ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 1008

10 Οκτωβρίου, 2000

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΗΛΟΥΚΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 978/1999)

 

Έννομο Συμφέρον ― Εκπαιδευτικού λειτουργού να προσβάλλει την πλήρωση θέσης που διενεργήθηκε σε χρόνο που ο ίδιος είχε συμπληρώσει το όριο ηλικίας αφυπηρέτησης ― Το έννομο συμφέρον υφίσταται εφόσον η υπηρεσία του αιτητή είχε παραταθεί, δυνάμει του Άρθρου 12(1)(5) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97).

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Συντάξεις ― Ημερομηνία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ― Δυνατότητα παράτασης της υπηρεσίας λειτουργού μέχρι το τέλος του σχολικού έτους ― Η επιφύλαξη του εδαφίου (5) του Άρθρου 12(1)(5) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97) ― Ερμηνεία.

Ερμηνεία ― Ερμηνεία νόμου ― Το κύριο εδάφιο και η επιφύλαξη πρέπει να ερμηνεύονται μαζί.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Ένσταση περί μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του αιτητή ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η προβολή της ένστασης ισοδυναμεί με αμφισβήτηση του κύρους της επίδικης απόφασης, την οποία κωλύεται να προωθεί ο δικηγόρος του διορίζοντος οργάνου.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του αιτητή εξαιτίας της προσφυγής.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Αοριστία της αιτιολογίας ― Όριο της δυνατότητας αναπλήρωσής της από το περιεχόμενο των φακέλων.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ακυρωτικός έλεγχος ― Δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου, για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία της λογικά εφικτή.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παρέλκει η εξέτασή τους, εάν είναι αλυσιτελής.

Ο αιτητής επεδίωξε με την προσφυγή την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Α' (Μέση Εκπαίδευση) για τα φιλολογικά θέματα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Είναι νομολογημένο ότι το θέμα του εννόμου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Θα μπορούσε να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, χωρίς να είχε πρώτα εγερθεί στην ένσταση.

    Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτητή εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο Άρθρο 12(1) (5), (περιλαμβανομένης και της επιφύλαξης του εδαφίου (5)), του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97).

    Σκοπός της επιφύλαξης είναι να καταστήσει δυνατή τη συνέχιση της υπηρεσίας εκπαιδευτικού, που αφυπηρετεί κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους για να αποφεύγονται οι οποιεσδήποτε δυσμενείς για την εκπαίδευση επιπτώσεις.

    Αποτελεί ερμηνευτικό κανόνα ότι το κύριο εδάφιο και η επιφύλαξη πρέπει να ερμηνεύονται μαζί.

    Με βάση το λεκτικό του εδαφίου (5) σε συνάρτηση με το λεκτικό της επιφύλαξης η εφαρμογή της επιφύλαξης στην παρούσα υπόθεση ισοδυναμεί με παράταση του ορίου αφυπηρέτησης μέχρι τέλους του σχολικού έτους. Εφόσον το όριο αφυπηρέτησης στην παρούσα υπόθεση έχει παραταθεί από την 1.4.99 μέχρι την 31.8.99 κατά τη διάρκεια της παράτασης ο ενδιαφερόμενος εκπαιδευτικός μπορεί να απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και πλεονεκτήματα τα οποία είχε πριν την συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας του. Βρίσκεται ακριβώς στην ίδια μοίρα με εκπαιδευτικό ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να θεωρείται υποψήφιος για προαγωγή εφόσον κατέχει τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προσόντα. Έπεται πως ο αιτητής νόμιμα μπορούσε να θεωρηθεί ως υποψήφιος.

2. Περαιτέρω: Ο αιτητής έχει θεωρηθεί ως υποψήφιος από την Επιτροπή και η υποψηφιότητά του αξιολογήθηκε δεόντως. Η ένσταση περί εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του δικηγόρου της Επιτροπής ισοδυναμεί με αμφισβήτηση του κύρους του μέρους της απόφασης της Επιτροπής με το οποίο ο αιτητής θεωρήθηκε ως υποψήφιος. Στη διοικητική δίκη ο δικηγόρος της Επιτροπής επιχειρηματολογεί υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Υπάρχουν επομένως σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο συνήγορος της Επιτροπής μπορούσε να εγείρει τη σχετική ένσταση. Περαιτέρω υιοθέτηση της θέσης του δικηγόρου της Επιτροπής θα ισοδυναμούσε με χειροτέρευση της θέσης του αιτητή σαν αποτέλεσμα της προσφυγής του. Τέτοια χειροτέρευση απαγορεύεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου.

3. Ένας από τους παράγοντες που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να καταλήξει στα συμπεράσματά της περί της υπεροχής του Ε.Μ. στο κριτήριο αξία ήταν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων. Η γενική αναφορά στο περιεχόμενο των φακέλων χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ελλιπή και αόριστη. Προκύπτει, επομένως, για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

    Κατά πόσο το περιεχόμενο των φακέλων μπορεί να αναπληρώσει την ελλείπουσα και αόριστη  αιτιολογία. Από την ανάγνωση του επίμαχου μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει τί ακριβώς είχε υπόψη της η Επιτροπή όταν έπαιρνε την απόφαση. Η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου υποψηφίου. Ενώπιον του δικαστηρίου έχουν τεθεί 6 φακέλοι. Εξέταση του περιεχομένου τους δεν καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή.

    Από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ευθέως και αμέσως αιτιολογία. Δεν είναι επομένως εφικτή η αναπλήρωση από το φάκελο της ελλείπουσας αιτιολογίας. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί.

4.     Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ακυρωθεί για τον πιο πάνω λόγο, δεν θα ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης γιατί η έρευνα τους παρέλκει ως αλυσιτελής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Constantinidou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416,

Cyprus Transport Co. Ltd a.ο. v. Republic (No.1) (1969) 3 C.L.R. 501,

Cyprus Cement Company Ltd v. Republic (1979) 3 C.L.R. 69,

Χριστοφόρου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 831/99, ημερ. 27/9/00,

Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τα φιλολογικά θέματα, από 1/6/99.

Χρ. Λειβαδιώτου, για τον Αιτητή.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης (η προσβαλλόμενη απόφαση) της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή) με την οποία προήγαγε τον Ιωάννη Βαρέλλα (το Ε.Μ.) στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τα φιλολογικά θέματα (η επίδικη θέση) από την 1.6.99.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Βρίσκεται στην κλίμακα Α13. Το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης εξετάστηκε σε πρώτο στάδιο από Συμβουλευτική  Επιτροπή. Η τελευταία "συνεκτιμώντας όλα τα νόμιμα κριτήρια, δηλαδή αξία, προσόντα και αρχαιότητα, αποφάσισε να συστήσει (με αλφαβητική σειρά) για προαγωγή" στην επίδικη θέση τον αιτητή, το Ε.Μ. και ένα άλλο υποψήφιο. Με απόφαση της ημερ. 22.4.99 η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη στις 29.4.99. Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις η Επιτροπή αποφάσισε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

"(α)  Ενημέρωση σε οργανωτικά και διοικητικά θέματα της Μέσης Εκπαίδευσης.

(β)  Ενημέρωση στις σύγχρονες εξελίξεις σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα.

(γ)  Γνώση ευθυνών και καθηκόντων του Επιθεωρητή Α (Μέση Εκπαίδευση) για τα Φιλολογικά.

(δ)  Τεκμηρίωση απόψεων.

(ε) Μεθοδική παρουσίαση απόψεων και θέσεων.

(στ) Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων."

Η Επιτροπή δέκτηκε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψηφίους στις 29.4.99. Μετά τις συνεντεύξεις ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης κατέθεσε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές και τους χαρακτήρισε ως ακολούθως (βλ. άρθρο 35Β (9) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (αρ.2) του 1999):

Αιτητής: Καλά.

Ε.Μ.: Πολύ Καλά +. 

Η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις από την Επιτροπή έγινε με βάση τα πιο πάνω κριτήρια και έχει ως εξής:

"Κυριάκος Χατζηλουκάς (Αιτητής):

Έχει καλή γνώση των διαφόρων προβλημάτων της Μέσης Εκπαίδευσης και εξέφρασε ορισμένες απόψεις και θέσεις για το θεσμό του Ενιαίου Λυκείου, που έδειξαν ότι έχει σχετικά καλή ενημέρωση γύρω από τις σύγχρονες εκπαιδευτικές εξελίξεις. Γνωρίζει επίσης τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης του Επιθεωρητή, ωστόσο οι απαντήσεις που έδωσε όσον αφορά συγκεκριμένους τρόπους για ενίσχυση του έργου των φιλολόγων και ποιοτικής αναβάθμισης των φιλολογικών μαθημάτων στερούνταν μεθοδικής και συγκροτημένης διατύπωσης, ήταν ελλειπείς και χωρίς επιστημονική και θεωρητική τεκμηρίωση. Παρουσίασε δυσκολίες στην έκφραση και ο λόγος του στερείτο συνεχούς ροής. Φαίνεται άνθρωπος με καλή προσωπικότητα.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Καλά.

Ιωάννης Βαρέλλας (Ε.Μ.):

Έχει πολύ καλή γνώση των οργανωτικών και διοικητικών θεμάτων της Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι καλά ενημερωμένος πάνω στις σύγχρονες παιδαγωγικές εξελίξεις του διδακτικού προσωπικού και διδακτικών καινοτομιών. Εξήγησε αρκετά καλά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η συνεταιριστική διδασκαλία. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης του Επιθεωρητή και διέγραψε τα πλαίσια και τους τρόπους αξιοποίησης των κοινών κενών. Ωστόσο, οι απαντήσεις του ως επί το πλείστον δεν ήταν μεθοδικά διατυπωμένες και η τεκμηρίωση τους εξασθενούσε λόγω τάσεων πλατειασμού. Έχει άνεση στη γλώσσα και φαίνεται άνθρωπος με ωριμότητα και ζήλο.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Πολύ καλά+."

Στη συνέχεια η Επιτροπή μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Έλαβε υπόψη (ι) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, (ιι) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και (ιιι) την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, όπως φαίνεται πιο πάνω.

Για την επιμέτρηση της αξίας η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους, την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις. Αφού παρέθεσε την αριθμητική βαθμολογία του Ε.Μ. για τα έτη 1986-1997 και του αιτητή για τα έτη 1987-1997 η Επιτροπή συνέχισε ως εξής:

"Σύμφωνα με τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι κ.κ. Ιωάννης Βαρέλλας και Κυριάκος Χατζηλουκάς, με βάση τις δύο τελευταίες βαθμολογίες είναι περίπου ισοδύναμοι - χαρακτηρίζονται και οι δυο εξαίρετοι - και υπερέχουν του κ. Γιαννούκου. Στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων υπερέχει ελαφρώς ο κ. Χατζηλουκάς. Λαμβανομένου, ωστόσο, υπόψη και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων καθώς και της απόδοσης των υποψηφίων, στη συνέντευξη, ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης για την αξία των υποψηφίων, προκύπτει ότι ο κ. Ιωάννης Βαρέλλας υπερέχει ελαφρώς των άλλων δύο στο κριτήριο αξία (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

Προσόντα: Τα προσόντα των υποψηφίων είναι τα ακόλουθα: 

Ιωάννης Βαρέλλας (Ε.Μ.)

Απολυτήριο Παγκυπρίου Γυμνασίου, 1966

Πτυχίο Φιλοσοφικής Σχολής πανεπιστημίου Αθηνών, 1972

Μ.Ε.d. in Educational Administration, Ohio University, 1984

Κυριάκος Χατζηλουκάς (Αιτητής)

Απολυτήριο Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, 1957

Πτυχίο Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, 1963

Πρόγραμμα μεταπτυχιακών μαθημάτων στη Συμβουλευτική και τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό - Ίδρυμα Fulbright (1 έτος)

M.Ed. Secondary Education - The College of New Jersey, 1997

Από την παράθεση των προσόντων προκύπτει ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από τα Σχέδια Υπηρεσίας προσόντα για τη θέση, δηλαδή έχουν (ι) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ειδικότητα που να τους δίνει δικαίωμα διορισμού σε θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10 και (ιι) μεταπτυχιακή εκπαίδευση στον τομέα της εκπαίδευσης ή στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Τα επιπρόσθετα πιστοποιητικά επιμόρφωσης που έχουν οι υποψήφιοι Σωτήριος Γιαννούκος και Κυριάκος Χατζηλουκάς έχουν οριακή σημασία πρώτο γιατί από πλευράς περιεχομένου είναι κατώτερα του μεταπτυχιακού προσόντος που κατέχουν και το οποίο είναι προϋπόθεση διεκδίκησης της θέσης και δεύτερο γιατί δεν ορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας ότι επιπρόσθετα προσόντα αποτελούν πλεονέκτημα. Περαιτέρω, και οι τρεις υποψήφιοι έχουν εκπαιδευτική υπηρεσία πέραν των δεκαπέντε ετών, από τα οποία τα δυο σε θέση όχι κατώτερη από εκείνη του Β. Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και τα πέντε στη Μέση Εκπαίδευση.

Όσον αφορά την πολύ καλή γνώση μιας από τις επικρατέστερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, η Επιτροπή κρίνει ότι εφόσον όλοι οι υποψήφιοι έχουν μετεκπαίδευση σε ξενόγλωσσα πανεπιστήμια κατέχουν το εν λόγω προσόν.

Αρχαιότητα: Η υπηρεσιακή εξέλιξη των υποψηφίων είναι η ακόλουθη:

Ιωάννης Βαρέλλας (Ε.Μ.)

Ημερ. Γεννήσεως: 10.6.1948

Ημερ. Διορισμού στη θέση καθηγητή: 21.9.1973

Ημερ. Προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή - Μ.Ε.: 1.6.1992

Κυριάκος Χατζηλουκάς (Αιτητής)

Ημερ. Γεννήσεως: 15.3.1939

Ημερ. Διορισμού στη θέση καθηγητή:  1.9.1963

Ημερ. Προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή -Μ.Ε.: 1.9.1987

Ημερ. Προαγωγής στη θέση Διευθυντή - Μ.Ε.: 18.2.1998

Από την παράθεση των πιο πάνω στοιχείων προκύπτει ότι ο κ. Κυριάκος Χατζηλουκάς υπερέχει των άλλων δύο υποψηφίων στο κριτήριο αρχαιότητα. Προκύπτει επίσης ότι ο κ. Ιωάννης Βαρέλλας υπερέχει του κ. Σωτηρίου Γιαννούκου.

Η Επιτροπή, ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια αυτά, βρίσκει ότι ο κ. Ιωάννης Βαρέλλας παρουσιάζεται επικρατέστερος για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση. Ιδιαίτερα, όσον αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας στο οποίο υπερέχει ο κ. Κυριάκος Χατζηλουκάς των άλλων δύο υποψηφίων, η θέση της Επιτροπής είναι ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως αυτή του Επιθεωρητή Α, η αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή στο κριτήριο της αξίας. Είναι, άλλωστε, νομολογημένο ότι σε θέσεις ανώτερες στην υπαλληλική ιεραρχία παρέχεται στο όργανο ευρεία ευχέρεια στάθμισης των νομίμων κριτηρίων προς επιλογή του καταλληλοτέρου υποψηφίου (βλέπε Παναγιώτης Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) A.A.Δ. 2780).

Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Α (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για τα Φιλολογικά στον κ. Ιωάννη Βαρέλλα, από την 1η Ιουνίου 1999."

Το έννομο συμφέρον.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ' ων η αίτηση πως ο αιτητής "στερείται ενεστώτος συμφέροντος να προσβάλει την προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής-διορισμού του Ε.Μ. στην επίδικη θέση αφού ο ίδιος ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί καν υποψήφιος για τη θέση".

Ο αιτητής συμπλήρωσε το εξηκοστό έτος της ηλικίας του στις 15.3.99 και η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 3.5.1999. Νομικό βάθρο της εισήγησης ήταν το άρθρο 12 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/1997) το οποίο προβλέπει:

"12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, κάθε άλλου νόμου και των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης όλων των υπαλλήλων είναι η ηλικία των εξήντα ετών.

........................................................................................................

(5) Κάθε υπάλληλος αφυπηρετεί την πρώτη μέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνεται η ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του:

Νοείται ότι ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού μπορεί να επιτρέψει σε καθηγητή ή δάσκαλο ο οποίος συμπληρώνει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, να συνεχίσει να υπηρετεί μέχρι τέλους του σχολικού έτους."

Κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ο αιτητής είχε συμπληρώσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του. Συνέχισε, όμως, να υπηρετεί και μετά τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας του μετά από άδεια του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού. Η άδεια είχε δοθεί προηγουμένως με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 19.10.98, η οποία έχει ως εξής:

"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας της 6.10.98 και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού επέτρεψε, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 12(5) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, να συνεχίσετε να υπηρετείτε και μετά την συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας σας (ημερ. γεννήσεως σας 15.3.99 μέχρι 31.8.99)".

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Επιτροπής υπέβαλε ότι όταν λαμβανόταν η προσβαλλόμενη απόφαση - στις 3.5.99 - ο αιτητής εστερείτο ήδη μιας βασικής προϋπόθεσης εκ του Νόμου, δηλαδή η ηλικία του δεν ήταν κάτω από το υποχρεωτικό όριο αφυπηρέτησης.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υποστήριξε πως το εγερθέν θέμα δεν είχε εγερθεί στην ένσταση της Επιτροπής και επομένως δεν μπορούσε να τεθεί στη γραπτή αγόρευση.

Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Αυτό που εγείρεται στην ουσία είναι θέμα εννόμου συμφέροντος. Είναι νομολογημένο ότι το θέμα του εννόμου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί  και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (βλ. Constantinidou v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416). Κρίνω, επομένως, ότι το εγερθέν θέμα θα μπορούσε να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας χωρίς να είχε πρώτα εγερθεί στην ένσταση.

Η απάντηση στο εγερθέν θέμα εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στο πιο πάνω άρθρο 12(1) (5) (περιλαμβανομένης και της επιφύλαξης του εδαφίου (5)).

Το εδάφιο (1) του άρθρου 12 καθορίζει την ημερομηνία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης όλων των υπαλλήλων στο 60ο έτος της ηλικίας τους. Το εδάφιο (5) του άρθρου 12 καθορίζει την ημέρα αφυπηρέτησης υπαλλήλου ο οποίος συμπληρώνει την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του.

Η επιφύλαξη του εδαφίου (5) παρέχει την ευχέρεια στον Υπουργό Παιδείας να επιτρέψει σε καθηγητή ή δάσκαλο "ο οποίος συμπληρώνει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, να συνεχίσει να υπηρετεί μέχρι τέλους του σχολικού έτους".

Η αφυπηρέτηση ενός εκπαιδευτικού κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, έστω και αν ακολουθήσει άμεση αντικατάσταση του, δυνατόν να έχει επιζήμιες επιπτώσεις στην εκπαίδευση.

Σκοπός της επιφύλαξης είναι να καταστήσει δυνατή τη συνέχιση της υπηρεσίας εκπαιδευτικού, που αφυπηρετεί κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους για να αποφεύγονται οι οποιεσδήποτε δυσμενείς για την εκπαίδευση επιπτώσεις.

Αποτελεί ερμηνευτικό κανόνα ότι το κύριο εδάφιο και η επιφύλαξη πρέπει να ερμηνεύονται μαζί (Βλ. Maxwell on Interpretation of Statutes, 11th ed., σελ. 155*).

Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό του εδαφίου (5) σε συνάρτηση με το λεκτικό της επιφύλαξης. Θεωρώ ότι η εφαρμογή της επιφύλαξης στην παρούσα υπόθεση ισοδυναμεί με παράταση του ορίου αφυπηρέτησης μέχρι τέλους του σχολικού έτους. Εφόσον το όριο αφυπηρέτησης στην παρούσα υπόθεση έχει παραταθεί από την 1.4.99 μέχρι την 31.8.99, θεωρώ ότι κατά τη διάρκεια της παράτασης ο ενδιαφερόμενος εκπαιδευτικός μπορεί να απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και πλεονεκτήματα τα οποία είχε πριν την συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας του. Βρίσκεται ακριβώς στην ίδια μοίρα με εκπαιδευτικό ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να θεωρείται υποψήφιος για προαγωγή εφόσον κατέχει τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προσόντα. Έπεται πως ο αιτητής νόμιμα μπορούσε να θεωρηθεί ως υποψήφιος και η σχετική ένσταση δεν ευσταθεί.

Περαιτέρω: Ο αιτητής έχει θεωρηθεί ως υποψήφιος από την Επιτροπή και η υποψηφιότητα του αξιολογήθηκε δεόντως. Η πιο πάνω ένσταση του δικηγόρου της Επιτροπής ισοδυναμεί με αμφισβήτηση του κύρους του μέρους της απόφασης της Επιτροπής με το οποίο ο αιτητής θεωρήθηκε ως υποψήφιος. Στη διοικητική δίκη ο δικηγόρος της Επιτροπής επιχειρηματολογεί υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλ. Cyprus Transport Co. Ltd and Another v. Republic (No. 1) (1969) 3 C.L.R. 501). Διατηρώ επομένως σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο συνήγορος της Επιτροπής μπορούσε να εγείρει τη σχετική ένσταση. Περαιτέρω υιοθέτηση της θέσης του δικηγόρου της Επιτροπής θα ισοδυναμούσε με χειροτέρευση της θέσης του αιτητή σαν αποτέλεσμα της προσφυγής του. Τέτοια χειροτέρευση απαγορεύεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου (Βλ. Ηλία Γ. Κυριακόπουλου "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", Γ Ειδικόν Μέρος, Εκ. Τετάρτη, σελ. 51: "Εντεύθεν έπεται, ότι ουδέποτε επιτρέπεται εις το διοικητικόν δικαστήριον, εις το οποίον προσφεύγει ως ενάγων ο διοικούμενος να μεταρρυθμίση την προσβαλλόμενην πράξιν επι βλάβη τούτου". Βλ. επίσης Μιχαήλ Α. Δενδία "Διοικητικόν Δίκαιον", Τόμος Γ, σελ. 112-114 και Cyprus Cement Company Ltd v. Republic (1979) 3 C.L.R. 69, 76).

Οι λόγοι ακύρωσης.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "στερείται της δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας".

Έχει παρατεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 1013-1015, πιο πάνω). Σύμφωνα με την Επιτροπή "στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων υπερέχει ελαφρώς" ο αιτητής. Παρά τη διαπίστωση της αυτή η Επιτροπή "έκρινε ότι ο Ιωάννης Βαρέλλας (το Ε.Μ.) υπερέχει ελαφρώς των άλλων δύο στο κριτήριο αξία". Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε "λαμβανομένου υπόψη και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων καθώς και της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη, ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης για την αξία των υποψηφίων".

Διαπιστώνω, επομένως, ότι ένας από τους παράγοντες που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να καταλήξει στα συμπεράσματα της περί της υπεροχής του Ε.Μ. στο κριτήριο αξία ήταν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι η αναφορά της Επιτροπής στο περιεχόμενο των φακέλων "δεν αποτελεί τη δέουσα δικαιολογία για οποιαδήποτε απόφαση της αφού απλώς επαναλαμβάνει το λεκτικό του Νόμου δηλαδή του παράγοντα 1 τον οποίο θέτει ο Νόμος και αφού παραμένουν άγνωστα τα ευρήματα και ο συλλογισμός της". Η κρίση της Επιτροπής - κατέληξε η ευπαίδευτη συνήγορος - επί του θέματος των προσωπικών φακέλων είναι αδύνατο να εξαχθεί από το πρακτικό, "αφού απλώς το αναφέρει δίχως να διαφαίνεται η άποψη της πάνω στο συγκεκριμένο θέμα".

Στην παρούσα υπόθεση έχουμε τη διαπίστωση της Επιτροπής περί υπεροχής του Ε.Μ. στο κριτήριο της αξίας. Έχω ήδη διαπιστώσει ότι ένας από τους παράγοντες που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να καταλήξει στη διαπίστωση εκείνη "είναι το περιεχόμενο των φακέλων".

Θεωρώ ότι η γενική αναφορά στο περιεχόμενο των φακέλων χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ελλιπή και αόριστη. Προκύπτει, επομένως, για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο το περιεχόμενο των φακέλων μπορεί να αναπληρώσει την ελλείπουσα και αόριστη αιτιολογία.

Είχα την ευκαιρία να πραγματευθώ το θέμα της αναπλήρωσης της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου στη Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Aρ. 831/99/27.9.2000 από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

"Ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι αυτή δεν περιέχει αιτιολογία γιατί δεν περιέχει τα ειδικά εκείνα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου. Αναφέρει απλώς ότι η 'Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας'. Είναι δεκτό από τη νομολογία ότι σε σχέση με διοικητικές πράξεις οι οποίες είναι αιτιολογητέες 'ως εκ της φύσεως τους' δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης 'εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν' αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου'.

Ωστόσο η αναπλήρωση από το φάκελο της ελλείπουσας αιτιολογίας 'δύναται να χωρήση μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως το Σ.τ.Ε θα έπρεπε ν' αναζητήση και σταθμίση αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267 (45), 1144 (46)' (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185-186).

Στην Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 A.A.Δ. 438, το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

'Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:

'Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου 'για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή'. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)'".

Από την ανάγνωση του επίμαχου μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει τί ακριβώς είχε υπόψη της η Επιτροπή όταν έπαιρνε την απόφαση. Όπως και στην Συμεωνίδου (πιο πάνω) η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου υποψηφίου. Ενώπιον του δικαστηρίου έχουν τεθεί 6 φακέλοι. Εξέταση του περιεχομένου τους δεν καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Όπως υποδείχθηκε στη Συμεωνίδου (πιο πάνω) "δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή".

Διαπιστώνω ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει "ευθέως και αμέσως" αιτιολογία. Δεν είναι επομένως εφικτή η αναπλήρωση από το φάκελο της ελλείπουσας αιτιολογίας. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί.

Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ακυρωθεί για τον πιο πάνω λόγο δεν θα ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης γιατί η έρευνα τους παρέλκει ως αλυσιτελής (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 27 και Republic ν. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £350. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο