ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 303/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Παναγιώτας Μιχαήλ, εκ Λεμεσού,
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
4 Αυγούστου 2000
Για την αιτήτρια: Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Βασιλειάδης,
Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη: Καμιά εμφάνιση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 9 Δεκεμβρίου 1998 με την οποία, σε διαδικασία που άρχισε με πρόταση ημερ. 5 Ιανουαρίου 1998, επιλέγηκαν για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Λειτουργού για τις Εισπράξεις Φόρων, 1ης Τάξης, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων - (θέση μόνο προαγωγής) - τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ανδριανή Χρυσοστόμου, Ανδρέας Παφίτης, Κώστας Βαρνάβα, Πιερής Φλουρής και Ανδρέας Χατζηκυπριανού. Οι προαγωγές, με ισχύ από την 1 Φεβρουαρίου 1999, δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 19 Φεβρουαρίου 1999 με Αρ. Γνωστοποίησης 681.
Η αιτήτρια προβάλλει ότι η Ε.Δ.Υ. δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα, με επακόλουθο την πλάνη περί τα πράγματα· ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη την πείρα της στη θέση, τα καθήκοντα και ευθύνες της οποίας είχε αναλάβει κατόπιν προαγωγής που όμως ακυρώθηκε· και εναλλακτικώς, ότι η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να την επέλεγε αυτήν, βάσει του άρθρου 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε), διότι το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 12 Σεπτεμβρίου 1997 στις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 837/95 κ.α., ακύρωσε προηγούμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ ημερ. 28 Ιουνίου 1995 με την οποία είχε προαχθεί στη θέση, σε ξεχωριστή διαδικασία ημερομηνίας έναρξης 15 Μαΐου 1995 για την πλήρωση, τότε, δύο άλλων τέτοιων θέσεων.
Η άποψη της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα αφορά στη σύσταση του Διευθυντή την οποία παρεπιπτόντως χαρακτηρίζει, με αφορμή τις καταλογισθείσες πλημμέλειες, ως αναιτιολόγητη. Ο Διευθυντής ανέφερε στην Ε.Δ.Υ. ότι επειδή η προσωπική του γνώση για τους υποψηφίους δεν ήταν πλήρης, πήρε πληροφορίες από τους διοικητικά προϊσταμένους και άλλους ανώτερους λειτουργούς του Τμήματος. Κατά την αιτήτρια, ο Διευθυντής όφειλε να εξειδίκευε αυτές τις πηγές και να παρέθετε με λεπτομέρεια τα στοιχεία, δηλαδή "ποιά ήταν τα άτομα και ποιές ήταν οι απόψεις τους τις οποίες αξιολόγησε ....". Η νομολογία δεν απαιτεί όμως τέτοιες εξειδικεύσεις ούτε και την καταγραφή τέτοιων στοιχείων. Καθώς υπέδειξε η Ολομέλεια στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερ. 12 Ιουλίου 1990:
"
Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά."
Η σύσταση του Διευθυντή ήταν εν προκειμένω πλήρως αιτιολογημένη και δεν υπήρξε σχετικά με την αντίκρυση της οποιαδήποτε πλημμέλεια από την Ε.Δ.Υ.
Αναφορικά με την πείρα της αιτήτριας από την ανάθεση σε αυτήν των καθηκόντων και ευθυνών της ίδιας θέσης, υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν δικαιολογείται η διάκριση μεταξύ υπαλλήλων ανάλογα με ό,τι είχε ανατεθεί στον καθένα, εκτός όπου καταφαίνεται πως η μη ανάθεση καθηκόντων και ευθυνών σε κάποιον οφειλόταν σε δική του αδυναμία να ανταποκριθεί επαρκώς.
Ως προς την επίκληση του άρθρου 45 του Νόμου, είναι νομίζω αρκετό να υποδείξω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνδέεται με την ακυρωθείσα προηγούμενη προαγωγή της αιτήτριας και επομένως δεν χρειάζεται να συζητήσω την περίπτωση με αναφορά στις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η εν λόγω διάταξη και οι οποίες περιέχονται στα πρώτα δύο εδάφια τα οποία παραθέτω:
"45. - (1) Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή ενός υπαλλήλου σε μία θέση ακυρώνεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του στη θέση αυτή και εφόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, αν δεν γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσία της Επιτροπής ασκείται μόνο όταν αυτή πεισθεί ότι, ενόψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλλήλου και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασής της και της ακύρωσης αυτής, επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του υπαλλήλου."
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ