ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 732/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Μιχαήλ

Αιτητή

- και -

Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5 Οκτωβρίου, 2000.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: Θ. Ευαγγέλου (κα).

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση που γνωστοποιήθηκε την 26.4.99 και με την οποία προήγαγε τους 1. Γρηγοριάδου Έλενα, 2. Κανικλίδου-Σάντη Στέλλα και 3. Λαμπριανίδη Μαρίνο στη θέση Ανώτερου Λειτουργού από την 1.5.99 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, και πως ότι επακολούθησε της απόφασης αυτής συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.".

Κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου 3 του άρθρου 15 του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου, Ν. 48/63, όπως τροποποιήθηκε, η Επιτροπή Προσωπικού σε συνεδρίαση ημ. 26.4.99, εξέτασε το θέμα πλήρωσης τριών κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού, με την προαγωγή ήδη υπηρετούντος προσωπικού.

Μεταξύ των υποψηφίων οι οποίοι κρίθηκε ότι πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 4.4.3 του Παραρτήματος των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 189/83, ήταν ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη και κατέγραψε την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζετο στο σύνολο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων με ιδιαίτερη έμφαση στις εκθέσεις των ετών 1993-1998 καθώς επίσης την πείρα ενός εκάστου κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο αιτητής διορίστηκε στην κατώτερη θέση Γραφέα στις 1.6.75 και κατά την περίοδο από 1.6.88 μέχρι 28.2.94 κατείχε τη θέση Ανώτερου Διοικητικού Βοηθού και έκρινε ότι,

"παρόλο που η μισθολογική κλίμακα της θέσης Ανώτερου Διοικητικού Βοηθού είναι ελαφρά καλύτερη από τη μισθολογική κλίμακα της θέσης Λειτουργού Β΄ Τάξης, η πείρα την οποία απόκτησε ο υποψήφιος Μιχαήλ Ανδρέας κατά την πιο πάνω περίοδο αγνοείται διότι ήταν πείρα που αποκτήθηκε σε κατώτερη θέση και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς προαγωγής του σε ανώτερη θέση. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω ο υποψήφιος Μιχαήλ Ανδρέας δεν αποκλείστηκε από την υπόλοιπη διαδικασία και παρέμεινε για σκοπούς σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψήφιους.".

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κριτήρια προαγωγής τα οποία καθορίζονται στον Κανονισμό 11 των Κανονισμών δηλαδή την αξία, την πείρα και τα προσόντα, η Επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει για προαγωγή στη θέση τα ενδιαφερόμενα μέρη για τους λόγους τους οποίους ανέφερε στο σχετικό πρακτικό.

Αιτιολογώντας τους λόγους πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή, η Επιτροπή σημείωσε ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος Γρηγοριάδου Έλενα υπερείχε του αιτητή σε αξία, πείρα στην προηγούμενη θέση και κατείχε το πλεονέκτημα, το ενδιαφερόμενο μέρος Κανικλίδου-Σάντη Έλενα υπερείχε σε πείρα στην προηγούμενη θέση η οποία εξουδετέρωνε την ελαφρά υπεροχή του αιτητή σε αξία και το ενδιαφερόμενο μέρος Λαμπριανίδης Μαρίνος υπερείχε σε αξία και πείρα στην προηγούμενη θέση και κατείχε το πλεονέκτημα σε προσόντα έναντι του αιτητή.

Ο Διοικητής ως Πρόεδρος της Επιτροπής υπέγραψε τα σχετικά πρακτικά και με έγγραφο του ημ. 12.5.99, σύμφωνα με το άρθρο 15 των περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμων 1963-1979, διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού στην Κεντρική Τράπεζα, από 1.5.99.

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε από το Διοικητή ως το μόνο κατά νόμο αρμόδιο προς έκδοσή της όργανο αλλά από την Επιτροπή η οποία, παρά το γνωμοδοτικό της χαρακτήρα, ενήργησε σαν όργανο αποφασιστικής αρμοδιότητας και ο διαζευκτικός ισχυρισμός ο οποίος εγέρθηκε ότι ο Διοικητής δεν διερεύνησε πρωτογενώς τα στοιχεία, δεν άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα αλλά ενήργησε δέσμια των συστάσεων και υποδείξεων του συμβουλευτικού οργάνου, δεν ευσταθούν.

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου του 1963, Ν. 48/63, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1979, Ν. 10/79,

"(1) Ο Διοικητής είναι το ανώτατον εκτελεστικόν όργανον της Τραπέζης, εφαρμόζει την πολιτικήν της Τραπέζης και έχει την διεύθυνσιν και έλεγχον των εργασιών αυτής, αναφορικώς δε προς την διεξαγωγήν των εργασιών της Τραπέζης έχει αρμοδιότητα ενεργείας εις άπαντα τα ζητήματα άτινα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού γενομένων Κανονισμών δεν υπάγονται ειδικώς εις την αρμοδιότητα του Συμβουλίου.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), ο Διοικητής διορίζει, θέτει εις διαθεσιμότητα ή απολύει άπαντας τους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Τραπέζης πλην εκείνων δι΄ ους γίνεται ειδική πρόνοια εν τω παρόντι Νόμω, τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύϊ νόμων και συμφώνως προς Κανονισμούς γενομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς τους αξιωματούχους και υπαλλήλους της Τραπέζης.

(3)(α) Ο Διοικητής εν τη ενασκήσει οιασδήποτε των αρμοδιοτήτων αυτού δυνάμει του εδαφίου (2) ενεργεί συμφώνως προς γνωμοδότησιν Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι εδαφίω αναφερομένης ως "η Επιτροπή") και συγκειμένης εκ του ιδίου ως Προέδρου, του Υποδιοικητού, του Υπουργικού Επιτρόπου και δύο ετέρων προσώπων επί τούτω διοριζομένων υπό του Συμβουλίου διά θητείαν δύο ετών, εκτός εάν παυθώσι προηγουμένως υπό του Διοικητού.

(β) Εις περίπτωσιν καθ΄ ην οιονδήποτε μέλος της Επιτροπής αδυνατεί να παραστή εις συνεδρίαν της Επιτροπής δι΄ οιονδήποτε λόγον, η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να ορίση έτερον πρόσωπον όπως αντ΄ αυτού παραστή εις την συνεδρίαν.

(γ) Η Επιτροπή δύναται, τη συστάσει του Διοικητού, να εκχωρή οιανδήποτε των εξουσιών της, ως η Επιτροπή ήθελεν ορίσει, εις υπεπιτροπήν αποτελουμένην εξ ουχί ολιγωτέρων των τριών προσώπων. .....".

Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, ο Διοικητής μετέχει στη σύνθεση της Επιτροπής ως Πρόεδρος και διορίζει τους υπαλλήλους της Τράπεζας "συμφώνως προς γνωμοδότησιν Επιτροπής επί τούτω συνιστωμένης.".

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα έγγραφα ημ. 12/5/99 ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών ενεργήθηκε από τον Διοικητή ο οποίος κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του εξέδωσε την σχετική πράξη σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού, η οποία, όπως ρητά αναφέρθηκε στο σχετικό πρακτικό ημ. 26.4.99, σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Εφόσον, καθ΄όλα τα στάδια της διοικητικής ενέργειας οι προβλεπόμενες από τα σχετικά άρθρα του Νόμου διατάξεις τηρήθηκαν, οι ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή για πλημμέλειες της διαδικασίας, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. (Βλ. σχετικά, Καίτη Πολεμιδιώτου ν. Κεντρικής Τράπεζας, Υπ. Αρ. 654/98, ημ. 6/8/99 και Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας ν. Mobil Oil (Cyprus) Ltd., A.E. Aρ. 1436, ημ. 11.7.96).

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η Επιτροπή κατ΄ εσφαλμένη και πεπλανημένη ερμηνεία της παρ. (β) του Σχ. Υπηρεσίας, αγνόησε την υπέρτερη συνολική πείρα την οποία απέκτησε ο αιτητής καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Τράπεζα, περιορίζοντας και συσταθμίζοντας ως κριτήριο επιλογής μόνο την πείρα την οποία απέκτησαν οι υποψήφιοι στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση.

Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και η κρίση για τη συνδρομή των αναγκαίων προσόντων αποτελεί ζήτημα το οποίο ανάγεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου. το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου ως προς την μέθοδο ερμηνείας των Σχεδίων Υπηρεσίας, εκτός εάν η λύση η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. (Βλ. Δημοκρατίας ν. Θεοφανώ Κυπρή, Α.Ε. Αρ. 876, ημ. 3/11/89 και Δημοκρατίας ν. Ηλία Υψαρίδη κ.ά. (1993) 3 ΑΑΔ 347).

Η παρ. 1.6 του Παραρτήματος των Κανονισμών ρητά ορίζει ότι,

"Επί του ποία προσόντα θεωρούνται ισάξια ή κατάλληλα και ποία πείρα θεωρείται κατάλληλος (όπου γίνεται σχετική μνεία εις το Σχέδιον Υπηρεσίας θέσεώς τινος) αποφασίζει η συνιστωμένη δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου Επιτροπή."

Όπως σχετικά αναφέρθηκε στην υπόθεση, Ανδρέας Κλείτου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.ά., Υπ. Αρ. 724/97, ημ. 18.5.99,

"Η παράγραφος 4.8 του Παραρτήματος, όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 2/92, καθορίζει τα ακαδημαϊκά προσόντα της θέσης. Ως προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχετική είναι η απαίτηση για πανεπιστημιακό πτυχίο ή τίτλο "εις κατάλληλον θέμα". Ποιά μπορεί να είναι κατάλληλα ή ισάξια θέματα, το ρυθμίζει η παράγραφος 1.6 του Παραρτήματος. Τα καθορίζει "η συνιστωμένη δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου (ο περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμος του 1963, Ν. 48/63, όπως τροποποιήθηκε), Επιτροπή".

Εν προκειμένω, η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει ως κατάλληλη για τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης την πείρα την οποία απέκτησαν οι υποψήφιοι κατά την υπηρεσία τους στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση Λειτουργού Α΄ Τάξης ήταν εύλογα εφικτή και δεν αποτελούσε ερμηνεία συγκρουόμενη προς την παράγραφο 4.4.3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία, "Καλή γνώσις και πείρα εις κατάλληλους τομείς εργασιών κεντρικής τραπέζης ή εις τομείς σχετιζομένους με εργασίας κεντρικής τραπέζης", αποτελούσε αναγκαίο προσόν.

Όπως σχετικά αναφέρθηκε στην υπόθεση, Ιωσήφ Ευαγγέλου ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3 ΑΑΔ 3051, 3062, "Πείρα αποκτάται με άσκηση σε μια ιδιότητα. (Skapoullis and Another v. Republic (1984) 3 CLR 554, Piperi and Others v. Republic (1984) 3 CLR 1306). Yπάλληλος που υπηρετεί για μακρό χρονικό διάστημα σε μία θέση, εκτός εάν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν το αντίθετο, αποκτά ευρεία πείρα.". (Βλ. επίσης Νέδη Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας, Υπ. Αρ. 971/92, ημ. 23.3.94).

Περαιτέρω, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Πάνος Ιωαννίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 909/92 κ.ά., ημ. 23/2/95,

"Ο όρος "πείρα" σε σχέδιο υπηρεσίας, όπως έχει δικαστικά ερμηνευθεί, υποδηλώνει την απόκτηση γνώσης μέσω υπηρεσίας σε συγκεκριμένο κλάδο ή θέση [βλ. Τh. G. Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, 70, 71]. H πείρα "... είναι έννοια συνυφασμένη με την πρακτική άσκηση και όχι με τη θεωρητική κατάρτιση για τις προδιαγραφές άσκησης συγκεκριμένων καθηκόντων." [βλ. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Συν. Υποθέσεις 634/92 και 805/92, ημερομηνία έκδοσης απόφασης 30.9.93])."

(Βλ. και, Δρ. Στέλλα Κάννα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 1861, ημ. 16.2.99).

Από την αντιπαραβολή των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης Διοικητικού Βοηθού Πρώτης Τάξης, θέση την οποία κατείχε ο αιτητής πριν από την προαγωγή του στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης, και των Σχεδίων Υπηρεσίας των θέσεων Λειτουργού Α και Β τάξεως αλλά και από τα σχετικά στοιχεία των φακέλων προκύπτει καθ΄ ύλη διαχωρισμός των καθηκόντων και ευθυνών έκαστης θέσης, γεγονός το οποίο αιτιολογεί το εύρημα της Επιτροπής ότι "η πείρα την οποία απέκτησε ο υποψήφιος Μιχαήλ Ανδρέας κατά την πιο πάνω περίοδο αγνοείται διότι ήταν πείρα που αποκτήθηκε σε κατώτερη θέση".

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι η Επιτροπή προέβη σε πεπλανημένη ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας όσον αφορά το κριτήριο της πείρας, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η Επιτροπή απέτυχε να συστήσει τον καταλληλότερο από τους διαθέσιμους υποψηφίους δεδομένου ότι ο αιτητής υπερείχε σε πείρα και αξία των ενδιαφερομένων μερών και δεν υστερούσε σε προσόντα.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 11 των Κανονισμών οι προαγωγές στην Τράπεζα ενεργούνται βάσει της αξίας, της πείρας και των προσόντων των υπαλλήλων και σύμφωνα με την παρ. 1.5 και 1.6 του Παραρτήματος των Κανονισμών,

"Τα δι΄ εκάστην θέσιν ή βαθμόν (grade) καθοριζόμενα προσόντα είναι τα ελάχιστα απαιτούμενα διά διορισμόν. Κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα.

Κατάλληλα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά ή άλλα προσόντα ισαξίου επιπέδου προς εκείνα τα οποία ειδικώς καθορίζονται διά θέσιν τινά, δυνατόν να γίνουν αποδεκτά.".

Όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων, το ενδιαφερόμενο μέρος Γρηγοριάδου Έλενα υπερείχε του αιτητή σε αξία στην υπηρεσιακή έκθεση του έτους 1995, είχε κατά έξι έτη μεγαλύτερη πείρα και κατείχε το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού τίτλου έναντι του αιτητή ο οποίος κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Λαμπριανίδης Μαρίνος υπερείχε επίσης του αιτητή σε αξία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1994 και 1995, είχε κατά τέσσερα περίπου έτη μεγαλύτερη πείρα στην προηγούμενη θέση και κατείχε το πλεονέκτημα σε προσόντα.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Κανικλίδου-Σάντη Στέλλα υστερούσε σε αξία του αιτητή στις εκθέσεις των ετών 1993 και 1996-1998 ως κάτοχος πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου είχε ίσα προς αυτόν προσόντα και υπερτερούσε του αιτητή σε πείρα στην προηγούμενη θέση κατά δέκα περίπου έτη.

Το προσόν της πείρας περιλαμβάνεται στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσεως κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων της Τράπεζας προς προαγωγή.

Κατά πάγια νομολογία, το διορίζον όργανο κατά τη διενέργεια των προαγωγών δύναται να αποδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα κριτήριο παρά σε άλλο, δεδομένου ότι ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια εντός των νομίμων πλαισίων.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ιωσήφ Ευαγγέλου ν. Κεντρικής Τράπεζας (πιο πάνω), σελ. 3063,

"Η διορίζουσα αρχή στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου συνεκτιμά όλα τα στοιχεία ενώπιόν της, με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως νομολογήθηκαν από το Δικαστήριο τούτο, και έχει την ευχέρεια να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σε ένα από τα κριτήρια.".

(Βλ. επίσης, Έλενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας, Υπ. Αρ. 123/96, ημ. 26/9/97 και Ανδρέας Κλείτου ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά., πιο πάνω).

Ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία δεν υφίσταται υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου για άμεση σύγκριση των υποψηφίων, εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη σε συγκρίσεις ενός εκάστου των προσοντούχων υποψηφίων με τους υπολοίπους με αναφορά στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, σημείωσε την αξία τους κατά τα τελευταία έξι έτη, έλαβε υπόψη το σύνολο των υπηρεσιακών τους εκθέσεων, μελέτησε και κατέγραψε την πείρα και τα προσόντα ενός εκάστου.

Εφόσον οι λόγοι πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους Κανικλίδου-Σάντη Στέλλας αιτιολογήθηκαν με αναφορά στη μεγαλύτερη πείρα της έναντι του αιτητή και εφόσον τα κριτήρια τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά τη διενέργεια των προαγωγών ήταν τα θεσμοθετημένα και δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, η απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών ήταν νόμιμη και εντός της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο