ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 1194

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 908/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Θεόδωρου Κωνσταντίνου,

από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

1. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Γενικού Εισαγγελέα

2. Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων

3. Επαρχιακού Μηχανικού Λευκωσίας

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

27 Νοεμβρίου, 2000

Για τον αιτητή : κ. Π. Μιχαήλ για κ.κ. Παπαχαραλάμπους και

Αγγελίδη.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ευγ. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος

της Δημοκρατίας για Γεν. Εισαγγελέα της

Δημοκρατίας.

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ανήκει στο ωρομίσθιο κυβερνητικό προσωπικό του Τμήματος Δημοσίων ΄Εργων και κατέχει τη θέση Επιτηρητή Κατασκευαστικών ΄Εργων. Στις 30.10.1997 του επιβλήθηκε η ποινή του υποβιβασμού στη μισθοδοτική κλίμακα, η οποία όμως με επιστολή του Επαρχιακού Μηχανικού Λευκωσίας ημερ. 12.5.1999 ανακλήθηκε.

Μετά την ανάκληση ο Επαρχιακός Μηχανικός Λευκωσίας επανεξέτασε το θέμα απρεπούς συμπεριφοράς του αιτητή προς τον Επαρχιακό Μηχανικό, με συνοπτικές διαδικασίες στις οποίες έλαβαν μέρος εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και ο υπεύθυνος λειτουργός επί εργατικών θεμάτων του γραφείου Επαρχιακού Μηχανικού Λευκωσίας.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ο Επαρχιακός Μηχανικός Λευκωσίας επέβαλε στον αιτητή την ποινή υποβιβασμού στη μισθολογική κλίμακα με μείωση του ωρομισθίου του από 376.58 σεντ την ώρα σε 345.20 σεντ την ώρα, με ισχύ από 1.11.1997.

Ο αιτητής ειδοποιήθηκε σχετικά για την απόφαση και την επιβολή της ποινής με επιστολή ημερ. 28.6.1999. Την πιο πάνω απόφαση προσβάλλει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή.

Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου αλλά του ιδιωτικού και δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη μέσα στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Ισχυρίζονται ότι ο αιτητής δεν είναι δημόσιος υπάλληλος μέσα στην έννοια του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, αφού το νομικό και πραγματικό καθεστώς των ωρομίσθιων υπαλλήλων ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα οποιοδήποτε θέμα που αναφύεται σε σχέση με ωρομίσθιο υπάλληλο να μη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον ακυρωτικού δικαστηρίου.

Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι όροι εργασίας και μισθοδοσίας, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα το οποίο αφορά ωρομίσθιους υπαλλήλους, διέπεται και ρυθμίζεται με συλλογική σύμβαση εργασίας η οποία καταρτίζεται και συνομολογείται μεταξύ των συντεχνιών του ωρομίσθιου κυβερνητικού προσωπικού και του Προέδρου της Μικτής Εργατικής Επιτροπής και η οποία έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Τέλος προς υποστήριξη της ένστασής τους γίνεται επίκληση από τους καθ΄ ων η αίτηση της ύπαρξης των Κανονισμών ΄Ορων Απασχόλησης Ωρομισθίων Κυβερνητικού Προσωπικού, όπως έχουν μετονομαστεί οι σχετικοί κανονισμοί.

Συνοπτικά η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι η έννοια του ωρομίσθιου υπαλλήλου δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ομοιότητα με την έννοια του δημόσιου υπάλληλου, το δε κράτος εμφανίζεται και ενεργεί χωρίς να ασκεί δημόσια εξουσία. Η ύπαρξη συλλογικής σύμβασης εργασίας που συνάπτεται μεταξύ του κράτους και του ωρομίσθιου προσωπικού, καθώς επίσης και η λειτουργία διάφορων επιτροπών στις οποίες συμμετέχουν είτε οι ωρομίσθιοι, είτε οι συντεχνίες τους, συνηγορούν υπέρ του επιχειρήματος ότι οποιοδήποτε θέμα που αναφύεται από τη σχέση του ωρομίσθιου με την εργοδοτική πλευρά, συνιστά αυστηρά και μόνο σχέση ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου. Εξ άλλου, συνεχίζουν οι καθ΄ ων η αίτηση οι σχετικοί κανονισμοί δεν έχουν εγκριθεί από τη Βουλή και τυγχάνουν εφαρμογής λόγω της αποδοχής τους και από τις δύο πλευρές, χωρίς να υφίσταται ουσιαστικά νομική δέσμευση ή υποχρέωση.

Το ΄Αρθρο 122 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο όρος "δημόσιος υπάλληλος" δεν περιλαμβάνει την υπηρεσία εργατών, εκτός αν αυτοί απασχολούνται τακτικά ως εργάτες σε μόνιμα έργα της Δημοκρατίας και οιουδήποτε από τους αναφερόμενους στο ΄Αρθρο οργανισμούς ή νομικά πρόσωπα.

Ο αιτητής πληροί και τις δύο πιο πάνω προϋποθέσεις. Κατ΄ αρχήν προσελήφθη στο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων από το 1984 ως ωρομίσθιος υπάλληλος, ο μισθός του καταβάλλεται επί μηνιαίας βάσης από τον Ιούνιο του 1987, απολαμβάνει δε όλα τα οφέλη που απολαμβάνουν οι υπάλληλοι που απασχολούνται τακτικά στο ίδιο τμήμα, όπως για παράδειγμα άδεια απουσίας, ασθένειας, σύνταξη και ταμείο προνοίας. Από 1.1.1992 κατέχει τη θέση Επιτηρητή Κατασκευαστικών ΄Εργων στην κλίμακα Ε8, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση του Επαρχιακού Μηχανικού Λευκωσίας ημερ. 28.6.1999 υποβιβάστηκε στη θέση Οικοδόμου, κλίμακα Ε7. Σημειώνεται ότι ο όρος "κυβερνητικός εργάτης" μετονομάστηκε σε "ωρομίσθιος υπάλληλος" και περιλαμβάνει το πρόσωπο που προσλαμβάνεται και απασχολείται στην κυβερνητική υπηρεσία και πληρώνεται πάνω σε ωριαία βάση εκτελώντας χειρωνακτική εργασία. Τα πιο πάνω πληρούν την προϋπόθεση του ΄Αρθρου 122 για τακτική απασχόληση.

Ο αιτητής υπηρετεί από το 1984 στο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων το οποίο υπάγεται στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων. Το τμήμα στο οποίο εργάζεται ο αιτητής απασχολείται συνεχώς με τη βελτίωση ή δημιουργία χώρων και εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας. Έτσι πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση για απασχόληση σε μόνιμα έργα της Δημοκρατίας.

Ο τερματισμός απασχόλησης προσωρινών υπαλλήλων που υπηρετούσαν στο δημόσιο επί συμβάσει ή επί ημερήσιας βάσης αλλά για ικανοποίηση μόνιμων αναγκών της υπηρεσίας ή τακτικών εργατών που η υπηρεσία τους θεωρείται δημόσια υπηρεσία μέσα στην έννοια του ΄Αρθρου 122 του Συντάγματος, κρίθηκε ότι εμπίπτει στο πεδίο του δημοσίου δικαίου (Pantelidou v. Republic, 4 R.S.C.C. 100, Paschalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297 και Androkli v. Republic (1985) 3 C.L.R. 11). Βλέπε όμως και Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 329/97 κ.α.,ημερ. 29.5.1998).

Αφού λοιπόν η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται θα πρέπει να εξετάσω τους νομικούς λόγους που ο αιτητής εγείρει προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ο αιτητής προβάλλει μεταξύ άλλων παράβαση ουσιώδους τύπου.

Οι κανονισμοί που διέπουν τους όρους απασχόλησης του ωρομίσθιου κυβερνητικού προσωπικού σε ότι αφορά τις πειθαρχικές ποινές τροποποιήθηκαν στη συνεδρία της Μόνιμης Υπεπιτροπής της Μικτής Εργατικής Επιτροπής ημερ. 26.9.1995 (βλέπε σχετικά Εγκύκλιο ΜΕΕ αρ. 8/95).

Ο Κανονισμός 7 (β) (vi) προβλέπει ότι προτού το Τμήμα ενεργήσει για απόλυση ωρομίσθιου, υποβιβασμό στη μισθοδοτική του κλίμακα ή υποβιβασμό σε κατώτερη θέση, ή πειθαρχική μετάθεση του ωρομίσθιου, πρέπει να του γνωστοποιήσει την πρόθεσή του αυτή, με κοινοποίηση στην οικεία Τοπική Επιτροπή, τις συντεχνίες και την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Αν μέσα σε τρεις μέρες αφότου ειδοποιήθηκαν οι συντεχνίες δεν ζητηθεί ο καθορισμός συνεδρίας, το Τμήμα προχωρεί στην επιβολή ποινής.

Στην παρούσα περίπτωση η πιο πάνω διαδικασία δεν έχει τηρηθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση, η επιστολή ημερ. 28.6.1999, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει το χαρακτήρα ειδοποίησης προς τον αιτητή για πρόθεση επιβολής ποινής. Αντίθετα αποτελούσε σαφώς γνωστοποίηση της επιβολής ποινής υποβιβασμού στη μισθοδοτική κλίμακα.

Η παράλειψη αυτή των καθ΄ ων η αίτηση συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. ΄Οπως έχει αποφασιστεί, το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επέμβει και ακυρώσει προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν η παρατυπία που διαπιστώνεται ότι εμφιλοχώρησε, έχει επηρεάσει ουσιωδώς στη λήψη της επίδικης απόφασης (Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Δημοκρατία ν. Ροδιά (1991) 3 C.L.R 577, 584). Βλέπε επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, ΄Εκδοση 1993, παραγρ. 500-501, όπου αναφέρεται ότι αποτελεί ουσιώδη τύπο η παροχή στο διοικούμενο της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.

Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης συνίσταται στη δυνατότητα του διοικούμενου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι΄ αυτόν διοικητικής πράξης, να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από σχετική κλήση του από το διοικητικό όργανο (Σπηλιωτόπουλος, ανωτέρω, παραγρ. 159. Βλέπε σχετικά και Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239).

Η πρόσκληση μάλιστα προς το διοικούμενο για παροχή εξηγήσεων και άσκηση του δικαιώματος της ακρόασης πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ειδικό το σχετικό ζήτημα (ΣτΕ 3798/1984, 5064/1987). Προϋπόθεση της άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης είναι και η παροχή στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο της δυνατότητας να πληροφορηθεί τα στοιχεία τα οποία μπορούν να προκαλέσουν την έκδοση της δυσμενούς γι΄ αυτόν διοικητικής πράξης ή στα οποία μπορεί να στηριχτεί η πράξη αυτή.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο