ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 800

8 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΚΑΙ

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 1.11.99:

1. (Α) ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ,

    (Β) ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ,

    ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

    ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

2. (Α) ΕΛΕΝΗ ΣΤ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

    (Β) ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ,

    (Γ) ΡΙΤΑ Γ. ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ, ΚΑΙ

    (Δ) ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΝΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΚΑΙ

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

    ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 403/1997)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Χρηματικές διαφορές ― Στερούνται εκτελεστότητας πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο χρηματικής διαφοράς ― Διεκδίκηση καταβολής αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία στην κριθείσα περίπτωση ― Δεν αποτελεί χρηματική διαφορά ― Διακρίσεις από την επιστήμη και την νομολογία.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Καθημερινή περίοδος καθήκοντος και υπερωριακή απασχόληση ― Καν. 17 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) ― Περιεχόμενο ρύθμισης και ερμηνεία ― Περιστάσεις της εν μέρει εσφαλμένης εφαρμογής του Κανονισμού στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας και απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας ― Άρθρα 28 και 10 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάζονται από τη ρύθμιση του Καν. 17(2)(γ)(i) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89).

Ο αιτητής και στη συνέχεια, λόγω του θανάτου του, οι διαχειριστές της περιουσίας του επεδίωξαν την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας σε σχέση με αίτημα του αιτητή για καταβολή σε αυτόν αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση η οποία είχε λάβει χώρα σε περιόδους κατά τις οποίες ο αιτητής ήταν είτε αξιωματικός είτε ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας μερικώς την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά χρηματική διαφορά, αφού ο αιτητής περιόρισε το αίτημά του σε διεκδίκηση χρηματικής αμοιβής. Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Από το γεγονός και μόνο ότι η πράξη ή παράλειψη προσβάλλει χρηματικά συμφέροντα, δεν προκύπτει ότι δημιουργείται χρηματική διαφορά. Η αληθινή φύση της αφορά δικαιώματα σε αποδοχές και δεν συνιστά χρηματική αμφισβήτηση. 

2. Ο Κανονισμός 17 (2) (α) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/89) προνοεί ότι η κανονική καθημερινή περίοδος καθήκοντος είναι διάρκειας 6 ωρών, εκτός αν ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήθελε ορίσει διαφορετικά. Η κανονική εβδομαδιαία περίοδος είναι διάρκειας 42 ωρών και επιπρόσθετα οποιοσδήποτε χρόνος αναλίσκεται για παρουσία στο καθορισμένο για καθήκον μέρος πριν την έναρξη της περιόδου καθήκοντος. Η πιο πάνω ρύθμιση δεν ισχύει για μέλος της Δύναμης που είναι Ανώτερος Αξιωματικός ή που ασχολείται σε καθήκοντα που έχουν ειδικά εξαιρεθεί από τον Αρχηγό (Κανονισμός 17 (2) (γ)).

    Σύμφωνα με τον Κανονισμό 17 (3) (α) τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού, όταν μέλος της Δύναμης για το οποίο ισχύει η παράγραφος (2) παραμένει σε καθήκον μετά το πέρας της φάσης του καθήκοντος ή ανακαλείται σε υπηρεσία μεταξύ δύο φάσεων καθήκοντος, θα του χορηγείται υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας.

    

    Όσον αφορά την αξίωση για υπερωριακή εργασία 1.165 ωρών κατά την περίοδο 1.3.1989 - 4.3.1994 ο αιτητής δικαιούται αποζημίωσης. Κατείχε τότε βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, βαθμό που δεν χαρακτηρίζεται ως "Ανώτερου Αξιωματικού". Ο Κανονισμός 17 (2) καθορίζει το ανώτατο ωράριο σε 42 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ προβλέπεται εξαίρεση μόνο για τα μέλη της Δύναμης που κατέχουν το βαθμό "Ανώτερου Αξιωματικού", ενώ από την άλλη προνοείται από τον Κανονισμό 17 (3) (α) υπερωριακό επίδομα.

3. Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι ο Κανονισμός 17 (2) (γ) (i) με τον οποίο οι Ανώτεροι Αξιωματικοί αποκλείονται από τις διασφαλίσεις του εβδομαδιαίου ωραρίου και της αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση, προσκρούει στο Σύνταγμα και ειδικότερα στο Άρθρο 28.

    Ο Κανονισμός 17 (2) (α) καθορίζει την κανονική ημερήσια απασχόληση σε 6 ώρες και την εβδομαδιαία σε 42, ενώ η παράγραφος 17 (2) (γ) (i) εξαιρεί από το ωράριο αυτό τους Ανώτερους Αξιωματικούς. Η άνευ απολαβών υπερωριακή εργασία δεν συνιστά εκτέλεση αναγκαστικής εργασίας που ρητά απαγορεύει το Άρθρο 10 του Συντάγματος. Εργασία που παρέχεται χωρίς αμοιβή δεν αποτελεί καταναγκαστική εργασία όταν παραμένει αρκετός χρόνος στον ενδιαφερόμενο για την εκτέλεση άλλης αμοιβόμενης εργασίας.

    Η παρούσα περίπτωση δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην κατηγορία της αναγκαστικής εργασίας. Ο αιτητής κατείχε διοικητική θέση στην Αστυνομία και μισθολογικά ήταν τοποθετημένος σε μια από τις ψηλότερες κλίμακες της ιεραρχίας. Εξ άλλου, εφ' όσον οι ανώτεροι και οι κατώτεροι αξιωματικοί δεν τελούν υπό τις ίδιες μισθολογικές ή άλλες συνθήκες δεν τίθεται θέμα παραβίασης της ισότητας.

4. Η προσφυγή γίνεται δεκτή αναφορικά με την αξίωση των διαχειριστών της περιουσίας του αιτητή για την καταβολή υπερωριακής εργασίας για περίοδο 1.165 ωρών για την περίοδο από 1.3.1989 - 4.3.1994 που ο αποβιώσας κατείχε το βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, ενώ απορρίπτεται όσον αφορά την αξίωσή του για τις 685 ώρες για την περίοδο από 4.3.1994 μέχρι 21.2.1997 που κατείχε το βαθμό Αστυνόμου Α΄. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν τους καθ' ων η αίτηση.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σπάταλος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 566/97, ημερ. 9/9/98,

Φικάρδου v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 561,

Τσικουρής v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3(Στ) Α.Α.Δ. 4417,

Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 470,

Θεοδώρου v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 341,

Ταλιαδώρος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 55/97, ημερ. 30/6/99.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόρριψης της αίτησης του αποβιώσαντος Σταύρου Θεοδώρου προς τον Αρχηγό Αστυνομίας για αποζημίωση για 1.165 ώρες υπερωριακή εργασία για την περίοδο από 1.3.1989 - 4.3.1994 που κατείχε βαθμούς μέχρι του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου και υπηρετούσε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.) μέχρι την 28.11.1992 και μετέπειτα στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών του Αρχηγείου και για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία για άλλες 685 ώρες που υπηρέτησε ως Ανώτερος Αξιωματικός στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών και στην Υπηρεσία Επιθεώρησης και Ελέγχου από 4.3.1994 μέχρι της ημερομηνίας της αίτησής του.

Χρ. Βάκης, για τους Αιτητές.

A. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατατάγηκε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου στις 22.10.1959 και έφτασε μέχρι το βαθμό του Αστυνόμου Α΄. Με επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 21.2.1997 αξιώνει όπως αποζημιωθεί για 1.165 ώρες υπερωριακή εργασία για την περίοδο από 1.3.1989 - 4.3.1994 που κατείχε βαθμούς μέχρι του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου και υπηρετούσε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.) μέχρι την 28.11.1992 και μετέπειτα στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών του Αρχηγείου. Επίσης αξιώνει αποζημίωση για υπερωριακή εργασία για άλλες 685 ώρες που υπηρέτησε ως Ανώτερος Αξιωματικός στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών και στην Υπηρεσία Επιθεώρησης και Ελέγχου από 4.3.1994 μέχρι της ημερομηνίας της επιστολής. Στην ίδια επιστολή γίνεται και αναφορά στο αίτημα που ο αιτητής υπέβαλε στις 26.11.1996 για αποζημίωση για 134 ώρες που είχε εργαστεί υπερωριακά για την περίοδο 10.8.1996 - 15.11.1996.

Η αξίωσή του για τις 134 ώρες που αξίωσε για υπερωριακή εργασία από 10.8.1996 - 15.11.1996 ήταν το αντικείμενο της προσφυγής υπ' αρ. 150/97 η οποία απορρίφθηκε στις 8.5.1998. Συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει.

Το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας με επιστολή του ημερ. 28.2.1997. Λόγω θανάτου του αιτητή στις 10.1.1999, καταχώρηθηκε τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής και αντικατάσταση του ονόματός του με τα ονόματα των διαχειριστών της περιουσίας του. Παρά ταύτα για σκοπούς ευκολίας θα συνεχίσω να αναφέρομαι στον αποβιώσαντα ως να ήταν ο αιτητής.

Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά χρηματική διαφορά, αφού ο αιτητής περιόρισε το αίτημά του σε διεκδίκηση χρηματικής αμοιβής. Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Σπάταλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 566/97, ημερ. 9.9.1998, από το γεγονός και μόνο ότι η πράξη ή παράλειψη προσβάλλει χρηματικά συμφέροντα δεν προκύπτει ότι δημιουργείται χρηματική διαφορά. Η αληθινή φύση της αφορά δικαιώματα σε αποδοχές και δεν συνιστά χρηματική αμφισβήτηση. Στην ίδια απόφαση παρατίθεται και απόσπασμα από τη μελέτη του Α. Γ. Τσούτσου "Διοίκησις και Δίκαιον", (1979), σελ.189, σύμφωνα με το οποίο διοικητικές πράξεις που αφορούν στον καθορισμό των αποδοχών κατ' εφαρμογήν των σχετικών νόμων, μπορούν να προσβάλλονται δι' αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προς έλεγχον της νομιμότητας τους (βλέπε επίσης Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 561, στην οποία υιοθετήθηκε η αρχή που περιέχεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 236, σύμφωνα με την οποία οι περί των μισθών, αποζημιώσεων, επιδομάτων και αποδοχών εν γένει δημοσίων υπαλλήλων διαφορές, που συνδέονται αμέσως προς την κατά νόμο ρύθμιση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, επειδή είναι δημοσίου δικαίου και δεν εντοπίζονται στην απλή διεκδίκηση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, παραδεκτά φέρονται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από αίτηση ακύρωσης. Βλέπε επίσης Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3(Στ) Α.Α.Δ. 4417 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 470).

Ο αιτητής προβάλλει το επιχείρημα ότι τα ερωτήματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση αφορούν την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των παραγράφων (2) και (3) του Καν. 17 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1987, Κ.Δ.Π. 51/89.  Εγείρεται επίσης το ερώτημα κατά πόσο η πρόνοια που περιέχεται στον Κανονισμό 17 (2) (γ) είναι συνταγματική.

Ο Κανονισμός 17 (2) (α) προνοεί ότι η κανονική καθημερινή περίοδος καθήκοντος είναι διάρκειας 6 ωρών, εκτός αν ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήθελε ορίσει διαφορετικά. Η κανονική εβδομαδιαία περίοδος είναι διάρκειας 42 ωρών και επιπρόσθετα οποιοσδήποτε χρόνος αναλίσκεται για παρουσία στο καθορισμένο για καθήκον μέρος πριν την έναρξη της περιόδου καθήκοντος. Η πιο πάνω ρύθμιση δεν ισχύει για μέλος της Δύναμης που είναι Ανώτερος Αξιωματικός ή που ασχολείται σε καθήκοντα που έχουν ειδικά εξαιρεθεί από τον Αρχηγό (Κανονισμός 17 (2) (γ)).

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 17 (3) (α) τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού, όταν μέλος της Δύναμης για το οποίο ισχύει η παράγραφος (2) παραμένει σε καθήκον μετά το πέρας της φάσης του καθήκοντος ή ανακαλείται σε υπηρεσία μεταξύ δύο φάσεων καθήκοντος, θα του χορηγείται υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας.

Ο δικηγόρος του αιτητή επισημαίνει ότι ο αποβιώσας αιτητής εργάστηκε συνολικά για την περίοδο από 1.3.1989 - 21.2.1997, 1.850 ώρες επιπλέον του κανονικού του ωραρίου. Συγκεκριμένα εργάστηκε 1.165 ώρες κατά την περίοδο από 1.3.1989 μέχρι 4.3.1994 κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών και ενώ κατείχε το βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου που σημειωτέον είναι βαθμός κατώτερος των βαθμών που συγκαταλέγονται στους βαθμούς που χαρακτηρίζονται ως "Ανώτερου Αξιωματικού" και 685 ώρες κατά την περίοδο από 4.3.1994 - 21.2.1997 κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών και την Υπηρεσία Επιθεώρησης και Ελέγχου, δηλαδή ύστερα από προαγωγή του στο βαθμό Αστυνόμου που ας σημειωθεί είναι βαθμός "Ανώτερου Αξιωματικού".

Είμαι της γνώμης ότι όσον αφορά την αξίωση για υπερωριακή εργασία 1.165 ωρών κατά την περίοδο 1.3.1989 - 4.3.1994 ο αιτητής δικαιούται αποζημίωσης. Κατείχε τότε βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, βαθμό που δεν χαρακτηρίζεται ως "Ανώτερου Αξιωματικού". Ο Κανονισμός 17 (2) καθορίζει το ανώτατο ωράριο σε 42 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ προβλέπεται εξαίρεση μόνο για τα μέλη της Δύναμης που κατέχουν το βαθμό "Ανώτερου Αξιωματικού", ενώ από την άλλη προνοείται από τον Κανονισμό 17 (3) (α) υπερωριακό επίδομα.

Παραμένει το ερώτημα κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία 685 ωρών κατά την περίοδο από 4.3.1994 - 21.2.1997 που υπηρετούσε μετά την προαγωγή του στο βαθμό Αστυνόμου που είναι βαθμός "Ανώτερου Αξιωματικού".

Στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 341, που ας σημειωθεί είναι η προσφυγή που ο αποβιώσας είχε καταχωρήσει για αξίωσή του επίσης για υπερωριακή εργασία, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε, ο όρος "Ανώτερος Αξιωματικός" σημαίνει "κάθε μέλος της Δύναμης βαθμού Αστυνόμου Β΄ και ανώτερου". Άνδρες και αξιωματικοί που υπηρετούν σε κατώτερες βαθμίδες δικαιούνται υπερωριακό επίδομα ή ανάλογο χρόνο ανάπαυσης, όπως προβλέπεται στο σχετικό κανονισμό (Σπάταλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 566/97, ημερ. 9.9.1998 και Ταλιαδώρος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 55/97, ημερ. 30.6.1999).

Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι ο Κανονισμός 17 (2) (γ) (i) με τον οποίο οι Ανώτεροι Αξιωματικοί αποκλείονται από τις διασφαλίσεις του εβδομαδιαίου ωραρίου και της αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση, προσκρούει στο Σύνταγμα και ειδικότερα στο Άρθρο 28. Το ερώτημα, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, κατά πόσο με τον πιο πάνω Κανονισμό παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το Άρθρο 10.2 και 3 του Συντάγματος που απαγορεύει τον εξαναγκασμό σε αναγκαστική εργασία.

Συμφωνώ με την ανάλυση που ο αδελφός Δικαστής Νικήτας προβαίνει στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.  Όπως πολύ σωστά αναφέρεται ο Κανονισμός 17 (2) (α) καθορίζει την κανονική ημερήσια απασχόληση σε 6 ώρες και την εβδομαδιαία σε 42, ενώ η παράγραφος 17 (2) (γ) (i) εξαιρεί από το ωράριο αυτό τους Ανώτερους Αξιωματικούς. Στην ίδια απόφαση απορρίπτεται και το επιχείρημα για το ότι η άνευ απολαβών υπερωριακή εργασία συνιστά εκτέλεση αναγκαστικής εργασίας που ρητά απαγορεύει το Άρθρο 10 του Συντάγματος. Το θέμα αναλύεται στο σύγγραμμα των Harris, Boyle και Warbrick, "Law of the European Convention on Human Rights" στις σελ. 92 - 96. Αναφέρεται ότι  εργασία που παρέχεται χωρίς αμοιβή δεν αποτελεί καταναγκαστική εργασία όταν παραμένει αρκετός χρόνος στον ενδιαφερόμενο για την εκτέλεση άλλης αμοιβόμενης εργασίας (βλέπε επίσης Π. Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο "Ατομικά Δικαιώματα" Τόμος Β΄, παραγρ. 1113, σελ. 828).

Η παρούσα περίπτωση δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην κατηγορία της αναγκαστικής εργασίας. Ο αιτητής κατείχε διοικητική θέση στην Αστυνομία και μισθολογικά ήταν τοποθετημένος σε μια από τις ψηλότερες κλίμακες της ιεραρχίας. Εξ άλλου, εφ' όσον οι ανώτεροι και οι κατώτεροι αξιωματικοί δεν τελούν υπό τις ίδιες μισθολογικές ή άλλες συνθήκες δεν τίθεται θέμα παραβίασης της ισότητας. Η διαφοροποίηση όπως επισημαίνεται και στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, είναι συνταγματικά ανεκτή.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή γίνεται δεκτή αναφορικά με την αξίωση των διαχειριστών της περιουσίας του αιτητή για την καταβολή υπερωριακής εργασίας για περίοδο 1.165 ωρών για την περίοδο από 1.3.1989 - 4.3.1994 που ο αποβιώσας κατείχε το βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, ενώ απορρίπτεται όσον αφορά την αξίωσή του για τις 685 ώρες για την περίοδο από 4.3.1994 μέχρι 21.2.1997 που κατείχε το βαθμό Αστυνόμου Α΄. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν τους καθ' ων η αίτηση.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο