ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 696/99
Ενώπιον: Μ. Κρονίδη, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Πρόδρομου Τούμπα
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Άμυνας
Καθ΄ ου η αίτηση
----------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 5 Οκτωβρίου, 2000.Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Α. Χριστοφόρου.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή του ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
"Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή δι΄ επιστολής ημερ. 17/3/1999 (Παράρτημα Α στην παρούσα) και με την οποία απερρίφθη αίτηση του Αιτητή για πρόσληψη του στην Εθνική Φρουρά σε θέση Εθελοντή Πενταετούς Υποχρέωσης είναι παράνομη και ως εκ τούτου θα πρέπει να ακυρωθεί.".
Ο αιτητής, ανταποκρινόμενος σε σχετική προκήρυξη του Υπουργείου Άμυνας, υπέβαλε αίτηση για πρόσληψη του στο Στρατό της Δημοκρατίας σε θέση Εθελοντή Πενταετούς Υποχρέωσης (Ε.Π.Υ.). Κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη αφού κρίθηκε ως επιτυχών στα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας. Η Επιτροπή Προφορικής Εξέτασης βαθμολόγησε τον αιτητή πολύ χαμηλά. Το σχετικό πρακτικό που τήρησε η Επιτροπή Προφορικής Εξέτασης έχει ως ακολούθως:-
"Κατά την προφορική του συνέντευξη από την καθορισθείσα προς τούτο επιτροπή ο ανωτέρω υποψήφιος ανέφερε τα ακόλουθα:-
(1) Ο σκοπός που επιδιώκει θέση ΕΠΥ είναι κατά την γνώμη του πλεονέκτημα για να διεκδικήσει στο μέλλον θέση μονίμου αξιωματικού στην Αεροπορία.
(2) Στα πλαίσια του ενιαίου αμυντικού δόγματος μεταφερόταν σε Ελληνική πολεμική βάση εκτελώντας καθήκοντα χειριστού αεροσκαφών και αρνείτο να δώσει στοιχεία περί αποδείξεώς του.
(3) Έλαβε μέρος σε διαστημικό πρόγραμμα αποστολής στο διάστημα χωρίς να μπορεί να δώσει συγκεκριμένα στοιχεία.
(4) Έλαβε μέρος σε δοκιμές μαχητικών αεροσκαφών στο εξωτερικό αναφέροντας ότι ακτινογραφία του σώματός του μπορεί να αποδείξει τα λεγόμενά του.
(5) Διετέλεσε ανώτερος αξκός της Εθνικής Φρουράς στο ΓΕΕΦ.
(6) Τα λεγόμενά του είναι καταχωρημένα και σε επιστολές του προς την εξοχότητα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Υπουργό Άμυνας και ΓΕΕΦ.
(7) Στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απαντούσε εκτός θέματος και ουσίας αναφέροντας τα ανωτέρω τα οποία αφενός μεν δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει και αφετέρου αρνείτο να δώσει στην επιτροπή συγκεκριμένα στοιχεία.
Μετά τα πιο πάνω η επιτροπή τον βαθμολόγησε ως φαίνεται στο συνημμένο πρακτικό.".
Συνεπεία της αποτυχίας του αιτητή στην προφορική εξέταση το Υπουργείο Άμυνας μέσω του Γενικού Διευθυντή απέστειλε στον αιτητή την εξής επιστολή, ημερομηνίας 30.3.1998:-
"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας με την οποία ζητάτε να προσληφθείτε ως Εθελοντής Πενταετούς Υποχρεώσεως στο Στρατό της Κυπριακής Δημοκρατίας και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει περαιτέρω η εξέτασή της γιατί αποτύχατε στην προφορική εξέταση που καθορίζεται από τους περί Εθελοντών Πενταετούς Υποχρέωσης του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμούς του 1995.".
Ο αιτητής υπέβαλε επανειλημμένα αιτήματα για επανεξέταση της υπόθεσής του. Τελικά το Υπουργείο Άμυνας με επιστολή του προς τον αιτητή, ημερ. 17.3.99, απέρριψε το αίτημα. Το περιεχόμενο της επιστολής, το οποίο αποτελεί και την προσβαλλόμενη με την προσφυγή αυτή διοικητικήν απόφαση, έχει ως εξής:-
"Σε συνέχεια της επιστολής μας με τον ίδιο αρ. Φακ. ημερομηνίας 3 Σεπτεμβρίου 1998 αναφορικά με το θέμα της επανεξέτασης της αίτησής σας για πρόσληψη ως Ε.Π.Υ., λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι τα στοιχεία που παρουσιάσατε στο ΓΕΕΦ δεν αποδεικνύουν ούτε τους γραπτούς ισχυρισμούς σας ούτε και αυτά που αναφέρατε κατά τη συνέντευξη στην Επιτροπή Προφορικής Συνέντευξης.
Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω το θέμα για το Υπουργείο θεωρείται λήξαν αφού δεν μπορέσατε να προσκομίσετε τα απαραίτητα δικαιολογητικά για να βοηθήσουν την Επιτροπή στην επανεξέταση του θέματός σας.".
Η προσφυγή αυτή καταχωρήθηκε από τον αιτητή μέσω δικηγορικού γραφείου. Ο δικηγόρος όμως που παρουσιάζετο για τον αιτητή στις 14.12.99 ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να του επιτρέψει να αποσυρθεί από την υπόθεση λόγω διαφωνίας που προέκυψε με τον αιτητή στον περαιτέρω χειρισμό της. Ο αιτητής, που ήταν παρών κατά την πιο πάνω δικάσιμο συμφώνησε και δήλωσε ότι θα χειρισθεί ο ίδιος προσωπικά την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης του. Δόθηκε από το Δικαστήριο άδεια στο δικηγόρο του αιτητή να αποσυρθεί και οδηγίες στον αιτητή να καταχωρήσει τη γραπτή του αγόρευση. Πράγματι ο αιτητής καταχώρησε γραπτή αγόρευση στις 19.1.00. Στις 31.1.00 καταχωρήθηκε η γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση και στις 18.2.00 η απάντηση του αιτητή.
Κατ΄ αρχήν θέλω να τονίσω ότι, ένεκα του γεγονότος ότι ο αιτητής δεν έχει νομική κατάρτιση, οι δύο αγορεύσεις του δεν αναφέρονται στους νομικούς λόγους ακύρωσης που προβάλλονται με την προσφυγή. Αναφέρονται απλώς σε γεγονότα που, κατά την αντίληψη του αιτητή, έπρεπε να γίνουν δεκτά από τους καθ΄ων η αίτηση με συνέπεια την πρόσληψη του στην επίδικη θέση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αιτητής με επιστολή του, ημερ. 9.11.98, προς το Υπουργείο Άμυνας απαίτησε την άμεση πρόσληψή του στη θέση και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που θα επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του (όπως αναφέρθησαν πιο πάνω) θα τα προσκόμιζε σε διάστημα ενός χρόνου. Τα ίδια αναφέρει και στη σελίδα 4 της γραπτής του αγόρευσης που έχει ως εξής:-
"Αιτούμαι πρόσληψη στην Εθνική Φρουρά ως Εθελοντής Πενταετούς (5) Υποχρεώσεως και την καταβολή των μηνιαίων μισθών μου από προσλήψεως της τέταρτης (4) σειράς του Μαρτίου 1998 και δεσμεύομαι εκ νέου την υποβολή μεταγενέστερα επακριβών βεβαιώσεων προς το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (Γ.Ε.Ε.Φ.) ακολουθώντας την οδό της ιεραρχίας.".
Παρά την έλλειψη στις αγορεύσεις του αιτητή έστω και στοιχειώδους ανάλυσης νομικών λόγων ακύρωσης θα προχωρήσω στην εξέταση της προσφυγής έχοντας υπόψη τους Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τη σχετική νομολογία.
Στη γραπτή ένσταση ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή. Στη γραπτή του αγόρευση αναλύει λεπτομερώς τη θέση αυτή. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής προσβάλλει ενδιάμεση απόφαση ως προς τη διαδικασία πλήρωσης κενών θέσεων εθελοντών πενταετούς υποχρεώσεως. Ισχυρίζεται ότι ο αιτητής δεν προσβάλλει τους διορισμούς των ανθυποψηφίων του αλλά τον αποκλεισμό του από την περαιτέρω διαδικασία όταν απέτυχε στην προφορική εξέταση. Εισηγείται ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη που παράγει έννομα αποτελέσματα. Διαζευκτικά δε προβάλλει και δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα γιατί είναι βεβαιωτική προηγούμενης, αυτής της 30.3.98. Ισχυρίζεται ότι ενώπιον της αρμόδιας αρχής δεν τέθηκαν νέα στοιχεία ούτε ακολούθησε οποιαδήποτε νέα έρευνα.
Έχω μελετήσει τις δύο προδικαστικές ενστάσεις. Κατά την άποψή μου ευσταθούν αμφότερες. Φυσικά εάν η πρώτη προδικαστική ένσταση ευσταθεί δεν νοείται η εξέταση της δεύτερης. Η εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που παράγει έννομο αποτέλεσμα που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του διοικουμένου. Προπαρασκευαστική δε πράξη είναι εκείνη που προπαρασκευάζει, δεν αποτελεί ακόμα ρύθμιση και δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι των διοικουμένων. (Βλέπε: "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας", 1929-59, σελ. 239).
Ο αιτητής, στην παρούσα προσφυγή, προσβάλλει ενδιάμεση απόφαση ως προς τη διαδικασία πλήρωσης κενών θέσεων εθελοντών πενταετούς υποχρέωσης. Ο αιτητής δεν προσβάλλει τους διορισμούς των ανθυποψηφίων του αλλά επέλεξε να προσβάλει τον αποκλεισμό του από την περαιτέρω διαδικασία όταν απέτυχε στην προφορική εξέταση. Η πράξη που προσβάλλει δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Είναι πάγια νομολογημένη αρχή ότι οι ενδιάμεσες πράξεις δεν προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης.
Κατά συνέπεια η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Ο αιτητής δεν προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή εκτελεστή διοικητική απόφαση
.Παρά την πιο πάνω κατάληξή μου θεωρώ σκόπιμο, διαζευκτικά, να εξετάσω και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση. Είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική προγενέστερης, αυτής της 30.3.98, και κατά συνέπεια δεν είναι εκτελεστή. Από την πλούσια νομολογία επί του θέματος προκύπτει η αρχή ότι απόφαση θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής πράξης όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρσοωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με προεκδοθείσα πράξη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα (Βλέπε:
Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Larkos v. Republic (1987) 3 CLR 2189, Ζίττη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082, ημερ. 29.5.98 και Κλεάνθους ν. ΑΤΗΚ, Α.Ε. 2290, ημερ. 30.7.1999).Από το κείμενο της προσβαλλόμενης πράξης φαίνεται ότι υπήρξε άρνηση επανεξέτασης από την Επιτροπή προφορικής συνέντευξης παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του αιτητή χωρίς όμως να επικαλείται νέα πραγματικά γεγονότα ή νομικά επιχειρήματα τα οποία θα έχρηζαν νέας έρευνας.
Και η δεύτερη προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Η προσφυγή ως εκ τούτου οδηγείται σε απόρριψη ως απαράδεκτη. Παρέλκει δε η εξέταση των οποιωνδήποτε ουσιαστικών λόγων ακύρωσης της πράξης που προβάλλει ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Καμιά διαταγή για έξοδα, αφού οι καθ΄ων η αίτηση με τη γραπτή τους αγόρευση τα αποποιούνται.
Μ. Κρονίδης,
Δ.
/Επσ