ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 856
19 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΜΟΥΗΛ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 783/1999)
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Ισχυρισμοί περί προκατάληψης και έλλειψης αντικειμενικότητας κατά τη σύνταξή τους ― Αυτός που τις επικαλείται οφείλει να εγείρει το θέμα ενώπιον του διορίζοντος οργάνου ― Οι ισχυρισμοί εγέρθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες ― Ισχυρισμοί περί παρανομίας κατά τη σύνταξη των εκθέσεων δεν δύνανται να προβάλλονται όταν αφορούν λόγους που δεν έχουν επηρεάσει δυσμενώς τον αιτητή.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Ειδικά το απαιτούμενο προσόν της πείρας ― Πείρα σε αντιδιαστολή προς υπηρεσία ― Η επίδραση της αξίας στην πείρα ― Εύλογα επιτρεπτή η αξιολόγηση της πείρας στην κριθείσα περίπτωση.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Μεταπτυχιακά προσόντα πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας ― Βαρύτητα.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Ο ρόλος της κατά την πλήρωση υψηλής θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση μετά από ακύρωση ― Αδυναμία τήρησης τύπου κατά την επανεξέταση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της πλήρωσης διευθυντικής θέσης ανώτατου επιπέδου ― Όρια του αναθεωρητικού ελέγχου ― Ειδικά η απαίτηση απόδειξης έκδηλης υπεροχής.
Ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα του κατ' επανεξέταση επαναδιορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού (Διεύθυνση Έρευνας και Προγραμματισμού).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Από τη στιγμή που η Αρχή αναγνώρισε ότι έλαβε υπόψη τις εκθέσεις και ότι αυτές συνέτειναν στη διαμόρφωση κρίσης, ο αιτητής είχε καθήκον να διατυπώσει τις αμφισβητήσεις του και να προβάλει τους ισχυρισμούς του περί ακυρότητας των εκθέσεων λόγω προκατάληψης κλπ. Και εφόσον ο αιτητής δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εκθέσεων, η Αρχή είχε, όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον να λάβει υπόψη τις εν λόγω εκθέσεις κατά την επανεξέταση. Ο αιτητής όμως ούτε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επανεξέτασης ζήτησε από την Αρχή να αγνοήσει τις υπηρεσιακές του εκθέσεις και να προβάλει τους ισχυρισμούς και καταγγελίες του. Οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης και έλλειψης αντικειμενικότητας εγείρονται για πρώτη φορά και μάλιστα μετά την επαναπλήρωση της θέσης. Είναι αυτονόητο ότι το διορίζον όργανο δεν υποχρεούται να εξετάζει εξ ιδίας πρωτοβουλίας θέμα προκατάληψης όταν ο ενδιαφερόμενος δεν εγείρει τέτοιο θέμα. Εκ των ανωτέρω εύλογα συνάγεται ότι ο αιτητής μέχρι της καταχωρήσεως της γραπτής του αγόρευσης στην παρούσα προσφυγή αποδεχόταν την εγκυρότητα των εκθέσεων του για τα έτη 1985-1989 ενώ από την άλλη, οι εκθέσεις από μόνες τους δεν τεκμηριώνουν προκατάληψη η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα είτε από το περιεχόμενο των ιδίων των διοικητικών εγγράφων ή από άλλα γεγονότα που οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα περί ύπαρξης μεροληψίας ή προκατάληψης.
2. Ο ισχυρισμός ότι οι εκθέσεις των ετών 1991-1992 και 1993 έγιναν κατά παράβαση του Νόμου 155/90 στερείται σημασίας εφόσον οι εν λόγω εκθέσεις δε φαίνεται να διαδραμάτισαν κανένα ρόλο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Η αξία του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου από το 1991 και μετά, κρίθηκε πως ήταν "ταυτόσημη" και συνεπώς ο αιτητής δεν δύναται να επιζητεί ακύρωση πράξης για λόγους που δεν τον έχουν επηρεάσει δυσμενώς.
3. Η εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι ζήτημα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Στην προκείμενη περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι πιο συναφής με τα καθήκοντα της θέσης από την πείρα του αιτητή. Το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου σε σύγκριση προς το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την πείρα του αιτητή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κρίση του Συμβουλίου της Αρχής επί του θέματος ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της χρηστής διοίκησης.
Η έννοια της πείρας δεν ταυτίζεται με την έννοια της υπηρεσίας. Η πείρα μπορεί να αποκτηθεί μόνο με την εκτέλεση καθηκόντων.
Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώνεται από τις ετήσιες εκθέσεις, ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου σε τομείς που έχουν σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, κτήθηκε όχι μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία.
4. Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Και οι δύο διαθέτουν πρόσθετα προσόντα ήτοι, μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του σχεδίου υπηρεσίας τα οποία αποτελούν πλεονέκτημα.
Ορθά το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση των προσόντων, εφόσον δεν του παρεχόταν τέτοια δυνατότητα. Μεταπτυχιακά προσόντα πέραν των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας, είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να προσδώσουν υπεροχή σ' αυτόν που τα κατέχει.
5. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι αγνοήθηκε πλήρως η αρχαιότητά του δεν ευσταθεί. Όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και λήφθηκαν υπόψη κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία και καθορίστηκε ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σύμφωνα με τη νομολογία οι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, μεταξύ άλλων, έχουν σκοπό να προσελκύσουν ικανούς υποψήφιους πράγμα που καθιστά σχεδόν χωρίς σημασία το στοιχείο της αρχαιότητας.
Eξάλλου, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μολονότι ήταν και οι δύο υπάλληλοι της Αρχής ούτε ο ένας ούτε ο άλλος υπηρετούσαν στην αμέσως κατώτερη θέση της επίδικης και συνεπώς κανένας από αυτούς δεν ήταν υποψήφιος για προαγωγή.
6. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής να αγνοηθεί η απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για
'(α) πολύ καλή γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες της Αρχής νομοθεσίας, την αγορά εργασίας ή/και την κοινωνική και οικονομική πολιτική της Κύπρου ή/και τις δραστηριότητες ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού
(β) ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική, διευθυντική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.'
λήφθηκε λόγω αδυναμίας στη διερεύνηση της κατοχής των πιο πάνω προσόντων από τους εξωτερικούς υποψηφίους και για σκοπούς σύγκρισης όλων των υποψηφίων (εσωτερικών και εξωτερικών) μεταξύ τους επί ίσης βάσεως. Είναι αυτονόητο ότι η πολύ καλή γνώση στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανωτέρω θα μπορούσε να ελεχθεί μόνο με τη μέθοδο της προφορικής ή γραπτής εξέτασης. Όμως, τέτοιες εξετάσεις δεν θα μπορούσαν να γίνουν κατά το στάδιο της επανεξέτασης λόγω μεταβολής στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου. Βεβαιώσεις και συστάσεις προϊσταμένων δεν θα μπορούσαν να αποδείξουν την απαιτούμενη καλή γνώση ούτε βέβαια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα και τις άλλες προβλεπόμενες από το σχέδιο υπηρεσίας ικανότητες γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με μετάθεση εξουσιών σε τρίτους πράγμα ανεπίτρεπτο. Ενόψει της πρακτικής αδυναμίας που αντιμετώπισε η Αρχή καθόσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων Δ.3 και Δ.4 του σχεδίου υπηρεσίας το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής διατηρούσε τη δυνατότητα να μη τηρήσει ένα τύπο του σχεδίου που πρακτικά ήταν αδύνατο να τηρηθεί.
7. Η επίδικη θέση είναι διευθυντική και ίσως η ανώτερη οργανική θέση στην Αρχή. Αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, διευρύνει τη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ως του αρμόδιου οργάνου για διορισμούς και προαγωγές προσωπικού. Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι προσοντούχοι και με αναγνωρισμένες ικανότητες με ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία όπως αυτή αναδύεται ύστερα από σύγκριση των στοιχείων των φακέλων (βαθμολογίας) των ετών 1985-1996. Προκύπτει επίσης πως με βάση τα στοιχεία των φακέλων ο αιτητής δεν αποκτά οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διορίζοντος οργάνου με δική του. Το Δικαστήριο επεμβαίνει όταν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που έχει διοριστεί. Ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή μπορεί να επιτύχει, αν ύστερα από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων, η υπεροχή είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Η έκδηλη υπεροχή πρέπει να προκύπτει ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό, που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η επίδικη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αντωνιάδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2969,
Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,
Χατζησάββα v. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76,
Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Ektoriades v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 2198,
Επαμεινώνδα v. ΡΙΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 376,
Θεοφίλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181,
Χριστοδουλίδης v. ΕΔΥ (1995) 3 Α.Α.Δ. 1598,
Σεκκίδης v. Δημοκρατίας (1988) 3 C.L.R. 2136,
Κουφτερού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2774,
Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1253.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης ημερ. 14/4/99, με την οποία η Αρχή επαναδιόρισε, κατόπιν επανεξέτασης, το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού (Διεύθυνση Έρευνας και Προγραμματισμού), αναδρομικά από 1/10/96, αντί του ιδίου.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπανού, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η καθ' ης η αίτηση Αρχή Βιομηχανικής Καταρτίσεως Κύπρου (στο εξής "η Αρχή"), στις 20.9.96 αποφάσισε το διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου Γεώργιου Όξινου στη θέση Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού (Διεύθυνση Ερευνας και Προγραμματισμού) από 1.10.1996.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 10.3.1999 στις προσφυγές 866/96 και 1024/96 που καταχώρησαν ο αιτητής και κάποιος Ιωάννης Μοδίτης αντίστοιχα, ακύρωσε την προαναφερθείσα απόφαση διορισμού του κ. Γ. Όξινου στην ως άνω θέση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σε συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 19.4.99 αφού έλαβε υπόψη επιστολή του δικηγόρου του κ. Όξινου με την οποία πληροφορούσε την Αρχή ότι ο πελάτης του δεν θα καταχωρούσε έφεση εναντίον της δικαστικής απόφασης και αφού μελέτησε την ακυρωτική απόφαση και τις γνωματεύσεις των νομικών συμβούλων της Αρχής, αποφάσισε να προχωρήσει στην επαναπλήρωση της θέσης.
Το Συμβούλιο, ύστερα από μια σειρά αποφάσεων που πήρε στα πλαίσια της διαδικασίας επαναπλήρωσης της θέσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν οι επικρατέστεροι μεταξύ των υποψηφίων. Για τους λόγους που καταγράφονται στα πρακτικά, κρίθηκε ότι οι υπόλοιποι υστερούσαν έναντι των δύο που κρίθηκαν ως οι επικρατέστεροι.
Επειδή δεν αμφισβητείται το κύρος της διαδικασίας από το σημείο έναρξης μέχρι το σημείο της επιλογής των δύο επικρατέστερων υποψηφίων, θεωρώ αχρείαστη οποιαδήποτε αναφορά στα επί μέρους γεγονότα τούτου του μέρους της διαδικασίας. Ακολούθησε συζήτηση αναφορικά με την υποψηφιότητα των δύο που κρίθηκαν επικρατέστεροι και ύστερα από φανερή ψηφοφορία επικράτησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με οκτώ ψήφους υπέρ έναντι τριών που πήρε ο αιτητής, αποτέλεσμα που οδήγησε στον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου στην επίδικη θέση από 1.10.1996.
Κρίθηκε ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή ήταν παρόμοια με εκείνα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ωστόσο, από το κείμενο της απόφασης, προκύπτει ότι η πείρα και η αξία του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν τα στοιχεία που αποφασιστικά έγειραν υπέρ του την πλάστιγγα. Η πείρα που διέθετε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκτιμήθηκε ως πιο συναφής προς τη θέση παρά η πείρα του αιτητή μολονότι, η πείρα του τελευταίου ήταν πιο μακρόχρονη και σε ψηλότερη θέση. Κρίθηκε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε αξία τα χρόνια 1985-1989. Η υπεροχή του αιτητή σε αξία ανάγεται στο 1984 ενώ από το 1991 και μετά η αξία και των δύο θεωρήθηκε ως ταυτόσημη.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αρχής ημερομηνίας 19.4.1999 με την οποία η Αρχή διόρισε ή προήγαγε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.10.96 αντί του αιτητή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατά την επανεξέταση η Αρχή έλαβε υπόψη άκυρες ετήσιες εκθέσεις είτε κατά παράβαση της νομοθεσίας είτε ως μη αντικειμενικές. Λέγει συναφώς ότι οι εκθέσεις για τα έτη 1985-1989 έπρεπε να είχαν αγνοηθεί γιατί ήταν προϊόν προκατάληψης και πως έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη μόνο οι εκθέσεις των ετών 1984 και 1994.
Από την ένσταση της Αρχής στην προσφυγή 866/96, όπου γίνεται αναφορά στα πρακτικά, προκύπτει ότι οι εκθέσεις των εσωτερικών υποψηφίων λήφθηκαν υπόψη για τους σκοπούς της ακυρωθείσας διαδικασίας με εξαίρεση τις εκθέσεις για το 1990, και αυτό, ύστερα από σχετική γνωμάτευση του νομικού συμβούλου της Αρχής. Από τη στιγμή λοιπόν που η Αρχή αναγνώρισε ότι έλαβε υπόψη τις πιο πάνω εκθέσεις και ότι αυτές συνέτειναν στη διαμόρφωση κρίσης, ο αιτητής είχε καθήκον, σε εκείνο το στάδιο, να διατυπώσει τις αμφισβητήσεις του και να προβάλει τους ισχυρισμούς του περί ακυρότητας των εκθέσεων λόγω προκατάληψης κλπ. Και εφόσον ο αιτητής δεν αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εκθέσεων, η Αρχή είχε, όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον να λάβει υπόψη τις εν λόγω εκθέσεις κατά την επανεξέταση. Ο αιτητής όμως ούτε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επανεξέτασης ζήτησε από την Αρχή να αγνοήσει τις υπηρεσιακές του εκθέσεις και να προβάλει τους ισχυρισμούς και καταγγελίες του. Οι ισχυρισμοί περί προκατάληψης και έλλειψης αντικειμενικότητας εγείρονται για πρώτη φορά και μάλιστα μετά την επαναπλήρωση της θέσης. Είναι αυτονόητο ότι το διορίζον όργανο δεν υποχρεούται να εξετάζει εξ ιδίας πρωτοβουλίας θέμα προκατάληψης όταν ο ενδιαφερόμενος δεν εγείρει τέτοιο θέμα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 10.5.91 προς την τότε διευθύντρια, με κοινοποίηση στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, περιείχε όντως παράπονο για την έκθεση του 1990. Ακολούθησε αλληλογραφία επί του συγκεκριμένου θέματος μεταξύ αιτητή και της τότε διευθύντριας και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν. Εν πάση περιπτώσει, η έκθεση του 1990 αγνοήθηκε από το Συμβούλιο της Αρχής για άλλους λόγους και ως εκ τούτου θεωρώ πως το ζήτημα στερείται οποιασδήποτε σημασίας. Εκ των ανωτέρω εύλογα συνάγεται ότι ο αιτητής μέχρι της καταχωρήσεως της γραπτής του αγόρευσης στην παρούσα προσφυγή αποδεχόταν την εγκυρότητα των εκθέσεων του για τα έτη 1985-1989 ενώ από την άλλη, οι εκθέσεις από μόνες τους δεν τεκμηριώνουν προκατάληψη η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα είτε από το περιεχόμενο των ιδίων των διοικητικών εγγράφων ή από άλλα γεγονότα που οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα περί ύπαρξης μεροληψίας ή προκατάληψης.
Ο ισχυρισμός ότι οι εκθέσεις των ετών 1991-1992 και 1993 έγιναν κατά παράβαση του νόμου 155/90 στερείται σημασίας εφόσον οι εν λόγω εκθέσεις δε φαίνεται να διαδραμάτισαν κανένα ρόλο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Η αξία του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου από το 1991 και μετά κρίθηκε πως ήταν "ταυτόσημη" και συνεπώς ο αιτητής δεν δύναται να επιζητεί ακύρωση πράξης για λόγους που δεν τον έχουν επηρεάσει δυσμενώς. Βλ. Ελένη Αντωνιάδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2969.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης αναφορικά με την πείρα του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Η πείρα που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης καθορίζεται ως εξής:
"(2) Δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού ή/και οικονομικής ή/και βιομηχανικής ανάπτυξης ή/και διοίκησης από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα."
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής προτού προχωρήσει στην εξέταση των υποψηφιοτήτων επαναβεβαίωσε και υιοθέτησε την ερμηνεία που είχε δώσει κατά τη συνεδρία της 26ης Αυγούστου 1996 για την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας σε ό,τι αφορά την πείρα σε υπεύθυνη θέση και τη διοικητική πείρα. Η ερμηνεία που δόθηκε παρατίθεται:
"(α) Πείρα σε υπεύθυνη θέση και διοικητική πείρα.
Κάθε περίπτωση θα αξιολογείται με τα δικά της δεδομένα. Από το σχέδιο υπηρεσίας απαιτείται οι υποψήφιοι να έχουν δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού ή/και οικονομικής ή/και βιομηχανικής ανάπτυξης ή/και διοίκησης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα.
Κατά την αξιολόγηση της πείρας των υποψηφίων θα λαμβάνεται υπόψη ότι πείρα σε υπεύθυνη θέση αποκτάται από υπηρεσία σε θέση που βρίσκεται επικεφαλής υπηρεσίας ή τομέα/υποτομέα/κλάδου εργασίας σε οργανισμό ή επιχείρηση του δημοσίου, ημικρατικού ή του ιδιωτικού τομέα. Επίσης θα λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο αυτή η πείρα έχει σχέση με ένα ή περισσότερα από τα θέματα: ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού, οικονομικής ανάπτυξης, βιομηχανικής ανάπτυξης, διοίκησης.
Η θέση αυτή να συνεπάγεται:
- ευθύνη ως προς συγκεκριμένους τομείς εργασίας
- λήψη αποφάσεων αναφορικά με τους τομείς ευθύνης
- διοίκηση προσωπικού."
Κατά τον ουσιώδη χρόνο (20.9.1996) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε στην Αρχή θέση Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού, 1ης Τάξης, Κλίμακα Α11. Μέχρι τον Ιούνιο 1995 η θέση του ενδιαφερόμενου προσώπου ονομαζόταν θέση Λειτουργού Βιομηχανικής Κατάρτισης (Προγράμματα). Το σχέδιο υπηρεσίας της εν λόγω θέσης καθώς και το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά τον ουσιώδη χρόνο παρατίθενται.
"Θέση: Λειτουργός Βιομηχανικής Καταρτίσεως 1ης Τάξεως (Προγράμματα) (Θέση Προαγωγής)
Μισθοδοτική Κλίμακα: Α11: £3759Χ152-4975
Καθήκοντα και Ευθύνες:
(α) Μεριμνά για τον προσδιορισμό των σκοπών και του περιεχομένου των προγραμμάτων βιομηχανικής καταρτίσεως.
(β) Μεριμνά για τη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων και φροντίζει για τον προγραμματισμό της εργασίας του Τμήματος.
(γ) Καθορίζει τα βασικά προσόντα που απαιτούνται για βιομηχανική κατάρτιση υποψηφίων και μεριμνά για την εξεύρεση υποψηφίων για συμμετοχή στα προγράμματα βιομηχανικής καταρτίσεως.
(δ) Προβαίνει σε διευθετήσεις για την εξασφάλιση των κατάλληλων διευκολύνσεων για εφαρμογή των προγραμμάτων βιομηχανικής καταρτίσεως.
(ε) Εγκαθιδρύει και εφαρμόζει συστήματα εποπτείας και αξιολογήσεως προγραμμάτων ως και συστήματα καθορισμού και πιστοποιήσεως του επιπέδου βιομηχανικής καταρτίσεως.
(στ) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα τα οποία αναθέτονται σ' αυτόν.
Απαιτούμενα προσόντα:
(α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο κλάδο της Μηχανικής, π.χ. Ηλεκτρολογία, Μηχανολογία, Πολιτική Μηχανική, Χημική Μηχανική, Βιομηχανική Μηχανική κλπ. ή σε κατάλληλο κλάδο των θετικών επιστημών.
(β) Πενταετής βιομηχανική πείρα σε θέση ευθύνης που συνεπάγεται άσκηση οργανωτικών και διοικητικών καθηκόντων και εποπτεία και έλεγχο προσωπικού.
(γ) Ακεραιότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητα και πρωτοβουλία.
(δ) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.
(ε) Πείρα, ειδίκευση ή μετεκπαίδευση στον τομέα της βιομηχανικής καταρτίσεως και γνώση της εργατικής αγοράς θα θεωρηθεί πλεονέκτημα.
Σημείωση:
Η φύση των απαιτούμενων προσόντων στο (α) θα καθορίζεται κατά τη δημοσίευση της θέσεως ανάλογα με τις ανάγκες της Αρχής."
"Α. Λειτουργός Ανθρώπινου Δυναμικού, 1ης Τάξης: (Θέση Προαγωγής)
Β. Εγκεκριμένη Μισθοδοτική Κλίμακα: Α11: £3.759 Χ 152 - 4.975
Γ. Καθήκοντα και Ευθύνες:
1. Αν τοποθετηθεί στη Διεύθυνση Ερευνας και Προγραμματισμού:
(α) διεξάγει έρευνες και μελέτες με στόχο τη διαπίστωση, πρόβλεψη και ιεράρχηση των αναγκών κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού τόσο σε ποιοτικούς όσο και αριθμητικούς όρους και υποβάλλει σχετικές εισηγήσεις·
(β) παρακολουθεί την επίτευξη των μακρο-οικονομικών και τομεακών στόχων της Αρχής, συντάσσει εκθέσεις προόδου και υποβάλλει σχετικές εισηγήσεις·
2. Αν τοποθετηθεί στη Διεύθυνση Κατάρτισης:
(α) σχεδιάζει προγράμματα και οργανώνει και επιβλέπει την εφαρμογή τους και αξιολογεί την αποτελεσματικότητά τους·
(β) αξιολογεί την επάρκεια υποδομής και των δραστηριοτήτων κατάρτισης και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού και υποβάλλει σχετικές εισηγήσεις.
3. Και για τις δύο Διευθύνσεις:
(α) εντοπίζει ομάδες υποψηφίων για κατάρτιση, εξευρίσκει ικανοποιητικό αριθμό τούτων και υποβάλλει εισηγήσεις αναφορικά με τους όρους και τις συνθήκες κατάρτισης και απασχόλησής τους·
(β) μελετά και αναλύει το τεχνικό περιεχόμενο επαγγελμάτων, σχεδιάζει επίπεδα κατάρτισης και πρότυπα επαγγελματικών προσόντων, εισηγείται τρόπους επαλήθευσης των προτύπων, καθώς επίσης συστημάτων αξιολόγησης και πιστοποίησης επαγγελματικών προσόντων·
(γ) προάγει αρμονικές σχέσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, τις επιχειρήσεις, οργανισμούς και ιδρύματα κατάρτισης και παρέχει συναφείς συμβουλευτικές υπηρεσίες·
(δ) εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα του ανατεθούν.
Δ. Απαιτούμενα Προσόντα:
1. Πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Ανθρώπινου Δυναμικού ή/και στις προηγούμενες θέσεις Λειτουργού Βιομηχανικής Κατάρτισης, 2ης Τάξης (Προγράμματα)/Λειτουργού Βιομηχανικής Κατάρτισης, 2ης Τάξης (Μελέτες).
2. Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
Ε. Σημείωση:
Ο κάτοχος της θέσης τοποθετείται ή μετακινείται σε οποιαδήποτε από τις Διευθύνσεις της Αρχής."
Όπως έχει ειπωθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τη θέση Λειτουργού Βιομηχανικής Καταρτίσεως 1ης Τάξης (Προγράμματα) από 1.7.84 μέχρι τον Ιούνιο 1995. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης αρχικά απαιτούσε "επαρκή βιομηχανική πείρα σε θέση ευθύνης που συνεπάγεται την άσκηση οργανωτικών και διοικητικών καθηκόντων και εποπτεία και έλεγχο προσωπικού". Μεταγενέστερα, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 30.6.1988, το σχέδιο τροποποιήθηκε διά της αντικαταστάσεως της λέξης "επαρκής" με τη λέξη "πενταετής" καθόσον αφορά το απαιτούμενο προσόν της βιομηχανικής πείρας κλπ.
Προκύπτει από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Βιομηχανικής Καταρτίσεως (Προγράμματα) (ανωτέρω) αλλά και από τις εκθέσεις αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου προσώπου ότι αυτό διοικούσε προσωπικό, ότι κατείχε διοικητική πείρα και ότι εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε σε εξαιρετικό επίπεδο. Η διοικητική πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου και οι αρμοδιότητες που είχε σε καθορισμένους τομείς εργασίας αποδεικνύεται επίσης και από την κατανομή των τομέων εργασιών στους Λειτουργούς Βιομηχανικής Καταρτίσεως η οποία γίνεται γραπτώς από το 1992. Η κατανομή τομέων εργασιών των ετών 1992 και 1993 του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι ενδεικτική ενώ μέσω των εκθέσεων αξιολόγησής του αναδεικνύεται η πείρα που αυτό απέκτησε για περίοδο πέραν των δέκα ετών ως υπεύθυνος σε μεγάλο αριθμό τομέων για την εφαρμογή της πολιτικής για ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού αλλά και στον τομέα της διοίκησης.
Ο αιτητής υπηρέτησε στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως Διοικητικός Λειτουργός από το Φεβρουάριο 1970 μέχρι τον Νοέμβριο 1977. Στους τομείς αρμοδιότητάς του περιλαμβάνονταν οι Βιομηχανικές Σχέσεις, η Απασχόληση, η Κατάρτιση (Βιομηχανική Εκπαίδευση) και οι ετήσιοι στόχοι και προϋπολογισμοί του Υπουργείου. Προσλήφθηκε στην Αρχή το Δεκέμβριο του 1977 αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή της και για δύο χρόνια ήταν ο μοναδικός λειτουργός της με το βαθμό του γραμματέα. Επρόκειτο για θέση διευθυντική η οποία από το 1994 μετονομάστηκε σε θέση Προϊσταμένου Διοίκησης και Προσωπικού της Αρχής την οποία κατέχει μέχρι σήμερα. Ο αιτητής ήταν επίσης ο γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής. Κατά τον ουσιώδη χρόνο συμμετείχε στις ακόλουθες Επιτροπές ή Συμβούλια:
- Μέλος της Διευθυντικής Ομάδας της Αρχής από το 1979 (από το 1991 μετονομάστηκε σε Συμβουλευτική Ομάδα Πολιτικής και Προγραμματισμού).
- Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής από τη σύστασή του.
- Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου/Γραμματέας του Κυπριακού Συνδέσμου Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού.
- Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Ευημερίας Προσωπικού της Αρχής από της σύστασής της.
- Πρόεδρος της Επιτροπής Πληροφορικής της Αρχής (αρμόδιας για τη σταδιακά μηχανοποίηση των εργασιών της Αρχής) από τη σύστασή της.
- Μέλος του Συμβουλίου Προσφορών της Αρχής από τη σύστασή του.
Ο αιτητής συμμετέσχε σε διεθνή συνέδρια είτε ως εκπρόσωπος της Αρχής είτε πάνω σε προσωπική βάση, όπου παρουσίασε μελέτες. Αρθρα του δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά. Ο αιτητής κατέχει τα πιο κάτω ακαδημαϊκά και άλλα ειδικά προσόντα:
- Πτυχίο Νομικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
- MBA, Kensington University, California USA.
- MSc in Training, University of Leicester, UK.
- Εξετάσεις στην Κυπριακή Νομοθεσία για άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
- Κυβερνητικές εξετάσεις στις Γενικές Διατάξεις και Kανονισμούς Αποθηκών.
- GCE English Language.
- Τίτλος MIPD του Institute of Personnel and Development του Ηνωμένου Βασιλείου.
- Μέλος του Κυπριακού Συνδέσμου Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και από Ιούλιο 1995 γραμματέας του Συνδέσμου.
- Συμμετοχή σε προγράμματα και δραστηριότητες κατάρτισης /ανάπτυξης στους τομείς Διεύθυνσης (150 ώρες), Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (168 ώρες), Εργασιακών Σχέσεων (40 ώρες), Χρήσης Λογισμικών Συστημάτων (148 ώρες), Δημόσιες Σχέσεις (133 ώρες) για την Αρχή, το έργο της και τις επιχειρήσεις (110 ώρες).
Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η συνάφεια της πείρας του αιτητή και αυτής του ενδιαφερόμενου προσώπου με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης υπήρξε παράγων καθοριστικός στην επικράτηση τους έναντι των άλλων υποψηφίων. Εκ τούτου συνάγεται ότι η συνάφεια της πείρας αμφοτέρων προς τα καθήκοντα της θέσης πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη όχι όμως ταυτόσημη γεγονός το οποίο κατέστησε αναγκαία τη διάκριση (διαφοροποίηση) μεταξύ των δύο. Με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κρίθηκε ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν πιο συναφής με τα καθήκοντα της θέσης ενώ η πείρα του αιτητή αναγνωρίστηκε ως πιο μακροχρόνια και σε ψηλότερη θέση. Κρίθηκε ουσιαστικά ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερτερούσε σε πείρα έναντι του αιτητή.
Η εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι ζήτημα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Στην προκείμενη περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι πιο συναφής με τα καθήκοντα της θέσης από την πείρα του αιτητή. Δεν διαπιστώνω μεμπτότητα στην κρίση του αρμόδιου οργάνου. Το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου σε σύγκριση προς το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την πείρα του αιτητή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κρίση του Συμβουλίου της Αρχής επί του θέματος ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της χρηστής διοίκησης.
Η έννοια της πείρας δεν ταυτίζεται με την έννοια της υπηρεσίας. Η πείρα μπορεί να αποκτηθεί μόνο με την εκτέλεση καθηκόντων. Στην Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Forsthoff ερμήνευσε τη λέξη "πείρα" με αναφορά στο επίδικο σχέδιο υπηρεσίας ως εξής:
"The term "experience" inevitably contains the notion of knowledge acquired through acting in certain capacity and cannot reasonably interpreted as amounting merely to knowledged acquired through observation and study."
Στη Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, αναφέρονται τα εξής σχετικά με το προσόν της πείρας:
"Πείρα αποτελεί τις πρακτικές γνώσεις που αποκτούνται από την εκτέλεση συγκεκριμένου είδους εργασίας. Η μακρά υπηρεσία δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας καταπιάνεται με ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας και τα αποτελέσματα της δουλειάς του είναι ίσοι, αν όχι πιο σπουδαίοι δείκτες πείρας. Είναι γι' αυτό το λόγο που η πείρα δεν καταγράφεται σαν ξεχωριστός παράγοντας τον οποίο η Επιτροπή θα λάβει υπόψη. Η πείρα αντανακλάται όχι μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία."
Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώνεται από τις ετήσιες εκθέσεις ότι η πείρα του ενδιαφερόμενου προσώπου σε τομείς που έχουν σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, κτήθηκε όχι μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Αρχή ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης αναφορικά με τα προσόντα των διαδίκων. Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ακαδημαϊκά προσόντα είναι:
"(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό τούτων. Οικονομικές Επιστήμες, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Δημόσια Διοίκηση, Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, επιχειρησιακή Ερευνα (Operational Research), Μηχανική (οποιοδήποτε κλάδο), Θετικές Επιστήμες, Κοινωνικές Επιστήμες ή σε άλλο θέμα σχετικό με τις πιο πάνω επιστήμες και έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής.
(2) ...................................................................................................
(3) ...................................................................................................
(4) ...................................................................................................
(5) ...................................................................................................
(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πιο πάνω αποτελεί πλεονέκτημα."
Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Και οι δύο διαθέτουν πρόσθετα προσόντα ήτοι, μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του σχεδίου υπηρεσίας τα οποία αποτελούν πλεονέκτημα.
Ορθά το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση των προσόντων εφόσον δεν του παρεχόταν τέτοια δυνατότητα. Μεταπτυχιακά προσόντα πέραν των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να προσδώσουν υπεροχή σ' αυτόν που τα κατέχει.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι αγνοήθηκε πλήρως η αρχαιότητά του δεν ευσταθεί. Ολα τα στοιχεία ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και λήφθηκαν υπόψη κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία και καθορίστηκε ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σύμφωνα με τη νομολογία οι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, μεταξύ άλλων, έχουν σκοπό να προσελκύσουν ικανούς υποψήφιους πράγμα που καθιστά σχεδόν χωρίς σημασία το στοιχείο της αρχαιότητας. Στη Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, αναφέρονται τα εξής:
"............ Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα του εφεσίβλητου, στην οποία έκαμε ειδική αναφορά. Παρατήρησε όμως, ορθά, ότι η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις όπως η παρούσα περίπτωση. Η Επιτροπή καθήκον είχε να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία για την επιλογή του καλύτερου υποψηφίου."
Βλ. επίσης Ektorides v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 2198.
Eξάλλου, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μολονότι ήταν και οι δύο υπάλληλοι της Αρχής ούτε ο ένας ούτε ο άλλος υπηρετούσαν στην αμέσως κατώτερη θέση της επίδικης και συνεπώς κανένας από αυτούς δεν ήταν υποψήφιος για προαγωγή.
Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής να αγνοηθεί η απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για
"(α) πολύ καλή γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες της Αρχής νομοθεσίας, την αγορά εργασίας ή/και την κοινωνική και οικονομική πολιτική της Κύπρου ή/και τις δραστηριότητες ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού
(β) ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική, διευθυντική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία"
λήφθηκε λόγω αδυναμίας στη διερεύνηση της κατοχής των πιο πάνω προσόντων από τους εξωτερικούς υποψηφίους και για σκοπούς σύγκρισης όλων των υποψηφίων (εσωτερικών και εξωτερικών) μεταξύ τους επί ίσης βάσεως. Είναι αυτονόητο ότι η πολύ καλή γνώση στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανωτέρω θα μπορούσε να ελεχθεί μόνο με τη μέθοδο της προφορικής ή γραπτής εξέτασης. Όμως, τέτοιες εξετάσεις δεν θα μπορούσαν να γίνουν κατά το στάδιο της επανεξέτασης λόγω μεταβολής στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου. Βεβαιώσεις και συστάσεις προϊσταμένων δεν θα μπορούσαν να αποδείξουν την απαιτούμενη καλή γνώση ούτε βέβαια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα και τις άλλες προβλεπόμενες από το σχέδιο υπηρεσίας ικανότητες γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με μετάθεση εξουσιών σε τρίτους πράγμα ανεπίτρεπτο. Βλ. Επαμεινώνδα ν. ΡΙΚ (1998) 3 A.A.Δ. 376 και Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 181. Ενόψει της πρακτικής αδυναμίας που αντιμετώπισε η Αρχή καθόσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων Δ.3 και Δ.4 του σχεδίου υπηρεσίας το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής διατηρούσε κατά τη γνώμη μου τη δυνατότητα να μη τηρήσει ένα τύπο του σχεδίου που πρακτικά ήταν αδύνατο να τηρηθεί. Βλ. Χριστοδουλίδης ν. ΕΔΥ (1995) 3 Α.Α.Δ. 1598. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής όταν ξεχώρισαν οι δυο επικρατέστεροι που έτυχε να είναι εσωτερικοί υποψήφιοι, ο Διευθυντής ανέφερε τα εξής:
"......... οι εσωτερικοί υποψήφιοι έχουν πολύ καλή γνώση της νομοθεσίας της Αρχής, της αγοράς εργασίας και των δραστηριοτήτων ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού. Tούτο το γνωρίζει λόγω της καθημερινής επαφής του με τους εν λόγω υποψηφίους και της εργασίας που διεξάγουν, επιπρόσθετα από τις απαιτήσεις που η εργασία τους έχει στην καθημερινή διεξαγωγή της."
Η γνώμη του Διευθυντή για τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν εξίσου θετική και συνάδει με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων οι οποίες καλύπτουν και άλλα στοιχεία όπως υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και διευθυντική / διοικητική ικανότητα, οργανωτική ικανότητα κλπ, στοιχεία τα οποία έχουν αξιολογηθεί και στα αμφότερα κρίθηκαν πολύ ικανοποιητικοί ή εξαίρετοι. Η επί του προκειμένου απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν επηρέασε τον αιτητή εφόσον τόσο ο ίδιος όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκαν ότι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα και αναδείχθηκαν ως οι επικρατέστεροι υποψήφιοι. Βλ. Σεκκίδης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 C.L.R. 2136.
Η επίδικη θέση είναι διευθυντική και ίσως η ανώτερη οργανική θέση στην Αρχή. Αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, διευρύνει τη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ως του αρμόδιου οργάνου για διορισμούς και προαγωγές προσωπικού. Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι προσοντούχοι και με αναγνωρισμένες ικανότητες με ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία όπως αυτή αναδύεται ύστερα από σύγκριση των στοιχείων των φακέλων (βαθμολογίας) των ετών 1985-1996. Προκύπτει επίσης πως με βάση τα στοιχεία των φακέλων ο αιτητής δεν αποκτά οποιοδήποτε προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διορίζοντος οργάνου με δική του. Το Δικαστήριο επεμβαίνει όταν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του υποψηφίου που έχει διοριστεί. Ο ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή μπορεί να επιτύχει, αν ύστερα από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων, η υπεροχή είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Βλ. Ανδρέας Κουφτερού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2774. Η έκδηλη υπεροχή πρέπει να προκύπτει ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό, που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά. Βλ. Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76 και Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1253.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η επίδικη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.