ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις
Αρ. 409/98 και 518/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Υπόθεση Αρ. 409/98
Μεταξύ
:Ανδρέα Ζήνωνος, από τη Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
Υπόθεση Αρ. 518/98
Μεταξύ
:Παντελή Γ. Βασιλείου, από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 23 Μαΐου, 2000.Για τον αιτητή στην 409/98: Μ. Στυλιανού για Δ. Παυλίδη.
Για τον αιτητή στην 518/98: Αρ. Γεωργίου.
Για την καθ΄ης η αίτηση και στις δύο προσφυγές: Ε. Αντωνίου (κα).
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 5 και στις δύο προσφυγές: Α. Κωνσταντίνου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 11.2.98 να προάξει στη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, τα ενδιαφερόμενα μέρη αναδρομικά από τις 15.7.94. Στην προσφυγή με αρ. 409/98 προσβάλλεται η προαγωγή πέντε προαχθέντων-ενδιαφερομένων μερών και στην προσφυγή με αρ. 518/98 έξι προαχθέντων. Πρόκειται περί επανεξέτασης από την ΕΔΥ μετά από ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της προαγωγής των προαχθέντων.
Ιστορικά τα γεγονότα έχουν ως εξής:-
Στις 10.6.94 η ΕΔΥ προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη στην ίδια θέση. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκαν οι προσφυγές αρ. 964/94 και 972/94. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση αδελφού Δικαστή ημερ. 5.9.96 ακύρωσε την επίδικη απόφαση για το μοναδικό λόγο ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν παράνομη και αναιτιολόγητη.
Στις 17.1.97 η ΕΔΥ επανεξέτασε την υπόθεση. Αφού κάλεσε το Διευθυντή, ο οποίος έδωσε ορισμένες διευκρινήσεις επί της προηγούμενης σύστασής του, απεφάσισε να προάξει έξι από τους υποψηφίους. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθησαν οι προσφυγές 415/97 και 416/97. Η ΕΔΥ ανακάλεσε την πιο πάνω απόφασή της σε συνεδρία της ημερ. 17.11.97 ακολουθώντας το σκεπτικό γνωμάτευσης της Γενικής Εισαγγελίας ότι, με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου
, έπρεπε να ακούσει εξ υπαρχής νέα σύσταση του Προϊσταμένου και όχι μόνο διευκρινήσεις επί της παλαιάς, αφού η σύσταση αυτή είχε κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο παράνομη.Η ΕΔΥ ακολούθως σε συνεδρία της στις 11.2.98 επανεξέτασε την υπόθεση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ύστερα από εξέταση όλων των ενώπιον της στοιχείων και αφού άκουσε τις νέες συστάσεις του Διευθυντή απεφάσισε να προαγάγει τα ενδιαφερόμενα μέρη Ανδρέου, Νικολάου, Ζαβρού, Πανάου και Αγρότου στη θέση Ανώτερου Τεχνικού αναδρομικά από τις 15.7.94. Επίσης προήξε, με βάση το άρθρο 45 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων, ως υπεράριθμη προαγωγή, το ενδιαφερόμενο μέρος Κωνσταντίνου.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ καταχωρήθησαν οι παρούσες προσφυγές
.Στην προσφυγή αρ. 518/98 ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει ως λόγο ακυρότητας ότι λανθασμένα η ΕΔΥ κάλεσε το Διευθυντή να δώσει νέες συστάσεις γιατί κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με αλλοίωση του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Κατά το συνήγορο ο Διευθυντής μόνο διευκρινήσεις μπορούσε να δώσει πάνω στην παλιά του σύσταση.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του αιτητή. Στην απόφαση της Ολομέλειας Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2007, ημερ. 30.3.988 έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Ορθά η ΕΔΥ επεδίωξε νέες συστάσεις από τον ίδιο Διευθυντή. Η νομολογία υποστηρίζει ότι είναι παραδεκτή η πλήρωση του κενού που αφήνεται από την απόρριψη των συστάσεων που υποβάλλονται από τον Προϊστάμενο με την υποβολή νέων συστάσεων. (Βλέπε: Δημοκρατίας ν. Πιτσιλλίδη, Α.Ε. 1086, ημερομηνίας 13.12.1990)".
Και στις δύο προσφυγές προβάλλεται ως κοινός λόγος ακύρωσης η έκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Ισχυρίζονται οι αιτητές ότι υπερέχουν σε αξία έναντι όλων, σε αρχαιότητα έναντι ορισμένων ενδιαφερομένων μερών και δεν υστερούν σε προσόντα.
Από τον έλεγχο των φακέλων προκύπτει ότι όσον αφορά τα προσόντα οι μεν αιτητές είναι απόφοιτοι τεχνικής σχολής, τα δε ενδιαφερόμενα μέρη, πλην του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Πανάου, κατέχουν περαιτέρω ακαδημαϊκά προσόντα ανώτερης εκπαίδευσης, τα οποία συνάδουν προς τα καθήκοντα της θέσης και δεν αποτελούν πλεονέκτημα.
Όσον αφορά την αρχαιότητα ο αιτητής στην προσφυγή 518/98 Παντελής Γ. Βασιλείου έχει την ίδια ως τα ενδιαφερόμενα μέρη, με εξαίρεση το ενδιαφερόμενο μέρος Ευαγγελία Αγρότου που υστερεί κατά δυόμισυ χρόνια. Ο αιτητής επίσης στην προσφυγή 409/98 Ανδρέας Ζήνωνος έχει την ίδια αρχαιότητα μόνο με την Ευαγγελία Αγρότου, υστερεί όμως κατά δυόμισυ χρόνια από τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.
Όσον αφορά την αξία, από τους εμπιστευτικούς φακέλους φαίνεται ότι, τόσο οι αιτητές και στις δύο προσφυγές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, είναι σε γενικές γραμμές ισοδύναμοι. Χαρακτηριστικά τα τρία τελευταία χρόνια (1990-1991-1992) οι εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1990 και 1991 βαθμολογούνται, τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε όλα τα στοιχεία ως εξαίρετοι. Μικρή οριακή διαφορά παρατηρείται μόνο στις εμπιστευτικές εκθέσεις του 1992. Ο αιτητής Π. Βασιλείου με 5 "Εξαίρετος" και 3 "Πολύ Ικανοποιητικός" ισοβαθμεί με δύο από τα ενδιαφερόμενα μέρη υστερεί δε έναντι των άλλων. Ο αιτητής Α. Ζήνωνος με 7 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ Ικανοποιητικός" υπερτερεί οριακά έναντι τριών ενδιαφερομένων μερών, υστερεί δε έναντι των άλλων.
Συνολικά όμως τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογούνται ως εξαίρετοι. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική και όχι η επί μέρους βαθμολογία των υποψηφίων.
Με τα εκτεθέντα πιο πάνω, καταδεικνύεται ότι ο ισχυρισμός των αιτητών για έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, δεν ευσταθεί. Από την εξέταση των φακέλων δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η έκδηλη υπεροχή πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και συντριπτική, σε βαθμό που παραγνώρισή της να στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας. Στην Γρηγορίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε. 2134, ημερ. 2.9.98, έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Για να ευσταθήσει ισχυρισμός για καταφανή ή έκδηλη υπεροχή πρέπει η υπεροχή να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (βλ. Χ"Σάββα ν. Δημοκρατίας 1982 3 ΑΑΔ 76, 68 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).".
(Βλέπε επίσης:
HadjiSavva v. Republic (1982) 3 CLR 76, HjiIoannou v. Republic (1983) 3 CLR 1041, Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Α.Ε. 2146, ημερ. 4.9.98, ΡΙΚ ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου, Α.Ε. 2294, ημερ. 30.9.97).Άλλος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται και από τους δύο αιτητές είναι η ανεπάρκεια και το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή.
Ο Διευθυντής στην πολυσέλιδη σύσταση του αναφέρει τους λόγους της προτίμησής του για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αναφέρεται σε κάθε ένα από αυτά στις ιδιαίτερες ιδιότητες που καθιστούν τα ενδιαφερόμενα μέρη καταλληλότερα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της θέσης. Συνεκτιμά και τα τρία καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, προσόντων, αρχαιότητας. Η κρίση του Διευθυντή βασίζεται στην ίδια γνώση για όλους τους υποψηφίους και από πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους τους.
Έχω μελετήσει τη σύσταση του Διευθυντή. Έχω καταλήξει ότι είναι και επαρκής και αιτιολογημένη. Η σύσταση του συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Τα στοιχεία των φακέλων αποτελούν ένα αξιόπιστο δείκτη της υπηρεσιακής επίδοσης των υποψηφίων και η νομιμότητα της σύστασης ελέγχεται με κριτήριο τη συμφωνία του περιεχομένου της προς τα στοιχεία αυτά. (Βλέπε: Τ. Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 ΑΑΔ 249 και Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2037, ημερ. 20.11.98).
Ο Διευθυντής, στη σύσταση του, περιέγραψε τις αρετές εκείνες που είχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης. Αναφέρθηκε και στα τρία νομοθετημένα κριτήρια και έδωσε την ανάλογη βαρύτητα στο κάθε ένα από αυτά. Χαρακτηριστικά ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Αγρότου, η οποία υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των αιτητών δίδει πειστικούς λόγους στη σύσταση του καταλήγοντας ότι "αξιολογώντας όμως τη συνολική εικόνα τόσο της ίδιας όσο και των άλλων υποψηφίων που δεν συστήνονται για προαγωγή, κρίνω ότι η συσταθείσα υπερτερεί αισθητά των εν λόγω υποψηφίων.".
Καταλήγω κατά συνέπεια ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι και επαρκής και ικανοποιητικά αιτιολογημένη.
Τελευταίος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η ισχυριζόμενη ανεπάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.
Σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία διοικητικής πράξης εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. Είναι δυνατόν η αιτιολογία να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία των φακέλων.
Στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021, ημερ. 27.3.98 έχουν λεχθεί τα εξής σχετικά με το θέμα της αιτιολογίας:-
"Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λογων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στο δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρά. 636, 646 και 657).
Τότε μόνο είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (βλ. Ιωάννη Σαρμά, η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).
Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητο την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εθέτουσα τα γεγονότα εξ ων εμορφώθη, η κρίση της Διοικήσεως, η δυναμένη να εφαρμοσθεί εις πάσαν περίπτωσιν" (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-187 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).".
Έχω μελετήσει την εκ τεσσάρων σελίδων επίδικη απόφαση της ΕΔΥ. Κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη, συμπληρώνεται δε και από τα στοιχεία των φακέλων. Η αιτιολογία που δίδεται από την ΕΔΥ παρέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμενα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης. Είναι σαφής και συγκεκριμένη, καθιστά δε εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Σαφώς η ΕΔΥ έλαβε υπόψη τα τρία νομοθετημένα κριτήρια τα οποία αντιπαρέβαλε και σχολίασε με επάρκεια. Η αιτιολογία που αναδύεται από την απόφαση της είναι επαρκής.
Καταλήγω ότι κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ευσταθεί και απορρίπτονται.
Και οι δύο προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών. Καμιά διαταγή για έξοδα μεταξύ αιτητών και ενδιαφερομένου μέρους αρ. 5.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ