ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
FONT>Υπόθεση Αρ. 915/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Aνδρέας Παπαθεοχάρους άλλως Χαραλάμπους,
Αιτητής, P>
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
2.6.00Για τον αιτητή: κ. Σ. Ασπρόφτας για κ. Π. Σαρρή
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, που τώρα είναι συνταξιούχος αστυνομικός, αφού υπέβαλε δύο διαδοχικές αιτήσεις για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας που απορρίφθηκαν, στις 17.6.98 με επιστολή του (τεκμήριο 11 στην ένσταση) ζήτησε όπως επανεξεταστεί από Ιατρικό Συμβούλιο, γιατί είχε υποβληθεί σε αξονικές τομογραφίες και ακτινογραφίες που έδειχναν ότι είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Συνεπεία των πιο πάνω ο αιτητής κλήθηκε σε Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, που τον εξέτασε στις 13.7.98 και γνωμοδότησε ότι αυτός ήταν ικανός για εργασία (τεκμ.13 στην ένσταση). Ακολούθως, με βάση τη γνωμοδότηση αυτή, ο Εξεταστής Απαιτήσεων απέρριψε την αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας στις 22.7.98 (τεκμ.14 στην ένσταση) με το δικαιολογητικό ότι "το ποσοστό της ανικανότητας σας για εργασία είναι χαμηλότερο του 66.2/3% που προβλέπει η νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας".
Οι βασικοί λόγοι προσβολής της πιο πάνω απόφασης είναι α) η αντικανονική σύνθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, β) η έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και γ) η έλλειψη δέουσας έρευνας.
Αναφορικά με το (α) πιο πάνω, είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούσε μόνο ένας ιατρός, ο κ. Διέτης.
Από εξέταση της γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου (τεκμ.13 στην ένσταση) προκύπτει ότι, στο μέρος που αναφέρεται στη σύνθεσή του, καταγράφονται τα ονόματα του Δρ. Α. Διέτη ως Προέδρου και της Δρ. Α. Μαλεκίδου ως μέλους, και στο τέλος υπάρχουν δύο υπογραφές .
Ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση σύναψε ένορκη δήλωση, στην οποία αναφέρει ότι η Δρ. Μαλεκίδου δεν ήταν παρούσα και δεν έλαβε μέρος στην εξέταση του.
Πρέπει να παρατηρήσω ότι η επισύναψη της ένορκης δήλωσης έγινε χωρίς τις οδηγίες του Δικαστηρίου και χωρίς διάταγμα του επί του προκειμένου, κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με, και παραβαίνει τους Κανονισμούς 10, 11 και 12 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ως εκ τούτου κρίνω ότι η πιο πάνω μη εξουσιοδοτημένη από το Δικαστήριο κατάθεση μαρτυρίας δεν μπορεί να εξετασθεί και θα την αγνοήσω. Η αναφορά στη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου σε σύνθεση αποτελούμενη από δύο ιατρούς παραμένει έτσι αναντίλεκτη, αφού για να αμφισβητηθεί θα έπρεπε να ληφθεί η άδεια του Δικαστηρίου για προσαγωγή μαρτυρίας και να δοθεί και η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να προσκομίσει δική της μαρτυρίας.
Εδώ είναι το κατάλληλο σημείο να αναφερθώ σε ένα θέμα που δεν αναπτύχθηκε ενώπιον μου. Σύμφωνα με το άρθρο 38(3) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 41/80, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 96/89, πρόσωπο που προβάλλει απαίτηση για σύνταξη ανικανότητας οφείλει να συμμορφώνεται σε οδηγίες του Διευθυντή με τις οποίες καλείται να υποβάλει τον εαυτό του σε ιατρική εξέταση ή επανεξέταση. Πριν την τροποποίηση η εξέταση ήταν "υπό Ιατρικού Συμβουλίου" και με την τροποποίηση διαγράφηκαν οι λέξεις "υπό Ιατρικού Συμβουλίου". Έτσι, δεν φαίνεται να υπήρχε υποχρέωση εξέτασης από Ιατρικό Συμβούλιο και κατά συνέπεια η εξέταση θα μπορούσε να γίνει και από μόνο ένα ιατρό. Κάτω από τις περιστάσεις δεν θα ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα αφού δεν αναπτύχθηκε ενώπιον μου και αφού προφανώς ο αιτητής παραπέμφθηκε σε Ιατρικό Συμβούλιο κατόπιν αιτήματός του προς τούτο.
Όσον αφορά την αιτιολογία δεν χρειάζεται αναφορά στην ευρέως νομολογημένη αρχή ότι οι πράξεις της διοίκησης πρέπει να συνοδεύονται από την αναγκαία αιτιολογία. Στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία της απόφασης απόρριψης της αίτησης του αιτητή είναι το εύρημα του Ιατρικού Συμβουλίου περί της ικανότητας του αιτητή για εργασία και ως εκ τούτου της μη ικανοποίησης της νομοθετικής πρόνοιας για ανικανότητα πέραν του 66.2/3% για να δικαιούται ο ασφαλισμένος σε χορήγημα. Η επίδικη απόφαση συμπληρώνεται ως εκ τούτου από το πιο πάνω εύρημα του Ιατρικού Συμβουλίου, που βρίσκεται στο φάκελο της διοίκησης καθώς και από τα άλλα στοιχεία του φακέλου. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει ή να εξετάσει την ορθότητα επιστημονικών (ιατρικών στην παρούσα περίπτωση) οργάνων (δέστε
Eraclidou v. Compensation Officer (1968) 3 C.L.R. 44, Joannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 80 και H & D Health and Diet Centre Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2756, στις οποίες κάμνει αναφορά ο συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση). Το Δικαστήριο έχει όμως εξουσία να εξετάσει κατά πόσο το όργανο "έχει ενεργήσει με τον ορθό τρόπο από την άποψη της συνταγματικότητας, νομιμότητας και κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας" (Eraclidou (πιο πάνω), Stavrinos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195).Στην παρούσα περίπτωση το Ιατρικό Συμνούλιο ήταν ένα τέτοιο επιστημονικό ειδικό όργανο που έχοντας υπόψη και τα πιστοποιητικά που προσκόμισε ο αιτητής, αφού τον εξέτασε το ίδιο, κατέληξε στο επιστημονικό του συμπέρασμα πως τούτος δεν ήταν ανίκανος για εργασία, συμπέρασμα το οποίο ήταν εντός της κρίσης του και για το οποίο δεν έχει καταδειχθεί ενώπιον μου λόγος για ακύρωση του. Κατά συνέπεια και ο ισχυρισμός του αιτητή για έλλειψη έρευνας θα πρέπει να απορριφθεί, αφού όπως ανέφερα, η εξέταση του αιτητή από το Ιατρικό Συμβούλιο και το πόρισμα του και η ύπαρξη των πιστοποιητικών του αιτητή ήταν η πλήρης έρευνα που θα μπορούσε να διεξαχθεί πάνω και στην οποία βασίστηκε η επίδικη απόφαση.
Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.