ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IORDANIS G. IORDANOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1967) 3 CLR 245
THEODOTOS PAPHITIS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 300
STYLLIS XAPOLYTOS AND OTHERS ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINSTERS) (1967) 3 CLR 703
DR. YIANGOS FRANGIDES AND ANOTHER ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1968) 3 CLR 90
GEORGE ECONOMOU ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE) (1970) 3 CLR 420
CONSTANTINOS IOANNIDES ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND OTHERS) (1972) 3 CLR 318
CHRYSOSTOMOS ANDREOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1973) 3 CLR 101
GEORGHIOS NICOLAOU ν. THE MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER (1974) 3 CLR 189
MICHAEL ZINIERIS (NO. 2) ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1975) 3 CLR 224
HADJIPASCHALI ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 101
Δημοκρατία ν. Γεώργιου Mατθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Σιακαλλή Τζιακούρη Χρύσα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 223
Μουρτζή Φιλοθέη Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 296
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Ευαγγέλου Ευάγγελος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 570
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 4 ΑΑΔ 1090
31 Οκτωβρίου, 2000
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 4ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ Ε.Φ.,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1335/1999)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Η απαίτηση αναβίωσης του διοικητικού οργάνου που έλαβε την ακυρωθείσα απόφαση, εάν αυτό έχει παύσει υφιστάμενο, προκειμένου να επιληφθεί της επανεξέτασης ― Κρίσιμη η ιδιότητα των προσώπων που συνιστούν το όργανο και όχι τα πρόσωπα καθεαυτά ― Περιστάσεις αρμόδιας ενέργειας του διοικούντος αξιωματικού για σκοπούς επανεξέτασης πειθαρχικής διαδικασίας, παρόλο που αυτός είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.
Στρατός της Δημοκρατίας ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η ανάγκη διερεύνησης των ισχυρισμών του διωκομένου πριν την επιβολή τιμωρίας ― Περιστάσεις έλλειψης της δέουσας έρευνας στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε την πειθαρχική καταδίκη του και την επιβολή σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της πενθήμερης φυλάκισης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Εφόσον ο κατά τον χρόνο της διάπραξης του επίδικου πειθαρχικού αδικήματος διοικητής του 4ου Σ.Π. έχασε, λόγω της μετάθεσης του, την ιδιότητα του "διοικούντος αξιωματικού" του αιτητή και κατά τον χρόνο της επανεξέτασης αυτή η ιδιότητα ανήκε στο νέο διοικητή του 4ου Σ.Π. ο νέος διοικητής ενήργησε αρμοδίως.
2. Έχει νομολογηθεί ότι η έκταση και η μορφή της έρευνας, είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Το δε κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνιση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.
Οι ισχυρισμοί που είχε προβάλει ο αιτητής είχαν άμεση σχέση με το υπό εξέταση θέμα. Έπρεπε να είχαν διερευνηθεί δεόντως και να είχε καταγραφεί το αποτέλεσμα της έρευνας. Από το φάκελο της διοίκησης δεν προκύπτει κατά πόσο έχει διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα και ποιό το αποτέλεσμα της. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στην απουσία της επιβαλλόμενης υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δέουσας έρευνας.
Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται, επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Περικλέους v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 192/97, ημερ. 20/5/99,
Τζιακούρη-Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,
Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 296,
Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570,
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,
Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,
Nicolaou v. Minister of Interior a.o. (1974) 3 C.L.R. 189,
Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,
Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703,
Frangides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90,
Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245,
Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101,
HadjiPaschali v. Republic (1980) 3 C.L.R. 101,
Zinieris v. Republic (No.1) (1975) 3 C.L.R. 224,
Economou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 420,
Paphitis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 300,
Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318,
Δημοκρατία v. Ματθαίου (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2452,
Φιλιππίδης v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1314.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της πειθαρχικής του τιμωρίας και της επιβολής σ' αυτόν 5νθήμερης ποινής φυλάκισης.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 9-8-1999, με την οποία έκρινε τον Αιτητή ως ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά με 5νθήμερη φυλάκιση, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας."
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας από τις 10.1.1977. Υπηρετεί με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά. Κατέχει το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη από τις 30.8.1996. Υπηρέτησε ως Διοικητής στο 644 Τάγμα Πεζικού (644 Τ.Π.) από τον Αύγουστο του 1995 μέχρι την 5.3.1997. Το 644 Τ.Π. υπάγεται διοικητικά στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού (4ο Σ.Π.). Στις 20.12.96 ο αιτητής μετά από σχετική απόφαση του Διοικητή του 4ου Σ.Π. τιμωρήθηκε με πειθαρχική ποινή πενθήμερης φυλάκισης "διότι Επόπτης Ασφαλείας του Στρατοπέδου Νίκου Ιωάννου τυγχάνων, την 24-11-96 εξελθών και απομακρυνθείς τούτου άνευ αδείας, δεν έλαβε τα προσήκοντα μέτρα για άμεσο ανεύρεσην του, με αποτέλεσμα, αναζητηθείς (από τηλεφώνου) από τον Δκτή του Συντάγματος την 241955-11-96, ανευρέθει την 242025-11-96 της ίδιας ημέρας".
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής άσκησε την προσφυγή 192/97. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 20.5.99 ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 192/97/20.5.99). Έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και ήταν το αποτέλεσμα πλάνης ως προς την ιδιότητα του αιτητή.
Μετά την ακυρωτική απόφαση το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς (Γ.Ε.ΕΦ.) αποφάσισε την άρση της επίδικης πειθαρχικής ποινής. Παράλληλα κάλεσε το Διοικητή του 4ου Σ.Π. να ενεργήσει σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς (βλ. επιστολή του Γ.Ε.ΕΦ. ημερ. 8.7.99, τεκ. 3 στην ένσταση). Στη συνέχεια ο Διοικητής του 4ου Σ.Π. με επιστολή του ημερ. 21.7.99 κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία. Παραθέτω το σχετικό μέρος της επιστολής:
"Με αυτή την διαταγή καλείσθε σε διοικητική απολογία γιατί, όπως προέκυψε μετά από προσωπική έρευνα που διενήργησα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 6(1) (2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, φαίνεται ότι διέπραξες το πιο κάτω πειθαρχικό παράπτωμα:
'Την 24 Νοεμ. 96 ενώ είχες οριστεί με την από 24 Οκτ. 96 κατάσταση Υπηρεσιών του 4ου ΣΠ να εκτελέσεις καθήκοντα Επόπτου - Επιφυλακής Ασφαλείας του Στρατοπέδου Ν. Ιωάννου, από τα οποία απόρρεε ταυτόχρονα υποχρέωση σου για 24ώρη συνεχή παραμονή σ' αυτό, αφού ανέλαβες κανονικά τα καθήκοντα σου αυτά, περί ώραν 19:55 εγκατέλειψες χωρίς άδεια τη θέση σου και το Στρατόπεδο και μετέβεις με το ΙΧ όχημα συναδέλφου σου στην περιοχή Ζυγίου, ήτοι σε απόσταση ενός (1) Χιλιομέτρου, όπου αφού παρέμεινες μέχρι την 20:25 ώρα επέστρεψες τελικά στο Στρατόπεδο'. Τί απολογείσθε;"
Ο αιτητής στην απολογία του ημερ. 3.8.99 πρόβαλε τους πιο κάτω ισχυρισμούς:
(α) Ότι τα καθήκοντα του Επόπτη Επιφυλακής - Ασφαλείας δεν ήταν "τουλάχιστο μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 1996 καθορισμένα με ισχύουσα στρατιωτική διαταγή".
(β) Ότι το έγγραφο που φέρεται να καθορίζει τα καθήκοντα και τις ευθύνες του Επόπτη Επιφυλακής Ασφαλείας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη στρατιωτική διαταγή γιατί, ανάμεσα σ' άλλα, δεν υπήρχε στο σχετικό φάκελο και δεν έφερε ημερ. έκδοσης ούτε βαθμό ασφαλείας.
(γ) Ότι τουλάχιστο μέχρι την 24 Νοεμβρίου 1996 τα καθήκοντα του Επόπτη Επιφυλακής Ασφαλείας εκτελούντο σύμφωνα με μια καθιερωθείσα με το χρόνο πρακτική, η οποία δεν απέκλειε το ενδεχόμενο της εξόδου του Επόπτη από το Στρατόπεδο αν, κατά την κρίση του, αυτό ήταν αναγκαίο ή απαραίτητο για την εξασφάλιση της ασφάλειας του στρατοπέδου.
(δ) Ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε ταυτόχρονα και τα καθήκοντα του Στρατοπεδάρχη του Στρατοπέδου Ν. Ιωάννου, στα οποία είχε οριστεί από το Διοικητή της ΙΙΙ Ταξιαρχίας και τα οποία τον υποχρέωναν να λαμβάνει, κατά οποιοδήποτε χρόνο, όλα τα μέτρα που κατά την κρίση του θα ήταν αναγκαία και απαραίτητα για την εξασφάλιση της ασφάλειας του Στρατοπέδου. Ήταν δε με βάση την υποχρέωση του αυτή που ενήργησε κατά τον τρόπο που ενήργησε στις 24.11.1996.
Η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση περιέχεται σε επιστολή του Διοικητή του 4ου Σ.Π. ημερ. 9.8.99. Την παραθέτω:
"1. Αφού έλαβα υπόψη την από 03 Αυγ. 99 διοικητική απολογία σας,
σας τιμωρώ
με 5νήμερη φυλάκιση, διότι την 24 Νοε 96 ενώ είχες οριστεί με την από 24 Οκτ. 96 Κατάσταση Υπηρεσιών του 4ου ΣΠ να εκτελέσεις καθήκοντα Επόπτου Επιφυλακής - Ασφαλείας του Στρατοπέδου 'Ν. Ιωάννου', από τα οποία απόρρεε ταυτόχρονα υποχρέωση σου για 24ώρη συνεχή παραμονή σ' αυτό, αφού ανέλαβες κανονικά τα καθήκοντα σου αυτά, περί ώραν 19:55 εγκατέλειψες χωρίς άδεια τη θέση σου και το Στρατόπεδο και μετέβεις με το ΙΧ όχημα συναδέλφου σου στην περιοχή Ζυγίου, ήτοι σε απόσταση ενός (1) χιλιομέτρου, όπου αφού παρέμεινες μέχρι την 20:25 ώρα επέστρεψες τελικά στο Στρατόπεδο.
......................................................................................................"
Οι λόγοι ακύρωσης:
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης ο κ. Οικονομίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι "ο καθ' ου η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως και/ή κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς*].
Πραγματικό βάθρο της πιο πάνω εισήγησης ήταν τα εξής αδιαμφισβήτητα γεγονότα:
Ο διοικητής στον οποίο υπαγόταν ο αιτητής κατά το χρόνο της διάπραξης του επίδικου αδικήματος μετατέθηκε σε άλλη μονάδα. Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση η πειθαρχική υπόθεση του αιτητή εξετάστηκε από το νέο διοικητή του 4ου Σ.Π..
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα ο κ. Οικονομίδης υπέβαλε ότι "ενώ σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών κανονισμών, αποκλειστικά αρμόδιος να επιληφθεί της συγκεκριμένης αυτής κατά του αιτητή πειθαρχικής δίωξης ήταν ο κατά τον ουσιώδη χρόνο της πιθανής διάπραξης του καταλογισθέντος στον αιτητή πειθαρχικού παραπτώματος 'διοικών αξιωματικός' του αιτητή, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση ο κατά τον ουσιώδη χρόνο Διοικητής του 4ου Σ.Π., της συγκεκριμένης αυτής κατά του αιτητή πειθαρχικής δίωξης επιλήφθηκε, καταφανώς αναρμόδια και/ή κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών, ο νέος Διοικητής του 4ου Σ.Π.".
Εφόσον - συνέχισε ο κ. Οικονομίδης - "η επανεξέταση της περίπτωσης του αιτητή θα έπρεπε να γίνει σύμφωνα με το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα πειθαρχική τιμωρία του αιτητή, δηλαδή στις 20.12.1996, είναι επόμενο πως οποιεσδήποτε μεταβολές ή/και γεγονότα που έλαβαν χώραν μετά το χρόνο αυτό δεν πρέπει και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη".
Στη μελέτη της Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως", σελ. 248-249 αναφέρονται τα πιο κάτω σε σχέση με την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου μετά από ακυρωτική απόφαση:
"Η αναβίωσις της κατά χρόνον αρμοδιότητος του διοικητικού οργάνου (ατομικού ή συλλογικού) επέρχεται και όταν ακόμη κατηργήθη, όχι μόνον η αρμοδιότης τούτου διά την επιχείρησιν ωρισμένης πράξεως, αλλά και ολόκληρον το όργανον τούτο. Ειδικώτερον, και αν ακόμη έληξεν ο χρόνος λειτουργίας του συλλογικού οργάνου του εκδόντος την ακυρωθείσαν.
Συνεπώς, αρμόδιον συλλογικόν όργανον είναι εκείνο το οποίον κατά την ημερομηνίαν της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως θα επελαμβάνετο νομίμως της υποθέσεως. Μετά δε την ακύρωσιν οφείλει το ως άνω όργανον να συνέλθη εκ νέου, ανασυγκροτούμενον εις σώμα και να συνεδριάση υπό την σύνθεσιν υπό την οποίαν εξέδωκε την ακυρωθείσαν πράξιν, εφ' όσον βεβαίως συντρέχει η εξής διπλή προϋπόθεσις: 'Ότι τα μέλη τούτου ανήκουν εισέτι εις το σώμα από το οποίον έπρεπε βάσει του οικείου νόμου να προέρχωνται και ότι η διοικητική και η προσωπική κατάστασις των ως άνω μελών δεν αίρει τας εγγυήσεις αμεροληψίας και αντικειμενικότητος της διαδικασίας εκδόσεως της πράξεως και της λειτουργίας του συλλογικού οργάνου. Ήτοι, θα πρέπει να τηρηθούν αι γενικαί αρχαί περί συνθέσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας των συλλογικών οργάνων.
Διευκρινίζεται ότι η έννοια της 'αυτής συνθέσεως του οργάνου' δεν αναφέρεται εις τα πρόσωπα, αλλ' εις την ιδιότητα υπό την οποίαν, συμφώνως τω νόμω, δέον να μετάσχουν αυτά του οργάνου, δεδομένου ότι τα πρόσωπα δυνατόν να έχασαν την εν λόγω ιδιότητα, όπως π.χ. εάν έχουν ήδη συνταξιοδοτηθή."
Το υπογραμμισμένο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 296 (Βλ. και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 296 και Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 570).
Τα νομολογηθέντα στην Τζιακούρη-Σιακαλλή (πιο πάνω) αναφέρονται κυρίως στην αλλαγή της σύνθεσης συλλογικού οργάνου. Θεωρώ ωστόσο ότι εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στις περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου το αποφασίζον όργανο είναι μονομελούς σύνθεσης. Εφόσον ο κατά τον χρόνο της διάπραξης του επίδικου πειθαρχικού αδικήματος διοικητής του 4ου Σ.Π. έχασε, λόγω της μετάθεσης του, την ιδιότητα του "διοικούντος αξιωματικού" του αιτητή και κατά τον χρόνο της επανεξέτασης αυτή η ιδιότητα ανήκε στο νέο διοικητή του 4ου Σ.Π. ο νέος διοικητής ενήργησε αρμοδίως. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Με άλλο λόγο ακύρωσης ο κ. Οικονομίδης υποστήριξε ότι η "προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς οποιαδήποτε ή/και τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα".
Έρεισμα του σχετικού λόγου ακύρωσης ήταν οι ισχυρισμοί που είχε προβάλει ο αιτητής στην απολογία του (παρατίθενται στη σελ. 1094, πιο πάνω).
Ο κ. Οικονομίδης υπέβαλε ότι ο καθ' ου η αίτηση προχώρησε στην πειθαρχική τιμωρία του αιτητή "με αιτιολογικό επί λέξει επακριβώς πανομοιότυπο με το λεκτικό της σχετικής διοικητικής απολογίας που έχει ζητήσει από τον αιτητή". Ωστόσο - συνεχίζει η εισήγηση - "δεν φαίνεται ή/και δεν προκύπτει από οπουδήποτε ότι ερεύνησε ή/και με ποιό τρόπο τους ισχυρισμούς που ο αιτητής πρόβαλε στη διοικητική απολογία του".
Σύμφωνα με τον κ. Οικονομίδη το μόνο στοιχείο που υπάρχει ως προς τη διενέργεια της απαιτούμενης, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, έρευνας είναι η δήλωση του καθ' ου η αίτηση, που περιέχεται στο έγγραφο με το οποίο κάλεσε τον αιτητή "σε διοικητική απολογία, ότι η πιθανή διάπραξη από τον αιτητή του πειθαρχικού παραπτώματος που του καταλόγισε 'προέκυψε μετά από προσωπική έρευνα'" που διενήργησε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 6(1) (2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Ήταν η θέση του κ. Οικονομίδη ότι η πιο πάνω δήλωση "είναι τόσο γενική και αόριστη και θα μπορούσε να λεχθεί για κάθε περίπτωση και δεν μπορεί από μόνη της να έχει οποιαδήποτε σημασία". Για να υπήρχε η δέουσα έρευνα - κατέληξε ο κ. Οικονομίδης - "θα έπρεπε να αναφέρονται τα περιστατικά ή/και γεγονότα που διερευνήθηκαν, ο τρόπος με τον οποίο διερευνήθηκαν και η σημασία και/ή βαρύτητα που δόθηκε στο καθένα από αυτά".
Έχουν παρατεθεί οι ισχυρισμοί που έχει προβάλει ο αιτητής στην απολογία του (βλ. σελ. 1094, πιο πάνω). Από την εξέταση του διοικητικού φακέλου (τεκ. 1) δεν προκύπτει κατά πόσο οι ισχυρισμοί του έχουν διερευνηθεί και αν ναι ποιό το αποτέλεσμα της σχετικής έρευνας.
Έχει νομολογηθεί ότι η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Το δε κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνιση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 A.A.Δ. 270). Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 447. Βλ. και Nicolaou v. Minister of Interior & Another (1974) 3 C.L.R. 189 και Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503).
Οι ισχυρισμοί που είχε προβάλει ο αιτητής είχαν άμεση σχέση με το υπό εξέταση θέμα. Έπρεπε να είχαν διερευνηθεί δεόντως και να είχε καταγραφεί το αποτέλεσμα της έρευνας. Καθώς έχει υποδειχθεί από το φάκελο της διοίκησης δεν προκύπτει κατά πόσο έχει διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα και ποιό το αποτέλεσμα της. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στην απουσία της επιβαλλόμενης υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δέουσας έρευνας.
Παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Frangides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101, HadjiPaschali ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 101, Zinieris ν. Republic (No.1) (1975) 3 C.L.R. 224, Economou ν. Republic (1970) 3 C.L.R. 420, Paphitis ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, Ioannides ν. Republic (1972) 3 C.L.R. 318, Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3(Δ) A.A.Δ. 2452 και Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1314).
Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα £350. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.