ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 743/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:MIKAEL TRADING CO. LTD, εκ Λευκωσίας,
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και
Τουρισμού,
2. Γενικού Διευθυντού Υπουργείου
Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
3 Απριλίου 2000
Για τους αιτητές: Ν. Παπαγεωργίου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα,
Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στο Μέρος IV του περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμου του 1994 (Ν. 74(Ι)/94 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 99(Ι)/97) εκτίθενται οι εξουσίες και τα καθήκοντα της Εντεταλμένης Υπηρεσίας. Η οποία, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 είναι η:
"... Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας ή τέτοια άλλη υπηρεσία που θα επιφορτιστεί από τον Υπουργό με την κατά καιρούς άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην Εντεταλμένη Υπηρεσία ....."
Προβλέπεται στο άρθρο 9(1) με το οποίο αρχίζει το Μέρος IV ότι:
"9. - (1) Όταν η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι έγινε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης ασφάλειας σε σχέση με οποιαδήποτε καταναλωτικά προϊόντα, τότε αυτή μπορεί να επιδώσει ειδοποίηση (που στο εξής θα αναφέρεται ως "ειδοποίηση αναστολής") που να απαγορεύει στο πρόσωπο στο οποίο αυτή επιδίδεται, για τόση περίοδο όση καθορίζεται σ΄ αυτή, όχι όμως μεγαλύτερη από έξι μήνες από την ημερομηνία της ειδοποίησης, τη διενέργεια οποιουδήποτε από τα ακόλουθα πράγματα χωρίς τη συγκατάθεση
.................................. .................................................. .......
(5) Συγκατάθεση που παρέχεται από την Εντεταλμένη Υπηρεσία για τους σκοπούς του εδαφίου (1) μπορεί να επιβάλλει τέτοιους όρους για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης για την οποία απαιτείται η συγκατάθεση τους οποίους η Εντεταλμένη Υπηρεσία θεωρεί κατάλληλους."
Στην προκείμενη περίπτωση, η Εντεταλμένη Υπηρεσία, που ήταν η Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού επέδοσε στην αιτήτρια εταιρεία, στις 14 Μαΐου 1998, ειδοποίηση αναστολής της ίδιας ημερομηνίας αναφορικά με ορισμένα προϊόντα τα οποία η αιτήτρια είχε εισάξει και διέθετε προς πώληση. Η εν λόγω Ειδοποίηση ήταν το αποτέλεσμα έρευνας και ελέγχου στις 13 και 14 Μαΐου 1998. Επρόκειτο για την Ειδοποίηση Αναστολής Αρ. 8 με την οποία απαγορευόταν η χωρίς τη συγκατάθεση της Εντεταλμένης Υπηρεσίας διάθεση, προσφορά για διάθεση, συμφωνία για διάθεση και έκθεση για διάθεση 20.000 αναπτήρων "υπό μορφή παιχνιδιών (άμαξα, πιστόλι, τραίνο, χειροβομβίδα, πλοίο)". Η περίοδος απαγόρευσης καθοριζόταν ως "μέχρι 6 μήνες". Που είναι και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Δόθηκαν ως λόγοι για την ειδοποίηση ότι:
"(α) Δεν υπάρχει κατάλληλη προειδοποιητική σήμανση αναφορικά με την ασφαλή χρήση των αναπτήρων.
(β) Δυνατό να προσελκύσουν την προσοχή των παιδιών με πιθανότητα να εκληφθούν ως παιχνίδια."
Την επομένη της έκδοσης της ειδοποίησης αναστολής, οι αναπτήρες εξετάστηκαν περαιτέρω. Σχετική έκθεση αναφέρει τα εξής:
"Στις 15.5.98 έγινε έλεγχος στα γραφεία της Εντεταλμένης Υπηρεσίας της βαλβίδας ρύθμισης της φλόγας των πιο πάνω αναπτήρων. Τον έλεγχο τον διενήργησε ο κ. Μάριος Δρουσιώτης υπεύθυνος του Κλάδου Εφαρμογής του Περί Ασφάλειας Καταναλωτικών προϊόντων Νόμου. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ο τρόπος λειτουργίας και η στερέωση της βαλβίδας ρύθμισης της φλόγας δυνατό να έθεταν σε κίνδυνο το χρήστη των αναπτήρων, καθ΄ ότι κατά την ρύθμιση, μπορούσε να αποσπαστεί ολόκληρη η βαλβίδα ρύθμισης με αποτέλεσμα την απότομη διαρροή όλης της ποσότητας του αποθηκευμένου υγραερίου και τον εκσφενδονισμό της βαλβίδας με κίνδυνο τραυματισμού του χρήστη ή την πρόκληση πυρκαγιάς. Τα αποτελέσματα του ελέγχου κοινοποιήθηκαν προφορικά στον κ. Μιχάλη Κουτσίδη, Διευθυντή της εταιρείας MIKAEL Trading Ltd από τον κ. Μάριο Δρουσιώτη. Επιπρόσθετα αναφέρθηκε στον κ. Κουτσίδη ότι μπορούσε να γίνει έλεγχος της βαλβίδας ρύθμισης της φλόγας στην παρουσία του, αν το επιθυμούσε."
Ενόψει προφανώς της σοβαρότητας του θέματος και επειδή είχαν ήδη διατεθεί τέτοιοι αναπτήρες σε διάφορα καταστήματα πριν από την επίδοση στην αιτήτρια της ειδοποίησης αναστολής, δόθηκε στις 29 Μαΐου 1998 στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ανακοίνωση, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 9, με την οποία καλούνταν όλοι οι πωλητές αμέσως να αποσύρουν τους
αναπτήρες.Η αιτήτρια με επιστολή του διευθυντή της, Μ. Κουτσίδη, ημερ. 11 Ιουνίου 1998 ζήτησε από τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού με τον οποίο, καθώς αναφέρεται, ο κ. Κουτσίδης είχε συνάντηση για το θέμα την προτεραία, να της επιτραπεί η πώληση των αναπτήρων αφού τοποθετηθεί σ΄ αυτούς κατάλληλη προειδοποιητική σήμανση. Εισηγήθηκαν αυτοκόλλητη ετικέττα που να γράφει:
"ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΝΑΠΤΗΡΑΣ
ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ή
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ή κάποια άλλη απαγορευτική ετικέττα."
Στην επιστολή γινόταν εκτενής αναφορά σε άλλη, προηγούμενη υπόθεση την οποία η αιτήτρια χαρακτήριζε ως χειρότερη και στην οποία, ενώ είχε αρχικά απαγορευτεί η εκτελώνιση, τελικά επιτράπηκε ".... μετά από συνάντηση και ορισμένα τηλεφωνήματα που έγιναν σε ανωτέρους υπαλλήλους του υπουργείου (φίλος του φίλου) ....". Κατ΄ ακολουθίαν η αιτήτρια ζητούσε την ίδια μεταχείριση με τον εξής συλλογισμό: "Εφόσον εν γνώσει του υπουργείου εδόθη η άδεια καλώς ή κακώς είναι υποχρέωση του υπουργείου να μεταχειρίζεται με τον ίδιο
τρόπο όλους τους πολίτες της Δημοκρατίας".Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 24 Ιουνίου 1998 δόθηκε στην αιτήτρια αρνητική απάντηση. Παραθέτω το κείμενο:
"Κύριοι,
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 11 Ιουνίου, 1998, αναφορικά με τη διάθεση στην κυπριακή αγορά αναπτήρων με μορφή παιχνιδιών και σας πληροφορήσω ότι η εισήγηση σας για τοποθέτηση κατάλληλης προειδοποιητικής σήμανσης στους αναπτήρες δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Όπως γνωρίζετε, η διάθεση των συγκεκριμένων αναπτήρων σας στην αγορά θέτει σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών και η εισήγηση σας για τοποθέτηση προειδοποιητικής σήμανσης δεν εξαλείφει ή μειώνει σε ουσιαστικό βαθμό τον κίνδυνο που διατρέχουν οι καταναλωτές.
Οι αναπτήρες σας μπορούν να επανεξαχθούν ή να διατεθούν στην κυπριακή αγορά αφού πρώτα αχρηστευθεί ο μηχανισμός τους ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αναπτήρες.
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι η ασφάλεια και υγεία των καταναλωτών θα πρέπει να τίθεται υπεράνω των οποιωνδήποτε οικονομικών συμφερόντων."
Αυτή η απάντηση είναι που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Με την οποία η αιτήτρια ζητά:
"Δήλωση και/ή Διακήρυξη του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας & Τουρισμού ημερομηνίας 24.6.98 με την οποία απερρίφθη εισήγηση της Αιτήτριας Εταιρείας όπως επικολλήσει προειδοποιητική σήμανση επί αναπτήρων τους οποίους είχε εισάξει για να της επιτραπεί να διατεθούν στην αγορά είναι άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος."
Στα πολλά νομικά σημεία που η αιτήτρια θέτει προς εξέταση, περιλαμβάνεται και η αρμοδιότητα για έκδοση της απόφασης. Επικαλείται το άρθρο 7(1) του Νόμου για να προβάλει ότι την απόφαση θα έπρεπε να την λάμβανε ο Υπουργός ενώ, καθώς εισηγείται, την έλαβε ο Γενικός Διευθυντής. Προβλέπεται στο άρθρο 7(1) ότι:
"7. - (1) Ο Υπουργός έχει εξουσία, με αιτιολογημένη απόφασή του -
(α) Να επιδίδει σ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο ειδοποίηση (που στο εξής θα αναφέρεται ως "απαγορευτική ειδοποίηση") που να απαγορεύει στο πρόσωπο αυτό, εκτός με τη συγκατάθεση του Υπουργού, να διαθέτει ή να προσφέρει για διάθεση, να συμφωνεί να διαθέτει, να εκθέτει για διάθεση ή να κατέχει για διάθεση οποιαδήποτε καταναλωτικά προϊόντα τα οποία ο Υπουργός θεωρεί ότι δεν είναι ασφαλή και τα οποία περιγράφονται στην ειδοποίηση·
(β) .................................................. ....................................
(2) Συγκατάθεση που δίδεται από τον Υπουργό για τους σκοπούς απαγορευτικής ειδοποίησης μπορεί να περιέχει τέτοιους όρους για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης για την οποία απαιτείται η συγκατάθεση τους οποίους ο Υπουργός θεωρεί κατάλληλους."
Όπως επεσήμανε η συνήγορος της Δημοκρατίας, το άρθρο 7(1) του Νόμου δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα περίπτωση και, κατά συνέπεια, ούτε ο Υπουργός. Δεν είχε εκδοθεί από τον Υπουργό "απαγορευτική ειδοποίηση" βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 7 ώστε να μπορεί να του ζητηθεί και να μπορεί αυτός να παράσχει συγκατάθεση βάσει του εδαφίου (2). Είχε εκδοθεί από την Εντεταλμένη Υπηρεσία "ειδοποίηση αναστολής" βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 9.
Η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει τη δική της αυτοτέλεια, τις δικές της αποκλειστικές εξουσίες και καθήκοντα. Η αιτήτρια δεν ζήτησε από την Εντεταλμένη Υπηρεσία, στα χέρια της οποίας βρισκόταν το θέμα σε εκείνο το στάδιο, συγκατάθεση βάσει του εδαφίου (5) του άρθρου 9. Το ότι ο Υπουργός δεν παρέπεμψε το θέμα στην Εντεταλμένη Υπηρεσία δεν χρειάζεται να με απασχολήσει αφού αυτό δεν τέθηκε προς εξέταση. Άλλη είναι εν προκειμένω η υφή της υπόθεσης.
Προκύπτει για εξέταση και προέχει το κατά πόσο ό,τι προσβάλλεται αποτελεί εκτελεστή απόφαση. Θα προχωρήσω σε αυτό αυτεπάγγελτα. Γιατί παρόλον που η συνήγορος της Δημοκρατίας επεσήμανε τα σχετικά στοιχεία δεν τα αντίκρυσε από αυτή τη σκοπιά για να εγείρει τέτοιο ζήτημα
. Άλλο ζήτημα εννόμου συμφέροντος, το οποίο ήγειρε, δεν χρειάζεται να με απασχολήσει.Είναι χωρίς δυσκολία που καταλήγω ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή απόφαση. Το ζήτημα εδώ είναι στη φυσιογνωμία του το ίδιο με ό,τι με απασχόλησε στη
Vassiliades Pharmacies Limited v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 812/95 ημερ. 21 Φεβρουαρίου 1997, η οποία επιδοκιμάστηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Vassiliades Pharmacies Limited, A.E. 2363 ημερ. 14 Σεπτεμβρίου 1999, που αφορούσε πανομοιότυπη υπόθεση. Κατέληξα ότι:"Πρόκειται έκδηλα εδώ περί ανυπόστατης απόφασης. Η οποία δεν μπορούσε να αποκτήσει και δεν "απέκτησε οντότητα μεσα στο διοικητικό χώρο": βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433. Η εμφανιζόμενη ως απόφαση δεν έφερε μαζί της το "τεκμήριο νομιμότητας" εφόσον, καθώς παρατηρεί ο Δαγτόγλου στο "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο" Β΄ Έκδοση (1984) σελ. 225: "η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην ισχύ της πράξεως δεν είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη." Και δεν ήταν εδώ αντικειμενικά δικαιολογημένη διότι δεν επρόκειτο καθόλου για πραγματική απόφαση εφόσον αφορούσε σε ανύπαρκτο ζήτημα. Με αποτέλεσμα να μην έχει δημιουργήσει δικαιώματα ή υποχρέωσεις. Δεν ήταν λοιπόν εκτελεστή."
Τα ίδια ισχύουν κατ΄ αναλογία και σε αυτή την υπόθεση.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Με έξοδα.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ