ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1455/99
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μιχάλη Πισσούριου, από Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 4.9.2000Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Αντ. Βασιλειάδη, Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, ημερομηνίας 2.11.1999, και ύστερα από ακροαματική διαδικασία, ο αιτητής, Επιθεωρητής Πλοίων Α, κρίθηκε ένοχος διάπραξης δύο πειθαρχικών παραπτωμάτων, ήτοι,
(α) Για αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, υπό την έννοια ότι ενώ επιθεώρησε το πλοίο «Valentina», στο λιμάνι της Λάρνακας, και ενώ υπήρχαν σ΄ αυτό ουσιώδεις ελλείψεις που επέβαλλαν την απαγόρευση του απόπλου του, παρέλειψε να απαγορεύσει τον απόπλου, και,
(β) Για μη συμμόρφωση προς εγκύκλιες διαταγές της προϊστάμενης αρχής, υπό την έννοια ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις εγκυκλίους ΕΕ5/96 (Έλεγχος Πλοίων που καταπλέουν στα Λιμάνια της Δημοκρατίας) και ΕΕ43/96 (Επιθεώρηση Πλοίου στα Λιμάνια Λάρνακας και Βασιλικού) του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας και, ειδικότερα, παρέλειψε να κατακρατήσει το πλοίο «Valentina» στο λιμάνι της Λάρνακας και να παραδώσει στον πλοίαρχο του πλοίου κατάλογο με τις ελλείψεις του πλοίου και ειδοποιήσει περί τούτου αμέσως την προϊστάμενη αρχή, το Διευθυντή του λιμανιού, τον Ανώτερο Τελώνη και τη Λιμενική Αστυνομία.
Στον αιτητή επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού στην αμέσως κατώτερη θέση, δηλαδή στη θέση του Επιθεωρητή Πλοίου.
Η καταδικαστική απόφαση, όπως και η ποινή που επιβλήθηκε, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η καταδίκη του αιτητή στην πρώτη κατηγορία πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι αυτός, ως Επιθεωρητής Πλοίων Α, δεν είχε, είτε με βάση το άρθρο 7(2) του Νόμου περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των Αποφάσεων MSC1(XLV) και MSC2(XLV) του 1981 (Κυρωτικός) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1985 (Νόμος 77/85), είτε με βάση τον Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο 1/90 (Νόμος 1/90 όπως τροποποιήθηκε), είτε με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του, εξουσία να απαγορεύει τον απόπλου πλοίων. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή τέτοια εξουσία είχε, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου 77/85, μόνο η Αρμόδια Αρχή, που ήταν ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων. Την εξουσία αυτή δεν εκχώρησε ο Υπουργός στον αιτητή ούτε και μπορούσε, έστω και αν ήθελε, να την εκχωρήσει, διότι τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται από το Νόμο 77/85.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ο Υπουργός με επιστολή του υπ΄ αριθμό φακέλου ΥΣΕ205/75/11, ημερομηνίας 2.2.1988, ασκών τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 5 του Νόμου 77/85, εκχώρησε στον αιτητή ονομαστικά, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε, την εξουσία απαγόρευσης απόπλου πλοίου που του παρέχεται από το άρθρο 7 του ίδιου Νόμου. Η εκχώρηση αυτή ήταν καθόλα νόμιμη, βάσει του ίδιου άρθρου 5 του Νόμου 77/85, που ορίζει ως Αρμόδια Αρχή τον Υπουργό και τους από τον Υπουργό «εξουσιοδοτηθέντες», αλλά και βάσει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου 23/1962. Το γεγονός ότι η επιστολή εκχώρησης δεν τέθηκε ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση κατά την ακροαματική διαδικασία δεν έχει καμιά απολύτως σημασία.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η καταδίκη του αιτητή στη δεύτερη κατηγορία πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι οι δύο εγκύκλιοι, ΕΕ5/96 και ΕΕ43/96, συγκρούονται με το Νόμο 77/85.
Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Οι δύο εγκύκλιοι, που περιέχουν οδηγίες του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων, δεν συγκρούονται με το Νόμο 77/85 για το λόγο ότι ο Νόμος 1/90 παρέχει γενική εξουσία εκδόσεως εγκυκλίων διαταγών και ή οδηγιών από την ιεραρχικά προϊστάμενη αρχή, ενώ, ταυτόχρονα, επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης στους υφιστάμενους δημόσιους υπαλλήλους. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η εγκύκλιος διαταγή ή οδηγία είναι πρόδηλα παράνομη ο δημόσιος υπάλληλος έχει υποχρέωση να μην την εκτελέσει, αναφέροντας τούτο αμέσως στον προϊστάμενό του (άρθρο 60(2)(δ) του Νόμου 1/90). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, οι δύο εγκύκλιοι ήσαν καθόλα νόμιμοι, και, εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητά τους. Μάλιστα, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε στην κατάθεσή του, τις εφάρμοσε επανειλημμένα στο παρελθόν.
Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή είναι «εξαιρετικά βαρύτατη».
Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, το θέμα της ποινής ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου, το δε Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ελέγχει την αυστηρότητά της, εκτός εάν καταδειχθεί ότι η Αρμόδια Αρχή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Republic v. Mozoras (1970) 3 CLR 210, 221, Solomou v. Republic (1984) 3 CLR 533, Παπαφώτης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ411, ημερομηνίας 30.5.1989, Ανδρέας Αζίνας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ1389, ημερομηνίας 20.7.1999, σελ. 4-5 και Σαλώμη Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας, ΑΕ2328, ημερομηνίας 30.11.1999).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ