ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 158/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Γαβριήλ Αρχοντούς, από τη Δερύνεια,
(Βαρωσίων 17Β, Συν. Δερύνειας),
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργείου Εργασίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Καθ'ων η αίτηση
-------------------------------
9 Νοεμβρίου 2000
Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(α) Τα γεγονότα
Ο Γαβριήλ Αρχοντούς (αιτητής) ήταν μαζί με τους δύο αδελφούς του μέτοχος κατά 33% στην εταιρεία Balmoral Castle Co. Ltd. που λειτουργεί το ομώνυμο εστιατόριο στην Αγία Νάπα από το 1987. Οι δύο αδελφοί του αιτητή ασχολούνταν με άλλες επιχειρήσεις και ο αιτητής ήταν ο υπεύθυνος του εστιατορίου της εταιρείας. Ο αιτητής που έπασχε από αδυναμία στα κάτω άκρα υπέβαλε αρχικά την 1/7/97 αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Προς ενίσχυση των ισχυρισμών του υπέβαλε επίσης ιατρική διάγνωση του γιατρού του Δρος Χρίστου Αρχοντούς, από τη Λεμεσό, ότι υπέφερε από χρόνια οσφυαλγία και ισχιαλγία και ότι ήταν ανίκανος για εργασία. Ο αιτητής εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο που διέγνωσε θωρακική δισκοπάθεια με μόνιμα κατάλοιπα που καθιστούσε τον αιτητή ικανό μόνο για ελαφράς φύσης εργασία. Κατόπιν έρευνας από το Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής κατηύθυνε εποπτικά τις εργασίες του εστιατορίου χωρίς να έχει αποκοπεί τελείως από την επιχείρηση του εστιατορίου. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του στις 10/3/98 γιατί το ποσοστό της ανικανότητας του για εργασία ήταν χαμηλότερο του 66 2/3% που προβλέπει η νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.
Στις 10/12/98 ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση επισυνάπτοντας ιατρική έκθεση του θεράποντος γιατρού του η οποία περιείχε την ίδια διάγνωση όπως και στην προηγούμενη αίτηση. Ο αιτητής εξετάστηκε ξανά από το Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο διέγνωσε θωρακική δισκοπάθεια με νευρολογικά κατάλοιπα που τον καθιστούσε ικανό για ελαφρά εργασία περιορισμένου ωραρίου. Κατόπιν έρευνας του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων διαπιστώθηκε ότι το εστιατόριο είχε κλείσει για τους χειμερινούς μήνες. Με βάση τα πιο πάνω ο Εξεταστής Απαιτήσεων του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε στις 14/5/99 την αίτηση με ακριβώς το ίδιο αιτιολογικό όπως και στις 10/3/98, ότι δηλαδή το ποσοστό ανικανότητας δεν ξεπερνούσε το 66 2/3% που προβλέπουν οι νομοθετικές διατάξεις για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας.
Ο αιτητής υπέβαλε για τρίτη φορά στις 2/11/99 μια νέα αίτηση για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας. Η νέα αυτή αίτηση συνοδευόταν με ιατρική έκθεση η οποία περιείχε την ίδια διάγνωση ως προς την ικανότητα του για εργασία, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων αφού μελέτησε την αίτηση και την ιατρική έκθεση και διεπίστωσε ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη εξέταση, απέρριψε στις 7/12/99 την τρίτη αίτηση με το ίδιο αιτιολογικό όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις. Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αμφισβητεί την εγκυρότητα της τελευταίας απόφασης των καθ'ων η αίτηση ισχυριζόμενος ότι η πιο πάνω απόφαση είναι προϊόν πλάνης, αυθαίρετη και ότι στερείται παντελώς αιτιολογίας.
Ο δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η τελευταία απόφαση των καθ'ων η αίτηση της 7/12/99 είναι επιβεβαιωτικού χαρακτήρα και συνακόλουθα η προσφυγή είναι απαράδεκτη.
Η νομική πλευρά
Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης εξετάστηκαν πρόσφατα από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603 της 29/10/96, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2119 της
29/5/98, Ζίττης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082 της 29/5/98 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2427 της 25/9/2000, όπου τονίστηκε από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη ότι "στις βεβαιωτικές πράξεις δεν περιέχεται οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της διοίκησης σε προγενέστερη επιταγή." Μια απόφαση θεωρείται ως βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής πράξης όταν,(α) Εκδίδεται από την ίδια Αρχή,
(β) Απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο,
(γ) Αποσκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης,
(δ) Εδράζεται πάνω στην ίδια βάση με την προγενέστερη πράξη,
(ε) Παράγει το ίδιο νομικό αποτέλεσμα.
(Ιδε Pieris v. Republic [1983] 3 CLR 1054,
Larkos v. Republic [1987] 3 CLR 2189.)
Η διενέργεια νέας έρευνας εξυπακούει την παρουσίαση νέων στοιχείων που δεν είχαν προβληθεί κατά την αρχική εξέταση. Οπως θέτει το θέμα ο Μιχ. Στασινόπουλος,
"Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει
(Ιδε επίσης Ζίττης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082 της 25/9/1998 και THAKIS COSTA BETTINGS LTD. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2493 της 19/9/2000).
Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο δείχνει ότι στην τελευταία αίτηση δεν είχαν προβληθεί οποιαδήποτε νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια νέα εξέταση. Η τελευταία αίτηση επαναλαμβάνει απλά τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στις προηγούμενες αιτήσεις του αιτητή, που κατά την άποψη του δικαιολογούσαν την παροχή σύνταξης ανικανότητας. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η αναφορά του στην τελευταία αίτηση ότι "η κατάσταση της υγείας μου συνεχώς χειροτερεύει" είναι ένα νέο δεδομένο που δεν μπορούσε να παραγνωρισθεί από τους καθ'ων η αίτηση. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Μπορεί ο αιτητής να έχει συμπεριλάβει στη σχετική αίτηση ισχυρισμό για επιδείνωση της υγείας του, όμως αυτός δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε νέα ιατρική μαρτυρία που θα ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 38 του Νόμου 41/80. Η εισήγηση παραμένει ατεκμηρίωτη και δεν μπορεί να συνιστά από μόνη της νέο λόγο ή νέο δεδομένο που θα δικαιολογούσε τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Η εμμονή των καθ'ων η αίτηση στην προηγούμενη απόφαση τους αποτελεί βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης απορριπτικής απόφασης.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή. Εχοντας υπόψη την πιο πάνω έκβαση δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω τους άλλους λόγους που προσβάλλουν τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.