ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 54/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Γεώργιου Γεωργιάδη

2. EUROPA COLLEGE

Αι τητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού

Κα θ'ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14 Ιουνίου, 2000.

Για τους αιτητές: M. Tριανταφυλλίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ρ. Πετρίδου (κα).

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ΄ου η Αίτηση Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, που κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με εγκύκλιο επιστολή με ημερομηνία 7.11.97, που ελήφθη στις 14.11.98, περί μείωσης της πρακτικής εξάσκησης των φοιτητών σε 16 εβδομάδες (και επισυνάπτεται) είναι άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.".

Σε συνεδρία της ημερομηνίας 21.7.97 η Συμβουλευτική Επιτροπή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΕΤΕ) έλαβε αποφάσεις για τα ακόλουθα δύο θέματα διαδικασίας και τακτικής, που συνδέονται μεταξύ τους:-

(α) Εργαστηριακή αυτοδυναμία των σχολών.

(β) Πρακτική εξάσκηση των φοιτητών των ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Τα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίας της ΣΕΤΕ εγκρίθηκαν από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και με βάση την υπουργική απόφαση ετοιμάστηκαν και στάληκαν σ΄ όλες τις σχολές δύο εγκύκλιοι ημερομηνίας 5.11.97 και 7.11.97 αντίστοιχα.

Η εγκύκλιος της 7.11.97, που αφορά την παρούσα υπόθεση έχει ως εξής:-

" 7 Νοεμβρίου 1997

Διευθυντές Ιδιωτικών Σχολών

Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Θέμα: Πρακτική εξάσκηση των φοιτητών των ΙΣΤΕ

Επισυνάπτεται το κείμενο της απόφασης του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού για την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών των ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην κυπριακή βιομηχανία και παρακαλείστε να ενεργήσετε με τους τρόπους που περιγράφονται σ΄ αυτήν.".

Σύμφωνα με την απόφαση της ΣΕΤΕ η πρακτική εξάσκηση δεν θα είναι μεγαλύτερη από 16 εβδομάδες μέσα σ΄ ένα ακαδημαϊκό έτος, ώστε να μην περικόπτεται σε μεγάλο βαθμό η πραγματική ακαδημαϊκή φοίτηση στη σχολή.

Εναντίον της πιο πάνω επιστολής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή. Σ΄ αυτή προβάλλονται 7 νομικοί λόγοι ακύρωσης μεταξύ των οποίων (α) Ότι είναι προϊόν εσφαλμένης εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας (β) Ότι παραβιάζει θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των αιτητών που διασφαλίζονται από το Σύνταγμα (γ) Ότι αντιβαίνει προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας και (δ) Ότι λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και στερείται επαρκούς αιτιολογίας.

Στη γραπτή αγόρευση της η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση προβάλλει για πρώτη φορά προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με τη νομολογία ενστάσεις που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, όπως η εκτελεστότητα της πράξης, εξετάζονται και αυταπάγγελτα από το Δικαστήριο. Θα εξετάσω, κατά συνέπεια, κατ΄ αρχήν την προδικαστική αυτή ένσταση.

Είναι γεγονός ότι με την επιστολή τους ημερ. 7.11.97 οι καθ΄ων η αίτηση πληροφορούσαν τους αιτητές για το περιεχόμενο της σχετικής απόφασης και παράλληλα τους παρακαλούσαν να ενεργήσουν με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 7 που έχει ως εξής:-

"7. Εφαρμογή των πιο πάνω ρυθμίσεων

Οι σχολές που έχουν οποιαδήποτε άλλη μορφή πρακτικής εξάσκησης των φοιτητών τους θα πρέπει να ακολουθήσουν τις υφιστάμενες διαδικασίες πρακτικής εξάσκησης για τους φοιτητές που φοιτούσαν στις σχολές αυτές κατά το ακαδημαϊκό έτος 1996-97 ή θα φοιτήσουν για πρώτη φορά κατά το ακαδημαϊκό έτος 1997-98.

Για όσους φοιτητές θα εγγραφούν στις σχολές από το Σεπτέμβριο 1998 και μετά θα ισχύσουν οι νέες διαδικασίες που περιγράφονται σε συντομία πιο πάνω. Για τον σκοπό αυτόν οι σχολές οφείλουν να υποβάλουν δηλώσεις για μεταβολή στοιχείων, με βάση τα πιο πάνω.".

Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκαν στο Δικαστήριο ότι οι αιτητές δεν προβάλλουν στην προσφυγή τους ότι έχει υλοποιηθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η πιο πάνω απόφαση των καθ΄ων η αίτηση και συνεπώς ελλείπει η ύπαρξη του στοιχείου της προσβολής οποιουδήποτε άμεσου ενεστώτος εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι από τη διατύπωση της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς εξάγεται το συμπέρασμα ότι υπήρχε κατ΄ αρχήν επιθυμία των καθ΄ων η αίτηση να τεθεί σε εφαρμογή από τον Σεπτέμβρη του 1998 νοουμένου ότι οι σχολές υπέβαλλαν τις δηλώσεις τους για μεταβολή των στοιχείων τους. Καταλήγουν δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδέποτε υλοποιήθηκε και κατά συνέπεια ουδέποτε προσεβλήθη οποιοδήποτε ενεστώς έννομο συμφέρον των αιτητών εφ΄ όσον δεν έχουν προβεί σε αλλαγή στα στοιχεία με βάση τα οποία το Υπουργείο Παιδείας είχε εγκρίνει την εγγραφή και λειτουργία του κλάδου σπουδών τους στο Hotel and Catering Management.

Αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού αίτησης ακύρωσης αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστής πράξης της διοίκησης που δημιουργεί, τροποποιεί ή καταλύει υπάρχουσα έννομη κατάσταση. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στον διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη συμπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή της. Αν η πράξη είναι παραγωγός εννόμων αποτελεσμάτων, τότε είναι εκτελεστή. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 AAΔ 26 και Στεφανίδης κ.ά. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 ΑΑΔ 49).

Έχω καταλήξει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά κανονιστική που δεν προσβάλλεται μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης είναι η γενικότητα. Και στη γενικότητα έγκειται κυρίως ότι το νομικό περιεχόμενο της πράξης δεν εξαντλείται διά μιας και μόνης εφαρμογής, διά μιας και μόνης παροχής, αλλά διατηρεί τη δύναμη να προκαλεί νέες εφαρμογές επί αορίστων και μελλουσών περιπτώσεων που συγκεντρώνουν τις τεθείσες προϋποθέσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η εννοιολογική γενικότητα και όχι η αριθμητική που παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που, είτε ήδη υπάρχουν, είτε θα δημιουγηθούν στο μέλλον.

Στην παρούσα περίπτωση ο Υπουργός ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 4(1)(2)(γ) του Νόμου περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ν. 67(1)/96) ενέκρινε τη διάρκεια της πρακτικής εξάσκησης των φοιτητών των ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην κυπριακή βιομηχανία σε 16 εβδομάδες για κάθε ετήσιο κύκλο σπουδών. Η πράξη του Υπουργού είναι γενική, τόσο ως προς τη διατύπωση, όσο και ως προς το περιεχόμενο. Δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά παρέχει τις προϋποθέσεις για την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών.

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην P.A. College v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 653/97, ημερ. 10.9.99 από τον Φρ. Νικολαΐδη, Δ. με το περιεχόμενο της οποίας συμφωνώ. Αναφέρεται στο καταληκτικό της απόφασης στη σελίδα 6:-

"Η κατάσταση που δημιουργείται από την απόφαση του Υπουργού είναι γενική, απρόσωπη και αντικειμενική. Η γενικότητά της παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα αόριστης εφαρμογής της γιατί, μεταξύ άλλων, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες σχολές ή σε συγκεκριμένους κύκλους σπουδών. Αντίθετα, αναφέρεται γενικά στους τίτλους σπουδών που απονέμονται σε διάφορους κύκλους.

Η προσβαλλόμενη πράξη θέτει ουσιαστικά κανόνα δικαίου και καθορίζει εκείνο που θα πρέπει να ισχύει ως δίκαιο για πάντα. Πρόκειται συνεπώς για κανονιστική πράξη και σαν τέτοια δεν υπόκειται σε προσφυγή (βλέπε Police v. Hondrou, 3 R.S.C.C. 82, Laninis Farm Ltd. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124 και Nicosia Race Club v. Republic (1984) 3 C.L.R. 791).".

Eνόψει των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο