ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 360/99

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 25, 26, 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A. Makris Tourist Taxi Service Co. Ltd.

Αι τήτριας

- και -

Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών

Καθ΄ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 1.11.2000

Για την αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2, Αντωνάκη Θεοδοσίου και Αλέξη Σταύρου:

κ. Ι. Νικολάου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 30.8.1984 με τρεις χωριστές, αλλά ταυτόσημες, αιτήσεις τους προς την Αρχή Αδειών, οι Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου, ιδιοκτήτες των αστικών λεωφορείων με αριθμό ΕΕ425, DP620 και FZ105, με άδεια οδικής χρήσης για την εκτέλεση δρομολογίου από την Ορόκλινη, που ήταν η έδρα τους, μέχρι τη Λάρνακα, επιδίωξαν τη διεύρυνση του δρομολογίου τους ώστε να συμπεριληφθεί στις γραμμές που εκτελούσαν και αριθμός ξενοδοχείων κατά μήκος της παραλιακής ζώνης Ορόκλινης-Λάρνακας.

Στις 23.10.1984 η Αρχή Αδειών απέρριψε τις αιτήσεις με την αιτιολογία ότι «η περιοχή εξυπηρετείται κανονικά από τα υφιστάμενα αδειούχα οχήματα».

Στις 24.11.1984 οι Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου κατέθεσαν ιεραρχικές προσφυγές στην Αναθεωρητική Αρχή Αδειών (καθ΄ης η αίτηση) με σκοπό την ανατροπή του δυσμενούς γι΄ αυτούς αποτελέσματος της απόφασης της Αρχής Αδειών.

Την 21.1.1989 η καθ΄ης η αίτηση απέρριψε τις ιεραρχικές προσφυγές. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στους Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου στις 4.2.1989.

Κατά της πιο πάνω απόφασης της καθ΄ης η αίτηση οι Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου καταχώρησαν την προσφυγή 212/89 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στις 12.9.1991 το Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτόδική του δικαιοδοσία, απέρριψε την προσφυγή. (Βλέπε Θεοδοσίου κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1991) 4 ΑΑΔ 3021).

Κατά της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασκήθηκε η Αναθεωρητική Έφεση 1441.

Στις 26.6.1995 το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση και, αφού παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, ακύρωσε την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερ. 21.1.1989 με το σκεπτικό ότι «η έρευνα που έγινε από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών δεν ήταν υπό τις συνθήκες η δέουσα και παράλληλα τα ευρήματά της εσυγκρούοντο με αναμφισβήτητα γεγονότα ως προς τις επιβατικές ανάγκες τις περιοχής. (Βλέπε Θεοδοσίου κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 ΑΑΔ 310).

Σε συμμόρφωση προς την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η καθ΄ης η αίτηση επανεξέτασε τις ιεραρχικές προσφυγές των Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου και, με απόφασή της ημερομηνίας 11.3.1998, τους χορήγησε άδεια για επέκταση του δρομολογίου δύο λεωφορείων τους στην Αστική τροχαία περιοχή Λάρνακος. Η απόφαση της 11.3.1998 κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους, όπως και στην αιτήτρια, στις 13.3.1998. (Βλ. Ερ. 78, 79 και 81 στο Τεκμ. 2). Ακολούθως το θέμα παραπέμφθηκε στην Αρχή Αδειών για υλοποίηση της απόφασης, δηλαδή την έγκριση του νέου δρομολογίου, ωραρίου και στάσεων.

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα επηρεάζονταν από τη χορήγηση των αδειών για επέκταση του δρομολογίου των λεωφορείων των Α. Σταύρου και Α. Θεοδοσίου, ως η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση της 11.3.1998, με επιστολή της ημερομηνίας 11.9.1998, αφού πρόβαλε τον αναληθή ισχυρισμό ότι ουδέποτε έλαβε επισήμως γνώση της απόφασης της 11.3.1998, διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση επειδή λήφθηκε χωρίς να της δοθεί η ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της. (Βλ. Ερ. 80 στο Τεκμ. 2). Σε απάντηση η καθ΄ης η αίτηση, με επιστολή της ημερομηνίας 2.10.1998, εξήγησε στην αιτήτρια ότι, κατά την επανεξέταση που οδήγησε στην απόφαση της 11.3.1998, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κλήθηκαν γιατί είναι τακτική της, όταν επανεξετάζει υποθέσεις μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να το πράττει χωρίς να κλητεύει τους ενδιαφερόμενους. (Βλ. Ερ. 82 στο Τεκμ. 2).

Εν τω μεταξύ, η Αρχή Αδειών, αφού ενέκρινε το νέο δρομολόγιο, ωράριο και στάσεις για δύο από τα λεωφορεία των Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου, με επιστολή της ημερομηνίας 8.7.1998, κοινοποίησε την απόφασή της, μεταξύ άλλων, και στην αιτήτρια.

Στις 19.10.1998, με επιστολή του δικηγόρου της αυτή τη φορά, η αιτήτρια, αφού επανέλαβε τον αναληθή ισχυρισμό ότι ουδέποτε έλαβε επισήμως γνώση της απόφασης της 11.3.1998, ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης της 14.3.1998. (Βλ. Ερ. 84 στο Τεκμ. 2).

Στις 4.11.1998 η καθ΄ης η αίτηση έδωσε την ευκαιρία στο δικηγόρο της αιτήτριας να επιχειρηματολογήσει αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, η απόφαση της 11.3.1998 θάπρεπε να αναθεωρηθεί. (Βλ. Ερ. 89-85 στο Τεκμ. 2).

Στις 11.1.1999 η καθ΄ης η αίτηση, αφού εν τω μεταξύ μελέτησε την επιχειρηματολογία του δικηγόρου της αιτήτριας, αποφάσισε να μην αναθεωρήσει, αλλά να εμμείνει, στην απόφαση της 11.3.1998 «για τον λόγο ότι τα γεγονότα εξακολουθούν να είναι τα ίδια και δεν επιτρέπουν αναθεώρηση της τελευταίας απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών». (Βλ. Ερ. 93-90 στο Τεκμ. 2).

Η απόφαση της 11.1.1999 κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 26.1.1999. (Βλ. Ερ. 95-93 στο Τεκμ. 2).

Η τελευταία αυτή απόφαση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση, όπως και ο δικηγόρος των ενδιαφερόμενων μερών Α. Θεοδοσίου και Α. Σταύρου, πρόβαλαν την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή, αλλά απλώς βεβαιωτική της απόφασης της 11.3.1998. Και ότι, επομένως, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη σε σχέση με την εκτελεστή απόφαση της 11.3.1998. Η εισήγηση με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Σύμφωνα με τη νομολογία, απόφαση η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 519, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 474 και Ζίττης ν. Δημοκρατίας ΑΕ2082, 29.5.1998). Στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή της 26.1.1999 δεν έχει τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής απόφασης. Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου της αιτήτριας ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση, στις 4.11.1998, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή του, η απόφαση της 11.3.1998 θάπρεπε να αναθεωρηθεί, δεν περιείχε οποιοδήποτε νέο ουσιώδες πραγματικό ή νομικό στοιχείο ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι η επακόλουθη απόφαση της 11.1.1999, που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή της 26.1.1999, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Η απόφαση της 11.1.1999 ήταν απλώς βεβαιωτική της απόφασης που λήφθηκε στις 11.3.1998, και περιήλθε επισήμως σε γνώση της αιτήτριας με την επιστολή της 13.3.1998. (Βλ. Ερ. 78-81 στο Τεκμ. 2). Είχε το ίδιο ακριβώς πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο