ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 626/98,

628/98, 661/98, 667/98 και 770/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 626/98.

Μεταξύ:

HAWAII HOTELS LTD,

Αιτητών

και

Συμβουλίου Αποχετεύσεως

Λεμεσού-Αμαθούντος,

Καθ΄ ου η αίτηση.

________________

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 628/98.

Μεταξύ:

L' UNION NATIONALE

(TOURISM & SEA RESORTS) LTD,

Αιτητών

και

Συμβουλίου Αποχετεύσεως

Λεμεσού-Αμαθούντος,

Καθ΄ ου η αίτηση.

__________________

 

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 661/98.

Μεταξύ:

SERENDIPITY LTD,

Αιτητών

και

Συμβουλίου Αποχετεύσεως

Λεμεσού-Αμαθούντος,

Καθ΄ ου η αίτηση.

__________________

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 667/98.

Μεταξύ:

MUSKITA HOTELS LTD,

Αιτητών

και

Συμβουλίου Αποχετεύσεως

Λεμεσού-Αμαθούντος,

Καθ΄ ου η αίτηση.

__________________

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 770/98.

Μεταξύ:

D.E.L. KIRZIS TOURIST ENTERPRISES LTD,

Αιτητώ ν

και

Συμβουλίου Αποχετεύσεως

Λεμεσού-Αμαθούντος,

Καθ΄ ου η αίτηση.

__________________

 

 

23 Μαΐου, 2000.

Για τους αιτητές σ΄ όλες τις Προσφυγές: Ι. Νικολάου.

Για το καθ΄ ου η αίτηση Συμβούλιο: Μ. Καλλίγερου (κα.) με Στ. Μουσιούττα (κα.).

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής πράξης και βασίζονται πάνω στα ίδια γεγονότα. Αντικείμενο τους είναι η απόφαση του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λεμεσού-Αμαθούντος (το ΣΑΛΑ) η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.7.88 (η Κ.Δ.Π. 180/98) και με την οποία επιβλήθηκαν στους αιτητές αποχετευτικά τέλη για το έτος 1995.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές:

Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες ξενοδοχειακών συγκροτημάτων στην Επαρχία Λεμεσού. Σε σχέση με το έτος 1995 το ΣΑΛΑ είχε, με προηγούμενη απόφαση του, επιβάλει αποχετευτικά τέλη στους αιτητές. Κατά τη συνεδρία του ημερ. 17.6.98 το ΣΑΛΑ αποφάσισε την ανάκληση της προηγούμενης απόφασης. Δέχθηκε την εισήγηση των Νομικών του Συμβούλων ότι υπήρχε πιθανότητα ακύρωσης της απόφασης του από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του Συμβουλίου "την ώρα κατά την οποία ελάμβανε τις αποφάσεις αυτές". Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά την ίδια συνεδρία. Ενόψει των λόγων ακύρωσης κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης και των όσων λήφθηκαν υπόψη από το ΣΑΛΑ. Καθώς φαίνεται από το πρακτικό σε σχέση με τα τέλη του 1995 το ΣΑΛΑ είχε ενώπιον του, εξέτασε και συζήτησε τα πιο κάτω έγγραφα:

"(1) Τις Ημερήσιες Διατάξεις και σημειώματα και εκθέσεις των Συνεδριάσεων της ολομέλειας του ΣΑΛΑ για το έτος 1995.

(2) Τις Ημερήσιες Διατάξεις και σημειώματα και εκθέσεις της Επιτροπής Παρακολούθησης του ΄Εργου για το έτος 1995.

(3) Τις Ημερήσιες Διατάξεις και σημειώματα και εκθέσεις της Επιτροπής Αποχετευτικών Τελών για το έτος 1995.

(4) Τις Συμφωνίες Δανείων μεταξύ του Συμβουλίου και των ακόλουθων διεθνών οργανισμών:

α) της Διεθνούς Τράπεζας με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου 1990 η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση Αρ. 33.491 στις 9/5/90 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 255 ημερομηνίας 9/11/90 σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 169.3 του Συντάγματος.

β) του Ταμείου Κοινωνικής Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου 1982 και η οποία ενεκρίθει από το Υπουργικό Συμβούλιο με Αρ. Αποφ. 22.365 στις 30 Οκτωβρίου 1982 και από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Κοινωνικής Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης με Αρ. Απόφασης 616 (1982) την 1η Δεκεμβρίου 1982.

γ) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 1995 η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με αρ. Απόφασης 43.147 ημερομηνίας 6/10/95 και η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 3106 ημερομηνίας 13/12/96 σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 169.3 του Συντάγματος.

(5) Την Συμφωνία Εγγύησης Δανείου μεταξύ της Κυβέρνησης και της Διεθνούς Τράπεζας ημερομηνίας 12 Σεπτεμβρίου 1990 η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με Απόφαση Αρ. 33.491 στις 9/5/90 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 2551 ημερομηνίας 9/11/90 σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 169.3 του Συντάγματος.

(6) Την Συμφωνία Εγγύησης Δανείου μεταξύ της Κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ημερομηνίας 12 Δεκεμβρίου 1995 η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με αρ. Απόφασης 43.147 ημερομηνίας 6/10/95 και η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 3106 ημερομηνίας 13/12/96 σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 169.3 του Συντάγματος.

(7) Την ΄Εκθεση του Γραφείου Προγραμματισμού που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο με ημερομηνία 4/8/90 που αφορούσε την εξέταση διαφόρων υπαλλακτικών λύσεων και προτάσεων όσον αφορά τη δομή και το ύψος των αποχετευτικών τελών.

(8) Την ΄Εκθεση Διεθνούς Τράπεζας (Staff Appraisal Report No 8428-CY) ημερομηνίας 14/5/90.

(9) Την έκθεση η οποία αφορά το ολοκληρωμένο Σχέδιο και Μελέτη Σκοπιμότητας (Master Plan & Feasibility Study for Sewage and Drainage) updated Report August 1989 που ετοιμάστηκε από τον οίκο ξένων εμπειρογνωμόνων κων Louis Berger International.

(10) Την έκθεση η οποία αφορά το εκσυγχρονισμένο Ολοκληρωμένο Σχέδιο Αποχετευτικού Συστήματος που ετοιμάστηκε από τον οίκο ξένων εμπειρογνωμόνων:

Τόμος 1 - Τεχνική Μελέτη (Technical Report) ημερομηνίας Μάρτιος 1995

που ετοιμάστηκε από τον οίκο Louis Berger International σε συνεργασία

με τον Οίκο M.G. Jordanou & Associates

Τόμος 2 - Οικονομική Μελέτη (Financial Report) με ημερομηνία Μάρτιος

1995 που ετοιμάστηκε από τον οίκο Louis Berger International σε συνερ-

γασία με τον Οίκο M.G. Jordanou & Associates

(11) Την συνοπτική έκθεση κων Louis Berger International Inc. σε συνεργασία με την εταιρεία M.G. Jordanous & Associates, Approved Scenario με ημερομηνία Σεπτέμβριος 1995.

(12) Το αντίγραφο σχετικής έκθεσης του Γενικού Διευθυντή όσον αφορά τον χώρο απόρριψης λυμάτων στην περιοχή Βατί Λεμεσού, ημερομηνίας 28.2.95."

Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως ακολούθως:

"Το Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη του την γνωμάτευση των νομικών συμβούλων, καθώς και τις διευκρινίσεις που δόθηκαν από αυτούς μετά από μελέτη όλων των πιο πάνω αναφερόμενων εγγράφων τα οποία είχε ενώπιον του και αφού επίσης έλαβε σοβαρά υπόψη όλα τα σημεία που καθορίζει ο Νόμος και οι Κανονισμοί σε σχέση με την επιβολή των αποχετευτικών τελών, αποφάσισε ομόφωνα τα ακόλουθα:

1. Αναδρομική ανάκληση όλων των αποφάσεων του Συμβουλίου όσον αφορά την επιβολή των αποχετευτικών τελών για τα έτη 1994, 1996 και 1997, αναφορικά με τα ξενοδοχεία εκείνα των οποίων οι ιδιοκτήτες ή/και οι κάτοχοι καταχώρησαν προσφυγή για τα αντίστοιχα έτη, και των οποίων η προσφυγή εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Τονίζεται ότι η ανάκληση αφορά τις αποφάσεις εκείνες επιβολής τελών και καθορισμού του ύψους των τελών για τα ξενοδοχεία εκείνα των οποίων οι ιδιοκτήτες και/ή κάτοχοι έχουν καταχωρήσει προσφυγή για τα αντίστοιχα έτη και των οποίων η προσφυγή εκκρεμεί ακόμη στο Ανώτατο Δικαστήριο.

2. Αναδρομική επιβολή και καθορισμό του ύψους των αποχετευτικών τελών που θα ισχύουν για τα Ξενοδοχεία ή/και Αδειούχα Τουριστικά Διαμερίσματα που βρίσκονται εντός των ορίων της Α΄ Φάσης του έργου και τα οποία επηρεάζονται από την απόφαση ανάκλησης που αναφέρεται πιο πάνω.

Το ύψος των τελών που αποφασίστηκε, καθορίστηκε και επιβάλλεται με αναδρομική ισχύ, καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) Για το έτος 1994

.................................. .................................................. ............

(β) Για το έτος 1995

Για τα Ξενοδοχεία/Αδειούχα Τουριστικά Διαμερίσματα που περιγράφονται στον Πίνακα Β που επισυνάπτεται, ποσοστό ογδόντα οκτώ χιλιοστά (δηλαδή οκτώ λίρες και ογδόντα σεντ για κάθε χίλιες λίρες) επί της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου όπως αυτή είναι εγγεγραμμένη και καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού.

.................................. .................................................. ............

Στην λήψη της απόφασης για επιβολή αυξημένου τέλους στα ξενοδοχεία σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες υποστατικών, το Συμβούλιο έλαβε σοβαρά υπόψη τα ακόλουθα σημεία:

(α) Την εξουσία που του παρέχεται με βάση την περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νομοθεσία και Κανονισμούς, καθώς επίσης και την Νομική Γνωμάτευση και τις απόψεις των Νομικών Συμβούλων του Συμβουλίου.

(β) Τα περιβαλλοντικά και άλλα προβλήματα που επέβαλαν την κατασκευή του αποχετευτικού συστήματος καθώς επίσης και τις συστάσεις και παρατηρήσεις τόσο των ξένων όσον και της Διεθνούς Τράπεζας ότι οι διευθετήσεις για απόρριψη των λυμάτων και τα συστήματα βιολογικής επεξεργασίας των ξενοδοχείων που υπήρχαν πριν την κατασκευή του αποχετευτικού συστήματος, θεωρούνται ως μη ικανοποιητικά με αποτέλεσμα να προκαλούν περιβαλλοντικά και υγειονομικά προβλήματα (Staff Appraisal Report 8428 CY ημερομηνίας 14 Μαΐου 1990, Μέρος VII Παράγραφος 7.01 και 7.02).

(γ) Τα οφέλη στα ξενοδοχεία και γενικά στην τουριστική βιομηχανία από την κατασκευή και λειτουργία του κεντρικού αποχετευτικού συστήματος της Μείζονος Λεμεσού, αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τις απόψεις των μελετητών του Συμβουλίου κων. Louis Berger International Inc. & Michael G. Jordanou & Associates όπως αυτές φαίνονται στο Updated Report August 1989 (Revised 1990) Section F1 (Feasibility Study) και επίσης τις απόψεις της Διεθνούς Τράπεζας όπως αυτές καταγράφονται στη σχετική έκθεση (Staff Appraisal Report) μέρος VII.

(δ) Την τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή της Μείζονος Λεμεσού όπως αυτή φαίνεται στη σχετική μελέτη των Louis Berger International Inc. & Michael G. Jordanou & Associates και στην έκθεση της Διεθνούς Τράπεζας (Staff Appraisal Report), η οποία απαιτεί κατασκευή της αναγκαίας υποδομής σε αποχετευτικά συστήματα.

(ε) Τα περιβαλλοντικά οφέλη και την αναβάθμιση των υγειονομικών συνθηκών στην περιοχή της Μείζονος Λεμεσού που προέρχονται από την κατασκευή του έργου, περιλαμβανομένων τόσο των μονίμων κατοίκων όσο και τουριστών όπως αυτά καταγράφονται στις σχετικές μελέτες και που αναφέρονται πιο πάνω. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην σημασία της υγειονομικής αναβάθμισης που απαιτείται για να μπορέσει να διατηρηθεί και αναπτυχθεί περαιτέρω, ο τουρισμός στην περιοχή της Μείζονος Λεμεσού.

(στ) Τις συμβατικές υποχρεώσεις του Συμβουλίου όπως αυτές καταγράφονται στις διεθνείς συμφωνίες δανείου και άλλες διεθνείς συμβάσεις με ιδιαίτερη έμφαση στην υποχρέωση για εφαρμογή των προνοιών των διεθνών συμβάσεων σε σχέση με την υποχρέωση του οργανισμού να διασφαλίζει την βιοσιμότητα του οργανισμού επιβάλλοντας τα ανάλογα τέλη καθώς επίσης και στην σημασία που αποδίδεται από την Διεθνή Τράπεζα στην αναβάθμιση των υγειονομικών συνθηκών και του περιβάλλοντος, και στην παραπέρα ανάπτυξη του τουρισμού προς το γενικότερο καλό της οικονομίας (Staff Appraisal Report 8428 CY) ημερομηνίας 14 Μαΐου 1998, Μέρος VII Παράγραφος 7.04)

(ζ) Τις απόψεις του Γραφείου Προγραμματισμού όσον αφορά τα διάφορα σενάρια της δομής των αποχετευτικών τελών καθώς επίσης και τις απόψεις της υπηρεσίας του Συμβουλίου."

Οι λόγοι ακύρωσης.

 

 

 

 

Πρώτος λόγος ακύρωσης - Πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο - ΄Ελλειψη δέουσας έρευνας.

Το πρώτο επιχείρημα των αιτητών σχετίζεται με την αξία των ακινήτων που λήφθηκε υπόψη από το ΣΑΛΑ κατά την επιβολή των επιδίκων τελών. Νομικό έρεισμα του σχετικού επιχειρήματος ήταν ο Καν. 32 των περί Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 99/91) όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 86/94. Ο Κανονισμός αυτός προβλέπει ότι η επιβολή των τελών γίνεται μόνο με βάση την εκτιμημένη αξία του ακινήτου "όπως αυτή είναι γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού μετά από τη διενεργειθείσα γενική εκτίμηση της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας με βάση τις διατάξεις του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου".

"Εκτιμημένη αξία" σύμφωνα με τον Καν. 2 της Κ.Δ.Π. 99/91, σημαίνει "την αξία όπως υπολογίστηκε κατά τη γενική εκτίμηση ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία έγινε με βάση τις αγοραίες αξίες των ακινήτων, κατά την 1η Ιανουαρίου 1980 και η οποία διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 69(1) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου ή θα διενεργείται δυνάμει του άρθρου 67 αυτού".

Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η αξία που λήφθηκε υπόψη "δεν είναι προϊόν γενικής εκτίμησης που διενεργήθηκε από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού δυνάμει του άρθρου 69(1) ή δυνάμει των άρθρων 66 και 67 του Κεφ. 224".

Σύμφωνα με τους αιτητές:

Το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού έχει διενεργήσει γενική εκτίμηση των ακινήτων της περιοχής η οποία ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1983. Στις αξίες των ακινήτων, που εκτιμήθηκαν κατά τη διαδικασία της γενικής εκτίμησης του 1983, δεν συμπεριλαμβάνονται τα επίδικα ξενοδοχειακά συγκροτήματα των αιτητών τα οποία ολοκληρώθηκαν μεταγενέστερα. Ο υπολογισμός των τελών θα έπρεπε να είναι το άθροισμα των τελών το οποίο προκύπτει από τις πρόνοιες των Καν. 32 και 33Β. Ο Καν. 33 παρέχει την ευχέρεια για την επιβολή φορολογίας και στο μέρος του ακινήτου που δεν περιλαμβάνεται στην εκτιμημένη αξία.

Από την άλλη το ΣΑΛΑ υποστήριξε ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του Καν. 32 αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η εκτιμημένη αξία την 1.1.1980, όπως είναι καταγραμμένη στα βιβλία του Κτηματολογίου, είτε μετά τη γενική εκτίμηση, είτε μετά από αναθεώρηση δυνάμει του άρθρου 66 ή 67 του ιδίου Νόμου. Ο Καν. 33Β εφαρμόζεται μόνο όπου κατά τον καθορισμό του τέλους διαπιστώνεται ότι οικοδομές σε κάποιο ακίνητο δεν είναι ακόμη καταγραμμένες στα βιβλία του Κτηματολογίου και συνεπώς η αξία τους δεν έχει συμπεριληφθεί στην αξία ακινήτου.

Σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, που σχετίζονται με το θέμα της αξίας, το ΣΑΛΑ ανέφερε ότι χάριν ευκολίας και οικονομίας χρόνου ζήτησε από το Κτηματολόγιο τις "αξίες των ακινήτων των αιτητών (1.1.80)". ΄Εθεσε, ενώπιον του Δικαστηρίου, Πιστοποιητικό ΄Ερευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας ημερ. 12.11.99, που παρέδωσε το Κτηματολόγιο στο ΣΑΛΑ, στο οποίο φαίνεται καθαρά η αξία της 1.1.80 όπως είναι καταχωρημένη στα βιβλία του Κτηματολογίου. Φαίνεται επίσης η περιγραφή του συγκεκριμένου ακινήτου, όπως είναι καταχωρημένη στα βιβλία του Κτηματολογίου (σε όλα σημειώνεται πως δεν έγινε καμιά αλλαγή από το 1992) και το όνομα των ιδιοκτητών (αιτητές) και των ξενοδοχείων τους. Ανέφερε, επίσης ότι η αξία που έλαβε υπόψη είναι η αξία των ακινήτων την 1.1.80 όπως αυτή εκτιμήθηκε με τη γενική εκτίμηση ή τυχόν αναθεωρήθηκε από το Κτηματολόγιο μετά την ανέγερση κτιρίου (ξενοδοχείου) και η οποία αναφέρεται στο πιο πάνω Πιστοποιητικό ημερ. 12.11.99.

Από το πιο πάνω Πιστοποιητικό ΄Ερευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας ημερ. 12.11.99, που εξέδωσε το Κτηματολόγιο Λεμεσού, διαπιστώνω ότι τα όσα ανέφερε το ΣΑΛΑ, πιο πάνω, είναι ορθά και ακριβή. Συγκεκριμένα διαπιστώνω ότι σε σχέση με τον κάθε ένα από τους αιτητές αναφέρεται:

(α) Η περιγραφή του κτήματος όπως αυτή αναφέρεται στους τίτλους

ιδιοκτησίας (αρ. εγγραφής, αρ. τεμαχίου, είδος ακίνητης ιδιοκτησίας,

εμβαδό, κλπ.) και το όνομα του ξενοδοχείου το οποίο αναφέρεται

στην προσφυγή.

(β) Η αγοραία αξία την 1.1.80.

(γ) Καμιά αλλαγή από το 1992 και μετά.

Πρόσθετα, το κτήμα των αιτητών:

 

(i) στην προσφυγή 628/98 περιγράφεται σαν χωράφι με την προσθήκη

"υπάρχουν κτίρια",

(ii) στην προσφυγή 661/98 περιγράφεται σαν χωράφι με την προσθήκη

"Londa Hotel και 6 καταστήματα" και "στη γη αυτή υπάρχουν κτίρια",

(iii) στην προσφυγή 770/98 περιγράφεται σαν χωράφι με την προσθήκη

"υπάρχουν κτίρια και δεν αναφέρονται στην εγγραφή".

Λαμβάνω υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του πιο πάνω Πιστοποιητικού του Κτηματολογίου. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το πιο πάνω Πιστοποιητικό, ημερ. 12.11.99, αναφέρεται στην εκτιμημένη αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας του κάθε ενός από τους αιτητές κατά την 1.1.1980 και ότι στην αξία αυτή περιλαμβάνεται και η αξία των κτιρίων (ξενοδοχείων) κατά την ίδια ημερομηνία (1.1.80). Διαπιστώνω ότι η αξία που λήφθηκε υπόψη από το ΣΑΛΑ είναι εκείνη η οποία αναφέρεται στο Πιστοποιητικό ημερ. 12.11.99.

Παραμένει να αποφασιστεί κατά πόσο ορθά και νόμιμα το ΣΑΛΑ έλαβε υπόψη την αξία που αναφέρεται στο πιο πάνω Πιστοποιητικό. Θεωρώ ότι οι σχετικές με την επίλυση του ερωτήματος διατάξεις είναι εκείνες των άρθρων 66 και 67 του Κεφ. 224.

Το άρθρο 66 του Κεφ. 224 επιτρέπει την εκτίμηση ακίνητης ιδιοκτησίας που "αποκτά ύπαρξη μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού", δηλαδή του Νόμου 16/1980, είτε με πρωτοβουλία του Διευθυντή είτε με αίτηση του εγγεγραμμένου κυρίου αυτής. Η πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 66 προβλέπει ότι μέχρις ότου η ακίνητη ιδιοκτησία εκτιμηθεί και η αξία αυτής εγγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ο Διευθυντής δύναται για σκοπούς φορολογίας και κτηματολογικών τελών και δικαιωμάτων δυνάμει των διατάξεων οποιωνδήποτε άλλων εκάστοτε σε ισχύ νόμων "να καθορίσει προσωρινή αξία αυτής και να καταχωρήσει αυτή στα κτηματολογικά βιβλία". Η δεύτερη επιφύλαξη του ιδίου άρθρου προβλέπει ότι ο Διευθυντής δύναται να προβεί σε αναθεώρηση της προσωρινής αξίας που καθορίστηκε με τον τρόπο αυτό, όπου αυτό είναι αναγκαίο χωρίς όμως επηρεασμό οποιασδήποτε φορολογίας ή τελών και δικαιωμάτων που επιβλήθηκαν επί της προσωρινής αξίας που καθορίστηκε αρχικά.

Το άρθρο 67 προβλέπει:

"67. Οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία που εκτιμήθηκε οποτεδήποτε, είτε πριν από την έναρξη είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού, δύναται να επανεκτιμηθεί κατά οποιοδήποτε χρόνο ο οποίος δεν είναι μικρότερος των πέντε ετών από την ημερομηνία της τελευταίας εκτίμησης, είτε με πρωτοβουλία του Διευθυντή είτε με αίτηση του εγγεγραμμένου κυρίου αυτής:

Νοείται ότι οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία δύναται να επανεκτιμηθεί σε χρόνο μικρότερο των πέντε ετών από την τελευταία εκτίμηση αν -

(α) από την τελευταία εκτίμηση οποιαδήποτε τέτοια

ακίνητη ιδιοκτησία έχει ουσιαστικά επανοικοδο-

μηθεί ή αν πάνω σε οποιαδήποτε γη έχουν ανεγερ-

θεί οποιεσδήποτε οικοδομές ή έχουν φυτευθεί

οποιαδήποτε δέντρα ή αμπέλια ούτως ώστε να

αυξηθεί ουσιαστικά η αξία της ιδιοκτησίας αυτής

ή γης. ή

(β) από την τελευταία εκτίμηση οποιαδήποτε τέτοια

ακίνητη ιδιοκτησία έχει καταστραφεί ή βλαβεί σε

τέτοια έκταση ώστε να επηρεάζεται σημαντικά η

αξία αυτής. ή

(γ) έχει διαταχθεί γενική εκτίμηση δυνάμει του άρθρου

69."

Οι αιτητές διατείνονται ότι οι ιδιοκτησίες των αιτητών εκτιμήθηκαν κατά τη γενική εκτίμηση του 1983 και ότι σε αυτές δεν περιλαμβάνονται τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα τους γιατί αυτά ολοκληρώθηκαν μεταγενέστερα.

Το πιο πάνω Πιστοποιητικό του Κτηματολογίου καλύπτει την κατάσταση της ιδιοκτησίας μέχρι το 1992. Αυτή η κατάσταση περιλαμβάνει και τα επίδικα ξενοδοχειακά συγκροτήματα εφόσο τα κατονομάζει.

Λαμβάνω υπόψη ότι:

(α) Η γενική εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 69 του Κεφ. 224 έγινε το 1983.

(β) Τα επίδικα ξενοδοχειακά συγκροτήματα συμπληρώθηκαν μετά το 1993.

(γ) Η αξία που αναφέρεται στο πιο πάνω Πιστοποιητικό του Κτηματολογίου,

η οποία είναι η αξία που λήφθηκε υπόψη από το ΣΑΛΑ, περιλαμβάνει και την αξία των κτιρίων (ξενοδοχείων) κατά την 1.1.80.

(δ) Το πιστοποιητικό του Κτηματολογίου αναφέρει ότι δεν έγινε αλλαγή

από το 1992.

Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η εκτίμηση, η οποία λήφθηκε υπόψη από το ΣΑΛΑ και η οποία περιλαμβάνει και την αξία των κτιρίων, έγινε κατ΄ εφαρμογή της πρώτης επιφύλαξης του πιο πάνω άρθρου 67 του Κεφ. 224. Κρίνω επομένως ότι η εκτίμηση εκείνη ήταν καθόλα έγκυρη εφόσο ο όρος "εκτιμημένη αξία", σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 99/91, περιλαμβάνει και αξία όπως υπολογίστηκε δυνάμει του άρθρου 67 του Κεφ. 224. Είναι, επίσης, έγκυρη και δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του άρθρου 66.

΄Επεται πως η απάντηση στο ερώτημα που έθεσα πιο πάνω πρέπει να είναι καταφατική. Ορθά και νόμιμα το ΣΑΛΑ έλαβε υπόψη την αξία των ιδιοκτησιών όπως αυτή αναφέρεται στο πιο πάνω πιστοποιητικό του Κτηματολογίου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Οι αιτητές πρόβαλαν και δεύτερο επιχείρημα σε σχέση με τον πιο πάνω - πρώτο - λόγο ακύρωσης. Υποστήριξαν ότι το ΣΑΛΑ παρέλειψε να ερευνήσει τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, δηλαδή την κατάσταση λειτουργίας των αποχετευτικών συστημάτων των ξενοδοχείων της περιοχής και ειδικότερα του συστήματος επεξεργασίας των ξενοδοχείων των αιτητών και/ή έκαστου των αιτητών. Υποστήριξαν, περαιτέρω, ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι άκυρες για τον πρόσθετο λόγο ακύρωσης, ότι η έρευνα που έχει διεξαχθεί από το ΣΑΛΑ αναφορικά με την κατάσταση λειτουργίας των αποχετευτικών συστημάτων των ξενοδοχείων της περιοχής και ειδικότερα του ξενοδοχείου "έκαστου των αιτητών είναι ανύπαρκτη".

΄Ενα άλλο επιχείρημα που πρόβαλαν οι αιτητές σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακύρωσης είναι το πιο κάτω:

Η κατάταξη των ιδιοκτησιών σε δύο μόνο κατηγορίες χωρίς να ληφθεί υπόψη η φύση των εγκαταστάσεων και το όφελος που προκύπτει από αυτές στην ιδιοκτησία και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο τους καθιστά τις προσβαλλόμενες αποφάσεις άκυρες λόγω πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο. Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι κατά τον καθορισμό των επιδίκων τελών θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και τα στοιχεία ή κριτήρια του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου 1/1971. Συνεπώς θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη όχι μόνο ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη ιδιοκτησία αλλά και η φύση των εγκαταστάσεων και το όφελος το οποίο προκύπτει στην ιδιοκτησία ή τους κατόχους της από τη χρήση του αποχετευτικού συστήματος. Το ΣΑΛΑ - σύμφωνα με του αιτητές - λανθασμένα υπολόγισε το όφελος των ξενοδόχων από τη χρήση του κεντρικού αποχετευτικού συστήματος.

Από την άλλη το ΣΑΛΑ υποστήριξε ότι δεν είχε τέτοια υποχρέωση σύμφωνα με το Νόμο ούτε θα ήταν πρακτικά δυνατόν να γίνει τέτοια έρευνα για επιβολή ετήσιου "αποχετευτικού τέλους που όπως έχει νομολογηθεί αποτελεί ατομική πράξη γενικού περιεχομένου". Σχετικό, σύμφωνα με το ΣΑΛΑ, ήταν το άρθρο 30(1) (β) του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου, του 1971 (Ν 1/71) δυνάμει του οποίου "το Συμβούλιο δύναται (και όχι υποχρεούται) να αυξομειώσει το τέλος για κάποιες τάξεις ιδιοκτησίας ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται τα ακίνητα της τάξης αυτής καθώς και το όφελος που προκύπτει στην ιδιοκτησία ή τον κάτοχο της".

Είναι βέβαιο ότι νομικό έρεισμα των πιο πάνω θέσεων των αιτητών είναι το άρθρο 30(1) (β) του Νόμου 1/71. Προκύπτει επομένως θέμα ερμηνείας του άρθρου αυτού. Θα πρέπει πρώτα να παρεμβάλω ότι, καθώς έχει νομολογηθεί, το επίδικο τέλος αποτελεί φόρο και όχι ανταποδοτικό τέλος (βλ. Loizou v. Sewage Board Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122 και KANIKA HOTELS LTD κ.α. ν. Σ.Α.Λ.Α., Α.Ε. 1491/17.1.97). ΄Ερχομαι τώρα στην ερμηνεία του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου 1/1971. Το άρθρο αυτό έχει ερμηνευθεί στην Gold Coast Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υπόθεση 68/94/22.12.97 (απόφαση Πική, Π.). Κρίθηκε ότι το λεκτικό του σχετικού μέρους του άρθρου 30(1) (β) δεν αφήνει αμφιβολία ότι η εξουσία, η οποία παρέχεται, έχει ως αντικείμενο τη διαφοροποίηση των τελών κατά κατηγορίες ακινήτων και όχι το ιδιαίτερο όφελος το οποίο θα προκύψει. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

"Είναι η θέση των αιτητών ότι η διερεύνηση του οφέλους, το οποίο θα προκύψει σε συγκεκριμένο ακίνητο από το αποχετευτικό σύστημα, αποτελεί νομική υποχρέωση η οποία πηγάζει από το άρθρο 30(1) (β) του Νόμου 1/71, η μη εκπλήρωση της οποίας καθιστά την απόφαση ακροσφαλή. Η θέση των αιτητών υποστηρίζεται από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της πρωτοβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας στην Lordos Hotels (Holdings) v. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας, (Υποθ. αρ. 980/94, ημερ. 28.11.1997), στην οποία αποφασίστηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 30(1) (β) επιβάλλουν το συνυπολογισμό του οφέλους που θα προέλθει από το αποχετευτικό σύστημα στη συγκεκριμένη ιδιοκτησία του φορολογημένου ως αναπόσπαστο μέρος της διεργασίας καθορισμού του επιβλητέου τέλους. Αυτό αποτέλεσε ένα από τους λόγους για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης για την επιβολή αποχετευτικών τελών στην υπόθεση εκείνη. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θεώρηση του άρθρου 30(1) (β).

Στην απόφαση Kanika Hotels Ltd και άλλων ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, Α.Ε. 1491, ημερ. 17.1.1997 εξετάστηκε από την Ολομέλεια η φύση της εξουσίας η οποία παρέχεται από τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 30 του νόμου στο Συμβούλιο Αποχετεύσεως για τη διαφοροποίηση των τελών ανάλογα με τη φύση της ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της φορολογίας. (Σχετική με το θέμα είναι και η απόφαση στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, Υποθ. αρ. 784/95, ημερ. 27.2.1997). Γνώμονα, για τη διάκριση αυτή, μπορεί να αποτελέσουν όπως αποσαφηνίστηκε "... οι εγγενείς διαφορές μεταξύ ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων αφενός, και άλλων μορφών ιδιοκτησίας, αφετέρου". Το λεκτικό του σχετικού μέρους του άρθρου 30(1) (β) δεν αφήνει αμφιβολία ότι η εξουσία, η οποία παρέχεται, έχει ως αντικείμενο τη διαφοροποίηση των τελών κατά κατηγορίες ακινήτων και όχι το ιδιαίτερο όφελος το οποίο θα προκύψει σε συγκεκριμένο ακίνητο. Το σχετικό μέρος του άρθρου 30(1) (β) του Ν 1/71 έχει ως ακολούθως:

'... κατά τον καθορισμόν του τοιούτου τέλους δυνατόν να ληφθή ειδική πρόνοια δια την μείωσιν ή αύξησιν του τέλους δι΄ ωρισμένας τάξεις ιδιοκτησίας, αναλόγως του σκοπού, δι΄ όν, η βαρυνομένη διά του τέλους ιδιοκτησία, χρησιμοποιείται, της φύσεως γενομένων εγκαταστάσεων και το προκύπτον εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν και τον ιδιοκτήτην ή κάτοχον αυτής όφελος.'

Εν πάση περιπτώσει ο νόμος δεν καθιστά επιτακτική τη διαφοροποίηση των τελών κατά κατηγορίες ιδιοκτησίας. ΄Ο,τι παρέχεται, είναι εξουσία για το σκοπό αυτό εφόσον το Συμβούλιο Αποχετεύσεων κρίνει τούτο δικαιολογημένο. Καταλήγω ότι ο μη συσχετισμός των επιβληθέντων τελών με τα ιδιαίτερα οφέλη στην ιδιοκτησία των αιτητών δεν αποτελεί παρέκκλιση από το νόμο και δεν συνιστά λόγο ακύρωσης."

Συμφωνώ με την ερμηνεία που έχει δοθεί στην Gold Coast Ltd (πιο πάνω) και την υιοθετώ.

Με βάση το λεκτικό του επίμαχου άρθρου θεωρώ ότι αυτό στοχεύει αποκλειστικά στο να δώσει εξουσία στο Συμβούλιο να προβαίνει σε μείωση ή αύξηση του τέλους σε ωρισμένες τάξεις ιδιοκτησίας. Ωστόσο είναι καθαρό, από το λεκτικό του άρθρου, ότι αυτή η εξουσία δεν είναι επιτακτική αλλά δυνητική. Το Συμβούλιο δεν βαρύνεται με την υποχρέωση να συσχετίσει τα επιβληθέντα τέλη με τα ιδιαίτερα οφέλη που προκύπτουν στην ιδιοκτησία των αιτητών από τη χρήση του αποχετευτικού συστήματος. Αποδοχή της θέσης των αιτητών θα είχε σαν συνέπεια την μετατροπή του τέλους από φόρο σε ανταποδοτικό κατά παράβαση του Νόμου και της νομολογίας (Βλ. Loizou, πιο πάνω). Εφόσο το τέλος δεν είναι ανταποδοτικό αλλά φόρος κρίνω ότι το "όφελος" το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 30(1) (β) του Νόμου δεν είναι το όφελος που προκύπτει στον κάθε συγκεκριμένο αιτητή από τη χρήση του συστήματος αλλά το όφελος που προκύπτει γενικά από την ύπαρξη του αποχετευτικού συστήματος. Το όφελος που προκύπτει σε κάθε τάξη ιδιοκτησίας είναι το ίδιο για κάθε ακίνητο της ίδιας τάξης. Το γεγονός ότι ωρισμένα ξενοδοχειακά συγκροτήματα έχουν δικό τους αποχετευτικό σύστημα δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο.

Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο το ΣΑΛΑ είχει υποχρέωση να διερευνήσει την κατάσταση λειτουργίας των αποχετευτικών συστημάτων των ξενοδοχείων των αιτητών.

Είναι νομολογημένο ότι η υποχρέωση της διοίκησης για διεξαγωγή δέουσας έρευνας περιορίζεται σε υποχρέωση διερεύνησης των παραγόντων οι οποίοι είναι σχετικοί με το υπό εξέταση θέμα (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28 και Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341).

Το κατά πόσο ένας παράγων είναι σχετικός εξαρτάται από το νομοθετικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου ασκείται η σχετική εξουσία. ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί νομικό βάθρο της εισήγησης των αιτητών ήταν το πιο πάνω άρθρο 30(1) (β). Εφόσον, όπως έχω ήδη αποφανθεί, το άρθρο αυτό δεν εναποθέτει υποχρέωση στο ΣΑΛΑ να λάβει υπόψη το όφελος που θα προκύψει στους αιτητές θεωρώ ότι η ύπαρξη ή μη του αποχετευτικού συστήματος των αιτητών δεν αποτελεί σχετικό παράγοντα για τους σκοπούς άσκησης της εξουσίας καθορισμού των επιδίκων τελών δυνάμει του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου 1/71. ΄Επεται πως το ΣΑΛΑ δεν βαρυνόταν με την υποχρέωση να ερευνήσει δεόντως ένα τέτοιο παράγοντα εφόσο τέτοια υποχρέωση υπάρχει μόνο σε σχέση με σχετικούς παράγοντες. Για το λόγο αυτό ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Το ΣΑΛΑ δεν είχε υποχρέωση να διερευνήσει και λάβει υπόψη το όφελος από την χρήση του συστήματος στην ιδιοκτησία των αιτητών, λόγω της ύπαρξης δικών τους συστημάτων, αλλά μόνο το γενικό όφελος από την ύπαρξη του συστήματος.

Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Παράλειψη άσκησης αποφασιστικής αρμοδιότητας - Προσβαλλόμενες πράξεις παράνομες.

Οι αιτητές υπέβαλαν ότι το ΣΑΛΑ δεν άσκησε την αρμοδιότητα για αυξομείωση των τελών για ωρισμένες τάξεις ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τους αιτητές το ΣΑΛΑ είχε υποχρέωση να ασκήσει την αρμοδιότητα του και να διαπιστώσει αν υπήρχαν λόγοι που να επιτρέπουν την αυξομείωση των τελών για ωρισμένες τάξεις ιδιοκτησίας. Ωστόσο το ΣΑΛΑ παρέλειψε να ασκήσει την αρμοδιότητα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου 1/1971 και να λάβει ειδική πρόνοια για τη μείωση ή αύξηση του τέλους ανάλογα με το σκοπό που χρησιμοποιείται η ιδιοκτησία, τη φύση των εγκαταστάσεων και το όφελος που προκύπτει στην ιδιοκτησία και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο της.

Τέλος οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι το ΣΑΛΑ δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, δεν εξέτασε αν συντρέχουν λόγοι άσκησης της, δηλαδή δεν άσκησε την αρμοδιότητα που του αναγνωρίζεται από το Νόμο και δεν έλαβε υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία στα οποία έπρεπε να αποδόσει ανάλογη βαρύτητα.

Πράγματι το άρθρο 30(1) (β) παρέχει διακριτική ευχέρεια στο ΣΑΛΑ. Διακριτική ευχέρεια είναι εξ ορισμού "η νομική δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων εξίσου νομίμων λύσεων" (Βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 345). Ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι στις κρινόμενες περιπτώσεις το ΣΑΛΑ έχει πράγματι ενεργήσει κατά διακριτική ευχέρεια. Αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 30(1) (β) έχω ήδη αποφανθεί ότι οι παράγοντες που έχουν επικαλεστεί οι αιτητές δεν αποτελούν ουσιώδης παράγοντες και το γεγονός ότι είχαν αγνοηθεί δεν συνεπάγεται απουσία άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

Τρίτος λόγος ακύρωσης - Λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια.

Οι αιτητές υπέβαλαν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αποτέλεσμα της πολιτικής επιβολής διακριτικών τελών μεταξύ των ιδιοκτησιών που επιβαρύνονται και της κατάταξης των περιουσιών σε δύο κατηγορίες. Η πολιτική αυτή έχει καθοριστεί με βάση την έκθεση του Γραφείου Προγραμματισμού και αποφασίστηκε στη συνεδρία του ΣΑΛΑ ημερ. 6.9.1990. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το ΣΑΛΑ περιορίστηκε να ακολουθήσει την πολιτική που αποφάσισε με τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις που καταγράφονται στα πρακτικά ημερ. 6.9.90 και το σκεπτικό των εισηγήσεων του Γραφείου Προγραμματισμού οι οποίες δεν στηρίζονταν στα νομοθετημένα κριτήρια, αλλά στην οικονομική κατάσταση των ιδιοκτησιών και την απαίτηση για ανακούφιση των νοικοκυριών.

Τα κριτήρια που έλαβε υπόψη το ΣΑΛΑ έχουν παρατεθεί (βλ. σελ. 3-7, πιο πάνω). Αφού τα εξέτασα με προσοχή θεωρώ ότι δεν είναι εξωγενή. Σχετίζονται άμεσα με τους σκοπούς και επιδιώξεις του Νόμου 1/1971. Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με τα πρακτικά ημερ. 6.9.90 αυτή δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μου υλικό. Το πρακτικό εκείνο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προπαρασκευαστική πράξη. Οι εισηγήσεις του Γραφείου Προγραμματισμού ήταν ένα από τα πολλά κριτήρια που έλαβε υπόψη το ΣΑΛΑ και δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση που υιοθέτησε. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Ο Καν. 32 της Κ.Δ.Π. 99/71 είναι ultra vires του Νόμου.

Οι αιτητές υπέβαλαν ότι οι πρόνοιες του Καν. 32 της Κ.Δ.Π. 99/91, όπως έχουν τροποποιηθεί από την Κ.Δ.Π. 86/94 εξέρχονται των προνοιών του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου 1/1971 και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί εξέρχεται της εξουσιοδότησης που παρέχει στο ΣΑΛΑ ο Νόμος 1/71. Με τις πρόνοιες του Καν. 32 περιορίζεται το εύρος των καθηκόντων και της εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 30(1) (β) αναφορικά με την "αρμοδιότητα του Συμβουλίου να μειώνει ή αυξάνει τα τέλη αποχέτευσης ανάλογα με τα νομοθετημένα κριτήρια ή στοιχεία".

Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ένας Κανονισμός είναι ultra vires εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ορθή ερμηνεία του σχετικού εξουσιοδοτούντος Νόμου (Βλ. Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Vol. 36, p. 491 para. 743 και Spyrou and Others (No. 2) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627).

Το άρθρο 49(1) (β) του Νόμου 1/1971 περιέχει πρόνοια για την έκδοση Κανονισμών για "να καταστεί εφικτή ή ευχερεστέρα η υπό του Συμβουλίου εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30 και προνοηθή η καταβολή των συναφών τελών και δικαιωμάτων". Ο Καν. 32, όπως έχει τροποποιηθεί από την Κ.Δ.Π. 86/94 προβλέπει ότι "ο κάθε ιδιοκτήτης ή κάτοχος ακινήτου ... πρέπει να καταβάλλει ετήσιο τέλος το οποίο καθορίζεται από το Συμβούλιο, και το οποίο δεν θα υπερβαίνει τα ποσοστά που αναφέρονται πιο κάτω". Το λεκτικό του Καν. 32 πρόδηλα παρέχει στο ΣΑΛΑ εξουσία αυξομείωσης των τελών σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30(1) (β). Κατά τη λήψη της απόφασης για επιβολή αποχετευτικών τελών το ΣΑΛΑ άσκησε τις αρμοδιότητες του καθώς και την αρμοδιότητα του για αυξομείωση των τελών. Επέβαλε 88/100 του σεντ στους ξενοδόχους, 44/100 του σεντ στους βιομηχάνους και 22/100 του σεντ στις κατοικίες και άλλα υποστατικά. Κρίνω, επομένως, ότι ο Καν. 32 βρίσκεται εντός του πλαισίου της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και δεν είναι ultra vires. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Πέμπτος λόγος ακύρωσης - Κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας - Κατάχρηση εξουσίας.

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης περιστρέφεται - και πάλιν - γύρω από την παράλειψη του ΣΑΛΑ να λάβει υπόψη το όφελος που προκύπτει στην ιδιοκτησία κλπ. από τη χρήση του αποχετευτικού συστήματος και τη λήψη υπόψη μόνο του σκοπού που εξυπηρετούν οι ιδιοκτησίες.

΄Εχω ήδη αποφανθεί ότι με την παραγνώριση του οφέλους που προκύπτει στους αιτητές λόγω της λειτουργίας δικών τους αποχετευτικών συστημάτων το ΣΑΛΑ δεν παραβίασε το άρθρο 30(1) (β) του Νόμου. Το άρθρο αυτό παρέχει εξουσία στο ΣΑΛΑ να ενεργήσει κατά διακριτική ευχέρεια. Σε τέτοια περίπτωση η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ελέγχεται από το διοικητικό δικαστήριο μόνο από "της απόψεως της υπερβάσεως των άκρων ορίων της διακριτικής εξουσίας" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 268). Στις κρινόμενες υποθέσεις θεωρώ ότι δεν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου. Το τελευταίο ενήργησε μέσα στα πλαίσια της ορθής άσκησης της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για κατάχρηση εξουσίας η διοίκηση διαπράττει "κατάχρηση εξουσίας εάν η διακριτική ευχέρεια ασκείται για σκοπό καταδήλως άλλο από εκείνο για τον οποίο πρόβλεψε ο Νόμος" (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 405). Τα πιο πάνω συμπεράσματα μου σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου καταδείχνουν το αντίθετο: ότι η διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια ακριβώς για τον σκοπό για τον οποίο πρόβλεψε ο Νόμος. Ακολουθεί πως δεν συντρέχει περίπτωση κατάχρησης εξουσίας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

΄Εκτος λόγος ακύρωσης - ΄Ελλειψη αιτιολογίας και/ή δέουσας αιτιολογίας.

Οι αιτητές υπέβαλαν ότι από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δεν προκύπτει η σημασία την οποία το ΣΑΛΑ απέδωσε στα κριτήρια που καθορίζονται από το άρθρο 30(1) (β) ειδικότερα το όφελος το οποίο προκύπτει από την χρήση του συστήματος στα ξενοδοχεία που διαθέτουν και λειτουργούν δικό τους σύστημα επεξεργασίας λυμάτων.

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476 και Φράγκος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98). Στις κρινόμενες περιπτώσεις οι αιτητές δεν διαφωνούν με την προσβαλλόμενη πράξη στην ολότητά της. Διαφωνούν με το ύψος των τελών. Είναι νομολογημένο ότι εφόσο η αιτιολογία δεν απαιτείται ρητώς από το Νόμο, όπως είναι εδώ η περίπτωση, αυτή μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά το δικαστικό έλεγχο ανέφικτο. ΄Εχει ήδη παρατεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 6-7, πιο πάνω). Κρίνω ότι τα στοιχεία, στα οποία αναφέρεται, αποτελούν τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας δεν γίνεται δεκτή και απορρίπτεται. ΄Εχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου 1/71 και τη φύση του έργου καθορισμού των τελών θεωρώ ότι το ΣΑΛΑ δεν έχει υποχρέωση εξατομίκευσης των τελών για κάθε περίπτωση χωριστά. ΄Οπως έχω ήδη αποφανθεί το άρθρο 30(1) (β) δεν επιβάλλει στο ΣΑΛΑ υποχρέωση να λάβει υπόψη ότι οι αιτητές λειτουργούσαν δικά τους αποχετευτικά συστήματα, αλλά να λάβει υπόψη το όφελος από τη λειτουργία του αποχετευτικού συστήματος γενικά. ΄Οπως φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 7, παραγ. (γ), πιο πάνω) αυτό το όφελος λήφθηκε δεόντως υπόψη. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

΄Εβδομος λόγος ακύρωσης - Σύνθεση του ΣΑΛΑ.

Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι από τα πρακτικά ημερ. 17.6.98 είναι φανερό ότι η συζήτηση και λήψη της απόφασης στηρίχθηκε σε διάφορες προπαρασκευαστικές πράξεις ή αποφάσεις του Συμβουλίου. Από τα πρακτικά των προπαρασκευαστικών πράξεων είναι φανερό ότι στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου κατά τη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων με τις οποίες αποφασίστηκαν και εγκρίθηκαν οι Κανονισμοί, η μεθοδολογία επιβολής των τελών και η πολιτική της διακριτικής τιμολόγησης, συμμετείχαν πρόσωπα τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των μελών του ΣΑΛΑ.

Εξέταση των πρακτικών της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αποκαλύπτει ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν παρόντα μόνο τα μέλη του ΣΑΛΑ. Σχετικά με τις προπαρασκευαστικές πράξεις οι οποίες οδήγησαν στη θέσπιση των Κανονισμών του 1991, σύμφωνα με τη νομολογία, οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν άμεσα με προσφυγή. Προσβάλλονται μόνο έμμεσα στα πλαίσια προσφυγής κατά ατομικής πράξης που τους εφαρμόζει. Ελέγχονται δε παρεπιπτόντως ως προς την νομιμότητα τους ή ως προς την συνταγματικότητα τους ή αν είναι ultra vires του Νόμου (Βλ. Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124, 130, 131, Nicosia Race Club v. Republic (1984) 3 C.L.R. 791, 796, 797, Police v. Hondrou, 3 R.S.C.C. 82, Sophoclis Demetriades & Son and Another v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 557 και Demetrios Philippou and Others v. Republic(1970) 3 C.L.R. 129).

΄Εχω ήδη αποφανθεί ότι οι Κανονισμοί δεν είναι ultra vires. Δεν υπάρχει εισήγηση για αντισυνταγματικότητα των Κανονισμών. Η εισήγηση για δικαστικό έλεγχο των διαβουλεύσεων και της σύνθεσης οποιασδήποτε συνεδρίας που είχε προηγηθεί της έκδοσης των Κανονισμών δεν βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Όγδοος λόγος ακύρωσης - Παράβαση της αρχής της ισότητας - ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.

Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι το ΣΑΛΑ πεπλανημένα κατέταξε σε μια μόνο κατηγορία τα "ξενοδοχεία, οργανωμένα τουριστικά διαμερίσματα" παραγνωρίζοντας το όφελος το οποίο προκύπτει από τη χρήση του αποχετευτικού συστήματος και συγκεκριμένα το όφελος για τα ξενοδοχεία τα οποία διαθέτουν δικό τους σύστημα επεξεργασίας λυμάτων σε σύγκριση με εκείνα τα οποία δεν διαθέτουν. Η επίδικη κατάταξη - κατέληξαν οι αιτητές - αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 28 του Συντάγματος γιατί το Σ.Α.Λ.Α. παραγνώρισε τη φύση των γενομένων εγκαταστάσεων και το προκύπτον στην ιδιοκτησία και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο αυτής όφελος.

Κεντρικός άξονας και αυτής της εισήγησης ήταν και πάλι η πάγια θέση των αιτητών για το όφελος που προκύπτει στην ιδιοκτησία τους λόγω της ύπαρξης δικών τους αποχετευτικών συστημάτων. Εν όψει των συμπερασμάτων στα οποία έχω καταλήξει σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 30(1) (β) του Νόμου θεωρώ ότι το όφελος, το οποίο επικαλούνται οι αιτητές με την πιο πάνω εισήγηση τους, δε διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο κατά την εξέταση του κατά πόσο έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας. Κατά τα άλλα σε σχέση με φορολογικά ζητήματα, όπως είναι εδώ η περίπτωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί απόλυτη ισότητα (Βλ. Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641). Τα δικαστήρια επιτρέπουν ευρεία ελευθερία δράσης στη διοίκηση λόγω του πολύπλοκου των φορολογικών ρυθμίσεων (Βλ. Xydias v. Republic (1976) 3 C.L.R. 303, Antoniades (πιο πάνω) και Colocassides and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 364).

Για τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο