ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 986/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Αλίκης Γεωργίου, από τη Λάρνακα,
Αιτήτριας,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Εσωτερικών,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
24 Μαΐου, 2000
Για την αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Μαππουρίδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 770, Φ/Σχ. XL/6431V στη Σκάλα.
Στις 23.9.1993 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα απαλλοτρίωσης μέρους του τεμαχίου (αρ. 770) της αιτήτριας για την εγκατάσταση αντλιοστασίου του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας. Εναντίον του εν λόγω διατάγματος η αιτήτρια άσκησε ανεπιτυχώς προσφυγή. Βλ. Αλίκη Γεωργίου ν. 1. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακος, 2. Υπουργικού Συμβουλίου, υπόθ. αρ. 919/93, ημερ. 4.2.00.
Στις 18.8.1995 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (ΑΔΠ 1131) η επίταξη του επηρεαζόμενου μέρους του τεμαχίου της αιτήτριας. Η αιτήτρια άσκησε προσφυγή (υπόθ. αρ. 779/95). Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα σε σχέση με παραπλήσιο ακίνητο που φερόταν να προσφέρεται προς πώληση και γι΄ αυτό κήρυξε άκυρο το Διάταγμα Επίταξης.
Το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας στις 26.4.1996 επιλήφθηκε εκ νέου του θέματος και με επιστολή του ημερ. 30.5.1996 ζήτησε από τον εξουσιοδοτημένο από το Υπουργικό Συμβούλιο Υπουργό Εσωτερικών, την έκδοση νέου Διατάγματος Επίταξης.
Ο Υπουργός εξέδωσε το νέο Διάταγμα Επίταξης το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 4.10.1996 - Α.Δ.Π. 1180.
Η ισχύς του Διατάγματος παρατάθηκε εκ νέου, για ένα χρόνο, με την Α.Δ.Π. αρ. 1177 ημερ. 26.9.1997 και στη συνέχεια για άλλο ένα χρόνο, με την Α.Δ.Π. 1184 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2.10.1998. Η τελευταία απόφαση για παράταση της ισχύος του διατάγματος επίταξης είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής με την οποία η αιτήτρια ζητά:
"Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η Α.Δ.Π. 1184 η οποία δημοσιεύθηκε στις 2.10.98 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποίαν διατάχθηκε η παράταση της περιόδου επιτάξεως για περίοδο ενός έτους δηλαδή μέχρι της 3.10.98 της ακίνητης ιδιοκτησίας της αιτήτριας στη Σκάλα (τεμάχ. 770 XL6431V Σύμπλεγμα Β) για σκοπούς κατασκευής αντλιοστασίου και άλλων συναφών εγκαταστάσεων του Αποχετευτικού Συστήματος Λάρνακας."
Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εν προκειμένω τελευταία παράταση του Διατάγματος Επίταξης βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, η περίοδος της επίταξης δεν πρέπει να υπερβαίνει την τριετία.
Η πραγματική βάση του ισχυρισμού της αιτήτριας είναι ότι το πρώτο Διάταγμα Επίταξης εκδόθηκε στις 18.8.1995 και συνεπώς η προβλεπόμενη από το άρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος τριετία, συμπληρώθηκε προτού δημοσιευθεί (2.10.1998) η τελευταία παράταση, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Οπως έχει προλεχθεί, το πρώτο Διάταγμα επίταξης ημερομηνίας 18.8.95 ακυρώθηκε με απόφαση στην προσφυγή ημερομηνίας 22.3.96. Ενόψει τούτου, το ζήτημα προς εξέταση είναι κατά πόσο η χρονική περίοδος από της δημοσιεύσεως του πρώτου διατάγματος επίταξης (18.8.1995) μέχρι της ακυρώσεώς του (22.3.1996) μπορεί να προσμετρηθεί για τον υπολογισμό της τριετούς περιόδου ισχύος ενός διατάγματος επίταξης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 23(8)(γ) και το άρθρο 4(3)(β) του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962 (Ν. 21/62 όπως έχει τροποποιηθεί).
Το υπό εξέταση θέμα συναρτάται άμεσα με τις έννομες συνέπειες της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και είναι γνωστή η γενική αρχή ότι κάθε ακυρωτική απόφαση επάγεται την ακύρωση της προσβληθείσας πράξης ήτοι την κατάργηση της έναντι πάντων (erga omnes) και εξ υπαρχής (ex tunc), εξαφανιζομένων και των εκ της εκτελέσεως της πράξεως παραχθέντων αποτελεσμάτων αφότου παράχθηκαν, τα δε πράγματα επαναφέρονται σε εκείνο το χρονικό σημείο που αυτά ευρίσκονταν προτού η διοίκηση επιληφθεί του θέματος και υπό το τότε υφιστάμενον νομικόν και πραγματικόν καθεστώς.
Η θέση της αιτήτριας είναι ότι εφόσον το επηρεαζόμενο μέρος του κτήματος της είχε περιέλθει στη φυσική κατοχή των καθ΄ων η αίτηση από της εκδόσεως του Διατάγματος Επίταξης ημερομηνίας 18.8.1995 μέχρι της ακύρωσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο, το χρονικό αυτό διάστημα πρέπει να προσμετρήσει στον υπολογισμό του χρόνου της τριετίας. Αντίθετη είναι η θέση
των καθ΄ ων η αίτηση.Αν η απάντηση που θα δοθεί στο υπό εξέταση θέμα είναι ότι η ακύρωση του διατάγματος επίταξης με τη δικαστική απόφαση, εξαφάνισε ολοσχερώς άπαντα τα εκ της εκτελέσεως της πράξεως παραχθέντα αποτελέσματα αφ΄ ότου παράχθηκαν, νομίζω πως μια τέτοια απάντηση θα είναι εν πολλοίς πλασματική. Η κατοχή και χρήση του επηρεαζόμενου μέρους του κτήματος της αιτήτριας από τους καθ΄ ων η αίτηση, για τους σκοπούς που το μέρος τούτο είχε επιταχθεί, συνιστούν μη αναστρέψιμη πραγματική κατάσταση που κανονικά συνέβαλε στην εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίο έγινε η επίταξη. Εκτός λογικής θα ήταν κάθε ιδέα διακήρυξης ότι η εν προκειμένω ακύρωση του διατάγματος εξαφάνισε και τη συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ως εκ της κατοχής και χρήσης του μέρους του κτήματος της αιτήτριας για τους σκοπούς της επίταξης κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο που ίσχυσε το ακυρωθέν διάταγμα επίταξης.
Το ζήτημα που εδώ μας απασχολεί πραγματεύεται εκτενώς η Δήμητρα Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου στο βιβλίο της Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Εναντι της Διοικήσεως Κατόπιν Αιτήσεως Ακυρώσεως, 1988 - εκδόσεις Σάκκουλλα, από το οποίο μεταφέρω μικρό μόνο απόσπασμα από τις σελίδες 215-216 του βιβλίου:
"Η πραγματική ακυρότης είναι το ανύπαρκτο και ανυπόστατον, είναι η έλλειψις παντός κύρους της πράξεως, ενώ η ακυρωθείσα πράξις πρό της ακυρώσεώς της έχει υπόστασιν και "κύρος", έχει δύναμην εκ της οποίας παράγονται έννομοι συνέπειαι και συνεπώς προ της ακυρώσεώς της είναι, έστω και προσωρινώς, είδος διοικητικής πράξεως και όχι πράξις ανύπαρκτα, ανυπόστατος. Διά τούτο, άλλως τε υποστηρίζεται ότι ο διοικητικός δικαστής προκειμένου να χωρήσει εις την ακύρωσιν της παρανόμου πράξεως, διαπιστοί πρώτον το "υποστατόν" αυτής το κύρος αυτής, της παραγωγήν άμεσων αποτελεσμάτων, άλλως δεν έχει σκοπόν η ακυρωτική δίκη, καθόσον "ακύρωσις" έστω και υπό την έννοιαν της επισήμου άρσεως του κύρους ωρισμένης πράξεως, είναι νοητή μόνον υπό την προϋπόθεσιν ότι η πράξις αυτή επέφερε ή δύναται να επιφέρη έννομα αποτελέσματα.
Εξ άλλου, η εκτέλεσις της ακυρωθείσης πράξεως εκ μέρους της διοικήσεως καθ΄ όλον τον προ της ακυρώσεως χρόνον δεν συνιστά, ως είναι φυσικόν, καμίαν μορφήν παρανόμου ενεργείας. Μόνον μετά την ακύρωσιν της πράξεως η συνέχισις της εκτελέσεως της ακυρωθείσης συνιστά
Εξ όλων των ανωτέρω παρατηρήσεων προκύπτει ότι εις την πραγματικότηταν μόνο μετά την ακύρωσίν της η παράνομος πράξις εξομοιούται με ανύπαρκτον πράξιν και δεν έχει πλέον θέσιν εις την έννομον τάξιν, επανερχομένη εις την "ανυπαρξίαν" εκδηλουμένων τοιουτοτρόπως στοιχείων διαπλαστικού χαρακτήρος της ακυρώσεως υπό την έννοιαν της ισχύος της ακυρώσεως κυρίως διά το μέλλον."
Το άρθρο 23.8(γ) του Συντάγματος ρητά απαγορεύει την επίταξιν περιουσίας για οποιοδήποτε σκοπό και υπό οποιοδήποτε πρόσχημα για χρονική περίοδο η οποία υπερβαίνει τα τρία χρόνια. Στην
Republic v. Vassiadou (1987) 3 CLR 860 ο Πικής, Δ. (ως ήταν τότε) επισημαίνει τη σημασία της απαγόρευσης καθώς και τις επιπτώσεις σε περίπτωση που θα γινόταν ανεκτή από το δίκαιο οποιαδήποτε παράταση της επίταξης πέραν των τριών χρόνων. Στην Ηadjiiosif and Others v. Republic (1987) 3 CLR 1567 o Δικαστής Στυλιανίδης τόνισε ότι ο περιορισμός των τριών χρόνων που θέτει το άρθρο 28.8(γ) του Συντάγματος δεν μπορεί να παρακαμφθεί ούτε με παράταση προϋπάρχοντος διατάγματος ή με την έκδοση νέου.Αποτελεί γεγονός αναντίρρητο ότι από της δημοσιεύσεως του πρώτου διατάγματος επίταξης μέχρι της ακυρώσεώς του από το Ανώτατο Δικαστήριο, το επηρεαζόμενο από το διάταγμα επίταξης μέρος του κτήματος της αιτήτριας περιήλθε και βρισκόταν στην κατοχή των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι καθόλο αυτό το διάστημα έκαμαν χρήση του κτήματος για τους σκοπούς της επίταξης. Η εν προκειμένω εκτέλεσις της πράξης της επίταξης, από της δημοσιεύσεώς της μέχρι και την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο, προκάλεσε δυσμενή επηρεασμό του δικαιώματος κατοχής της αιτήτριας. Από την αιτήτρια αφαιρέθηκε η φυσική κατοχή μέρους του ακινήτου της το οποίο περιήλθε στους καθ΄ ων η αίτηση για να το χρησιμοποιήσουν και το χρησιμοποίησαν για τους σκοπούς της επίταξης.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η ακύρωση της πράξης εξαφάνισε εξ υπαρχής και ολοσχερώς όλα τα έννομα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εκτέλεση της πράξης, συνιστά πρόσχημα για περιορισμό του χρόνου της επίταξης στα όρια της τριετίας με προοπτική να περισωθεί έτσι το κύρος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.
Με βάση τα όσα έχουν ειπωθεί αναφορικά με τη νομική πτυχή του θέματος, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η ακύρωση του πρώτου διατάγματος επίταξης από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν συνεπάγεται εξαφάνιση του δικαιώματος της αιτήτριας για προσμέτρηση του χρόνου που αυτή αποστερήθηκε του δικαιώματος κατοχής της περιουσίας της ενόσω ίσχυσε το ακυρωθέν διάταγμα επίταξης για τον υπολογισμό της τριετίας.
Κάθε συμπέρασμα περί του αντιθέτου, φρονώ ότι θα συνιστούσε επιβράβευση της παρανομίας της διοίκησης, υπό την έννοια ότι η διοίκηση θα εκαρπούτο πλεονεκτήματος που προκύπτει από δική της παρανομία. Οι ολέθριες συνέπειες μιας τέτοιας προσέγγισης είναι προφανείς και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο.
Καταλήγω ότι η χρονική περίοδος από της δημοσιεύσεως του πρώτου διατάγματος επίταξης μέχρι της ακυρώσεώς του από το Ανώτατο Δικαστήριο προσμετρά στον υπολογισμό της τριετίας. Η χρονική αυτή περίοδος και εκείνη που ακολούθησε μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης πράξης, υπερβαίνει την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα τριετία και συνεπώς αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε παράνομα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
FONT>Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.