ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 701/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

G. and A. Savvides and Son Commercial Co. Ltd,

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Εφόρου Φόρου Εισοδήματος,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------

22 Μαΐου 2000

Για την αιτήτρια: Σπ. Ευαγγέλου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια εταιρεία προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, ημερ. 10 Ιουνίου 1998, βάσει της οποίας της επέβαλε, με σχετικές ειδοποιήσεις της ίδιας ημερομηνίας, τελική φορολογία φόρου εισοδήματος για τα έτη 1992 και 1993· έκτακτη εισφορά για τις πρώτες δύο τριμηνίες του 1992· και έκτακτη εισφορά για την άμυνα για το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο των ετών 1992 και 1993· όπως και τόκο για καθυστερήσεις σε όλες τις αναφερθείσες περιπτώσεις.

Η αιτήτρια ασχολείται με το εμπόριο ειδών κουζίνας και διαφόρων άλλων. Υπέβαλε λογαριασμούς για τα έτη 1992 και 1993 την 31 Δεκεμβρίου 1994. Ο Έφορος της ζήτησε, στις 19 Δεκεμβρίου 1996, να υποβάλει τα λογιστικά της βιβλία και τα δικαιολογητικά που αφορούσαν την περίοδο από 1 Ιανουαρίου 1992 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1993. Η αιτήτρια υπέβαλε μόνο μερικά και μάλιστα με περίπου ένα χρόνο καθυστέρηση, ήτοι, στις 10 Δεκεμβρίου 1997 και 13 Ιανουαρίου 1998. Δεν υπέβαλε το Γενικό Καθολικό, το Βιβλίο Πωλήσεων, το Βιβλίο Αγορών και το Ημερολόγιο. Εκείνα δε που υποβλήθηκαν δεν είχαν τηρηθεί κανονικά. Έδειχναν ότι (α) οι πωλήσεις τοις μετρητοίς καταχωρούνταν στο τέλος κάθε μήνα με συνολικά ποσά χωρίς την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων· (β) οι εισπράξεις από τους χρεώστες καταχωρούνταν, και πάλι με μηνιαία ποσά, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία· και (γ) διαπιστώθηκαν πολύ ψηλά ελλείμματα στο Ταμείο: οι πληρωμές ήταν μεγαλύτερες από τις εισπράξεις και τα διαθέσιμα μετρητά, κατά £81.601 και £34.185 για τα έτη 1992 και 1993 αντίστοιχα.

Οι ελεγκτές της αιτήτριας, με επιστολή ημερ. 16 Μαρτίου 1998, υπέβαλαν στον Έφορο πρόταση για διευθέτηση. Παραθέτω ό,τι θεωρώ ως το ουσιώδες μέρος:

"Κατά αρχάς όπως γνωρίζετε και σας έχω πληροφορήσει από την αρχή οι πιο πάνω πελάτες μας ενεργούσαν ως μεσάζοντες για τρίτο πρόσωπο. Δηλαδή αγόραζαν για λογαριασμό του και παρέδιδαν τα εμπορεύματα σ΄ αυτόν χωρίς να καταχωρούν την πώληση αυτών των εμπορευμάτων. Στους ήδη υποβληθέντες ελεγμένους λογαριασμούς για τα πιο πάνω έτη η πιο πάνω πράξη δεν εμφανίζεται δηλαδή οι αγορές όσον και οι πωλήσεις ήταν μειωμένες με το κόστος των πιο πάνω εμπορευμάτων. Οι πελάτες μας μη θέλοντας να γνωστοποιήσουν το πρόσωπο αυτό είναι διατεθημένοι να φορολογηθούν το ανάλογο κέρδος.

Το ήδη υποβληθέν βιβλίον ταμείου στο οποίον φαίνονται όλες οι πληρωμές για αγορές και πιστωτές όχι όμως και οι εισπράξεις για τα εμπορεύματα που παρεδίδοντο στο τρίτο πρόσωπο να θεωρηθεί ως άκυρο και ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των πιο πάνω πελατών να βασιστεί σε πραγματικά στοιχεία όπως οι πραγματικές συνολικές αγορές και οι πραγματικές καταθέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους.

.................................. .................................................. .....................

Καταλήγοντας οι πελάτες μας για χάρην συμφωνίας θα αποδέχονταν να φορολογηθούν με πρόσθετο φορολογητέο εισόδημα για τα έτη 1992 και 1993 τα ποσά £7.397 και £1.725 αντίστοιχα και την απόρριψη των κεφαλαιουχικών εκπτώσεων για τα πιο πάνω έτη δηλ. τα ποσά των £5,060 και £5,840 αντίστοιχα."

 

Ο Έφορος δεν αποδέχθηκε την πρόταση. Προέβη σε αναθεωρημένη φορολογία σε σχέση με την οποία θεώρησε ότι υπήρξε πρόσθετο εισόδημα ίσο με τα ταμειακά ελλείμματα· ότι έγιναν απολήψεις εμπορευμάτων για ιδιωτική χρήση από τους διευθυντές και μετόχους· και ότι δεν εδικαιολογείτο η παραχώρηση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων. Ειδοποίησε περί τούτου την αιτήτρια με επιστολή ημερ. 2 Απριλίου 1998.

Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση μέσω των ελεγκτών της οι οποίοι, με επιστολή τους, ημερ. 8 Απριλίου 1998, διατύπωσαν την ένσταση ως εξής:

".... υποβάλλουμε ένσταση στις πιο πάνω φορολογίες για τον λόγο ότι το εισόδημα στο οποίο τους έχετε φορολογήσει είναι υπερβολικά υψηλό και ο τρόπος προσδιορισμού του άδικος και μη λογικός."

 

Με επιστολή του, ημερ. 15 Απριλίου 1998, ο Έφορος κάλεσε την αιτήτρια όπως εντός προθεσμίας 21 ημερών υποβάλει πλήρη αποδεικτικά στοιχεία των ισχυρισμών της αναφορικά με τα ελλείμματα στο ταμείο, αλλιώς θα προχωρούσε σε τελική βεβαίωση· την πληροφόρησε ότι δεν μπορούσε να δεκτεί την εισήγηση των ελεγκτών της να θεωρήσει άκυρο το Βιβλίο Ταμείου· και επίσης την πληροφόρησε ότι αποφάσισε να αποδεχθεί αύξηση των αγορών που υποστηρίζονταν από τιμολόγια. Κι αυτό το τελευταίο, παρόλον που η Αιτήτρια δεν παρουσίασε Βιβλίο Αγορών. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω αυτούσια την εν λόγω επιστολή του Εφόρου αφού αργότερα παρέπεμψε σε αυτήν για να εξηγήσει την τελική του απόφαση:

"Αναφέρομαι στις ενστάσεις σας κατά των φορολογιών του εισοδήματός σας για τα έτη 1992 και 1993, όπου δεν απαντάτε με οποιοδήποτε τρόπο στα προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά τον έλεγχο των λογιστικών σας βιβλίων και αναφέρονται στην επιστολή μου ημερομηνίας 2 Απριλίου 1998.

Ως εκ τούτου, σας εσωκλείω αντίγραφο της πιο πάνω αναφερομένης επιστολής μου και καλείστε, με βάση τα άρθρα 5(2), 20(3) και 27 των Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978 όπως τροποποιήθηκε, να υποβάλετε μέσα σε 21 μέρες από σήμερα πλήρη αποδεικτικά στοιχεία των ισχυρισμών σας για τα ελλείμματα του ταμείου.

Η άποψη σας ότι πρέπει να αγνοηθεί το βιβλίο ταμείου και να θεωρηθούν ως πωλήσεις οι καταθέσεις στον τραπεζικό λογαριασμό δεν μπορεί να γίνει δεκτή αφού είναι φανερό ότι οι εισπράξεις δεν κατατίθονταν ολόκληρες στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Στις πωλήσεις που καταχωρήθηκαν στους λογαριασμούς προστίθενται τα ταμειακά ελλείμματα που παρατηρήθηκαν στο βιβλίο ταμείου.

Έχω αποφασίσει να αποδεχτώ αύξηση των αγορών που έχουν καταχωρηθεί στους λογαριασμούς ώστε να συνάδουν με τα ποσά που σύμφωνα με τις καταστάσεις που υπόβαλαν οι ελεγκτές σας αποτελούν το πραγματικό ύψος των αγορών σας που υποστηρίζεται από τιμολόγια, δηλαδή για το 1992 από £135,829 σε £151,006 και για το 1993 από £124,145 σε £130,581, με αποτέλεσμα τα πρόσθετα εισοδήματα να μειώνονται ανάλογα.

Αν παραλείψετε να ανταποκριθείτε τότε θα προχωρήσω σε τελική βεβαίωση των φορολογιών σας όπως αναφέρεται πιο πάνω."

 

Η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε. Δεν υπέβαλε τα ζητηθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

Στις 10 Ιουνίου 1998 ο Έφορος έλαβε λοιπόν την προσβαλλόμενη απόφαση και προέβη, με σχετικές βεβαιώσεις, σε τελική φορολογία. Με επιστολή του, της ίδιας ημερομηνίας, εξήγησε το αποτέλεσμα ως εξής:

"Οι λόγοι για την απόφασή μου δίνονται στις επιστολές μου ημερομηνίας 2 και 15 Απριλίου 1998 τις οποίες επισυνάπτω. Σ΄ αυτές αναφέρονται σαφώς οι λόγοι για τους οποίους έκρινα ότι τα λογιστικά σας βιβλία δεν τηρήθηκαν ικανοποιητικά και ως εκ τούτου οι λογαριασμοί που υποβάλατε δεν είναι αληθείς και δεν παραχωρούνται οι κεφαλαιουχικές εκπτώσεις σύμφωνα με το άρθρο 48 του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου.

Τα ταμειακά ελλείμματα που παρατηρήθηκαν στο βιβλίο ταμείου αποτελούν αδήλωτες πωλήσεις και τα εισοδήματά σας αυξάνονται με τα ποσά αυτά μειωμένα με την αύξηση των αγορών αναφορικά με τιμολόγια αγορών που δεν καταχωρήθηκαν.

Τόκοι στις φορολογίες επιβάλλονται ως ακολούθως:

α) Για σκοπούς φόρου εισοδήματος από την 1 Αυγούστου που ακολουθεί το φορολογικό έτος με βάση το άρθρο 39(2) του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου αφού παραλείψατε να δηλώσετε τα πραγματικά σας εισοδήματα.

β) Για σκοπούς έκτακτης εισφοράς από το τέλος κάθε τριμηνίας σύμφωνα με το άρθρο 5(7) του Περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου."

 

Η αιτήτρια ανέπτυξε στην προσφυγή δύο θέσεις. Η μία είναι ότι με την εξήγηση την οποία αυτή έδωσε στον Έφορο αναφορικά με το πώς προήλθαν τα ταμειακά ελλείμματα, όπως και με τα στοιχεία τα οποία του παρουσίασε, τεκμηριώνονταν οι ισχυρισμοί της για τα εισοδήματα της αφού, καθώς πρότεινε, ό,τι έλειπε από πλευράς εγγράφων θα έπρεπε, ενόψει της δοθείσας εξήγησης, να υποτεθεί ότι αν υπήρχε θα ήταν εντάξει· και, επομένως, ο Έφορος όφειλε να αποδεχόταν τους ισχυρισμούς της και να μην προχωρούσε σε προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος σύμφωνα με την κρίση του και μάλιστα συμπεραίνοντας, χωρίς να διενεργήσει έρευνα, "ότι τα ποσά για τα οποία δεν υποβλήθηκαν τιμολόγια, αφορούσαν αδήλωτα εισοδήματα".

Η άλλη θέση της αιτήτριας είναι ότι ακόμα και αν εύλογα ενήργησε ο Έφορος σε ό,τι αφορούσε τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, "δεν είχε εξουσία να αρνηθεί την παραχώρηση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων πάνω σε στοιχεία πάγιου ενεργητικού". Η θέση αυτή προκύπτει από την άποψη ότι το άρθρο 48 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν. 4/78 όπως τροποποιήθηκε), στο οποίο στηρίχθηκε ο Έφορος, δεν μπορούσε να υπερισχύσει του άρθρου 17 του ίδιου Νόμου και των άρθρων 6 και 12 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (Ν.58/61 όπως τροποποιήθηκε) που, κατά την αιτήτρια, επέβαλλαν την εν λόγω παραχώρηση. Ο συνήγορος της αιτήτριας εξήγησε πως δεν διέφευγε της προσοχής του ότι το υπό αναφορά άρθρο 48 ερμηνεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τρόπο που αναγνώριζε στον Έφορο εξουσία να μην παραχωρεί εκπτώσεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Πρόσθεσε όμως ότι επρόκειτο για πρωτόδικες αποφάσεις - ανέφερε τις Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 632/88, ημερ. 20 Μαρτίου 1990, Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (1984) 3 C.L.R. 884· και Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "ΟΚΑΠΙ" Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 135/89, ημερ. 30 Ιουνίου 1990 - οι οποίες δεν με δεσμεύουν. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας υπέδειξε ότι η τελευταία από τις αναφερθείσες αποφάσεις επικυρώθηκε από την Ολομέλεια κατ΄ έφεση: βλ. Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "ΟΚΑΠΙ" Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48. Που σήμαινε τέλος στο ζήτημα. Ωστόσο ο συνήγορος της αιτήτριας επέμενε στην προώθηση της θέσης.

Θεωρώ αχρείαστο να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Κατά τη γνώμη μου οι θέσεις της αιτήτριας είναι προδήλως αβάσιμες. Ως προς την πρώτη, ό,τι ανέφερα στην Ανδρέα Λοφίτη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1/98 ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 1999, που αφορούσε τέτοια περίπτωση, ταιριάζει και εδώ:

"Δεν αντιλήφθηκα να ήταν η έρευνα του Εφόρου ανεπαρκής ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματική. Απεναντίας, μου φαίνεται να κάλυψε ότι ήταν δυνατό μέσα από τις προφανείς δυσχέρειες που ο ΄Εφορος αντιμετώπισε κατά την αναζήτηση στοιχείων από τον αιτητή. Υπενθυμίζω εδώ τη γενική αρχή, την οποία εξέθεσε ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) στη Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 (στη σελ. 850) και την οποία επιδοκίμασε η Ολομέλεια στη Δημοκρατία v. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ ΑΕ 2065, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με την ευθύνη του φορολογουμένου να προβαίνει σε αποκάλυψη της πραγματικής του οικονομικής κατάστασης και να τη στοιχειοθετεί:

"Section 51 of Law 4/78 confers power on the Commissioner to reject a claim for deduction notwithstanding its apparent nature in the absence of reliable audited accounts. The acknowledgment of such discretion to the Commissioner to reject claims for deductions unless properly validated, is justified in the context of the income tax legislation in view of the peculiar knowledge of a taxpayer of his financial affairs and amenity to document them. In fact, unless he documents his affairs, it is next to impossible to ascertain his precise income and, more so, his taxable income. If it was not for this power, a taxpayer might be allowed to shield behind a cloud of uncertainty that is mostly his creation.

The payment of income tax constitutes a social duty upon the diligent discharge of which depends the effective functioning of the modern State and realisation of social objectives. Avoidance of tax erodes economic planning and makes for uneven distribution of social burdens contrary to Article 24.1 of the Constitution. Section 51 aims to seal the door to the unmerited avoidance of tax. It is in this spirit it must be read and applied."

΄Επειτα, είναι πρόδηλο από το εκτενές κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο ΄Εφορος εξέτασε το καθετί με σχολαστικότητα, εφάρμοσε μέτρο ρεαλιστικό που ίσως μάλιστα έρεπε κάπως, για σκοπούς ασφάλειας, υπέρ του αιτητή και, ενεργώντας μέσα σε λογικά όρια, κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία αιτιολόγησε με ακρίβεια και λεπτομέρεια. Δεν διέκρινα οτιδήποτε το μεμπτό."

 

Ως προς τη δεύτερη θέση, την απάντηση την έχει ήδη δώσει η νομολογία.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο