ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 1144/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Νεοκλή Αγαθαγγέλου

2. Σόλωνα Σοφοκλέους

3. Σταύρου Σεραφείμ

Αιτητώ ν

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Άμυνας και/ή

Υπουργικού Συμβουλίου

Καθ'ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 9 Νοεμβρίου, 2000.

Για τους αιτητές: Α. Ευσταθίου (κα).

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου.

Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: Σ. Οικονομίδης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή ζητούν την κάτωθι θεραπεία:-

"Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία περιήλθε σε γνώση των αιτητών κατά ή περί τις 25.9.1998 και με την οποία οι καθ΄ων η αίτηση επαναπροήξαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αναδρομικά από 1.12.93 στον βαθμό του Λοχαγού στην Εθνική Φρουρά, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος.".

Οι αιτητές είναι μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας. Διορίστηκαν την 21.1.1986 στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού και από τις 6.12.94 κατέχουν το βαθμό του Λοχαγού.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι επίσης μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, απόφοιτοι Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Ελλάδος, Τάξης 1984 (τα με α/α 1-13) και Τάξης 1985 (τα με α/α 14-27). Την 1.9.1990 προήχθησαν στο βαθμό του Υπολοχαγού και την 1.12.1993 στο βαθμό του Λοχαγού.

Κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας του έτους 1993, τα ενδιαφερόμενα μέρη παρ΄ όλο που δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για κρίση, κρίθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών προακτέα μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 39.806 ημερ. 27.8.1993 και σχετική διαταγή του Υπουργού Άμυνας που λήφθησαν με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 27(4).

Οι αιτητές δεν συμπεριελήφθησαν στις τακτικές ετήσιες κρίσεις γιατί και αυτοί, όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις.

Η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών προσβλήθηκε με την προσφυγή αρ. 256/94 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, πρωτόδικα, απέρριψε την προσφυγή, χωρίς να εξετάσει την ουσία της, για το λόγο ότι οι αιτητές εστερούντο εννόμου συμφέροντος. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η Α.Ε. 2121. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχθηκε την έφεση ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση αφού εξέτασε και την ουσία της.

Το Υπουργείο Άμυνας, αφού μελέτησε την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απεφάσισε ότι η περίπτωση θα πρέπει να επανεξετασθεί σύμφωνα με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης. Γι΄ αυτό ο Υπουργός Άμυνας υπέβαλε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, στις 16.6.98 και ζήτησε έγκριση του όπως τα ενδιαφερόμενα μέρη κριθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδο του για το έτος 1998, αναδρομικά από την ημερομηνία της έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση με αριθμό 48.050, ημερομηνίας 1.7.98, ενέκρινε την πρόταση και απεφάσισε όπως τα ενδιαφερόμενα μέρη κριθούν αναδρομικά, από την ημερομηνία έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης.

Το Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως προακτέα για το έτος 1993. Ο Υπουργός Άμυνας με απόφασή του ημερομηνίας 14.8.93 κύρωσε τους πίνακες των κριθέντων Αξιωματικών χωρίς καμιά μεταβολή. Ακολούθως δε με απόφασή του (επίδικη απόφαση) ημερομηνίας 25.9.98 προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη στο βαθμό του Λοχαγού από 1.12.1993.

Οι επίδικες προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών είναι το αποτέλεσμα κρίσεως τους από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών. Η κρίση αυτή έγινε σύμφωνα με την απόφαση το Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 48.050, ημερομηνίας 1.7.98, και σχετικής διαταγής του Υπουργού Άμυνας, βάσει των διατάξεων του Καν. 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 90/90.

Η σχετική διάταξη του Κανονισμού έχει ως εξής:-

"Σε εξαιρετικές περιστάσεις και όταν το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας, ο Υπουργός, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, μπορεί να διατάξει όπως κριθεί κατά την τακτική ή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Ανώτατου Συμβουλίου Κρίσεων και Αξιωματικός που κατά την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής για σύγκληση του Συμβουλίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κρίση που αναφέρονται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού.".

Η πρόταση του Υπουργείου Άμυνας προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ημερ. 16.6.98, για να εξασφαλιστεί η έγκριση του τελευταίου για αναδρομική κρίση των ενδιαφερομένων μερών περιέχει και τις περιστάσεις εκείνες, που κατά την άποψή του, μπορούν να χαρακτηρισθούν εξαιρετικές για να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4). Αναφέρονται τα εξής στην πρόταση:-

"6. Οι Αξιωματικοί των οποίων οι προαγωγές ακυρώθηκαν είναι απόφοιτοι των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Ελλάδας, Τάξεως 1984 και 1985, οι οποίοι όταν εδικαιούντο σε κρίση και προαγωγή τα έτη 1988 και 1989 δεν συγκροτήθηκαν Συμβούλια Κρίσεων με το πρόσχημα ότι εκκρεμούσε η έγκριση των νέων Κανονισμών περί Αξιωματικών, ενώ υπήρχε νομοθεσία με βάση την οποία μπορούσε να προχωρήσει η διαδικασία των κρίσεων και προαγωγών. Αποτέλεσμα τούτου ήταν όπως οι πιο πάνω Αξιωματικοί να καθυστερήσουν πολύ να κριθούν και προαχθούν στο βαθμό του Υπολοχαγού το 1988 και 1989, αντίστοιχα κρίθηκαν και προήχηκαν το 1990. Αποτέλεσμα της μη έγκαιρης κρίσης τους σε Υπολοχαγούς και της αδυναμίας για κανονική κρίση τους στο βαθμό του Λοχαγού κατά τις ετήσιες κρίσεις του 1993, ήταν η δημιουργία μεγάλων ελλείψεων στελεχών στο βαθμό του Λοχαγού με ανυπέρβλητες συνέπειες για την ορθή οργάνωση και λειτουργία της Εθνικής Φρουράς και κατ΄ επέκταση και για το αξιόμαχο της Δύναμης.

Ιδιαίτερα, ο βαθμός του Λοχαγού θεωρείται από τους πιο σημαντικούς στην πυραμίδα της Εθνικής Φρουράς αφού οι Αξιωματικοί αυτοί είναι επιφορτισμένοι κατά κύριο λόγο με τη διοίκηση των υπομονάδων στις οποίες είναι συγκεντρωμένο το σύνολο του προσωπικού και του υλικού της Εθνικής Φρουράς.

7. Για τους πιο πάνω λόγους το Υπουργείο κρίνει ότι τα δεδομένα της περίπτωσης των Αξιωματικών αυτών συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις και το συμφέρον της υπηρεσίας απαιτεί όπως εξασφαλιστεί έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου για αναδρομική κρίση τους.".

Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την πιο πάνω πρόταση του Υπουργού Άμυνας και εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση με αρ. 48.050 ημερ. 1.7.98:-

"Αναφορικά με την Απόφαση με αρ. 39.806 και ημερ. 27.8.1993, το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 έως 1996, να εγκρίνει, για τους λόγους που αναφέρονται στην Πρόταση, όπως οι αξιωματικοί του στρατού της Δημοκρατίας, τα ονόματα των οποίων φαίνονται στα παραρτήματα "Α" και "Β" της Πρότασης, κριθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την επικείμενη τακτική σύνοδό του αναδρομικά από την ημερομηνία έκδοσης της ακυρωθείσης πράξης, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.".

Στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας Νεοκλή Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατιας, Α.Ε. 2121, ημερ. 29.5.98, έχουν λεχθεί τα εξής στις σελίδες 6, 7 και 8:-

"Οι περιστάσεις που καθορίζονται στην απόφαση σχετίζονται αποκλειστικά με τα άτομα των ενδιαφερομένων προσώπων και αφορούν την ανέλιξή τους στο στράτευμα. Οι περιστάσεις τους δεν συσχετίζονται με εκείνες άλλων αξιωματικών του στρατεύματος ούτε εξειδικεύονται οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία να τους προσδίδουν ιδιάζοντα χαρακτήρα. Τα γεγονότα, τα οποία προσδιορίζουν το δημόσιο συμφέρον και συντελούν στην προαγωγή του με τη ληφθείσα απόφαση, επίσης δεν εξειδικεύονται.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου "εξαιρετικές περιστάσεις" που απαντάται στον Κ.27(4). Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους. Σ΄ αυτά τα στοιχεία πρέπει να θεμελιώνεται η εξαίρεση από τον κανόνα. Η ύπαρξη και μόνο εξαιρετικών περιστάσεων, δεν δικαιολογεί την επίκληση του Κ.27(4). Η άσκηση της εξουσίας πρέπει να επιβάλλεται για την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν και προάγουν το δημόσιο συμφέρον, στο συγκεκριμένο τομέα της δημόσιας λειτουργίας, πρέπει να εξειδικεύονται. (Βλ. Στεφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367. Αντωνιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 947/96 και άλλες - 16.7.1997. Ηλίας Κυριακίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 298/96 και άλλες - 26.11.1997 (αποφάσεις Ολομέλειας)."

Στην προκείμενη περίπτωση απουσιάζουν και οι δύο προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επίκληση του Κ.27(4). Οι περιστάσεις, τις οποίες επικαλείται ο Υπουργός και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο, σχετίζονται άμεσα και αποκλειστικά με τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων προσώπων για ανέλιξη στο στράτευμα. Ελλείπει ολοσχερώς, από τις περιστάσεις αυτές, το ιδιάζον εκείνο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει ως εξαιρετικές.

Όπως φαίνεται οι περιστάσεις τους είναι, σε γενικές γραμμές, όμοιες με εκείνες των εφεσειόντων.".

Ως αιτιολογία για την εφαρμογή της εξαιρετικής πρόνοιας του Καν. 27(4) προβάλλεται η "δημιουργία μεγάλων ελλείψεων στελεχών του βαθμού του Λοχαγού με ανυπέρβλητες συνέπειες για την ορθή οργάνωση και λειτουργία της Εθνικής Φρουράς και κατ΄ επέκταση για το αξιόμαχο της Δύναμης".

Όπως έχει λεχθεί και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2121 (πιο πάνω) είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου "εξαιρετικές περιστάσεις". Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους. Λέχθηκε στην Α.Ε. 2121 (πιο πάνω) "οι περιστάσεις που καθορίζονται στην πρόταση του Υπουργού σχετίζονται αποκλειστικά με τα άτομα των ενδιαφερομένων μερών και αφορούν την ανέλιξή τους στο στράτευμα. Οι περιστάσεις τους δεν σχετίζονται με εκείνες άλλων αξιωματικών του στρατεύματος ούτε εξειδικεύονται οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία να τους προσδίδουν ιδιάζοντα χαρακτήρα". Τα ίδια μπορούν να λεχθούν και στην παρούσα υπόθεση. Η νέα πρόταση του Υπουργού δεν έχει εξειδικεύσει γεγονότα τα οποία να προσδίδουν ιδιάζοντα χαρακτήρα.

Αλλά και η αιτιολογία ως προς το δημόσιο συμφέρον επίσης δεν εξειδικεύεται επαρκώς. Η γενική επίκληση των ανυπέρβλητων συνεπειών για την "ορθή οργάνωση και λειτουργία της Εθνικής Φρουράς και κατ΄ επέκταση και για το αξιόμαχο της Δύναμης" δεν συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά ούτε και δίδονται οποιοιδήποτε λόγοι ούτως ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

Στην υπόθεση Στεφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 388, αναφέρονται τα εξής:-

"Είναι καθιερωμένη αρχή ότι απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί αιτιολογία. Αν πρόκειται η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος να προσφέρει στήριξη σε μια διοικητική ενέργεια θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται από της πλευράς της προστασίας του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου. (Βλέπε απόφαση Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 941 Νεόφυτος Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, η απόφαση δόθηκε στις 10 Απριλίου 1990. Σχετικές επίσης είναι, η προσφυγή αρ. 263/93 Ανδρέας Σκαρπάρης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η απόφαση δόθηκε στις 5 Μαρτίου 1993, όπως και η απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 800 Φωκάς ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 114.".

Έχω καταλήξει ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση παραμένει αναιτιολόγητη τόσο όσον αφορά τις "εξαιρετικές περιστάσεις" όσο και όσον αφορά την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος που απαιτούνται από τον Καν. 27(4). Η επίδικη απόφαση περιορίζεται σε χαρακτηρισμούς ή καταλήγουν σε αόριστα συμπεράσματα που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση (Βλέπε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), Μ. Στασινόπουλου, σελ. 186-187).

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου δεν κρίνω αναγκαίο να ασχοληθώ και με τους άλλους λόγους ακυρότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο