ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 782/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Μεταξύ -
P & S Carton Industries Limited
Αιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του
Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων
Υπουγείο Οικονομικών
Καθών η αίτηση
-------------------------
Ημερομηνία:
31 Ioυλίου, 2000Για την αιτήτρια: Ρ. Ερωτοκρίτου
Για τους καθών η αίτηση: Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η απόφαση των καθών να μην επιστρέψουν στην αιτήτρια τη διαφορά μεταξύ του προτιμησιακού και του γενικού συντελεστή δασμού, που κατέβαλε για εισαγωγή εμπορευμάτων. Η αιτήτρια κατέθεσε, κατά τις 4/8/95, διασάφηση για αποταμίευση 68 ρολών χαρτιού τύπου "testliner". Με βάση την οποία τα εμπορεύματα αποθηκεύθηκαν σε αποθήκη αποταμίευσης. Συγχρόνως οι αιτητές αξίωσαν την καταβολή δασμού με προτιμησιακό συντελεστή και επιφυλάχθηκαν να παρουσιάσουν το πιστοποιητικό κίνησης των εμπορευμάτων (Eur.1) σε μεταγενέστερο στάδιο.
Η ποσότητα χαρτιού που αποταμιεύθηκε τελωνίστηκε από τη γενική αποθήκη αποταμίευσης τμηματικά, με την κατάθεση χωριστών διασαφήσεων για εσωτερική κατανάλωση, αφού η αιτήτρια κατέβαλε δασμό με γενικό συντελεστή. Παραθέτω τις ημερομηνίες τελωνισμού: 17/10/95, 8/11/95, 24/11/95, 13/12/95, 3/1/96, 16/1/96, 1/2/96 και 4/3/96. Στις 28/6/96 η αιτήτρια παρουσίασε στο Τελωνείο πιστοποιητικό κίνησης Eur. 1 A0367621, ημερ. 29/6/95, υποβάλλοντας παράλληλα αιτήσεις στο νενομισμένο έντυπο για την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ προτιμησιακού και γενικού συντελεστή δασμού.
Η αιτήτρια πληροφορήθηκε με επιστολή Ανώτερου Τελώνη, ημερ. 14/7/97, ότι το αίτημα της απορρίφθηκε γιατί "το Πιστοποιητικό Κυκλοφορίας Eur. 1, αρ. Α0367621 με βάση το οποίο ζητάτε επιστροφή δασμών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για το λόγο ότι έχει κατατεθεί μετά την πάροδο έξι μηνών από της ημερομηνίας καταθέσεως της διασάφησης Τελ. 3". Η αναφορά αυτή αφορά τη διασάφηση για αποταμίευση Τελ. 3 ημερ. 4/8/95. Διευκρινίζεται ότι οι διασαφήσεις τελωνισμού γίνονται με βάση το έντυπο Τελ. 43.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι ο νόμος ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε λανθασμένα. Συγκεκριμένα είναι η θέση του ότι "τελωνειακή διασάφηση" σημαίνει την παράδοση των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα και την επακόλουθη απομάκρυνση τους από το Τελωνείο. Η τοποθέτηση των εμπορευμάτων σε γενική αποθήκη αποταμίευσης, όπως συνέβηκε εδώ, δεν μπορεί να θεωρηθεί τελωνισμός, όπως η έννοια καθορίζεται από το άρθρ. 2 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1996 (αρ. 109(Ι)/95). Εδώ ο Ανώτερος Τελώνης, συνέχισε, έχει ενεργήσει βεβιασμένα στη λήψη της επίδικης απόφασης, χωρίς να προηγηθεί επαρκής έρευνα - έτσι είπε - με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένη ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων.
Το άρθρ. 4(1) και (2) του νόμου ορίζουν πότε η εισαγωγή εμπορευμάτων υπόκειται στο προτιμησιακό δασμολόγιο:
"4. (1)(α) Οι συντελεστές των τελωνειακών δασμών, οι οποίοι παρατίθενται στη στήλη με επιγραφή "Συντελεστής Δασμού Ευρωπαϊκής Ένωσης" του Δεύτερου Πίνακα, εφαρμόζονται σε εμπορεύματα που υπόκεινται σε δασμό εφόσον ο Διευθυντής πεισθεί με πιστοποιητικό προέλευσης εγκεκριμένου τύπου και κατάλληλα συμπληρωμένο ότι αυτά αποστάληκαν στη Δημοκρατία από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι παράχθηκαν ή κατασκευάστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
Νοείται ότι εμπορεύματα θεωρούνται ότι έχουν παραχθεί ή κατασκευαστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν πληρούν τους όρους αποστολής και προέλευσης που καθορίζονται στο Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 15 Σεπτεμβρίου 1977 και αφορά τον ορισμό της έννοιας "προέλευση προϊόντων" και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας και το οποίο αποτελεί Παράρτημα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, "Συμφωνία Σύνδεσης" σημαίνει τη Συμφωνία που αφορά τη σύνδεση της Δημοκρατίας της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 19 Δεκεμβρίου 1972.
(2) Καμιά αξίωση καταβολής τελωνειακού δασμού με προτιμησιακό συντελεστή γίνεται αποδεκτή, εκτός αν αυτή δηλωθεί από τον εισαγωγέα ή κύριο των εμπορευμάτων πάνω στη διασάφηση κατά τον τελωνισμό τους:
Νοείται ότι στην περίπτωση που η αξίωση αυτή δεν τεκμηριώνεται κατά το χρόνο της κατάθεσης της διασάφησης με το κατάλληλο πιστοποιητικό προέλευσης, καταβάλλεται δασμός σύμφωνα με τους συντελεστές Γενικού Δασμού όπως προνοείται στο άρθρο 5, αναπροσαρμόζεται δε ανάλογα με την προσκόμιση του πιστοποιητικού προέλευσης εντός περιόδου που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την κατάθεση της διασάφησης."
Επισημαίνεται ότι το εδ. 2 αναφέρεται μόνο σε "διασάφηση κατά τον τελωνισμό". Η λέξη "τελωνισμός" για σκοπούς του νόμου ερμηνεύεται από το άρθρ. 2 ως εξής:
"τελωνισμός" σημαίνει την κατάθεση διασάφησης μαζί με τα αναγκαία έγγραφα τα οποία καθορίζονται από τους εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακούς νόμους, την καταβολή των τελωνειακών δασμών και φόρων κατανάλωσης που αναλογούν στα εμπορεύματα και την απομάκρυνση τους από τον τελωνειακό έλεγχο."
Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η διασάφηση τελωνισμού συναρτάται με την απομάκρυνση των εμπορευμάτων από την αποθήκη αποταμίευσης, για την οποία γίνεται χρήση του Τελ. 43. Δεν έχει σχέση με την αποταμίευση των εμπορευμάτων που πραγματοποιείται με τη συμπλήρωση του εντύπου Τελ. 3. Συνεπώς και ο χρόνος που καθορίζει η επιφύλαξη του εδ. 2 του άρθρ. 4 σχετίζεται με την ίδια διασάφηση (Τελ. 43). Την τοποθέτηση αυτή ασπάζεται και ο δικηγόρος των καθών. Είναι επίσης δεκτό - και ορθό - ότι η αιτήτρια, στη διασάφηση τελωνισμού που κατέθεσε, αξίωσε, όπως απαιτεί ο νόμος, να τύχει του ευεργετήματος του προτιμησιακού συντελεστή. Και πράγματι αργότερα κατέθεσε, όπως είχε δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρ. 4(2), το πιστοποιητικό προέλευσης.
Παρόλο που ο δικηγόρος των καθών δέχθηκε ότι η ερμηνεία του νόμου από τις τελωνειακές αρχές, σε σχέση με την έναρξη της προθεσμίας των 6 μηνών, ήταν λανθασμένη, εντούτοις επέμεινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν ορθή. Με βάση άλλο νομικό έρεισμα, δηλαδή, το άρθρ. 11 του Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, το οποίο έχει αυξημένη ισχύ έναντι του εσωτερικού δικαίου. Ας σημειωθεί ότι τούτο προβλέπει ότι η υποβολή του πιστοποιητικού προέλευσης Eur. 1 υποβάλλεται εντός 5 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, που δεν είναι η περίπτωση εδώ. Το σχετικό πιστοποιητικό προσκομίστηκε 1 χρόνο περίπου μετά την έκδοση του. Συνεπώς ορθά απορρίφθηκε το αίτημα. Αντιπαρατέθηκε ότι η διοίκηση δεν μπορεί να στηρίχθηκε στις διατάξεις του Πρωτοκόλλου, αφού για την απόρριψη της αξίωσης, βασίστηκε σε άλλες διατάξεις, δηλαδή το ν. 109(Ι)/95.
Είναι ορθή η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η επίκληση λανθασμένης νομοθετικής πρόνοιας δεν αφαιρεί από την επίδικη πράξη το κύρος της εφόσον υπάρχει άλλο τέτοιο έρεισμα που την υποστηρίζει. Η νομολογία στο θέμα αυτό είναι σαφής και σταθερή. Είναι αρκετό να αναφερθούμε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδουλίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2605 στη σελ. 2619:
"Η στάση της νομολογίας όπως θα μπορούσε κανείς να συναγάγει από την παραπάνω απόφαση είναι ότι η λανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να εύρει άλλο νόμιμο έρεισμα. Στο σημείο αυτό υπάρχει σύμπτωση προσέγγισης με την Ελληνική νομολογία όπως φαίνεται από την πλούσια περιπτωσιολογία της. Η σύνοψη των υποθέσεων του ΣΕ 1758, 1759/47, 849/49 καθορίζει ως εξής τη γενική αρχή:
"Δεν επηρεάζει το κύρος της πράξεως η εν αυτή
μνεία και επίκλησις διατάξεων νόμου, εφόσον δύ-
ναται να στηριχθεί επί ετέρας διατάξεως, ουδέ
αποδεικνύει τούτο κατάχρησιν εξουσίας."
Η ίδια αρχή ισχύει και σε περίπτωση που η αιτιολόγηση βασίζεται ακόμη και σε αντισυνταγματική διάταξη.
"Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν επάγεται
ακυρότητα εάν δύναται η πράξις να στηριχθεί
εις άλλους λόγους: 697, 578, 999, 1005 (33),
666(36). Η επίκλησις διατάξεως, μη εχούσης
σχέσιν με το ρυθμιζόμενον θέμα ή αντισυνταγ-
ματικής: 63(50), δεν επάγεται ακυρότητα, εφ΄όσον
η πράξις ευρίσκει επαρκές έρεισμα εις ετέραν
νομοθετικήν διάταξιν: 305(43), 1759 /47), 839(49),
1685(54), 402(55). (Πορίσματα Νομολογίας, ΣΕ
1929-59, σελ. 185)."
Βλ. επίσης υπόθεση αρ. 196/96 Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 4/11/96.
Αν το θέμα περιοριζόταν στην ύπαρξη διαζευκτικού ερείσματος της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, το κύρος της πράξης δε θα επηρεαζόταν. Όμως η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί και από τη σκοπιά των διατάξεων του Πρωτοκόλλου τις οποίες πρόβαλε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας. Πρέπει να έχουμε υπόψη τι ακριβώς προβλέπει. Το άρθρ. 11 του Πρωτοκόλλου ορίζει ότι:
"Το πιστοποιητικόν κινήσεως Eur. 1 δέον όπως υποβάλλεται, εντός 5 μηνών από της ημερομηνίας της εκδόσεώς του υπό των τελωνειακών αρχών του εξάγοντος Κράτους, προς τα τελωνειακάς αρχάς του εισάγοντος Κράτους ένθα τα εμπορεύματα τελωνίζονται."
Υπάρχει όμως και το άρθρ. 13, το οποίο προβλέπει ότι:
"1. Το πιστοποιητικόν κινήσεως Eur. 1 το οποίον υποβάλλεται εις τας τελωνειακάς αρχάς του εισάγοντος Κράτους μετά την λήξιν της υπό του άρθρου 11 καθοριζομένης προθεσμίας παρουσιάσεως δύναται να γίνεται αποδεκτόν διά σκοπούς προτιμησιακής μεταχειρήσεως, οσάκις η μη εμπρόθεσμος υποβολή του πιστοποιητικού οφείλεται εις λόγους ανωτέρας βίας ή εξαιρετικάς περιπτώσεις.
2. Εις ετέρας περιπτώσεις εκπροθέσμου παρουσιάσεως, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους δύνανται να αποδεχθούν τα πιστοποιητικά οσάκις τα εμπορεύματα έχουν παρουσιασθή προς αυτάς προ της λήξεως της ειρημένης προθεσμίας."
Ο δικηγόρος των καθών υπέβαλε ότι, εφόσον η αιτήτρια δεν επικαλέστηκε τους λόγους ανωτέρας βίας του άρθρ. 13(1) του Πρωτοκόλλου, οι καθών δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν τη διακριτική τους εξουσία για αποδοχή ή μη του εκπροθέσμου πιστοποιητικού. Ωστόσο, από την απλή ανάγνωση του άρθρ. 13 προκύπτει ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια των τελωνειακών αρχών υφίσταται και "εις ετέρας περιπτώσεις εκπροθέσμου παρουσιάσεως", δηλαδή, σε περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ανωτέρα βία ή οι εξαιρετικές περιστάσεις για τις οποίες γίνεται πρόβλεψη στο άρθρ. 13.1. Πάντοτε φυσικά υπό την αίρεση ότι τα εμπορεύματα παρουσιάστηκαν στις τελωνειακές αρχές πριν τη λήξη της πεντάμηνης προθεσμίας του άρθρ. 11 του Πρωτοκόλλου. Η διοίκηση δε φαίνεται να εξέτασε καθόλου τέτοιο ενδεχόμενο κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 13.2
Είναι, καταλήγω, φανερό ότι η διοίκηση στην προκείμενη περίπτωση λειτούργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης, η οποία απέληξε σε πλήρη παροπλισμό της διακριτικής εξουσίας την οποία απονέμει στις τελωνειακές αρχές το άρθρ. 13.2 του Πρωτοκόλλου.
Για το λόγο αυτό η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Η υπόθεση αναπέμπεται στη διοίκηση για να ασκήσει τη σχετική της εξουσία. Επιδικάζω τα έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ