ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 417

12 Μαΐου, 2000

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΟΥΡΓΟΥΡΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ'ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1039/1998)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Προϊσταμένου ― Όροι νομιμότητας και βαρύτητα ― Περιστάσεις της νομιμότητας της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Μη προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετα προσόντα και αρχαιότητα αναγόμενη στην ημερομηνία γέννησης ― Βαρύτητα ― Νόμιμη η απόφαση επιλογής στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου, αντί του ιδίου, στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού, 2ης Τάξης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Ο Διευθυντής, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το έργο της παροχής συμβουλής προς την Επιτροπή αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας προς διαμόρφωση κρίσης, είναι νόμιμο να αντλεί πληροφορίες από άλλες κατάλληλες και ασφαλείς πηγές, όπως είναι οι προϊστάμενοι των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλλει συστάσεις.

    Αντίθετα προς την σχετική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, αποτελεί πάγια αρχή ότι, ενώ η καταγραφή του περιεχομένου της σύστασης είναι αναγκαία για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου, η καταγραφή των απόψεων των λειτουργών τους οποίους ο Διευθυντής συμβουλεύθηκε και η νοητική διεργασία αξιολόγησης των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξε προς διαμόρφωση τελικής άποψης για τους υποψηφίους, δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου.

    Η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης.

    Ο Διευθυντής, όπως σχετικά ανέφερε, γνώριζε προσωπικά και τους τέσσερις υποψηφίους και είχε γνώση της προσφοράς και της απόδοσής τους.

    Αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή και σύμφωνα με τη νομολογία, η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους δεν είναι ανεπίτρεπτος παράγοντας διαμόρφωσης κρίσης, αλλά, εάν υφίσταται, επαυξάνει το κύρος της σύστασης.

    Ο Διευθυντής, εν προκειμένω διαμόρφωσε την τελική του άποψη για την υπηρεσιακή καταλληλότητα των υποψηφίων στηριζόμενος σε νόμιμα κριτήρια, όπως η προσωπική γνώση της προσφοράς και απόδοσής τους επί σειρά ετών, οι πληροφορίες των προϊσταμένων τους και η μελέτη των υπηρεσιακών τους φακέλων.

    Από το περιεχόμενο της σύστασης προκύπτει σαφής αιτιολογία των σημείων πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους και σαφής μνεία των συγκεκριμένων ιδιοτήτων και ικανοτήτων του προκριθέντος, ικανή να θεμελιώσει την υπέρ αυτού προτίμηση του Διευθυντή έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.

    Η σύσταση του Διευθυντή εμπεριέχει, εξ' ορισμού, την προσωπική του άποψη ως προς την καταλληλότητα ενός υποψηφίου για προαγωγή και αποτελεί ένα ουσιώδες και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων για το λόγο ότι ο προϊστάμενος ενός Τμήματος, ως καλός γνώστης εκ καθήκοντος των αναγκών της υπηρεσίας, βρίσκεται σε μοναδική θέση να γνωμοδοτήσει για τις ικανότητες των υφισταμένων του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης.

    Eν προκειμένω, η σύσταση του Διευθυντή, αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, δεν περιορίστηκε στο τρίπτυχο των θεσμοθετημένων κριτηρίων, αλλά, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή επεκτάθηκε σε πρόσθετα στοιχεία της υπαλληλικής ποιότητας του συστηθέντος.

    Περαιτέρω, από τα στοιχεία των φακέλων και σε συμφωνία με τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής στη σύστασή του, ότι ο συστηθείς δεν υστερούσε ουδενός σε αξία, προκύπτει ότι ο αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια αξιολόγηση "Εξαίρετος" σε όλα τα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων των ετών 1993-1997 και εμφανίζονταν κατά το μάλλον ή ήττον ίσοι σε αξία, καθ' όλη τη διάρκεια των προηγούμενων ετών.

    Επιπλέον, τα πρόσθετα σημεία της υπαλληλικής ποιότητας του συστηθέντος δεν εσυγκρούοντο με τη γενική υπηρεσιακή του εικόνα αλλά και αποτελούσαν σημεία πρόσθετα και πέραν των επί μέρους στοιχείων αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων, για τα οποία, κατά την άποψη του Διευθυντή, τον ετοποθετούσαν επικεφαλής των ανθυποψηφίων του.

    Εφόσον η σύσταση επεκτάθηκε και πέραν των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων, από το περιεχόμενό της προκύπτει σαφής μνεία των λόγων πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους και οι λόγοι αυτοί δεν αφίστανται της υπηρεσιακής εικόνας του συστηθέντος, η σύσταση κρίνεται νόμιμη και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.

2. Κατά πάγια νομολογία, ακαδημαϊκά προσόντα και πιστοποιητικά παρακολούθησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν ορίζονται είτε ως απαιτούμενα είτε ως πρόσθετα στα Σχέδια Υπηρεσίας, έχουν μόνο περιθωριακή σημασία, δεν δημιουργούν υποχρέωση αιτιολόγησης της προαγωγής υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τέτοιο προσόν, ούτε υποχρέωση ειδικής μνείας στα πρακτικά, ότι λήφθηκε υπόψη και το στοιχείο αυτό.

    Η αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ανάγετο στην ημερομηνία γέννησής του και τέτοια αρχαιότητα, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, αποτελεί παράγοντα περιορισμένης σημασίας και ασήμαντου βάρους.

    Εφόσον η Επιτροπή ερεύνησε και συνεκτίμησε όλα τα νόμιμα στοιχεία και κριτήρια, εφόσον οι λόγοι πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους εξειδικεύτηκαν ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας και από τα στοιχεία των φακέλων δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η κρίση της Επιτροπής ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λυώνα κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 2038,

Κυριακίδης κ.ά. v. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1997) 4 A.A.Δ. 237,

Γεωργιάδου v. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2480,

Δημοκρατία v. Χριστοδούλου (1998) 3 Α.Α.Δ. 327,

Λεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385,

Θεοκλήτου v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2724,

Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64,

Mytides a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096,

Δημοκρατία v. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Δημοκρατία v. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 327,

Πετρίδης v. Ζεϊτουνσιάν κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 791,

Σιακάς v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,

Χ"Βασιλείου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755,

Μάρκου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 213,

Σταύρου v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 71.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τον αιτητή κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού 2ης Τάξης (Χαρτογραφίας / Φωτολιθογραφίας) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αντί του ιδίου.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Κούσιου, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στις 18.9.98 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγε τον Ανδρέα Τουμάζο στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού 2ης Τάξης (Χαρτογραφίας/Φωτολιθογραφίας), (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από τις 15.8.98 αντί και/ή στη θέση του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.".

Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης μίας κενής θέσης προαγωγής Κτηματολογικού Λειτουργού 2ης Τάξης (Χαρτογραφίας/ Φωτολιθογραφίας), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας σε συνεδρίαση ημερ. 7/7/98 στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς υποβολή συστάσεων.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τις απόψεις του Διευθυντή επί του θέματος και αφού εξέτασε τα τεκμήρια τα οποία αυτός υπέβαλε, ικανοποιήθηκε ότι και οι τέσσερις υποψήφιοι για τη θέση, οι οποίοι κατείχαν πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Σχεδιαστή, κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

Ο Διευθυντής του Τμήματος, αφού ενημερώθηκε για την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής σύστησε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφέροντας τα ακόλουθα:-

"Γνωρίζω προσωπικά και τους τέσσερις υποψηφίους για πάρα πολλά χρόνια και έχω γνώση της προσφοράς και απόδοσής τους. Έχω επίσης διαβουλευθεί και με τους οικείους προϊσταμένους τους και έχω μελετήσει τους Υπηρεσιακούς τους Φακέλους. Με βάση τα πιο πάνω καθώς και τα τρία καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - συστήνω για προαγωγή τον Τουμάζο Ανδρέα.

Ο συστηνόμενος δεν υστερεί ουδενός σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδω ιδιαίτερη βαρύτητα. Δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου ότι ο Σταυρινίδης Σωτήριος υπερτερεί του συστηθέντος σε αρχαιότητα, στην προηγούμενή τους θέση, η αρχαιότητα όμως αυτή είναι απομακρυσμένη, ανάγεται στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έλαβα επίσης υπόψη ότι ο Σταυρινίδης είναι και αυτός καλός υπάλληλος, πιστεύω όμως ότι ο Τουμάζος υπερτερεί όλων των υποψηφίων, περιλαμβανομένου του Σταυρινίδη, ιδιαίτερα στην προθυμία του να εξυπηρετήσει την Υπηρεσία, χωρίς να υπολογίζει την προσωπική του ταλαιπωρία, στο ότι μπορεί να εργάζεται με μεγαλύτερη άνεση από τους άλλους μέσα σε ομάδα και να γίνεται αποδεκτός εύκολα από τους άλλους συναδέλφους του καθώς και στην έφεση για ανανέωση και επιμόρφωση.".

Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα και την αρχαιότητά τους καθώς και τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής στη σύστασή του, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή του στη θέση, από 15/8/98.

Επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος, η Επιτροπή ανέφερε περαιτέρω ότι,

".... έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ή και υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί σε προσόντα, υπερέχει σε αρχαιότητα (πλην του Σταυρινίδη για τον οποίο γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω) και έχει υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή, η οποία προσθέτει στην αξία του, και ως εκ τούτου υπερέχει και είναι ο καταλληλότερος για να προαχθεί.".

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι ο Διευθυντής προσήλθε στη συνεδρίαση της Επιτροπής με προκατασκευασμένη προτίμηση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι η ενημέρωσή του αναφορικά με την τυπική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή έγινε μόλις κατά τη συνεδρίαση της 7/7/98 και συνεπώς κατά τον προηγηθέντα χρόνο των διαβουλεύσεών του με τους οικείους προϊσταμένους δεν εγνώριζε ποιοί τελικά από τους υποψηφίους θα εκρίνοντο από την Επιτροπή ως προσοντούχοι και ότι το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων αυτών δεν καταγράφηκε στα πρακτικά για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου της συμφωνίας του περιεχομένου τους με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων, παρέμεινε ατεκμηρίωτος και αναπόδεικτος.

Εφόσον η επίδικη θέση ήταν θέση προαγωγής, προκύπτει ότι ο Διευθυντής εγνώριζε εκ των προτέρων ποιοί από τους υποψηφίους κατείχαν τα αναγκαία προσόντα προαγωγής από την κατώτερη στην ανώτερη θέση, σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, και περαιτέρω η γνώση αυτή τεκμαίρεται από την ενεργό ανάμειξή του και την κατάθεση από αυτόν σχετικού αποδεικτικού υλικού κατά τη διαδικασία εξέτασης από την Επιτροπή του ζητήματος της κτήσης από τους υποψηφίους του αναγκαίου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

Ο Διευθυντής, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το έργο της παροχής συμβουλής προς την Επιτροπή αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας προς διαμόρφωση κρίσης, είναι νόμιμο να αντλεί πληροφορίες από άλλες κατάλληλες και ασφαλείς πηγές, όπως είναι οι προϊστάμενοι των υποψηφίων και βάσει αυτών να υποβάλλει συστάσεις.

Αντίθετα προς την σχετική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, αποτελεί πάγια αρχή ότι, ενώ η καταγραφή του περιεχομένου της σύστασης είναι αναγκαία για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου, η καταγραφή των απόψεων των λειτουργών τους οποίους ο Διευθυντής συμβουλεύθηκε και η νοητική διεργασία αξιολόγησης των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξε προς διαμόρφωση τελικής άποψης για τους υποψηφίους δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. (Βλ. και, Λυώνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2038, Απόστολος Κυριακίδης κ.ά. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1997) 4 A.A.Δ. 237 και Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) A.A.Δ. 2480).

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη, γενική και αόριστη, αποτελούσε αναπαραγωγή των θεσμοθετημένων κριτηρίων και ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον ο αιτητής δεν υστερούσε σε αξία, κατείχε επιπρόσθετο και συναφές προς τα καθήκοντα της θέσης Δίπλωμα Τεχνικού Φωτογραμμετρίας του Διεθνούς Ινστιτούτου Ολλανδίας και υπερείχε σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το οποίο ελέγχεται με βάση τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε εξεταζόμενης υπόθεσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου (1998) 3 A.A.Δ. 327).

Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεόδωρος Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 385,

".... η απλή αναφορά στα πιο πάνω τρία θεσμοθετημένα κριτήρια δεν ικανοποιεί ποσώς την απαίτηση του άρθρου 34(5) του Νόμου για αιτιολογημένες συστάσεις. Η απαίτηση του Νόμου ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.".

Ο Διευθυντής, όπως σχετικά ανέφερε, γνώριζε προσωπικά και τους τέσσερις υποψηφίους και είχε γνώση της προσφοράς και της απόδοσής τους.

Αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή και σύμφωνα με τη νομολογία, η προσωπική γνώση του Διευθυντή για τους υποψηφίους δεν είναι ανεπίτρεπτος παράγοντας διαμόρφωσης κρίσης, αλλά, εάν υφίσταται, επαυξάνει το κύρος της σύστασης. (Βλ. και Δημήτριος Θεοκλήτου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2724).

Ο Διευθυντής, εν προκειμένω διαμόρφωσε την τελική του άποψη για την υπηρεσιακή καταλληλότητα των υποψηφίων στηριζόμενος σε νόμιμα κριτήρια, όπως η προσωπική γνώση της προσφοράς και απόδοσής τους επί σειρά ετών, οι πληροφορίες των προϊσταμένων τους και η μελέτη των υπηρεσιακών τους φακέλων.

Επεξηγώντας τους λόγους πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι των υπολοίπων, ο Διευθυντής ανέφερε ότι ο συστηθείς δεν υστερούσε ουδενός σε αξία αλλά υπερτερούσε σε στοιχεία όπως, η προθυμία του να εξυπηρετήσει την υπηρεσία χωρίς να υπολογίζει την προσωπική του ταλαιπωρία, η δυνατότητά του να εργάζεται με μεγαλύτερη άνεση από τους άλλους μέσα σε ομάδα και να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους συναδέλφους του καθώς η έφεσή του για ανανέωση και επιμόρφωση.

Από το περιεχόμενο της σύστασης προκύπτει σαφής αιτιολογία των σημείων πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους και σαφής μνεία των συγκεκριμένων ιδιοτήτων και ικανοτήτων του προκριθέντος, ικανή να θεμελιώσει την υπέρ αυτού προτίμηση του Διευθυντή έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.

Η σύσταση του Διευθυντή εμπεριέχει, εξ' ορισμού, την προσωπική του άποψη ως προς την καταλληλότητα ενός υποψηφίου για προαγωγή και αποτελεί ένα ουσιώδες και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως της αξίας των υποψηφίων για το λόγο ότι ο προϊστάμενος ενός Τμήματος, ως καλός γνώστης εκ καθήκοντος των αναγκών της υπηρεσίας βρίσκεται σε μοναδική θέση να γνωμοδοτήσει για τις ικανότητες των υφισταμένων του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. (Βλ. σχετικά, Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64 και Mytides and Another v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096).

Eν προκειμένω, η σύσταση του Διευθυντή, αντίθετα προς τη σχετική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, δεν περιορίστηκε στο τρίπτυχο των θεσμοθετημένων κριτηρίων, αλλά, προς συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή επεκτάθηκε σε πρόσθετα στοιχεία της υπαλληλικής ποιότητας του συστηθέντος.

Περαιτέρω, από τα στοιχεία των φακέλων και σε συμφωνία με τα όσα ανέφερε ο Διευθυντης στη σύστασή του, ότι ο συστηθείς δεν υστερούσε ουδενός σε αξία, προκύπτει ότι ο αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια αξιολόγηση "Εξαίρετος" σε όλα τα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων των ετών 1993-1997 και εμφανίζονταν κατά το μάλλον ή ήττον ίσοι σε αξία καθ' όλη τη διάρκεια των προηγούμενων ετών.

Επιπλέον, τα πρόσθετα σημεία της υπαλληλικής ποιότητας του συστηθέντος δεν εσυγκρούοντο με τη γενική υπηρεσιακή του εικόνα αλλά και αποτελούσαν σημεία πρόσθετα και πέραν των επί μέρους στοιχείων αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων, για τα οποία, κατά την άποψη του Διευθυντή, τον ετοποθετούσαν επικεφαλής των ανθυποψηφίων του. (Βλ. Δημοκρατία ν. Μιχαλάκη Ψωμά (1997) 3 A.A.Δ. 422).

Εφόσον η σύσταση επεκτάθηκε και πέραν των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων, από το περιεχόμενό της προκύπτει σαφής μνεία των λόγων πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους και οι λόγοι αυτοί δεν αφίστανται της υπηρεσιακής εικόνας του συστηθέντος, η σύσταση κρίνεται νόμιμη και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος. (Βλ. σχετικά, Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 3 A.A.Δ. 327 και Κύπρος Πετρίδης ν. Γεωργίου Ζεϊτουνσιάν κ.ά. (1998) 3 A.A.Δ. 791).

Κατά πάγια νομολογία, ακαδημαϊκά προσόντα και πιστοποιητικά παρακολούθησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων τα οποία δεν ορίζονται είτε ως απαιτούμενα είτε ως πρόσθετα στα Σχέδια Υπηρεσίας, έχουν μόνο περιθωριακή σημασία, δεν δημιουργούν υποχρέωση αιτιολόγησης της προαγωγής υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τέτοιο προσόν, ούτε υποχρέωση ειδικής μνείας στα πρακτικά ότι λήφθηκε υπόψη και το στοιχείο αυτό. (Βλ. σχετικά, Ανδρέας Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 468).

Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Επιτροπή δεν διερεύνησε πρωτογενώς τα στοιχεία, δεν άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα αλλά ενήργησε δέσμια των συστάσεων του Διευθυντή δεν ευσταθεί.

Όπως ρητά αναφέρθηκε στο σχετικό πρακτικό, η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, ερεύνησε τα προσόντα καθώς και την αρχαιότητά τους και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, την οποία έκρινε ως αιτιολογημένη. (Βλ. και Παναγιώτης Χ''Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 A.A.Δ. 755).

Η αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ανάγετο στην ημερομηνία γέννησής του και τέτοια αρχαιότητα, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, αποτελεί παράγοντα περιορισμένης σημασίας και ασήμαντου βάρους. (Βλ. σχετικά, Πέτρος Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 213 και Έλενα Σταύρου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 71).

Εφόσον η Επιτροπή ερεύνησε και συνεκτίμησε όλα τα νόμιμα στοιχεία και κριτήρια, εφόσον οι λόγοι πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους εξειδικεύτηκαν ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας και από τα στοιχεία των φακέλων δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η κρίση της Επιτροπής ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, ως κρίση ουσιαστική, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή αποτυγχάνει με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο