ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 956/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Δημήτρη Τριμιθιώτη
Αιτητή
και
Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης
Καθ΄ης η Αίτηση
--------------
21 Σεπτεμβρίου 2000
Για τον Αιτητή: κ. Μεν. Κυπριανού.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα Μ. Σπανού.
Για το Ενδιαφερόμενο Μέρος: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή προσβάλλει την προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού της Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης. Η προαγωγή αποφασίσθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρία του ημερομηνίας 12.10.1998, δεν κοινοποιήθηκε όμως στο Ενδιαφερόμενο Μέρος και στον Αιτητή παρά μόνο αφού τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας επικυρώθησαν κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 11.1.1999, ότε και εστάλησαν από την Αρχή σχετικές επιστολές προς μεν το Ενδιαφερόμενο Μέρος ημερομηνίας 14.1.1999 προς δε τον Αιτητή ημερομηνίας 5.2.1999. Η προσφυγή όμως είχε ήδη καταχωρηθεί στις 27.10.1998, δοθέντος ότι ο Αιτητής είχε προηγουμένως πληροφορηθεί τι είχε γίνει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που προσκομίσθηκε, και αναφέρομαι στην ένορκη δήλωση του Προέδρου της Αρχής την οποία και αποδέχομαι, ο Αιτητής του τηλεφώνησε στο σπίτι του το βράδυ της 12.10.1998 μετά από τη συνεδρία και τον ερώτησε τι είχε γίνει, ο δε Πρόεδρος του ανέφερε τα καταγραφέντα στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας. Την υπόλοιπη μαρτυρία που παρουσίασε ο Αιτητής, δηλαδή τη δική του ένορκη δήλωση, δεν την αποδέχομαι καθ΄όσον συγκρούεται με τη μαρτυρία που περιέχεται τόσο στην ένορκη δήλωση του Ενδιαφερόμενου Μέρους όσο και στην ένορκη δήλωση του Διευθυντή Διοίκησης και Προσωπικού και Γραμματέα της Αρχής κ. Σαμουήλ, οι οποίοι και δεν αντεξετάσθησαν, και δοθέντος ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του Αιτητή φέρει ο ίδιος, εν πάση περιπτώσει δε η μαρτυρία αυτή δεν προσθέτει οτιδήποτε στο θέμα. Επισημαίνω όμως από την ένορκη δήλωση του κ. Σαμουήλ, ως αρμόδιου, και αποδέχομαι, ότι ούτε οποιαδήποτε ανάληψη των νέων καθηκόντων του Ενδιαφερόμενου Μέρους έγινε πριν από την κοινοποίηση σε αυτήν στις 14.1.1999 της απόφασης της Αρχής για την προαγωγή της, παρά μόνο στις 8.3.1999.
Με αυτό το υπόβαθρο, τόσο ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αρχή όσο και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήγειραν εξ αρχής προδικαστική ένσταση, υποβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο της ιδιότητας της εκτελεστής διοικητικής πράξης παράγουσας έννομα αποτελέσματα κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταχώρισης της προσφυγής, και έτσι και η προσφυγή ήταν πρόωρη. Δεν βλέπω πως θα μπορούσα να μην συμφωνήσω με τη θέση αυτή. Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 ΑΑΔ 129 η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι η διοικητική πράξη δεν τελειούται με τη λήψη της απόφασης παρά μόνο με τη δήλωση της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου, παραπέμποντας στο ακόλουθο απόσπασμα από τον Κυριακόπουλο, Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον, 4η έκδοση, τόμος Β, σελίδες 396-397:
"Η βεβαία διατύπωσις της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου εν τη διοικητική πράξει δια της συντάξεως και υπογραφής ταύτης, δηλοί ότι η πράξις εξεδόθη. Αλλ΄η έκδοσις μόνη δεν συνεπιφέρει τα εξ αυτής αναμενόμενα έννομα αποτελέσματα. Η διοικητική πράξις, ως δήλωσις βουλήσεως, διά ν΄αποκτήση νομικήν ενέργειαν, δέον να παύση αποτελούσα internum και εξωτερικευθή, ήτοι να περιέλθη εις το πρόσωπον, εις ο αφορά. Επομένως, η διοικητική πράξις δέον ν΄ανακοινούται εις τον ενδιαφερόμενον. Κατά τίνα τύπον δέον να γίνη η ανακοίνωσις αύτη, εξαρτάται εξ αυτής της φύσεως της πράξεως, εφ΄όσον εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ο νόμος δεν ορίζη ιδιαίτερον τύπον."
Αν και, όπως αναφέρεται πιο πάνω, ο τύπος της ανακοινώσεως της αποφάσεως δεν συγκεκριμενοποιείται όταν δεν ορίζεται από το νόμο, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι η ανακοίνωση, ως εξωτερικευμένη πλέον έκφραση της διοικητικής βούλησης, πρέπει να προέρχεται αρμόδια από το ίδιο το διοικητικό όργανο, εφ΄όσον σε αυτό εναπόκειται να αποφασίσει να δεσμευθεί με την κοινοποίηση της αποφάσεως του ώστε να καταστεί εκτελεστή διοικητική πράξη και να παύσει να παραμένει internum. Οποιαδήποτε αναρμόδια γνωστοποίηση της απόφασης δεν μπορεί να αποτελεί εξωτερίκευση της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου η οποία, όπως και η ίδια η απόφαση, μόνο από αυτό μπορεί να προέλθει. Άλλως, το διοικητικό όργανο θα περιορίζετο στην εγγενή δυνατότητα του να αποφασίσει το ίδιο να εξωτερικεύσει τη βούληση του και να προβεί σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση της απόφασης του ήθελε κρίνει ορθό πριν πράξει τούτο.
Η απόφαση του αδελφού μου Κραμβή, Δ., στην υπόθεση Σάββα ν. ΚΟΑ, 1019/96, 13.10.1998, με αντίστοιχα πανομοιότυπα γεγονότα, καλύπτει πλήρως και την προκειμένη περίπτωση και εκφράζει και τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων. Και εκεί η απόφαση λήφθηκε μεν στις 9.10.1996 δεν κοινοποιήθηκε όμως από τον ΚΟΑ παρά μόνο στις 27.12.1996, η προσφυγή όμως καταχωρήθηκε στις 20.12.1996 δοθέντος ότι ο Αιτητής είχε ήδη στις 10.10.1996 πληροφορηθεί γι΄αυτή από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και στη συνέχεια και από τον Αναπληρωτή Διευθυντή και άλλο άτομο. Ο Κραμβής, Δ., παραπέμποντας και στο άρθρο 37(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, το οποίο προνοεί ότι "Μόνιμος διορισμός ή προαγωγή γίνεται με γραπτή προσφορά από την Επιτροπή προς το πρόσωπο το οποίο αυτή επιλέγει για διορισμό ή προαγωγή ...", παρατήρησε τα ακόλουθα στη σ. 6:
"Με την προσφορά διορισμού ημερομηνίας 27.12.96, η οποία έγινε από τον ΚΟΑ προς τον ενδιαφερόμενο, η απόφαση του ΚΟΑ έπαυσε να αποτελεί εσωτερικό (internum) θέμα της Διοίκησης του ΚΟΑ. Η απόφαση για διορισμό κατέστη εκτελεστή διοικητική απόφαση εφόσον δηλώθηκε προς τα έξω η βούληση του ΚΟΑ για διορισμό του ενδιαφερόμενου στη συγκεκριμένη θέση.
Η προσφυγή του αιτητή καταχωρήθηκε στις 20.12.96, ήτοι, επτά ημέρες προτού εξωτερικευθεί η απόφαση του ΚΟΑ. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο ίδιος έλαβε γνώση από μέλη του Συμβουλίου δεν έχει καμιά σημασία. Όπως έχει νομολογηθεί, η απόφαση του διοικητικού οργάνου για διορισμό ολοκληρώνεται και παύει να είναι εσωτερικό θέμα της διοίκησης μόνο με την προσφορά του διορισμού στον επικρατέστερο υποψήφιο. Παραπέμπω σχετικά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαευριπίδη (1993) 3 ΑΑΔ 129-141.
«Με την προσφορά διορισμού που έγινε στον εφεσίβλητο, η απόφαση της ΕΕΥ για διορισμό του έπαυσε να αποτελεί εσωτερικό θέμα της διοίκησης (internum), και έγινε εκτελεστή εφόσον δηλώθηκε η βούληση του κράτους, η οποία αποτελεί και τον πρώτο όρο της δημόσιας υπαλληλικής σχέσεως.»"
Κατέληξε δε ότι (σελίδες 7-8):
"... η απόφαση διορισμού του ενδιαφερόμενου κατέστη πράξη εκτελεστή μόνον από της κοινοποιήσεως της απόφασης προς τον υποψήφιο ενδιαφερόμενο στις 27.12.96 οπότε γνωστοποιήθηκε προς τα έξω η επί του προκειμένου βούληση του ΚΟΑ. Κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας προσφυγής (20.12.96) δεν υπήρχε στο πεδίο του δικαίου εκτελεστή διοικητική πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα.
Εφόσον η προσφυγή του αιτητή κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε δεν είχε ως αντικείμενο προσβολής εκτελεστή διοικητική πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα αυτή πρέπει να απορριφθεί."
Και στην προκειμένη περίπτωση, εφ΄όσον η απόφαση προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν κατέστη εκτελεστή διοικητική πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα παρά μόνο στις 14.1.1999 που της κοινοποιήθηκε, η προσφυγή, καταχωρηθείσα στις 27.10.1998, δεν είχε ως αντικείμενο της οποιαδήποτε τέτοια υφιστάμενη εκτελεστή διοικητική πράξη και ήταν πρόωρη. Παρατηρώ ότι τα πρακτικά της συνεδρίας της 12.10.1998 στην οποία λήφθηκε η απόφαση δεν επικυρώθησαν παρά μόνο στη συνεδρία της 11.1.1999 ότε και μόνο ουσιαστικά εξουσιοδοτήθηκε η κοινοποίηση της απόφασης προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος και τον Αιτητή. Μέχρι την κοινοποίηση της από την Αρχή, την εξωτερίκευση δηλαδή της βούλησης της διοίκησης, η απόφαση συνιστούσε internum και δεν είχε τελειωθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα και δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής. Καμιά διαφοροποίηση στη θέση αυτή δεν θα μπορούσε να επιφέρει η τηλεφωνική πληροφόρηση του Αιτητή από τον Πρόεδρο της Αρχής, την οποία ο ίδιος ο Αιτητής είχε επιδιώξει, και μάλιστα ενώ ο Πρόεδρος είχε αποχωρήσει από τη συνεδρία πριν από τη λήξη της και είχε δηλώσει ότι αποχωρεί από το Συμβούλιο και θα θέσει την παραίτηση του στον Υπουργό, ούτε είχε οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο να κοινοποιήσει την απόφαση στον Αιτητή. Ούτε τίθεται θέμα αδικίας για τον Αιτητή, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του. Η τάξη πραγμάτων όπως ορίζεται από τη νομική θέση είναι ο μόνος γνώμονας του δικαστηρίου, ο δε Αιτητής έχει μόνον εαυτόν να μέμφεται αν καταχώρησε την προσφυγή του πρόωρα και άνευ αντικειμένου. Εξ άλλου, τίποτα δεν τον εμπόδιζε να καταχωρήσει ορθά την προσφυγή του όταν η απόφαση του κοινοποιήθηκε από την Αρχή στις 5.2.1999.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Ο Αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα της Αρχής.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π