ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2000) 4 ΑΑΔ 976

6 Οκτωβρίου, 2000

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΑΤΡΙΤΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 182/2000)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πειθαρχική διαδικασία ― Δικαστικός έλεγχος αποφάσεων διοικητικών οργάνων στα πλαίσια πειθαρχικής διαδικασίας ― Αρχές από τη νομολογία ― Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το διοικητικό όργανο.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η ανάγκη ενίσχυσης της μαρτυρίας της παραπονουμένης σε περίπτωση σεξουαλικών αδικημάτων.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η απαίτηση δίκαιης δίκης ― Ειδικά το ζήτημα των παρεμβάσεων του διευθύνοντος την πειθαρχική διαδικασία με ερωτήσεις προς τους μάρτυρες ― Νομολογιακά πορίσματα ― Το επιτρεπτό των παρεμβάσεων διευκρινιστικού χαρακτήρα ― Περιστάσεις υπό τις οποίες οι παρεμβάσεις κρίθηκαν θεμιτές στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Εγκατάλειψη λόγων ακυρώσεως ― Σιωπηρή εγκατάλειψη με βάση το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή τόσο την πειθαρχική καταδίκη του σε απόλυση από τη δημόσια υπηρεσία όσο και τη συναφή απόφαση για παρακράτηση του μη καταβληθέντος μέρους των μισθών του κατά τη διάρκεια της προηγηθείσας διαθεσιμότητάς του.

Οι κατηγορίες στις οποίες ο αιτητής είχε βρεθεί ένοχος αφορούσαν συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και δυσφημούσα το κύρος της υπηρεσίας ή της θέσης του και δη την εκμετάλλευση από τον αιτητή της σχέσης εξάρτησης ασθενούς-ιατρού ενόσω υπηρετούσε ως Κλινικός Ψυχολόγος στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων διοικητικών οργάνων οι οποίες λαμβάνοναι στα πλαίσια πειθαρχικής διαδικασίας έχουν τεθεί στην Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409, 415 και επαναβεβαιώθηκαν στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 778.

    Η Ε.Δ.Υ. εν προκειμένω (απόφαση πλειοψηφίας) δεν δέχθηκε την εκδοχή του αιτητή. Προτίμησε εκείνη της παραπονούμενης. Το σχετικό συμπέρασμα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιόν της μαρτυρίας. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο όργανο.

2. Αναφορικά με την εισήγηση για την ανάγκη ενίσχυσης της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι νομολογημένο ότι μπορεί να θεμελιωθεί καταδίκη με μόνο τη μαρτυρία του παραπονουμένου, αφού το δικαστήριο προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να κριθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς ενίσχυση της μαρτυρίας του παραπονουμένου.

    Στην παρούσα υπόθεση κατά την προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από τη Νομολογία.

    Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει περίληψη και αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα και συμπεράσματα της Ε.Δ.Υ.. Προδιαγράφει, επίσης, τη νομική βάση των συμπερασμάτων της. Από την εξέταση όλων των πιο πάνω, προκύπτει ότι η καταδίκη του αιτητή δικαιολογείται από το αποδεικτικό υλικό που βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ..

3. Ο συνήγορος του αιτητή έχει προβάλει ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Έχει υποστηρίξει ότι η πειθαρχική δίκη του αιτητή δεν ήταν δίκαιη λόγω των συνεχών παραμβάσεων του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. με ερωτήσεις ανακριτικού τύπου ή τύπου υπεράσπισης της παραπονούμενης. Παρέθεσε περί τα 70 παραδείγματα παρέμβασης του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. για να καταδείξει την έντονη συναισθηματική-υποκειμενική στάση του Προέδρου κύρια στην όλη υπόθεση.

    Στην Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 31, έγινε επισκόπηση της σχετικής με το θέμα των παρεμβάσεων Νομολογίας.

    Όλες οι παρεμβάσεις στην παρούσα υπόθεση ήταν διευκρινιστικού χαρακτήρα. Τα δικαστήρια καθώς και τα πειθαρχικά όργανα μπορούν, όπως καταφαίνεται από τη Νομολογία, να παρεμβαίνουν με ερωτήσεις ή σχόλια με σκοπό τη διευκρίνιση μιας ερώτησης ή μιας απάντησης ή με σκοπό τη ρύθμιση της διαδικασίας. Και αυτό είναι που έχει λάβει χώραν στην παρούσα υπόθεση.

    Ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν έχει ξεφύγει από τα πλαίσια που καθορίζονται από τη Νομολογία και δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά τη δίκη μη δίκαιη.

4. Ο αιτητής δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε επιχείρημα σε σχέση με την ποινή ή το μέρος της απόφασης που σχετίζεται με τις απολαβές του στη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του. Κατά συνέπεια έχει εγκαταλείψει την προσφυγή σε σχέση με αυτά τα δύο θέματα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,

Κρητιώτη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778,

Lambrou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 379,

Kyprianou v. P.S.C. (1973) 3 C.L.R. 206,

Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99,

Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448,

Παπαχαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 97,

Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 515,

Νικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,

Μογγόλος v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67,

Κλεάνθους v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31,

Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης της καθ' ης η αίτηση ημερ. 13.1.2000 με την οποία έκρινε ένοχο τον αιτητή στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε στην πειθαρχική υπόθεση 5/99, όπως επίσης και η επακολουθήσασα και περιεχόμενη σε επιστολή ημερ. 24.1.2000 ποινή της απόλυσης από 25.1.2000 και της επιπρόσθετης απόφασης της ΕΔΥ που περιέχεται επίσης στην από 24.1.2000 επιστολή της, για μη επιστροφή των κατακρατηθέντων ποσών από το μισθό του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της πλειοψηφίας της καθ' ης η αίτηση ημερ. 13.1.2000 με την οποίαν έκρινε ένοχο τον αιτητή στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε στην πειθαρχική υπόθεση 5/99, όπως επίσης και η επακολουθήσασα και περιεχόμενη σε επιστολή ημερ. 24.1.2000 ποινή της απόλυσης από 25.1.2000 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η επιπρόσθετη απόφαση της ΕΔΥ που περιέχεται επίσης στην από 24.1.2000 επιστολή της, για μη επιστροφή των κατακρατηθέντων ποσών από το μισθό του κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του πάσχει επίσης και είναι άκυρη χωρίς νομικό αποτέλεσμα."

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής ήταν κλινικός ψυχολόγος στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Διώχθηκε πειθαρχικά ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) και καταδικάσθηκε με απόφαση πλειοψηφίας πάνω σε δύο κατηγορίες για τη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων.

Η πρώτη κατηγορία αφορούσε "ενέργεια και/ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου" και η δεύτερη "ενέργεια και/ή συμπεριφορά που δυνατό να δυσφημήσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή της θέσης του ειδικά ή που δυνατό να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια υπηρεσία".

Οι λεπτομέρειες των πειθαρχικών παραπτωμάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αιτητής είναι παρόμοιες και αναφέρουν ότι στις 21.4.1998, ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και υπηρετούσε στη θέση Κλινικού Ψυχολόγου στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, στην περιοχή "Πέτρα του Ρωμιού" στην Πάφο, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την Έλενα Λαμπριανού, η οποία ήταν ασθενής του, εκμεταλλευόμενος τη σχέση εξάρτησης και/ή σχέση ασθενούς-ιατρού, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του ως δημοσίου υπαλλήλου.

Η κατηγορούσα αρχή (η Κ.Α.) κάλεσε δεκατέσσερις μάρτυρες κατηγορίας. Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης της Κ.Α. η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του αιτητή και τον κάλεσε να προβάλει την υπεράσπιση του. Ο αιτητής έδωσε ένορκη μαρτυρία και κάλεσε και ένα μάρτυρα υπεράσπισης. Μετά από αξιολόγηση του συνόλου της ενώπιον της μαρτυρίας η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. (Πρόεδρος, κ. Θεοφίλου, κ. Στυλιανού) αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και των άλλων μαρτύρων της Κ.Α. και απέρριψε τη μαρτυρία του αιτητή και των μαρτύρων υπεράσπισης. Αναφορικά με τη μαρτυρία της παραπονούμενης στην απόφαση της πλειοψηφίας αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Η μαρτυρία της παραπονούμενης γίνεται πιστευτή και αποδεχτή ως ορθή και αξιόπιστη. Η παραπονούμενη υπέστη μια μακρά και ενδελεχή εξέταση. Μακρά, επίμονη και εξαντλητική ήταν και η αντεξέτασή της από το δικηγόρο του καθ' ου η δίωξη, κατά τη διάρκεια της οποίας η σταθερότητα της παραπονούμενης υπήρξε υποδειγματική, χωρίς να υποπέσει σε οποιαδήποτε αντίφαση ή να επιδείξει αμφιταλάντευση. Η μαρτυρία της δόθηκε με πολύ φυσικό τρόπο και χαρακτηριζόταν από πειστικότητα, συνέπεια και πληρότητα. Μάλιστα τα όσα κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες για το τί τους είπε η παραπονούμενη για το επεισόδιο, συμπίπτουν απόλυτα με τα όσα η ίδια κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής.

Η πλειοψηφία της Επιτροπής έχει πεισθεί ότι η παραπονούμενη είπε την αλήθεια και δεν είχε άλλο λόγο ή κίνητρο να καταγγείλει τον καθ' ου η δίωξη, εκτός για τους λόγους που ανέφερε, δηλαδή να προστατεύσει τον εαυτό της και άλλες γυναίκες - υποψήφια θύματα. Αντίθετα, τόλμησε να οδηγήσει τον εαυτό της σε περιπέτειες, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις της δημοσιότητας σε τέτοιες περιπτώσεις, ιδίως σε μια μικρή κοινωνία όπως είναι της Πάφου και τις δυσκολίες που θα δημιουργούσε η ίδια στην οικογένεια της.

........................................................................................................

Αναφορικά με την παραδοχή της παραπονουμένης ότι σε κάποιο στάδιο είπε ψέματα στο σύζυγό της για δήθεν σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη σε ξενοδοχείο της Πάφου, η πλειοψηφία της Επιτροπής, αφού μελέτησε τις εξηγήσεις που έδωσε η παραπονούμενη για το ψέμα αυτό, τις θεωρεί επαρκείς και έχει ικανοποιηθεί ότι το ψέμα εξυπηρετούσε ένα συγκεκριμένο σκοπό που είχε σχέση με την αποκατάσταση ομαλών σεξουαλικών σχέσεων με το σύζυγό της. Η πλειοψηφία της Επιτροπής θεωρεί ότι η παραδοχή της παραπονούμενης για το ψέμα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες ελέχθη, ουδόλως κλονίζει το βαθμό αξιοπιστίας της.

........................................................................................................

Η πλειοψηφία της Επιτροπής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο καθ' ου η δίωξη, δηλαδή σεξουαλικά αδικήματα, δεν παραγνωρίζει την καθιερωμένη νομολογιακά αρχή ότι πρέπει να αναζητείται η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας (βλ. σύγγραμμα "Το Δίκαιο της Απόδειξης", Τάκη Ηλιάδη). Ωστόσο, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, παρά την ανάγκη για ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο, και στην παρούσα περίπτωση η Επιτροπή, μπορεί να στηριχθεί μόνο πάνω στη μαρτυρία του παραπονούμενου ή της παραπονούμενης, νοουμένου ότι θα προειδοποιήσει τον εαυτό του για τον κίνδυνο να καταλήξει σε εύρημα ενοχής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Στην παρούσα περίπτωση, η πλειοψηφία της Επιτροπής κατέληξε στα πιο πάνω ευρήματά της, αφού έχει ανάλογα προειδοποιήσει τον εαυτό της για τον κίνδυνο αυτό."

Αναφορικά με το στοιχείο της εκμετάλλευσης, το οποίο αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία των δύο κατηγοριών, στην απόφαση της πλειοψηφίας υποδεικνύεται ότι το θέμα αυτό είναι ουσιώδους σημασίας. Στη συνέχεια αναφέρονται τα εξής:

"Ο Μ.Κ. 10, Μάριος Ονησιφόρου, Διευθυντής Ψυχιατρικών Υπηρεσιών, στην κατάθεση του ήταν σαφής και κατηγορηματικός, λέγοντας ότι συμβαίνει να δημιουργηθεί εξάρτηση μεταξύ ασθενούς-ιατρού/ψυχολόγου, παραλληλίζοντας την εξάρτηση με εκείνη που δημιουργείται μεταξύ ενός παιδιού 10-12 χρονών προς κάποιον ενήλικα. Πρόσθεσε δε ότι αν ο ψυχοθεραπευτής έχει ο ίδιος πρόβλημα, μπορεί να καταφύγει σε άλλο, πιο έμπειρο συνάδελφό του, για να τον βοηθήσει να βγει από το αδιέξοδο. Η πλειοψηφία θεωρεί ότι ο καθ' ου η δίωξη, αφού, όπως ο ίδιος κατέθεσε, διαπίστωσε ότι υπήρξε πρόβλημα μεταξύ του και της παραπονουμένης, όφειλε να ενεργήσει δεοντολογικά και έγκαιρα και να αποταθεί σε συνάδελφο του, πιο έμπειρο.

Η Μ.Κ. 14, Ειρήνη Γεωργίου, Ψυχίατρος κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Νοσοκομείο Πάφου, καταθέτοντας με βάση τα συμπεράσματα της από τη γνωριμία της με την παραπονούμενη, ανέφερε κατά τρόπο σαφή ότι στη ψυχοθεραπευτική σχέση μπορεί να δημιουργηθεί εξάρτηση και ότι 'η Έλενα είναι ένα άτομο που εύκολα δημιουργεί εξάρτηση από άλλα άτομα τα οποία θεωρεί ισχυρότερα ή μπορεί να βασιστεί πάνω τους'. Τελειώνοντας, η Μ.Κ. 14 είπε ότι η σχέση της παραπονούμενης με τον καθ' ου η δίωξη ήταν εξαρτητική, δηλαδή ήθελε συνέχεια να τον ακούει, να τον βλέπει και ότι την επηρέαζε πολύ στη συμπεριφορά της.

Με βάση τις ενώπιον της Επιτροπής μαρτυρίες, η πλειοψηφία της Επιτροπής δέχεται τις μαρτυρίες των ειδικών για τέτοια θέματα και θεωρεί ότι όντως δημιουργήθηκε κατάσταση πλήρους εξάρτησης της παραπονούμενης από τον καθ' ου η δίωξη. Η εξάρτηση δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε και από τον τρόπο που ο ίδιος ο καθ' ου η δίωξη χειρίστηκε την παραπονούμενη, η οποία έφθασε στο σημείο να τον θεωρεί, όπως είπε, σαν Θεό της."

Ο αιτητής με τη μαρτυρία του ισχυρίσθηκε ότι παρέμεινε στη Λάρνακα μέχρι τις 2.30 και αμέσως μετά παρουσιάσθηκε στο σπίτι της θείας του (Μ.Υ.) στη Λεμεσό και μαζί πήγαν στο διαμέρισμα του στη Λεμεσό για να διεκπεραιώσουν διάφορες εργασίες ηλεκρολογικής φύσης.

Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. απέρριψε τη μαρτυρία του αιτητή. Επεσήμανε ότι ο αιτητής πρόβαλε μια γενική άρνηση και ότι κάθε άλλο παρά την έπεισε ότι ήταν μάρτυρας που είπε την αλήθεια. Επεσήμανε, επίσης, ότι ο αιτητής παρουσίασε τα γεγονότα σε βαθμό υπεραπλούστευσης και κύρια προσπάθεια του ήταν να παρουσιάσει τον εαυτό του ως θύμα της φαντασίας της. Υπέδειξε ότι πέρα από τη μαρτυρία της θείας του και του ιδίου, ουδεμία άλλη μαρτυρία υπάρχει όσον αφορά τον χρόνο της αναχώρησης του από το χώρο εργασίας. Πρόσθεσε ότι ο Μ.Κ. 11 Κυριάκος Βερεσιέ κατέθεσε ότι δεν υπήρχε μηχανισμός ελέγχου άφιξης και αναχώρησης των υπαλλήλων. Κατέληξε με την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης και επ' αυτού του σημείου ως ορθής και αξιόπιστης. Η παραπονούμενη κατέθεσε ότι συνάντησε τον αιτητή στην Πέτρα του Ρωμιού γύρω στις 3.00 - 3.30 το απόγευμα της 21.4.98.

Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. απέρριψε τη μαρτυρία της Μ.Υ., θείας του αιτητή, γιατί τη θεώρησε ως εκ των υστέρων εφεύρημα, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη ότι ο αιτητής αναμενόταν να προβάλει το άλλοθι του αμέσως κατά την ενώπιον της Αστυνομίας κατάθεση του ιδιαίτερα λόγω και της φύσης των κατηγοριών που αυτός αντιμετώπιζε και των επιπτώσεων που δυνατόν να είχε επί της επαγγελματικής και προσωπικής του ζωής. Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. παρατήρησε ότι η Μ.Υ. όχι μόνο δεν την εντυπωσίασε ευνοϊκά αλλά η προσπάθεια της να βοηθήσει τον αιτητή ήταν εμφανής. Η όλη προσπάθεια της - κατέληξε η απόφαση της πλειοψηφίας - ήταν προσχεδιασμένη και ουδόλως πειστική.

Με την τελική κατάληξη της η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. έκρινε τον αιτητή ένοχο και στις δύο κατηγορίες. Έθεσε το θέμα ως εξής:

"Με βάση το σύνολο των ενώπιόν της μαρτυρικών καταθέσεων και βασιζόμενη ιδιαίτερα στη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία θεωρεί, με βάση όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω, ως καθ' όλα αξιόπιστη, η πλειοψηφία της Επιτροπής κρίνει ότι ο καθ' ου η δίωξη ΠΛΑΤΡΙΤΗΣ Κυριάκος, Κλινικός Ψυχολόγος, Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, είναι ένοχος και στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

Καταλήγοντας στην απόφαση αυτή, η πλειοψηφία θεωρεί καθήκον της να επισημάνει ότι, παρόλο που η παραπονούμενη μιλούσε για βιασμό, γιατί, όπως εξήγησε, έτσι ένοιωθε, η Επιτροπή δεν θεωρει και δεν έχει εκδικάσει την υπόθεση ως 'βιασμό', αλλά από την ενώπιόν της μαρτυρία έχει πεισθεί ότι ο καθ' ου η δίωξη ήρθε σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την ιδιάζουσα σχέση εξάρτησης θεραπευτή-ασθενούς που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης ότι και αν υπήρξε εξάρτηση, έπαψε να υφίσταται μετά τις 13.4.98, όταν ο καθ' ου η δίωξη, όπως ανέφερε, διέκοψε τη θεραπευτική αγωγή της παραπονούμενης στο Νοσοκομείο Πάφου και της υπέδειξε να αποταθεί σε άλλον ψυχολόγο, δεν ευσταθεί, καθότι από την επιστημονική μαρτυρία που έχει προσαχθεί ενώπιον της Επιτροπής, η εξάρτηση δεν αποτελεί στιγμιαίο γεγονός και εν πάση περιπτώσει δεν παύει να υφίσταται από τη μια στιγμή στην άλλη."

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. άκουσε επιχειρηματολογία από το δικηγόρο του αιτητή για μετριασμό της ποινής και επέβαλε στον αιτητή την ποινή της απόλυσης από τη δημόσια υπηρεσία από 25.1.2000. Αναφορικά με το μέρος των απολαβών του αιτητή που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι δεν θα επιστραφεί κανένα απολύτως ποσό.

Μεταφέρω το σκεπτικό της απόφασης:

"Η πλειοψηφία της Επιτροπής θεωρεί ότι πειθαρχικά παραπτώματα της φύσης που βρέθηκε ένοχος ο καθ' ου η δίωξη πρέπει να τιμωρούνται παραδειγματικά. Η πλειοψηφία έλαβε σοβαρά υπόψη την εν γένει συμπεριφορά του καθ' ου η δίωξη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη σχέση εξάρτησης ασθενούς-ιατρού, στην παρούσα υπόθεση ασθενούς-ψυχολόγου, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την Έλενα Λαμπριανού, άτομο το οποίο έχρηζε βοήθειας εκ μέρους του Ψυχολόγου της, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι από την παιδική της ηλικία είχε τραυματικές εμπειρίες, ενώ κι η έγγαμη ζωή της δεν ήταν ομαλή.

Λόγω της φύσης του ρόλου της θέσης του Ψυχολόγου, ο οποίος πρέπει να ενεργεί ως ψυχοθεραπευτής σε άτομα τα οποία κατατρέχονται ή/και ταλαιπωρούνται από σοβαρά προβλήματα, η διάπραξη αδικημάτων για τα οποία βρέθηκε ένοχος ο καθ' ου η δίωξη, όχι μόνο διασαλεύει την εμπιστοσύνη του κοινού προς τις σχετικές κρατικές υπηρεσίες, όχι μόνο τραυματίζει περισσότερο τους ασθενείς, αλλά εκθέτει ανεπανόρθωτα τόσο τους δράστες όσο και την ίδια την πολιτεία που τους εργοδοτεί. Στην παρούσα περίπτωση η παραπονούμενη αντί να βρει συναντίληψη, κατανόηση και ψυχολογική στήριξη, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον καθ' ου η δίωξη.

Ενόψει των πιο πάνω η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν οποιαδήποτε περιθώρια επίδειξης επιείκειας και ως εκ τούτου θεωρεί ως αρμόζουσα και επιβάλλει στον καθ' ου η δίωξη ΠΛΑΤΡΙΤΗ Κυριάκο, Κλινικό Ψυχολόγο, την ποινή της απόλυσης από τη δημόσια υπηρεσία από 25.1.2000.

Αναφορικά με το μέρος των απολαβών του υπαλλήλου που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφασίζει ότι δεν θα επιστραφεί κανένα απολύτως ποσό."

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι η Κ.Α. όφειλε να αποδείξει με μαρτυρία πέρα από τη μαρτυρία της παραπονουμένης ότι όντως ο αιτητής βρέθηκε την 21 του Απρίλη 1998 τουλάχιστο τη συγκεκριμένη ώρα στην Πέτρα του Ρωμιού. Αν "δεν ήταν εκεί, προφανώς δεν μπορούσε να γίνει το οποιοδήποτε επεισόδιο βιασμού, που καταγγέλει η παραπονουμένη ή αυτό που περιέχει το κατηγορητήριο, δηλαδή της σεξουαλικής επαφής". Ο αιτητής είχε υποχρέωση να ευρίσκετο στη Λάρνακα όπου ήταν τοποθετημένος και εργαζόταν εκείνη την ημέρα μέχρι τις 2.30 μ.μ. και δεν κατηγορήθηκε ότι εγκατέλειψε την εργασία του πριν τις 2.30 μ.μ.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ε.Δ.Υ. έκαμε αναφορά στη μαρτυρία του Κυριάκου Βερεσιέ ο οποίος είναι Νευρολόγος-Ψυχιάτρος και υπεύθυνος της Υπηρεσίας στην οποία εργαζόταν ο αιτητής. Υπέβαλε ότι από τη μαρτυρία του μάρτυρα Βερεσιέ ουδόλως συμπεραίνεται ότι ο αιτητής έφυγε από τη Λάρνακα στις 2.30 μ.μ. αλλά αντίθετα διαφαίνεται ότι είχε την δυνατότητα να αποχωρήσει από την εργασία του και πριν από τις 2.30 μ.μ.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεων διοικητικών οργάνων που λαμβάνοναι στα πλαίσια πειθαρχικής διαδικασίας.  Οι αρχές αυτές έχουν τεθεί στην Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409, 415* και επαναβεβαιώθηκαν στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 778, από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

"Η θέση της νομολογίας στο συζητούμενο θέμα έχει επαναβεβαιωθεί πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Ανδρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 508. Εκδίδοντας την απόφαση ο Π. Αρτέμης, Δ. αναφέρει:

'Έχει ....... νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής.'

Η απόφαση παραπέμπει στην υπόθεση Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210.

Και συνεχίζει ως εξής:

'Περαιτέρω, στην Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409 αποφασίστηκε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο και στη Solomou v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 533 λέχθηκε ότι η επιλογή της ποινής για πειθαρχικά αδικήματα βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του διοικητικού οργάνου και δεν εμπίπτει στις εξουσίες του δικαστηρίου η εκτίμηση της ποινής.

Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις υποθέσεις Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1457 και Παπαφώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1302.'

Είναι χρήσιμο να παραπέμψουμε και στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε. 1929-1959, σελ. 414, όπου προδιαγράφεται ο ίδιος ακριβώς ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου στο πειθαρχικό δίκαιο:

'Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα .....

Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου .... ήτοι ενέργειαν ελεγχόμενην ακυρωτικώς.'

Τις παραμέτρους του δικαστικού ελέγχου συμπληρώνει η παρακάτω περικοπή στη σελ. 415:

'Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου ... ως π.χ. εκείνοι, δι'  ων προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων ... ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ... ή προς την επιμέτρησιν της ποινής ... Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού .....'

Για την πληρότητα της πειθαρχικής απόφασης και την αιτιολογία της μας διαφωτίζει το εξής απόσπασμα στη σελ. 369:

'Εν τω πειθαρχικώ δικαίω κρατεί ο κανών της αιτιολογίας των πειθαρχικών αποφάσεων λόγω της φύσεως αυτών ..........

Η πειθαρχική απόφασις δύναται να συμπληρούται ως προς ωρισμένας ελλείψεις της εκ των στοιχείων του φακέλου .......'"

(Βλ. και Lambrou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 379, 389, Kyprianou v. P.S.C. (1973) 3 C.L.R. 206, 222, 223, Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99, 125, Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448, 1457, Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 97 και Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 515).

Όπως έχει ήδη αναφερθεί η Ε.Δ.Υ. (απόφαση πλειοψηφίας) δεν δέχθηκε την εκδοχή του αιτητή. Προτίμησε εκείνη της παραπονούμενης. Επεσήμανε περαιτέρω ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κυριάκου Βερεσιέ δεν "υπήρχε μηχανισμός ελέγχου άφιξης και αναχώρησης υπαλλήλων". Το σχετικό συμπέρασμα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον της μαρτυρίας.   Όπως έχει υποδειχθεί δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο όργανο. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Αναφορικά με την εισήγηση για την ανάγκη ενίσχυσης της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι νομολογημένο ότι μπορεί να θεμελιωθεί καταδίκη με μόνο τη μαρτυρία του παραπονουμένου αφού το δικαστήριο προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να κριθεί η ενόχή του κατηγορουμένου χωρίς ενίσχυση της μαρτυρίας του παραπονουμένου (Βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 A.A.Δ. 390, Μογγόλος ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 67, Matsas (πιο πάνω, σελ. 1458)).

Στην παρούσα υπόθεση κατά την προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από τη Νομολογία. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τα πρακτικά της πειθαρχικής δίκης και την προσβαλλόμενη απόφαση. Η τελευταία περιέχει περίληψη και αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα και συμπεράσματα της Ε.Δ.Υ.. Προδιαγράφει, επίσης, τη νομική βάση των συμπερασμάτων της. Από την εξέταση όλων των πιο πάνω προκύπτει ότι η καταδίκη του αιτητή δικαιολογείται από το αποδεικτικό υλικό που βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ..

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έχει προβάλει ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Έχει υποστηρίξει ότι η πειθαρχική δίκη του αιτητή δεν ήταν δίκαιη λόγω των συνεχών παραμβάσεων του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. με ερωτήσεις ανακριτικού τύπου ή τύπου υπεράσπισης της παραπονούμενης. Παρέθεσε περί τα 70 παραδείγματα παρέμβασης του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. για να καταδείξει "την έντονη συναισθηματική-υποκειμενική στάση του Προέδρου κύρια στην όλη υπόθεση".

Στην Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 31, έγινε επισκόπηση της σχετικής με το θέμα των παρεμβάσεων Νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

"Οι παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Οι παράμετροι παρέμβασης του Δικαστηρίου έχουν οριοθετηθεί στην Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41. Είπε ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - στις σελ. 61-62:

'Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position thoughout the proceedings (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of alοofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests (See Duport Steels Ltd & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).'

Σε ελληνική μετάφραση:

'Έχει λεχθεί ότι ο δικαστής μπορεί να παρεμβαίνει για να διασφαλίσει ότι η διαδικασία ακολουθεί την πορεία που υπαγορεύεται από τους κανόνες απόδειξης και δικονομίας. Πρέπει να αποφεύγει να παρεμβαίνει πέρα από αυτά τα όρια και ειδικώς να αποφεύγει τα αχρείαστα σχόλια τα οποία δυνατόν να δημιουργούν την εντύπωση ότι καταβαίνει στην αρένα της δίκης. Ο δικαστής πρέπει να αποστασιοποιείται από τη διένεξη η οποία ξεδιπλώνεται ενώπιον του και να τηρεί την αυστηρή διαιτητική θέση του (Βλ. Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτή την στάση της αποστασιοποίησης δυνατόν να εκθέσει την αμεροληψία του ενώπιον των διαδίκων καθώς και τρίτων μερών. Είναι πάνω στην αμεροληψία των Δικαστών που στηρίζεται το κράτος δικαίου (Βλ. Duport Steels Ltd & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).'

Στη θεμελιακή υπόθεση Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55, ο Λόρδος Denning έθεσε το θέμα ως πιο κάτω:

'In the system of trial which we have evolved in this country, the judge sits to hear and determine the issues raised by the parties, not to conduct an investigation or examination on behalf of society at large, as happens, we believe, in some foreign countries. Even in England, however, a judge is not a mere umpire to answer the question 'How's that?'. His object, above all, is to find out the truth, and to do justice according to law; and in the daily pursuit of it the advocate plays an honourable and necessary role.

...................................................................................................

The judge's part in all this is to hearken to the evidence, only himself asking questions of witnesses when it is necessary to clear up any point that has been overlooked or left obscure; to see that the advocates behave themselves seemly and keep to the rules laid down by law; to exclude irrelevancies and discourage repetition; to make sure by wise intervention that he follows the points that the advocates are making and can assess their worth; and at the end to make up his mind where the truth lies. If he goes beyond this, he drops the mantle of a judge and assumes the robe of an advocate; and the change does not become him well. Lord Chancellor Bacon spoke right when he said that: 'Patience and gravity of hearing is an essential part of justice; and an over-speaking judge is no well-tuned cymbal.'

Σε ελληνική μετάφραση:

'Στο σύστημα διεξαγωγής της δίκης το οποίο έχουμε καθιερώσει σ' αυτή τη χώρα ο δικαστής κάθεται να ακούσει και να αποφασίσει τα θέματα που εγείρουν τα μέρη και όχι να προβαίνει στη διεξαγωγή έρευνας ή εξέτασης εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου, όπως καθώς πιστεύουμε, συμβαίνει σε ορισμένες ξένες χώρες. Ακόμη και στην Αγγλία ο δικαστής δεν είναι ένας απλός διαιτητής για να απαντά στην ερώτηση 'Πώς γίνεται αυτό;'. Ο στόχος του πάνω από όλα είναι η ανεύρεση της αλήθειας και η απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με το Νόμο· και στην καθημερινή αναζήτηση της ο δικηγόρος διαδραματίζει ένα έντιμο και αναγκαίο ρόλο.

...................................................................................................

Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινό· για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το Νόμο· να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψεις· να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τους· και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει τον μανδύα του δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο. Η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε: 'Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο.'

Τονίζεται ότι οι υποθέσεις Evangelou και Jones (πιο πάνω) αφορούσαν πολιτικές υποθέσεις. Ωστόσο θεωρούμε ότι οι σχετικές παρατηρήσεις, κατά μείζονα λόγο, τυγχάνουν εφαρμογής και στις ποινικές υποθέσεις. Το εύρος των παρεμβάσεων του δικαστηρίου μας το προσδιορίζει ο Archbold (πιο πάνω) στην παραγ. 8-247:

'The judge may, of course, question any witness at any stage in the course of the trial ...: R. v. Remnant [1807] R. & R. 136; see also R. v. Wilson, 18 Cr. App. R.108. But he should not put questions to a witness which suggest that he (the judge) is satisfied that the defendant is guilty (R. v. Rabbitt, 23 Cr. App. R 112), or cross-examine the defendant when giving his evidence-in- chief at such length and with such severity as to make it appear that he is not so much assisting the defendant as helping the prosecution by the cross-examination: R. v. Cain, 25 Cr. App. R 204: see also R. v. Taylor, 25 Cr. App. R. 46.'

Σε ελληνική μετάφραση:

'Ο Δικαστής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ...: R. v. Remnant [1807] R. &  R. 136, R. v. Wilson, 18 Cr. App. R. 108. Ωστόσο δεν πρέπει να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες οι οποίες τείνουν να καταδείξουν ότι ο ίδιος (ο δικαστής) είναι ικανοποιημένος ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος (R. v. Rabbitt, 23 Cr. App. R. 112) ή να αντεξετάζει τον κατηγορούμενο όταν καταθέτει στην κυρίως εξέταση σε  μάκρος και με τέτοια αυστηρότητα έτσι που να φαίνεται ότι δεν βοηθά τόσο πολύ τον κατηγορούμενο όσο βοηθά την κατηγορούσα αρχή με την αντεξέταση (R. v. Cain, 25 Cr. App. R. 204, R. v. Taylor, 25 Cr. App. R. 46).'

Στην παραγ. 7-72 του ιδίου συγγράμματος καταγράφονται οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες το Εφετείο θα ακυρώσει την καταδίκη λόγω των παρεμβάσεων του δικαστή:

'Interventions by the judge during a trial will lead to the quashing of a conviction (i) when they have invited the jury to disbelieve the evidence for the defence in such strong terms that the mischief cannot be cured by the common formula in the summing up that the facts are for the jury, and that they may disregard anything said on the facts by the judge with which they do not agree; (ii) when they have made it impossible for defending counsel to do his duty; (iii) when they have effectively prevented the defendant or a witness for the defence from telling his story in his own way: R. v. Hulusi and Purvis, 58 Cr. App. R. 378.'

Σε ελληνική μετάφραση:

'Παρεμβάσεις από το δικαστήριο στη διάρκεια της δίκης θα οδηγήσουν στην ακύρωση της καταδίκης (ι) όταν έχουν καλέσει τους ενόρκους να μην πιστέψουν την μαρτυρία της υπεράσπισης με τόσο έντονο τρόπο έτσι που το κακό να μη μπορεί να θεραπευθεί από την κοινή φόρμουλα σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα είναι για τους ενόρκους και ότι μπορούν να αγνοήσουν οτιδήποτε το οποίο είπε ο δικαστής για τα γεγονότα με το οποίο δεν συμφωνούν (ιι) όταν το έχουν καταστήσει αδύνατο για τον συνήγορο υπεράσπισης να κάμει το καθήκον του (ιιι) όταν αποτελεσματικά έχουν παρεμποδίσει τον κατηγορούμενο ή μάρτυρα υπεράσπισης από του να διηγηθεί την ιστορία του με το δικό του τρόπο: R. v. Hulusi and Purvis, 58 Cr. App. R. 378.'"

(Βλ. και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1(B) A.A.Δ. 634 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 A.A.Δ. 320).

Έχω εξετάσει προσεκτικά την κάθε μιά από τις περιπτώσεις παρέμβασης στις οποίες με έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Θεωρώ ότι όλες οι παρεμβάσεις ήταν διευκρινιστικού χαρακτήρα. Τα δικαστήρια καθώς και τα πειθαρχικά όργανα μπορούν, όπως καταφαίνεται από τη Νομολογία, να παρεμβαίνουν με ερωτήσεις ή σχόλια με σκοπό τη διευκρίνιση μιας ερώτησης ή μιας απάντησης ή με σκοπό τη ρύθμιση της διαδικασίας. Και αυτό είναι που έχει λάβει χώραν στην παρούσα υπόθεση. Αναφορικά με την παρέμβαση του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. στο στάδιο της υποβολής ερωτήσεων από το συνήγορο του αιτητή δεν έχω εντοπίσει περίπτωση απαγόρευσης οποιασδήποτε ερώτησης. Παράδειγμα αποτελεί η ερώτηση της τελευταίας παραγράφου της σελ. 151 του Παραρτήματος 3 των πρακτικών η οποία μετά από σχετικές παρεμβάσεις του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. επετράπει. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η πρώτη ερώτηση της σελ. 24 του Παραρτήματος 8 των πρακτικών. 

Διαπιστώνω ότι ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. δεν έχει ξεφύγει από τα πλαίσια που καθορίζονται από τη Νομολογία και δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος που να καθιστά τη δίκη μη δίκαιη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε επιχείρημα σε σχέση με την ποινή ή το μέρος της απόφασης που σχετίζεται με τις απολαβές του αιτητή στη διάρκεια της διαθεσιμότητας του. Το εκλαμβάνω ότι έχει εγκαταλείψει την προσφυγή σε σχέση με αυτά τα δύο θέματα.

Για τους πιό πανω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £350.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο