ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 18
27 Iανουαρίου, 2000
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1081/1998)
Διοικητική πράξη ― Βεβαιωτική ― Έννοια της «νέας έρευνας» που καθιστά την επιβεβαίωση προηγούμενης απόφασης εκτελεστή ― Η άποψη του αιτητή αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του Σχεδίου Επιδόματος Εξωτερικού δεν αποτελούσε ουσιώδες νέο στοιχείο.
Ο αιτητής προσέβαλε δύο συνεχόμενες αποφάσεις του καθ' ου η αίτηση, αναφορικά με την αποκοπή επιδόματος εξωτερικού που του είχε καταβληθεί χωρίς να το δικαιούται. Τέθηκε προδικαστική ένσταση ότι μόνο η πρώτη απόφαση ήταν εκτελεστή για την οποία η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Εκτελεστή είναι η διοικητική πράξη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεσή της έννομα αποτελέσματα για το διοικούμενο, με άλλα λόγια δημιουργεί, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις. Οι βεβαιωτικές πράξεις, δηλαδή οι πράξεις που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με την εκτελεστή πράξη που εκδόθηκε προηγουμένως και απλώς την επιβεβαιώνουν, δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή, επειδή στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα. Οι πράξεις όμως που εκδίδονται ύστερα από «νέα έρευνα» της υπόθεσης είναι εκτελεστές υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη νέα έρευνα, λήφθηκαν υπόψη «νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία». Η απλή βεβαίωση από τη διοίκηση ότι έγινε νέα έρευνα δεν είναι αρκετή και δεν δεσμεύει το δικαστήριο το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει κατά πόσο η προσφυγή είναι ή όχι παραδεκτή. Το νέο υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση κρίνεται αυστηρά, διότι δεν πρέπει ο διοικούμενος που έχασε την προθεσμία για την προσβολή μιας εκτελεστής πράξης να μπορεί να καταστρατηγεί την προθεσμία αυτή με τη δημιουργία νέας πράξης, η οποία «εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας έρευνας, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων».
Στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκαν υπόψη της καθ' ης η αίτηση νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία, τέτοια που να δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της απόφασης της 28.9.1998 ως απόφασης νέας και, επομένως, εκτελεστής παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της με την απόφαση της 17.9.1998. Τέθηκε απλώς η άποψη του αιτητή αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του Σχεδίου Επιδόματος Εξωτερικού. Και του δόθηκε η απλή απάντηση ότι η ίδια ερμηνεία προτάθηκε και στο παρελθόν αλλά δεν υιοθετήθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο. Επομένως, η απόφαση της 28.9.1998 δεν ήταν εκτελεστή. Ήταν απλώς επιβεβαιωτική εκείνης της 17.9.1998, που ήταν και η μόνη εκτελεστή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δήμος Λευκωσίας v. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191,
Κωνσταντίνου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,
Θαλασσινός v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364,
Ζίττης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης αποκοπής από τις απολαβές του για την περίοδο 10/8/98 μέχρι 31/8/98 των επιδομάτων εξωτερικού τα οποία ελάμβανε ενώ υπηρετούσε στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Βόννη.
Γ. Κορφιώτης, για τον Αιτητή.
Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με τις επιστολές ημερομηνίας 17.9.98 και 28.9.98 του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών με την οποία απεφασίσθη όπως αποκοπούν από τις απολαβές του Αιτητή για την περίοδο 10.8.98 μέχρι 31.8.98 τα Επιδόματα Εξωτερικού είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι το ακόλουθο:
Ο αιτητής ανήκει στη Διπλωματική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Στις 6.4.1998, και ενώ υπηρετούσε στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Βόννη, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών (ο Γενικός Διευθυντής) του απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή:
«Πληροφορείσθε ότι αποφασίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο (4) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας Νόμων του 1960 έως 1980, όπως μετατεθείτε από την Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Βόννη στο Γενικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Η ημερομηνία μετάθεσής σας θα ισχύει από 1.9.1998.»
Στις 10.8.1998 ο αιτητής αναχώρησε από τη Βόννη με άδεια απουσίας 18 ημερών (από 10.8.1998 μέχρι 28.8.1998), κατήλθε στην Κύπρο και, στη συνέχεια, μετέβη στη Θεσσαλονίκη για ανάληψη των καθηκόντων του την 1.9.1998.
Στις 17.9.1998 ο Γενικός Διευθυντής του απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή:
«Θέμα: Μετάθεση σας από τη Βόννη στη Θεσσαλονίκη
Έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω ότι αναχωρήσετε από τη Βόννη με άδεια απουσίας στις 10.8.1998 - 28.8.1998, κατήλθετε στην Κύπρο και στη συνέχεια μεταβήκατε στη Θεσσαλονίκη για ανάληψη των καθηκόντων σας την 1.9.1998 (φωτομήνυμα σας αρ. 100/98 της 1.9.98 σχετικό).
2. Σύμφωνα με το Σχέδιο Επιδόματος Εξωτερικού η καταβολή των επιδομάτων εξωτερικού τερματίζεται «από την ημερομηνία της μετάθεσης του υπαλλήλου ή από την ημερομηνία που αναχωρεί με μετάθεση, οποιαδήποτε ημερομηνία προηγείται».
3. Ενόψει των ανωτέρω γίνονται διευθετήσεις από το Λογιστήριο του Υπουργείου τούτου όπως αποκοπούν από τις απολαβές σας του μηνός Σεπτεμβρίου τα επιδόματα εξωτερικού που σας καταβλήθηκαν από τις 10.8.98 - 31.8.98.»
Στις 19.9.1998 ο αιτητής, με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή, αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης για αποκοπή από τις απολαβές του μηνός Σεπτεμβρίου των επιδομάτων εξωτερικού που του καταβλήθηκαν από τις 10.8.1998 μέχρι τις 31.8.1998 και, αφού πρόβαλε τη σχετική επιχειρηματολογία του, κατέληξε ως εξής:
«Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ εσφαλμένη την ερμηνεία των προνοιών του Σχεδίου Επιδόματος Εξωτερικού και ζητώ την επανεξέταση της απόφασης σας για αποκοπή από τις απολαβές μου του μηνός Σεπτεμβρίου, του επιδόματος εξωτερικού που μου καταβλήθηκε από 10.8.98 - 31.9.98.»
Εις απάντηση, στις 28.9.1998, ο Γενικός Διευθυντής του απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή:
«Μετάθεσή σας από τη Βόννη στη Θεσσαλονίκη
Μήνυμά σας αρ. 114/98 της 19.9.98 σχετικά με το πιο πάνω θέμα.
2. Το θέμα που εγείρεται στο πιο πάνω μήνυμά σας εξετάστηκε και στο παρελθόν με το Υπουργείο Οικονομικών και παρασχέθηκαν οι αναγκαίες διευκρινήσεις. Σας επισυνάπτουμε επί του προκειμένου τη σχετική αλληλογραφία για ενημέρωση.
3. Υπό τις εκτεθείσες περιστάσεις δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση.»
Όπως είναι σαφές από το αιτητικό, που παρέθεσα επί λέξει πιο πάνω, ότι με την προσφυγή προσβάλλεται τόσο η «πράξη ή απόφαση», που περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή της 17.9.1998, όσο και η «πράξη ή απόφαση», που περιέχεται στην επιστολή της 28.9.1998. Δεδομένου ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 3.12.1998, αυτή είναι εκπρόθεσμη αναφορικά με την απόφαση της 17.9.1998, ενώ είναι εμπρόθεσμη αναφορικά με την απόφαση της 28.9.1998.
Ο δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη για το λόγο ότι εκτελεστή είναι μόνο η απόφαση της 17.9.1998, ενώ η απόφαση της 28.9.1998 είναι απλώς επιβεβαιωτική εκείνης της 17.9.1998. Αντίθετη είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή. Κατά την εισήγησή του, η απόφαση της 28.9.1998 είναι εκτελεστή, και όχι απλώς επιβεβαιωτική εκείνης της 17.9.1998, για το λόγο ότι λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης υπό το φως της ερμηνείας του Σχεδίου Επιδόματος Εξωτερικού που υποβλήθηκε από τον αιτητή με την επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή της 19.9.1998.
Σύμφωνα με τη νομολογία εκτελεστή είναι η διοικητική πράξη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεσή της έννομα αποτελέσματα για το διοικούμενο, με άλλα λόγια δημιουργεί, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις. Οι βεβαιωτικές πράξεις, δηλαδή οι πράξεις που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με την εκτελεστή πράξη που εκδόθηκε προηγουμένως και απλώς την επιβεβαιώνουν, δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή επειδή στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα. Οι πράξεις όμως που εκδίδονται ύστερα από «νέα έρευνα» της υπόθεσης είναι εκτελεστές υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη νέα έρευνα, λήφθηκαν υπόψη «νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία». Η απλή βεβαίωση από τη διοίκηση ότι έγινε νέα έρευνα δεν είναι αρκετή και δεν δεσμεύει το δικαστήριο το οποίο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει κατά πόσο η προσφυγή είναι ή όχι παραδεκτή. Το νέο υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση κρίνεται αυστηρά διότι δεν πρέπει ο διοικούμενος που έχασε την προθεσμία για την προσβολή μιας εκτελεστής πράξης να μπορεί να καταστρατηγεί την προθεσμία αυτή με τη δημιουργία νέας πράξης η οποία «εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας έρευνας κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων». (Βλ. σχετικά τις πιο πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, Γιάννης Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, Γρηγόρης Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Αρχιμήδης Ζίττης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου «Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ», Τρίτη Έκδοση, (1971), σελίδες 136 έως 138, απόσπασμα που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ζίττης (πιο πάνω):
«Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.»
Στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκαν υπόψη της καθ' ης η αίτηση νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία, τέτοια που να δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της απόφασης της 28.9.1998 ως απόφασης νέας και, επομένως, εκτελεστής παρά την ταυτότητα του περιεχομένου της με την απόφαση της 17.9.1998. Τέθηκε απλώς η άποψη του αιτητή αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του Σχεδίου Επιδόματος Εξωτερικού. Και του δόθηκε η απλή απάντηση ότι η ίδια ερμηνεία προτάθηκε και στο παρελθόν αλλά δεν υιοθετήθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο. Και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να γίνει παρέκκλιση στην περίπτωσή του. Επομένως, η απόφαση της 28.9.1998 δεν ήταν εκτελεστή. Ήταν απλώς επιβεβαιωτική εκείνης της 17.9.1998, που ήταν και η μόνη εκτελεστή.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη.
Όσον αφορά τα έξοδα, δεδομένου ότι ο αιτητής απώλεσε την προθεσμία να προσβάλει την εκτελεστή πράξη της 17.9.1998 στην προσπάθειά του να πείσει την καθ' ης η αίτηση για την ορθότητα της ερμηνείας που ο ίδιος έδιδε στο Σχέδιο Επιδόματος Εξωτερικού, θεωρώ δίκαιο να μην επιβαρυνθεί με τα έξοδα και, ως εκ τούτου, δεν εκδίδω σχετική διαταγή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.