλείτο σε προφορική εξέταση. Και δεν είναι δυνατό να γίνει εικασία, διότι περί εικασίας θα επρόκειτο, ως προς το πόσοι και ποίοι από τους περιληφθέντες στον κατάλογο ως επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα είχαν υποβάλει αίτηση αν δημοσιεύοντο οι θέσεις, ώστε να μην μπορεί να λεχθεί εκ των προτέρων κατά πόσο οι Αιτητές θα ήσαν μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να κληθούν. Με τον αποκλεισμό των Αιτητών από την πλήρωση των τριών θέσεων πριν από τη δημοσίευση τους και την υποβολή αιτήσεων εθίγη το έννομο συμφέρον τους να διαγωνισθούν για αυτές, που συνιστούσε και παραβίαση του κανόνα της χρηστής διοίκησης.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα μόνο στην προσφυγή 1031/99.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουπεπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1205,

Κουπεπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Συν. Υποθ. 279/97 κ.ά., ημερ. 22/12/98.

Προσφυγές.

Συνεκδικαζόμενες προσφυγές από τους αιτητές κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων.

Ι. Νικολάου, για τους Αιτητές και στις δύο προσφυγές.

Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Οι τρεις Αιτητές στις προσφυγές προσβάλλουν το διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων η οποία απεφασίσθη από την ΕΔΥ στις 9.3.1999.

Αρχικά ζητήθηκε η πλήρωση οκτώ θέσεων Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, οι οποίες και δημοσιεύθησαν στην Επίσημη Εφημερίδα στις 31.10.1997, υπεβλήθησαν δε 517 αιτήσεις. Η ΕΔΥ, ενεργώντας δυνάμει του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1995 (Ν. 107(Ι)/95), αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτής και προφορικής εξέτασης και κατάρτισε και δημοσίευσε κατάλογο των υποψηφίων που έκρινε ότι κατείχαν τα προσόντα της θέσης. Στη συνέχεια, με τη θέσπιση του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν.6(Ι)/98) και του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμου του 1998 (Ν.73(Ι)/98) που κατάργησαν το Νόμο 107(Ι)/95, η ΕΔΥ απεφάσισε ότι η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων έπρεπε να συνεχισθεί και να ολοκληρωθεί με βάση το νέο Νόμο, εφ' όσον, σύμφωνα με το άρθρο 8, δεν είχε διεξαχθεί η γραπτή εξέταση. Ακολούθησε στις 31.10.1998 γραπτή εξέταση στην οποία επέτυχαν 79 υποψήφιοι.  Η ΕΔΥ κάλεσε σε προφορική εξέταση τον τετραπλάσιο των θέσεων αριθμό υποψηφίων κατά σειρά επιτυχίας, δηλαδή τους 33 πρώτους επιτυχόντες ( ο 33ος ισοψηφούσε με τον 32ο και τον 31ο), όπως επίσης και δύο υποψηφίους που, αν και κατετάγησαν 48ος και 79ος, ευεργετούντο από τις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997-1998. Οι Αιτητές δεν περιλαμβάνονταν σε αυτούς αφού κατετάγησαν 39η, 53ος και 46ος αντίστοιχα. Στη συνεδρία της ημερομηνίας 1.3.1999 η ΕΔΥ, διαπιστώνοντας ότι προέκυψαν ακόμα τρεις κενές θέσεις Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, αποφάσισε να τις πληρώσει στα πλαίσια της ήδη τροχιοδρομηθείσας διαδικασίας, χωρίς όμως να τις προκηρύξει και χωρίς να καλέσει σε προφορική εξέταση περισσότερους των ήδη ως άνω κληθέντων υποψηφίων, παρά το ότι οι προς πλήρωση θέσεις είχαν τώρα αυξηθεί και η ίδια η Αιτήτρια κα Χατζηγεωργίου είχε με επιστολή της ημερομηνίας 1.3.1999 ζητήσει, ως εκ τούτου, αύξηση του αριθμού των υποψηφίων που θα εκαλούντο σε προφορική εξέταση στο τετραπλάσιο των ένδεκα τώρα θέσεων. Η προφορική εξέταση μάλιστα άρχισε στην ίδια συνεδρία αμέσως μετά, συνεχίσθηκε στη συνεδρία της επομένης 2.3.1999 και ολοκληρώθηκε στη συνεδρία της μεθεπομένης 3.3.1999. Συνολικά εξετάσθησαν προφορικά είκοσι οκτώ υποψήφιοι αφού οι υπόλοιποι επτά δεν προσήλθαν. Η όλη διαδικασία ολοκληρώθηκε στη συνεδρία της 9.3.1999 στην οποία λήφθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η βασική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Αιτητών είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη καθ' όσον δεν υπήρξε δημοσίευση των τριών επιπρόσθετων θέσεων. Ο κ. Νικολάου παραπέμπει στο άρθρο 5(3) του Νόμου 6(Ι)/98, σε συνάρτηση προς το άρθρο 7(2), σε στήριξη της εισήγησης ότι θέσεις που κενώνονται μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 6(Ι)/98 πρέπει να προκηρύσσονται και να υποβάλλονται αιτήσεις γι' αυτές. Ήταν λοιπόν, λέγει, πεπλανημένη και παράνομη η πλήρωση των τριών εν λόγω θέσεων από την ΕΔΥ χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση τους και να υποβληθούν αιτήσεις από τους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση. Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 8, λέγει περαιτέρω ο κ. Νικολάου, δεν αφορά νέες θέσεις αλλά μόνο θέσεις η διαδικασία πλήρωσης των οποίων άρχισε πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου Νόμου, αφορούσε δηλαδή μόνο τις οκτώ θέσεις που είχαν δημοσιευθεί και όχι τις τρεις νέες θέσεις που δεν είχαν δημοσιευθεί.

Η απάντηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία στη θέση αυτή εδράζεται στην εισήγηση, με αναφορά στο ιστορικό, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου, και ιδιαίτερα ότι οι πρόνοιες του άρθρου 8 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 73(Ι)/98 είχαν εφαρμογή ώστε η διαδικασία να έπρεπε να συνεχισθεί και ολοκληρωθεί με βάση το νέο Νόμο και όχι τον καταργηθέντα Νόμο 107(Ι)/95. Αυτό όμως δεν είναι το ζητούμενο. Είναι κοινό έδαφος όσο και δεδομένο ότι, εφ' όσον δεν είχε διεξαχθεί προφορική εξέταση βάσει του παλαιού Νόμου, ο νέος Νόμος είχε εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση δυνάμει του άρθρου 8 ώστε ορθά να αποφασίσθηκε ότι η διαδικασία πλήρωσης των οκτώ θέσεων έπρεπε να συνεχισθεί και ολοκληρωθεί βάσει αυτού. Το άρθρο 8 προνοεί:

"Διαδικασία πλήρωσης θέσεων που έχει αρχίσει με την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή εξέταση πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1995 και 1997, συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με βάση τον ίδιο Νόμο:

Νοείται ότι διαδικασίες για πλήρωση θέσεων οι οποίες έχουν αρχίσει πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και για τις οποίες δεν έχει διεξαχθεί γραπτή εξέταση με βάση τις διατάξεις των περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμων του 1995 και 1997 ή του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ολοκληρώνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εφόσον οι θέσεις τις οποίες αφορούν περιλαμβάνονται στο σχετικό κατάλογο των θέσεων για τις οποίες διεξάγεται γραπτή εξέταση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου."

Η διαφωνία είναι ως προς την απόφαση πλήρωσης και των άλλων τριών θέσεων για τις οποίες δεν υπήρχε διαδικασία εν εξελίξει. Όχι μόνο ως θέμα γενικής αρχής, αλλά και ως θέμα των ίδιων των προνοιών του Νόμου όπως προκύπτει από το άρθρο 8, η διαδικασία που ολοκληρώνεται με βάση το νέο Νόμο είναι η βάσει του παλαιού Νόμου ήδη αρξαμένη της πλήρωσης των θέσεων που είχαν προκηρυχθεί και δημοσιευθεί και για τις οποίες υπεβλήθησαν αιτήσεις, και όχι οποιαδήποτε άλλη διαδικασία πλήρωσης θέσεων η οποία δεν είχε αρχίσει. Μάλιστα δεν θα είχε νόημα μεταβατικές πρόνοιες, που επιδιώκουν να περισώσουν μια διαδικασία που ήδη άρχισε, να προτίθενται να έχουν εφαρμογή σε θέσεις η διαδικασία για την πλήρωση των οποίων δεν είχε αρχίσει.

Το άρθρο 8 λοιπόν δεν βοηθά τη θέση της Δημοκρατίας, η οποία ουσιαστικά επεκτείνεται τώρα στο ερώτημα κατά πόσο, μαζί με την ολοκλήρωση δυνάμει του νέου Νόμου της διαδικασίας πλήρωσης θέσεων που είχε αρχίσει δυνάμει του παλαιού Νόμου, μπορεί να γίνει και πλήρωση άλλων θέσεων οι οποίες δεν εδημοσιεύθησαν και για τις οποίες δεν υπεβλήθησαν αιτήσεις. Η απάντηση είναι σαφώς όχι, όπως προκύπτει από την ανασκόπηση του Νόμου. Η βασική ιδέα του νέου Νόμου, όπως εκφράζεται στο άρθρο 3(1), είναι ότι ο διορισμός στη Δημόσια Υπηρεσία γίνεται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης (όπου αυτή διενεργείται), τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων, η βαρύτητα εκάστου των οποίων κριτηρίων αποτιμάται σε μονάδες όπως προνοείται στο άρθρο 3(1). Σύμφωνα με το άρθρο 5(1), μετά τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης καταρτίζεται κατάλογος επιτυχόντων σε αυτή με τη βαθμολογία εκάστου ο οποίος και δημοσιεύεται. Τότε, σύμφωνα με το άρθρο 5(3) στο οποίο βασίζεται ο κ. Νικολάου και το οποίο δεν συζητά η κα Καρακάννα:

"Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση για θέσεις στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996 μπορούν να υποβάλουν αίτηση για οποιαδήποτε από τις θέσεις για τις οποίες έχει διεξαχθεί η γραπτή εξέταση, όταν δημοσιευτούν κενές θέσεις στο έτος που έπεται της ημερομηνίας διεξαγωγής της εξέτασης  ...."

Το άρθρο 5(3) λοιπόν ρητά αναφέρεται σε υποβολή αιτήσεων για θέσεις που δημοσιεύονται. Η παραπομπή του στις διατάξεις του άρθρου 7(2), στο οποίο επίσης βασίζεται ο κ. Νικολάου και το οποίο συζητά και η κα Καρακάννα σε άλλο μέρος της αγόρευσης της, ενισχύει και ουδόλως αναιρεί τη βασική αυτή προϋπόθεση αφού προνοεί ότι:

"Για την πλήρωση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996 οι οποίες είναι κενές κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως προς την υποβολή αιτήσεων από τους επιτυχόντες για τις θέσεις για τις οποίες διεξάγεται η γραπτή εξέταση, οι ενδιαφερόμενοι που θα πετύχουν σε αυτή μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τις κενές θέσεις που θα έχουν δημοσιευτεί μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα."

Το άρθρο 7(2) δίδει μεν λοιπόν τη δυνατότητα στους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση να υποβάλουν αίτηση όχι μόνο για τις θέσεις για τις οποίες διεξήχθη η γραπτή εξέταση όταν αυτές δημοσιευθούν αλλά και για άλλες θέσεις που κενώνονται και δημοσιεύονται μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα και εφ' όσον ήσαν κενές κατά την έναρξη της ισχύος του νέου Νόμου. Το άρθρο 7(2) επομένως διατηρεί την προϋπόθεση δημοσίευσης όσον αφορά τις θέσεις για τις οποίες παρέχει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης, παράλληλα δε θέτει και την προϋπόθεση υποβολής αίτησης για τις θέσεις αυτές.

Οι προϋποθέσεις αυτές ουδόλως αναιρούνται αλλά ενισχύονται από τις άλλες πρόνοιες του Νόμου. Η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 6, δηλαδή η ετοιμασία του καταλόγου των προσοντούχων υποψηφίων κατά σειρά επιτυχίας στη γραπτή εξέταση, η διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης και η απονομή των μονάδων σύμφωνα με το άρθρο 3(1), αποσκοπεί στον καταρτισμό του Πίνακα που προνοείται στο άρθρο 6(5) και που περιλαμβάνει τους επιτυχόντες υποψηφίους κατά σειρά συνολικών μονάδων. Ο καταρτισμός του Πίνακα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 6(1), γίνεται αφού η ΕΔΥ "λάβει τις αιτήσεις από τους υποψηφίους για τη θέση που δημοσιεύτηκε". Η κα Καρακάννα παραπέμπει στο άρθρο 6(6)(α) σε στήριξη της εισήγησης ότι δεν απαιτείται δημοσίευση και υποβολή αιτήσεων. Το άρθρο 6(6)(α) προνοεί ότι ο Πίνακας χρησιμοποιείται για την πλήρωση:

(i) Θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του.

(ii)   Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 7, θέσεων που κενώνονται μετά την ημερομηνία καταρτισμού του και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους:

Νοείται ότι ο Πίνακας που θα καταρτιστεί για την πρώτη πλήρωση θέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, θα χρησιμοποιηθεί για την πλήρωση θέσεων που θα είναι κενές κατά την ημερομηνία του καταρτισμού του και θέσεων που θα κενωθούν μέχρι τον καταρτισμό του νέου Πίνακα."

Πρόδηλο είναι ότι το άρθρο 6(6)(α) ουδόλως επηρεάζει τα άρθρα 5(3), 7(2) και 6(1) ως προς το συζητούμενο θέμα της δημοσίευσης και υποβολής αιτήσεων, παρά μόνο αφορά το εύρος των θέσεων για τις οποίες χρησιμοποιείται ο Πίνακας. Το άρθρο 6(6)(α)(ii) μάλιστα κάνει ρητή αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 7(2).

Καταλήγω λοιπόν ότι οι τρεις επιπρόσθετες κενές θέσεις δεν μπορούσαν να πληρωθούν, είτε στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων, είτε άλλως πως αφού δεν είχαν δημοσιευθεί και υποβληθεί αιτήσεις γι' αυτές.

Θα παρατηρούσα περαιτέρω, όπως σημειώνει και ο κ. Νικολάου, ότι εν πάση περιπτώσει οι εν λόγω τρεις θέσεις δεν φαίνεται να ήσαν κενές κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου (30.1.1998) όπως αναφέρεται επιπρόσθετα στο άρθρο 7(2).

Η κατάληξη μου αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να υπεισέλθω στα άλλα εγειρόμενα από τον κ. Νικολάου θέματα, θεωρώ όμως ορθό να προβώ σε ορισμένα σχόλια αφού συνδέονται προς τα ήδη κριθέντα. Όπως παρατηρεί ο κ. Νικολάου, υπάρχει αντινομία στην απόφαση της ΕΔΥ να αποφασίσει την πλήρωση και των νέων τριών θέσεων στην ίδια διαδικασία αλλά να καλέσει σε προφορική εξέταση τον τετραπλάσιο αριθμό μόνο των οκτώ θέσεων και όχι των έντεκα. Μια εξήγηση της αντινομίας αυτής, όπως φαίνεται στα πρακτικά, θα ήταν βέβαια το ότι η ΕΔΥ αποφάσισε να καλέσει τους 32 υποψήφιους σε προφορική εξέταση πριν αποφασίσει να πληρώσει και τις άλλες τρεις θέσεις στην ίδια διαδικασία, αφού, όπως παρατήρησα, η απόφαση για πλήρωση και των τριών νέων θέσεων ελήφθη μόλις πριν αρχίσουν οι συνεντεύξεις των 32 υποψηφίων. Αυτή όμως δεν είναι η ουσία του πράγματος, παρά μόνο ενδεικτικό του ότι η ΕΔΥ σαφώς δεν απευθύνθηκε στο θέμα αυτό μετά που αποφάσισε να πληρώσει και τις τρεις νέες θέσεις. Η κα Καρακάννα εισηγείται ότι η ΕΔΥ δεν μπορούσε να καλέσει σε προφορική εξέταση πέραν των 32 υποψηφίων αφού το άρθρο 6(3) προνοεί ότι "Ο αριθμός των υποψηφίων που καλείται σε προφορική εξέταση περιορίζεται στο τετραπλάσιο των κενών θέσεων που έχουν δημοσιευτεί", και οι θέσεις που είχαν δημοσιευθεί ήσαν μόνο οι οκτώ. Αυτό όμως, όντας ορθό, ενισχύει ακριβώς την άποψη ότι η πλήρωση θέσεων δυνάμει του άρθρου 8 περιορίζεται στις δημοσιευθείσες για τις οποίες υπεβλήθησαν αιτήσεις και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε άλλες. Αν βέβαια, από την άλλη, η ΕΔΥ είχε δικαίωμα να πληρώσει και τις άλλες τρεις θέσεις, η απόφαση της να καλέσει μόνο 32 υποψηφίους θα ήταν τρωτή αφού δεν απευθύνθηκε καθόλου στο κατά πόσο θα καλούσε τον τετραπλάσιο των έντεκα θέσεων αριθμό υποψηφίων, η δε Αιτήτρια 1 θα ήταν εν πάση περιπτώσει μεταξύ των σαράντα τεσσάρων υποψηφίων που θα εκαλούντο αφού κατετάγη 39η. Είναι γι' αυτό το λόγο που και η ίδια η κα Καρακάννα δέχεται ότι, αν η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να καλέσει 44 και όχι 32 υποψηφίους, η Αιτήτρια 1 θα είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση.

Η κα Καρακάννα εισηγείται ότι, εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την πλήρωση των οκτώ πρώτων θέσεων στις οποίες προάχθησαν κατά σειρά κατάταξης τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Νικολάου, Παναγιώτου, Λυσάνδρου, Λοΐζου, Παπέττα, Έλληνα, Δημητριάδη και Χριστοφή, αφού αυτό που αμφισβητούν είναι η νομιμότητα πλήρωσης των τριών επιπρόσθετων θέσεων στα πλαίσια της αρξαμένης διαδικασίας των οκτώ θέσεων. Η ΕΔΥ όμως δεν διαφοροποίησε μεταξύ των οκτώ θέσεων και των άλλων τριών τις οποίες πλήρωσε αντικανονικά στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας πλήρωσης των οκτώ θέσεων και δεν είναι δυνατό η απόφαση της να διαχωρισθεί έτσι, προκειμένου περί αντικανονικότητας της ενιαίας διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε, ούτε μπορεί να θεωρείται δεδομένη η επιλογή και η σειρά κατάταξης αν μόνο οι οκτώ θέσεις είχαν πληρωθεί.

Η κα Καρακάννα προβαίνει επίσης στην εισήγηση ότι οι Αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος και κατά το ότι, αν εδημοσιεύοντο οι τρεις επιπρόσθετες θέσεις, αυτοί δεν θα εκαλούντο για προφορική εξέταση αφού δεν κατετάγησαν μεταξύ των δώδεκα πρώτων.  Το πράγμα όμως είναι εντελώς υποθετικό. Δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, ο Νόμος προϋποθέτει δημοσίευση και υποβολή αιτήσεων, οι Αιτητές, έχοντας τα προσόντα να είναι υποψήφιοι καθ' όσον είχαν επιτύχει στη γραπτή εξέταση, εδικαιούντο και να υποβάλουν αίτηση όταν οι θέσεις θα εδημοσιεύοντο, και τότε μόνο θα έπαυαν να έχουν έννομο συμφέρον αν οι αιτήσεις τους αποκλείοντο περαιτέρω εξέτασης στη βάση ότι δεν μπορούσαν να είναι μεταξύ των υποψηφίων που θα εκαλούντο σε προφορική εξέταση ως μη περιλαμβανόμενοι στον αριθμό που, βάσει του Νόμου, απεφασίσθη να εκαλείτο σε προφορική εξέταση. Και δεν είναι δυνατό να γίνει εικασία, διότι περί εικασίας θα επρόκειτο, ως προς το πόσοι και ποίοι από τους περιληφθέντες στον κατάλογο ως επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση θα είχαν υποβάλει αίτηση αν δημοσιεύοντο οι θέσεις, ώστε να μην μπορεί να λεχθεί εκ των προτέρων κατά πόσο οι Αιτητές θα ήσαν μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να κληθούν. Με τον αποκλεισμό των Αιτητών από την πλήρωση των τριών θέσεων πριν από τη δημοσίευση τους και την υποβολή αιτήσεων εθίγη το έννομο συμφέρον τους να διαγωνισθούν για αυτές, που συνιστούσε και παραβίαση του κανόνα της χρηστής διοίκησης. Σχετικά ανάλογο είναι και το σκεπτικό του αδελφού μου Καλλή, Δ., στις υποθέσεις Κουπεπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 A.A.Δ. 1205 και Κουπεπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Σ.Υ. 279/97, 280/97, 289/97, 22.12.1998.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητών, τα οποία όμως θα υπολογισθούν μόνο στην προσφυγή 1031/99 αφού η προσβολή της προαγωγής και των ένδεκα Ενδιαφερομένων Μερών θα μπορούσε να είχε γίνει σε μια προσφυγή.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα μόνο στην προσφυγή 1031/99.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο